Αν και στη λέξη «ακτινοβολία» οι περισσότεροι σκέφτονται κατευθείαν τη ραδιενέργεια, καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με πολλά διαφορετικά είδη.
Η ηλιακή, το υπεριώδες φάσμα της (επίκαιρο κάθε καλοκαίρι), η κοσμική (σε μεγάλα υψόμετρα), αλλά και η ενδογενής ακτινοβολία (από έκλυση του φυσικού αερίου ραδονίου, σε κλειστούς, μη αεριζόμενους χώρους, όπως τα σπίτια μας) ανήκουν στις φυσικές ακτινοβολίες.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι τεχνητές ακτινοβολίες αυξήθηκαν, ανάλογα με την τεχνολογία. Οι πιο γνωστές είναι η ηλεκτρομαγνητική (π.χ. κινητών τηλεφώνων και ασύρματης τεχνολογίας), τα μικροκύματα (π.χ. οι αντίστοιχοι φούρνοι) και η διαβόητη ραδιενέργεια (παρούσα όχι μόνο στις συνήθεις πηγές, αλλά και σε άλλες εφαρμογές, όπως οι οικιακοί ανιχνευτές καπνού).
Επιστημονικώς, ως ακτινοβολία ορίζεται η μετάδοση της ενέργειας στο χώρο. Η ορθότερη κατάταξή της αφορά τις μη ιοντίζουσες και ιοντίζουσες ακτινοβολίες.
Στις πρώτες (μη ιοντίζουσες) συμπεριλαμβάνονται τα χαμηλής έντασης ηλεκτρομαγνητικά πεδία – LFE/MW (από ηλεκτρικές συσκευές), τα ραδιοκύματα και τα μικροκύματα, προερχόμενα από σταθμούς εκπομπής ραδιοφώνου και τηλεόρασης ή τους φούρνους μικροκυμάτων, η ορατή ακτινοβολία και η υπεριώδης, ανάλογα πηγάζει από τις ηλεκτρικές λάμπες ή τον ήλιο, και η υπέρυθρη, είτε από τον ήλιο είτε από την κεραμική εστία της κουζίνας μας.
Οι βιολογικές επιδράσεις διαφέρουν από αυτές της ιοντίζουσας ακτινοβολίας και εξαρτώνται κυρίως από την ένταση και τη συχνότητα. Παράδειγμα, η γνωστή ηλεκτροπληξία, με επιδράσεις που κυμαίνονται από απλό ερεθισμό δέρματος και μυών (αισθητική και φυσιοθεραπεία) έως εκτεταμένους σπασμούς, ανακοπή και εγκαύματα.
Οι ιοντίζουσες (Χ-α-β-γ ακτινοβολίες) αλληλεπιδρούν με την ύλη μεταφέροντας ηλεκτρόνια, σαν «νόμισμα ενέργειας». Λόγω της μεγάλης διεισδυτικότητάς τους επηρεάζουν τη ζωή και τη λειτουργία των κυττάρων μέσω χειραγώγησης του DNA. Τα πιο επιρρεπή κύτταρα είναι όσα βρίσκονται σε φάση αντιγραφής, όσα δηλαδή πολλαπλασιάζονται περισσότερο. Αποτέλεσμα, βλάβες του DNA με ή χωρίς δυνατότητα επιδιόρθωσης (στην τελευταία περίπτωση συνήθως με απόρριψη ιστού, όπως στην ακτινοθεραπεία) και πιο σημαντικά, μεταλλάξεις του DNA με πιθανή ανάπτυξη καλοήθων ή κακοήθων όγκων και γενετικών αλλοιώσεων.
Ευπρόσβλητοι ιστοί είναι το δέρμα και τα επιθήλια (π.χ. γαστρεντερικός ή ρινικός βλεννογόνος), τα λευκά αιμοσφαίρια και ο αιμοποιητικός μυελός των οστών. Αξίζει να αναφερθεί ότι βλάβες πραγματοποιούνται σε όλους τους ιστούς, καθώς και ότι σε βάθος χρόνου αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα καρκίνου (κυρίως θυρεοειδή και μαστού) και λευχαιμίας.
* Γιατί είναι τόσο σημαντικές οι επιδράσεις στα παιδιά;
Λόγω βιολογίας, τα παιδιά βρίσκονται συνεχώς υπό ανάπτυξη, οπότε μεγάλος πληθυσμός των κυττάρων τους βρίσκονται σε φάση πολλαπλασιασμού. Επιπροσθέτως, έχουν μεγαλύτερους πληθυσμούς ανώριμων και αδιαφοροποίητων κυττάρων (άωρα κύτταρα και βλαστοκύτταρα), η προσβολή των οποίων, πέραν της αναστολής ωρίμανσής τους σε ιστούς (π.χ. ερυθρά αιμοκύτταρα από το μυελό των οστών), αυξάνει σημαντικά τη πιθανότητα παιδικών καρκίνων, μειώνοντας το προσδόκιμο επιβίωσης. Τα παιδιά είναι κατά 10 φορές πιο ευαίσθητα από τους ενηλίκους στην ίδια ποσότητα ακτινοβολίας, τόσο λόγω των προαναφερόμενων όσο και λόγω της μικρότερης μάζας τους.
ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ (ακτίνες Χ)
Αποτελεί την πιο καλά μελετημένη μορφή ακτινοβολίας και το «κόκκινο πανί» για τους περισσότερους από εμάς. Πέραν των γνωστών πηγών, σε μικρά επίπεδα εκλύεται και από λιγότερο «ύποπτους» παράγοντες, όπως οι φθορίζουσες συσκευές (λάμπες, ρολόγια), οι τηλεοράσεις, τα ακτινοσκοπικά μηχανήματα των αεροδρομίων, τα ραδιενεργά ιχνοστοιχεία σε άσφαλτο, κάρβουνο και καπνό ή στη φύση.
Σε μικρές δόσεις προκαλούνται ελάχιστα ευρήματα, με το πιο σύνηθες την παροδική μείωση των λευκοκυττάρων, ενώ η έκθεση σε σημαντικές δόσεις ευθύνεται για την «ασθένεια της ακτινοβολίας» (radiation sickness), για εγκαύματα, ακόμη και για θάνατο σε σύντομο διάστημα.
**Σε πόση ραδιενέργεια είναι επιτρεπτό να εκτίθενται οι άνθρωποι (και ιδίως τα παιδιά);
Αυτή η ερώτηση είναι από τις πιο σημαντικές στην ιστορία της βιοφυσικής. Ανάλογα με την κατανόηση των βιολογικών επιδράσεων, τα επίπεδα αλλάζουν με τα χρόνια.
Οι πρώτες εφαρμογές, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αφορούσαν την ψυχαγωγία, ενώ μέχρι τα μέσα του αιώνα, θεωρούνταν ευεργετική η κατανάλωση ραδιενεργών χαπιών και πρόσθετων σε αναψυκτικά.
Αν και η πρώτη μελέτη για τις βιολογικές επιδράσεις της ακτινοβολίας δημοσιεύτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Nikola Tesla και το 1927 έγιναν γνωστές οι γενετικές επιδράσεις, η έννοια της ακτινοπροστασίας θεωρούνταν υπερβολική έως τα τέλη του 1960.
Για τους ενηλίκους, τα Ευρωπαϊκά Επίπεδα Ασφάλειας δέχονται ως ασφαλή την ετήσια έκθεση σε ακτινοβολία έως 1mSv για τον γενικό πληθυσμό. Σε ευαίσθητες ομάδες (παιδιά και εγκύους) επεισέρχεται η αρχή της «χαμηλότερης αναγκαίας δόσης, ALARA-as low as reasonably achievable», με την έννοια ότι μια ανεπαρκής διαγνωστική εξέταση χρήζει επανάληψης, ενώ αλληλοεπικαλυπτόμενες εξετάσεις επιβαρύνουν τον οργανισμό.
Η επίδραση της ακτινοβολίας, εκτός από ποσοτική, είναι και αθροιστική. Δεν έχει σημασία μόνο η ποσότητα, αλλά και το χρονικό διάστημα έκθεσης σε αυτήν, αν η ακτινοβολία χορηγείται σε δόσεις και εάν υπάρχει ικανοποιητική παύση «ανάρρωσης» στα μεσοδιαστήματα.
**Πώς μπορούμε να προστατέψουμε τα παιδιά από τη ραδιενέργεια;
Με δεδομένο ότι αποκλείεται να χρησιμοποιηθούν παιδιά για επαγγελματική χειραγώγηση ραδιενεργών υλικών, το βασικό είναι να προφυλαχθούν από την αναίτια και αδικαιολόγητη έκθεσή τους, η οποία σε μικρές ηλικίες συνηθέστερα παρέχεται μέσω ιατρικών εξετάσεων.
Αν και η ακτινοπροστασία είναι κυρίως μέλημα των ακτινολόγων, έχει ξεκινήσει η ευαισθητοποίηση των κλινικών ιατρών, με βασική προτεραιότητα τη μείωση της δοσολογίας και την αντικατάσταση όπου είναι εφικτό από άλλες εξετάσεις, όπως η υπερηχοτομογραφία (π.χ. οισοφαγογραφήματα, ανάδειξη δυσπλασιών ισχίου, παρακολούθηση πλευριτικών συλλογών και ανατάξεις εγκολεασμών). Ακόμα και τώρα, αν και σε μικρότερο βαθμό, τα θέματα της ακτινοπροστασίας του παιδικού πληθυσμού συχνά παραβλέπονται. Τραγικό παράδειγμα, η περίπτωση βρέφους στην Καλιφόρνια, τον Ιανουάριο του 2008.
Η σημαντικότερη μέθοδος προστασίας είναι η αποφυγή αναίτιων εξετάσεων και (όπου είναι δυνατό) η αντικατάστασή τους με άλλες τεχνικές. Η πρόοδος της τεχνολογίας έχει σημαντική θετική επίδραση, με την ανάπτυξη νέων συστημάτων, μειώνοντας περαιτέρω τη δόση της ακτινοβολίας.
Το δεύτερο μέτρο αφορά την εξασφάλιση ικανοποιητικών χρονικών διαστημάτων μεταξύ των εξετάσεων για την ανάρρωση του σώματος.
Τρίτη σημαντική παράμετρος, κυρίως για τα παιδιά, είναι η ακτινοβολία να περιορίζεται στα μικρότερα αποδεκτά επίπεδα για την επίτευξη ικανοποιητικού αποτελέσματος.
Εξαιρετικά σημαντική είναι και η εξασφάλιση ικανοποιητικών τεχνικών παραμέτρων στα εργαστήρια, με καλή μολύβδινη μόνωση, εξασφάλιση χώρου, καλή ρύθμιση και ανανέωση του εξοπλισμού.
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Στη σημερινή εποχή τείνει να θεωρηθεί από τους πιο μεγάλους παράγοντες ρύπανσης, λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας.
Οι σταθμοί ηλεκτρικών μετασχηματιστών, πλησίον των οποίων καταγράφονται σημαντικά επίπεδα Η/Μ ενέργειας, θεωρούνται υπαίτιοι για την αύξηση κρουσμάτων λευχαιμίας και νευρολογικών παθήσεων σε παιδιά. Αν και εμπειρικά η παρατήρηση αυτή θεωρείται σωστή, δεν έχει αποδειχθεί υπεράνω κάθε αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα η Η/Μ ακτινοβολία να θεωρείται ακόμα «πιθανώς καρκινογόνος».
Σε πειράματα με θηλαστικά έχει αποδειχθεί η συσχέτιση έκθεσης σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με αντιστρεπτές επιδράσεις, όπως αλλαγές συμπεριφοράς, αυξημένη θνησιμότητα και καθυστέρηση ανάπτυξης και μορφολογικές αλλοιώσεις από επίπεδα έκθεσης αντίστοιχα με 2 ώρες λειτουργίας κινητού τηλεφώνου. Λόγω του τελευταίου, υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον για την επίδραση των κινητών τηλεφώνων και τη χρήση της ασύρματης τεχνολογίας (από τα τηλεκοντρόλ έως την ασύρματη διαδικτύωση). Η τελευταία και τα αντίστοιχα οικιακά δίκτυα έχουν ενοχοποιηθεί για αυξημένη επίπτωση αυτισμού σε βρέφη, ενώ σε κατοίκους πλησίον κεραιών αναμετάδοσης έχει διαπιστωθεί επίδραση στη φάση REM του ύπνου (επηρεάζοντας τη μνήμη) και μείωση της παραγωγής μελανίνης (η οποία ρυθμίζει επιπλέον τον ημερήσιο βιολογικό κύκλο), με πολλαπλασιασμό των μαρτυριών για κεφαλαλγίες, απώλειες ή διαταραχές μνήμης ή αποβολές εγκύων.
Εως τώρα δεν υπάρχει επαρκής επιστημονική απόδειξη των μηχανισμών λειτουργίας των βιολογικών επιδράσεων από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στους ανθρώπους και τα πειραματόζωα. Η μόνη επιβεβαιωμένη επίδραση των πεδίων αυτών στο νευρικό σύστημα μέχρι στιγμής δεν είναι ειδική για κάποια συγκεκριμένη παθολογία, αλλά είναι σημαντική, επειδή το νευρικό σύστημα του ανθρώπου αναπτύσσεται μέχρι τις μικρές ηλικίες.
Επειδή επί του παρόντος δεν μπορεί να υπολογιστεί η μακροπρόθεσμη επίδραση στα παιδιά και επειδή αυτά θα είναι περισσότερο εκτεθειμένα στο μέλλον στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από ό,τι οι προηγούμενες γενιές, συνιστάται η όσο το δυνατόν ορθολογική χρήση αυτών των νέων τεχνολογιών.
Υπεριώδης ακτινοβολία
Η κύρια πηγή της είναι φυσική και αλληλένδετη με τη ζωή στον πλανήτη μας. Προκαλεί σημαντικές επιδράσεις, όπως η παραγωγή μελανίνης, η οποία προσφέρει ελκυστικό μαύρισμα, αλλά ουσιαστικά προστατεύει από εγκαύματα. Τεχνητές πηγές αποτελούν τόσο οι συσκευές μαυρίσματος όσο και οι αποστειρωτές ιατρικών και μη μηχανημάτων, καθώς και το περίφημο black light (στη νυχτερινή διασκέδαση).
Λόγω της μεγάλης ενέργειας και διεισδυτικότητας, η υπερβολική έκθεση προκαλεί εξαλλαγή ήδη ευαίσθητων κυττάρων του δέρματος και καρκινογένεση. Συγκεκριμένα επίπεδα ασφαλείας δεν υπάρχουν. Η φύση ήδη μας προστατεύει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η παραγωγή μελανίνης, που απορροφά μεγάλο μέρος της ακτινοβολίας. Η δεύτερη είναι η προστατευτική ασπίδα του όζοντος στην ανώτερη ατμόσφαιρα, την οποία έχουμε ήδη πληγώσει σημαντικά, με συνέπεια να αναμένεται περαιτέρω αύξηση του καρκίνου του δέρματος.
Ευτυχώς η ενημέρωση για την υπεριώδη ακτινοβολία, που πραγματοποιείται ήδη από τη δεκαετία του 1980 έχει περιορίσει τη μόδα της υπερβολικής έκθεσης. Η χρήση αντηλιακών και η αποφυγή έκθεσης κατά τις μεσημεριανές ώρες είναι επίσης χρήσιμα και εύκολα μέτρα προστασίας. Το πιο σημαντικό όμως είναι η χρήση της κοινής λογικής, ιδίως σε ό,τι αφορά τα παιδιά, στα οποία οι επιδράσεις είναι μακροχρόνιες και οι συνθήκες καθώς θα μεγαλώνουν, σκληρότερες.