Ε Κ Φ Ρ Α Σ Τ Ι Κ Α  Μ Ε Σ Α  ΚΑΙ Σ Χ Η Μ Α Τ Α   Λ Ο Γ Ο Υ

Καταρχήν, και τα σχήματα λόγου και τα εκφραστικά μέσα είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της λογοτεχνικής γλώσσας (και γενικά της γλώσσας). Ανήκουν δηλαδή στη γλωσσική – εκφραστική τροπικότητα των λογοτεχνικών κειμένων. Υπάρχει, όμως, μια θεμελιώδης διαφορά: τα εκφραστικά μέσα είναι η ευρύτερη σε πλάτος έννοια (διάλογος, εσωτερικός μονόλογος, αφήγηση, ζωγραφική, εικόνες, βίντεο, κατασκευές, μεικτές ύλες, τρισδιάστατες αναπτύξεις στο χώρο), ενώ τα σχήματα λόγου είναι η στενότερη (βλ. ορισμό παρακάτω). Επομένως, τα λεγόμενα σχήματα λόγου (π.χ. μεταφορά, προσωποποίηση, υπερβολή, υπερβατό κλπ.) εγγράφονται, ως υπάλληλες έννοιες, στο ευρύχωρο πλάτος που έχει ο όρος εκφραστικά μέσα. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι συνιστούν δύο ομόκεντρους κύκλους που ο στενότερος (= σχήματα λόγου) είναι εγγεγραμμένος στον ευρύτερο (= εκφραστικά μέσα).

Στα εκφραστικά μέσα ενός λογοτεχνικού έργου εγγράφονται τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν τους ιδιαίτερους τρόπους που λαμβάνει η έκφραση του λόγου, ώστε να δοθεί πιο αποτελεσματικά η σκέψη, ο προβληματισμός ή και η διάθεση του δημιουργού. Συγκαταλέγονται, έτσι, σε αυτά, όχι μόνο τα σχήματα λόγου, τα οποία και αποτελούν μέρος μόνο των εκφραστικών μέσων, αλλά και:

– το ύφος γραφής (λιτό, δυσπρόσιτο νοηματικά, πομπώδες ή υψηλό)

– η στάση του γράφοντος απέναντι στο εξεταζόμενο θέμα, αν δηλαδή το προσεγγίζει με ειρωνικό ή σοβαρό τρόπο, – η πρόθεση του να κοσμήσει το λόγο του με τη χρήση επιθέτων ή λέξεων ιδιαίτερα ποιητικών ή και απρόσμενων λεκτικών συνδυασμών,

– ο τρόπος εκφοράς του λόγου σε συντακτικό επίπεδο (ελλειπτικές διατυπώσεις, σύντομες ή εκτενείς περίοδοι, ευθύς ή πλάγιος λόγος, καθώς και πιθανές συντακτικές ανακολουθίες), – αξιοποίηση εικόνων, προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη παραστατικότητα,

Η έννοια αλλά και η ουσία, κυρίως, του σχήματος που παρατίθεται απεικονίζει το αυτονόητο αξίωμα: ότι δηλαδή όλα τα σχήματα λόγου είναι εκφραστικά μέσα, αλλά όλα τα εκφραστικά μέσα δε συνιστούν αναγκαστικά και σχήματα λόγου.

Ας δούμε, λοιπόν, τι ακριβώς είναι και ποια είναι τα σχήματα λόγου. Στον καθημερινό μας λόγο οι λέξεις σιγά-σιγά απολιθώνονται και πεθαίνουν (μεταφορά και προσωποποίηση)! Αυτό σημαίνει ότι από την συνεχόμενη χρήση παύουμε να τις κατανοούμε σε βάθος, να νιώθουμε την συγκίνηση που εκπέμπουν, και απλώς τις αναγνωρίζουμε λειτουργικά και φευγαλέα. Η ποίηση, όμως, έχει ως στόχο το να ακούσουμε τις λέξεις με τις έννοιές τους, τις εικόνες τους, τα συνειρμικά συμφραζόμενά τους μέχρι τα βάθη της ψυχής μας και ξεκινώντας από αυτές να συγκινηθούμε και να αναστοχαστούμε. Πώς μπορεί να το κάνει αυτό όταν τα ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ  ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ  ΜΕΣΑ εργαλεία της, οι λέξεις, είναι τόσο φθαρμένες; Πώς μπορεί, ακόμη-ακόμη, να μας αναγκάσει να διαβάσουμε μια λέξη ολόκληρη, όταν από τις πρώτες συλλαβές την αναγνωρίζουμε και την περνάμε στα γρήγορα; Στο σημείο αυτό, λοιπόν, έρχεται η συνεπικουρία των σχημάτων λόγου (και στην παραδοσιακή αντίληψη η αναγκαιότητα του ποιητικού λεξιλογίου, της μουσικότητας, του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας).

Κάθε σχήμα λόγου συνιστά μια ειδική διαχείριση μιας ή περισσότερων λέξεων, που προκαλεί εκφραστικές ιδιαιτερότητες (=σημασιολογικές, γραμματικο–συντακτικές, ποσοτικές, αφύσικες διατάξεις στη σειρά των λέξεων). Τα σχήματα λόγου, λοιπόν, διαχειρίζονται τις λέξεις με ειδικούς και συγκεκριμένους τρόπους:

α) τροποποιούν τη διάταξη (= τη σειρά) των λέξεων μέσα σε ένα προτασιακό σύνολο (π.χ. το πρωθύστερο: ήπιαν κι έφαγαν)

β) παραβιάζουν τη γραμματικο–συντακτική συμφωνία των λέξεων, δηλαδή τη συντακτική λογική μιας πρότασης (π.χ. το σχήμα κατά το νοούμενο: ο κόσμος χτίζουν εκκλησιές)

γ) συρρικνώνουν ή διαστέλλουν το λεκτικό ανάπτυγμα μιας πρότασης (π.χ. το σχήμα του πλεονασμού: εσύ σώπα και μη μιλάς)

δ) τροποποιούν τις σημασίες των λέξεων (π.χ. το σχήμα της μεταφοράς: κατέβαινε ένας βαρύς ουρανός πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών).

Τα σχήματα λόγου που γνωρίζετε ήδη από το Γυμνάσιο είναι τα εξής: ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΝ ΤΙΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ:

Μεταφορά: Η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) μεταφέρεται σε άλλο πρόσωπο (ζώο, πράγμα, αφηρημένη έννοια) το οποίο την έχει σε μεγαλύτερο βαθμό και πιο εντυπωσιακή. Έχει καρδιά πέτρινη.

Παρομοίωση: Συσχετίζεται η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) με την ιδιότητα κάποιου άλλου προσώπου, η οποία υπάρχει σε αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό και είναι πιο εντυπωσιακή. Η παρομοίωση αρχίζει με τις λέξεις σαν, καθώς, όπως, όσο και με το σαν να, όταν έχουμε υποθετική παρομοίωση (με αναφορική παρομοιαστική πρόταση). Κι ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει ή Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας

Προσωποποίηση: Αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες σε μη ανθρώπινα: σε ζώα, σε φυτά, σε πράγματα και σε αφηρημένες έννοιες. Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος Υπερβολή: Παρουσιάζεται μια ενέργεια, μια ιδιότητα, μια κατάσταση κτλ. μεγαλοποιημένη σε βαθμό που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα και τα φυσικά όρια.

Σχήμα Λιτότητας: Αντί για κάποια λέξη χρησιμοποιείται η αντίθετή της με άρνηση.

Ειρωνεία: Η ειρωνεία στην ποιητική έκφρασή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας απλώς ορισμός αυτού του πολυδύναμου εκφραστικού μέσου. Η αίσθηση της ειρωνείας δημιουργείται με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων και στην τελική έκβαση των γεγονότων. Υπάρχει επίσης η τραγική ειρωνεία, στην οποία οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα του λογοτεχνικού έργου και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή. Παράλληλα, οι λογοτέχνες καταφεύγουν συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, σχολιάζοντας εμπαικτικά πράξεις ή σκέψεις των προσώπων που παρουσιάζονται στα έργα τους

Αντίθεση: Σχήμα λόγου κατά το οποίο αντίθετες λέξεις ή έννοιες παρατίθενται για να δημιουργήσουν εντύπωση. π.χ. τις Εστιάδες τις σεμνές μα κολασμένες. Η αντίθεση ενδέχεται να εκφράζεται μόνο με δύο λέξεις αλλά και με δύο φράσεις ακόμα και με δύο μεγάλα τμήματα λόγου. Έπαψε τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου· / Πού εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου = Αντίθεση: άδειασεν – εγιόμισεν. Με την αντίθεση γίνεται σαφέστερο το αίσθημα πληρότητας που προσέφερε ο ήχος στον ήρωα, που μόνο με το σταμάτημα του ήχου, επαναφέρει στη σκέψη του την αγαπημένη του.

 Συνεκδοχή: Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Έτσι δηλώνεται: το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή, το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο, η ύλη αντί για εκείνο που είναι κατασκευασμένο από αυτή, το όργανο αντί για την ενέργεια που παράγεται ή γίνεται με αυτό. Να βάλω ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου (εννοούνται σπίτι ολόκληρο, όχι μόνο στέγη, και να καλυφθώ ολόκληρος, όχι μόνο το κεφάλι μου) ή Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι, / Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι· = το χέρι (αντί για το άτομο συνολικά): αγνάντευεν – κι εγύρευε

Μετωνυμία: Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη που δηλώνει το δημιούργημά του. Το όνομα του εφευρέτη αντί για τη λέξη που δηλώνει την εφεύρεση. Η λέξη που δηλώνει αυτό που περιέχει κάτι αντί για τη λέξη που δηλώνει το περιεχόμενο και αντίστροφα. κάτσε να πιούμε ένα ποτήρι

Υπάρχουν, όμως, και πολλά άλλα σχήματα λόγου: ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΝ ΤΙΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: Αλληγορία: Η αλληγορία είναι περισσότερο εκφραστικό μέσο, παρά σχήμα λόγου. Δηλώνει έναν τρόπο εκτεταμένης μεταφορικής γραφής του ποιητή ή συγγραφέα, ο οποίος χρησιμοποιεί τις συμβολικές πράξεις φανταστικών χαρακτήρων σε ένα επίσης φανταστικό περιβάλλον (μύθος). Με την τεχνική αυτή, επομένως, επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η απόκρυψη του πραγματικού νοήματος. Συνεπώς, οπουδήποτε λειτουργεί η έννοια της αλληγορίας, χρειάζεται και απαιτείται μια ειδική ανάγνωση για την αποκωδικοποίηση και την κατανόηση του πραγματικού νοήματος. Αυτή η ειδική ανάγνωση προϋποθέτει την ικανότητα να διαβάζουμε ένα αλληγορικό κείμενο «κάτω από τις λέξεις», για να αποκαλύψουμε τα κρυμμένα ή, έστω, τα δυσδιάκριτα νοήματα. Στο χώρο της λογοτεχνίας η αλληγορία είναι μια ιδιαίτερα συχνή τεχνική. Συγκεκριμένα, ο πεζογράφος ή ο ποιητής, για να προσδώσει στα νοήματά του μεγαλύτερη υποβλητικότητα και για να καταστήσει περισσότερο αισθητά και, επομένως, ζωντανά, καταφεύγει συχνά στην τεχνική και στους τρόπους της αλληγορίας. π.χ. ποιήματα Καβάφη: Πρώτο σκαλί, Κεριά. / το έργο του Όργουελ Η Φάρμα των Ζώων.

ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΡΟΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Αποστροφή: Το σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει τη ροή του λόγου του και στρέφεται προς συγκεκριμένο πρόσωπο, σε προσωποποιημένο αντικείμενο ή σε αφηρημένη ιδέα. Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!

Πρωθύστερο: Από δύο σχετικές ενέργειες ή έννοιες τοποθετείται στη σειρά του λόγου πρώτη εκείνη που είναι χρονικά και λογικά δεύτερη. Όμως κοντά στην κορασιά, πού μ’ έσφιξε κι εχάρη του ακρογιαλιού

Υπερβατό: Ανάμεσα σε δύο όρους μιας πρότασης, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους στενή λογική και συντακτική σχέση και θα έπρεπε να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, παρεμβάλλεται μια λέξη ή φράση και τους αποχωρίζει. Τα πέλαγα στην αστραπή κι ό ουρανός αντήχαν.

Αναστροφή: Η σκόπιμη αλλαγή της φυσικής σειράς των λέξεων μιας φράσης. π.χ. του προδομένου ο πόνος της καρδιάς αντί: ο πόνος της καρδιάς του προδομένου. Εδώ και ο διασκελισμός.

Κλιμακωτό: Αυξάνει βαθμιαία (κλιμακωτά) η ένταση στην παρουσίαση μιας σειράς από ενέργειες ή καταστάσεις (παρουσιάζεται μια σειρά από καταστάσεις ή ενέργειες, από τις οποίες η καθεμιά είναι πιο έντονη από την προηγούμενή της. Ακούω κούφια τα τουφέκια / ακούω σμίξιμο σπαθιών / ακούω ξύλα, ακούω πελέκια / ακούω τρίξιμο δοντιών. (Ύμνος εις την Ελευθερίαν)

Κύκλος: Μια πρόταση ή μια περίοδος, ένα ποίημα ή ένα διήγημα τελειώνει με την ίδια λέξη ή εικόνα με την οποία αρχίζει. Έκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι· … Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη, / την απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη.

ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ–ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Κατά το νοούμενο: Η σύνταξη (ως προς το γένος και τον αριθμό) ακολουθεί το νόημα (αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα) και όχι το γραμματικό τύπο. Οξύμωρο: Συνδέονται δύο έννοιες που φαινομενικά αποκλείουν η μία την άλλη (είναι αντιφατικές μεταξύ τους), ωστόσο στο βάθος εκφράζουν ένα λογικό νόημα.

Ανακόλουθο: Στο σχήμα αυτό παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια μιας πρότασης λόγω ταχύτητας του λόγου, ψυχικής ταραχής ή και σκοπιμότητας του ομιλητή ή συγγραφέα. π.χ. «Ο Διάκος (αντί του Διάκου) σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη».

ΣΥΡΡΙΚΝΩΝΟΥΝ Ή ΔΙΑΣΤΕΛΛΟΥΝ ΤΟ ΛΕΚΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Άρση και θέση: Πρώτα λέγεται τι δεν είναι κάτι (ή τι δε συμβαίνει) και αμέσως μετά τι είναι (ή τι συμβαίνει) – πρώτα αίρεται κάτι και στη συνέχεια τίθεται. Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει

Επανάληψη: Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται δύο φορές στη σειρά με την ίδια λέξη ή φράση (αυτούσια ή ελαφρώς αλλαγμένη). Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα ή Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!

Πλεονασμός: Για να εκφραστεί ένα νόημα, χρησιμοποιούνται περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται κανονικά. Είδη πλεονασμού είναι τα ακόλουθα σχήματα λόγου:

Εκ παραλλήλου: Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται ταυτόχρονα και καταφατικά και αρνητικά με  δύο ισοδύναμες αντίθετες εκφράσεις. Με ξέχασε πια και δεν με θυμάται.  Περίφραση: Μια έννοια εκφράζεται με δύο ή περισσότερες λέξεις, ενώ μπορούσε να εκφραστεί με  μία. Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω = Περίφραση: τρυφερό κλωνάρι (ενν. η αρραβωνιαστικιά). Η περίφραση αυτή τονίζει τη νεότητα της κοπέλας και την αγνότητά της.

