¨Στη Μάννα

Χρόνια πολλά μανούλα μου
Σε σένα που με γέννησες
χωρίς γιατρούς και μαίες
Σε σένα που μ΄ ανάθρεψες
παρά τις τόσες έγνοιες
Σε σένα που με το δρεπάνι
θέριζες τα σπαρτά
Σε σένα που στις δύο
το πρωί έσπαζες τα καπνά,
Σε σένα που στις πέντε
άρμεγες τα ζωντανά
Σε σένα που επτά
ζύμωνες τα καρβέλια
Σε σένα που σαν βράδιαζε
άχνιζε η γαλατόπιτα
Σε σένα που στον αργαλειό
κένταγες τα χαλιά
Σε σένα που ποτέ δεν είχες
χρόνο για αγκαλιά
Σε σένα που δούλεψες
σκληρά χωρίς σταματημό
Σε σένα που με νανούριζες
σαν είχα πυρετό
Σε σένα που σαν βράδιαζε
κι έβρισκες πιάτο άδειο
Ετοίμαζες το βραδινό
με μπόλικο κουράγιο
Σε σένα που με υπομονή
με έμαθες τη θυσία
Σε σένα που έφτανες
μέχρι την αυτοθυσία
Ποτέ δεν βαρυγκόμησες,
ποτέ δεν δείλιασες
Ποτέ δεν εγκατέλειψες,
ποτέ δεν παραπονέθηκες
Αγάπησες τη γλύκα της γης,
τα χέρια σου γεμάτα χώματα
Τα πόδια σου φτερά,
τα μάτια σου γεμάτα καλοσύνη
Η αγκαλιά σου απλόχερη
κι ποδιά σου δεμένη στη μέση
Έτοιμη να μεταφέρει τα αυγά,
τα λαχανικά από τον κήπο
Τα ξύλα και το δαδί για τη σόμπα,
να ζεστάνει τα χέρια σου
από την παγωνιά.
Και το μαντήλι στο χέρι
να σφίξει το κεφάλι
να κρατήσει τα μαλλιά
να σκουπίσει τον ιδρώτα
και τα πικρά δάκρυα
να γίνει επίδεσμος
και προστασία στην αντηλιά….
Κατηγορίες: Μαριάννα Αποστόλου, Ποιήματα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση