Με τις εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου προ των πυλών, η συγκοινωνούσα σχέση διοικούσας Εκκλησίας και πολιτικών έρχεται και πάλι στο προσκήνιο.
Μπορεί, βεβαίως, οι ναοί να μη διατίθενται πλέον στην υπηρεσία των εκλογικών αναγκών, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται, για παράδειγμα, στο μακρινό 1925 ο Επίσκοπος Πατρών Αντώνιος Β´ [Παράσχης] να ζητάει όπως «αἱ κατά Κυριακάς καί λοιπάς ἑορτάς τελούμεναι θεῖαι λειτουργίαι γίνωνται ἐνωρίτερόν πως, οὕτως ὥστε ἀπό τῆς 9½ π.μ. οἱ Ναοί νά εἶναι ἑλεύθεροι διά νά δύνανται αἱ ἐπιτροπαί ἀνασυντάξεως τῶν ἐκλογικῶν καταλόγων νά συνεδριάζωσιν…», ωστόσο οι πολιτικοί δεν παραλείπουν (μάλλον επιδιώκουν) και σήμερα να εντάσσουν την Εκκλησία στους προεκλογικούς σχεδιασμούς τους.
Ετσι, η εμπλοκή της Εκκλησίας στην (προ)εκλογική διαδικασία δεν είναι, όπως άλλοτε, νομοθετημένη, πλην όμως παραμένει, έστω ανεπίγνωστα, τυποποιημένη. Και εξηγούμαι: στο κάδρο της προεκλογικής δραστηριότητας πολλών υποψηφίων κατέχουν περίοπτη θέση τα ενσταντανέ (instantané) από τη συνάντησή τους με τον επιχώριο Επίσκοπο. Ο τελευταίος, ως «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς», ανταποκρίνεται θετικά στα σχετικά αιτήματα. Καλοπροαίρετα θα μπορούσα να δεχθώ ότι οι συναντήσεις αυτές στοχεύουν στην εκζήτηση της ευλογίας της Εκκλησίας. Στην περίπτωση, όμως, αυτή είναι προφανές ότι πρόκειται για μία εκδήλωση από μέρους των υποψηφίων της ενδιάθετης, μύχιας πεποίθησής τους σε σχέση με το «θείο», της οποίας δεν χρειάζεται η φωτογραφική αποτύπωση και, πολύ περισσότερο, η προβολή και η υστερόβουλη δημοσιοποίηση. Οταν το τελευταίο συμβαίνει, οι αγαθές, ενδεχομένως, προθέσεις, ευλόγως περνούν σε δεύτερο πλάνο. Και τούτο, διότι δίδεται η εντύπωση ότι η δημοσιοποίηση αυτών των, ιδιωτικών κατά τα λοιπά, στιγμών αποβλέπει στη θρησκευτική συνείδηση των ψηφοφόρων, της οποίας επιχειρεί να διεγείρει τα αντανακλαστικά. Η Εκκλησία βεβαίως (πρέπει να) προσφέρει την αγκαλιά της σε όλους. Γι’ αυτό δεν μπορεί εκ φύσεως να στηρίζει συγκεκριμένα κόμματα, τα οποία εκπροσωπούν, εξ ορισμού, ένα μέρος της κοινωνίας. Αλλωστε, είναι υποχρεωμένη λόγω της θεσμικής θέσης της να συνυπάρχει με όποιον κομματικό σχηματισμό συγκεντρώνει την προτίμηση του ελληνικού λαού, συχνά δε πετυχαίνει, παρά την αμφιμερή καχυποψία που χαρακτηρίζει κατά καιρούς τις σχέσεις της με την Πολιτεία, να προωθεί τα καλώς νοούμενα συμφέροντά της. Αντιθέτως, οι πολιτικοί είναι εκείνοι που συνήθως διεκδικούν μία προνομιακή, κατά περίπτωση, σχέση με την Εκκλησία, ακόμη και εάν εκφράζουν, με άλλες ευκαιρίες, επιφυλάξεις για τη θέση και την εν γένει παρουσία της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα.
Δεν λείπουν, μάλιστα, και οι περιπτώσεις που το Κράτος έσπευσε να «χρησιμοποιήσει» την Εκκλησία για «ίδιον όφελος». Τα παραδείγματα πολλά. Θα αναφέρω μόνον δύο από το απώτερο παρελθόν για την οικονομία της συζήτησης:
1. Δεν πρέπει να αγνοείται ότι δεν ήταν η Εκκλησία και, μάλιστα, η Ορθόδοξη που ζήτησε την καθιέρωση του όρκου στη διοικητική πρακτική και τα δικαστήρια, αφού την αποκρούει για λόγους θεολογικούς. Αντιθέτως, το Κράτος θέλησε ιστορικώς να «αξιοποιήσει» τη θρησκευτική συνείδηση των διαδίκων, των μαρτύρων ή των διοικουμένων για τους δικούς της δικονομικούς ή διοικητικούς σκοπούς.
2. Το Κράτος έφθασε μέχρι του σημείου να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία ακόμη και ως όργανο αντεγκληματικής πολιτικής, καθιερώνοντας νομοθετικώς (1852), έπειτα από αίτηση διαδίκου, τη δυνατότητα επι-βολής από τον επιχώριο Επίσκοπο του επιτιμίου του προσωπικού αφορισμού για την αποκάλυψη των υπαίτιων τέλεσης παράνομων πράξεων, εκμεταλλευόμενο τη θεοσέβεια του ελληνικού λαού.
Θα ήθελα να κατακλείσω το παρόν σημείωμα, με δύο επισημάνσεις: α) Αν και έχουν παρέλθει περίπου εβδομήντα χρόνια από τον Απρίλιο 1954, όταν επιτράπηκε στους κληρικούς να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα, «η Εκκλησία δεν πολιτεύεται» (Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, «Κ», 23.6.1981), αλλά πάγιο αίτημά της (πρέπει να) είναι ο «εξανθρωπισμός της πολιτικής» (Οικ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος) και β) συχνά διαλάθει την προσοχή κάποιων πολιτικών η απόκριση του Ιησού στα επίμονα ερωτήματα του Πόντιου Πιλάτου ότι «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36). Στο πλαίσιο αυτό, η αναγωγή της όποιας σχέσης τους με την Εκκλησία σε προεκλογικό asset παρίσταται μάλλον ατυχής.
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.