Ένα με δύο (εν διά δυοίν): Μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και, ενώ σύμφωνα με το νόημα η μία από αυτές έπρεπε να είναι προσδιορισμός της άλλης. Γυναίκες που είν’ οι άντροι σας και οι καπεταναραίοι. αντί για: οι άντροι σας, οι καπεταναραίοι.

 Επαναφορά ή επάνοδος: Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται (επανέρχεται) στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων. Δύο ή περισσότερες διαδοχικές προτάσεις, δηλαδή, αρχίζουν με την ίδια λέξη ή φράση.

Υποφορά και ανθυποφορά: Σε αυτό το σχήμα υπάρχει η ακόλουθη διαδικασία: α) διατυπώνεται μια  ερώτηση, β) ύστερα δίνεται πάλι με ερώτηση κάποια πιθανή εξήγηση στην απορία, γ) στη συνέχεια απορρίπτεται η εξήγηση αυτή, δ) και τέλος ακολουθεί η απάντηση για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.

 Αναδίπλωση: Υπάρχουν δύο τρόποι για να προσδιορίσουμε την έννοια της αναδίπλωσης. Ο ένας ο  στενός και καθιερωμένος και ο άλλος είναι ο ευρύτερος και ουσιαστικότερος. Σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο, η αναδίπλωση είναι ένα σχήμα λόγου (ή ένας εκφραστικός τρόπος), σύμφωνα με το οποίο μια λέξη (ή και μια φράση) τίθεται στο λόγο μια φορά και αμέσως μετά επαναλαμβάνεται. Έτσι, η ίδια λέξη ακούγεται στο λόγο δύο φορές, χωρίς όμως ανάμεσά τους να μεσολαβεί κάτι άλλο. π.χ. Απρίλη, Απρίλη δροσερέ και Μάη με τα λουλούδια. ή Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε. Η αναδίπλωση αυτής της μορφής, από άποψη αισθητικής και νοηματικής λειτουργίας, αποσκοπεί στο να προβάλει με ιδιαίτερη ένταση και έμφαση την επαναλαμβανόμενη έννοια. Στα ποιητικά, όμως, κείμενα, η έννοια της αναδίπλωσης λειτουργεί και με έναν ευρύτερο, πιο ελεύθερο και πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο. Για παράδειγμα στο ποίημα του Σεφέρη «Ελένη», διαβάζουμε τα εξής:

Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών,

αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια…

Σε αυτό το απόσπασμα ο εκφραστικός τρόπος της αναδίπλωσης χρησιμοποιείται και αξιοποιείται με έναν πολύ πιο ελεύθερο τρόπο. Συγκεκριμένα ο ποιητής χρησιμοποιεί και επαναλαμβάνει τρεις φορές την ίδια έκφραση (αν είναι αλήθεια) στην αρχή ισάριθμων στίχων. Με την τριπλή αυτή αναδίπλωση ο ποιητής θέτει εμφατικά, δηλαδή με ιδιαίτερη ένταση, το γεγονός ότι και στο μέλλον ο άνθρωπος θα ξαναζήσει την ίδια περιπέτεια ενός μάταιου πολέμου σαν ένας άλλος Τεύκρος.

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΦΩΝΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΑΚΟΥΣΤΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ:

Παρήχηση: Ένας συγκεκριμένος φθόγγος (συνήθως σύμφωνο) συναντιέται (και ηχεί) πολλές φορές σε κάποια φράση (κυρίως σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις. Έκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι· = Παρήχηση του «α», η οποία ενισχύει ηχητικά την αίσθηση της απόστασης

 

Κατηγορίες: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΕΝΙΚΑ. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.