Στον Δάσκαλο

Στον ∆άσκαλο Του Κωστή Παλαµά

Σµίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές! 
Κι ότι σ’ απόµεινε ακόµη στη ζωή σου, 
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου! 
Χτισ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ! Κι αν λίγη δύναµη µεσ’ το κορµί σου µένει, 
Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωµένη. 
Θέµελα βάλε τώρα πιο βαθειά, 
Ο πόλεµος να µη µπορεί να τα γκρεµίσει. Σκάψε βαθειά. Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησµονήσει; 
Θα θυµηθούνε κάποτε κι αυτοί 
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη, 
Υποµονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι …

Η νεαρή γαρίδα

Η νεαρή γαρίδα

                                             του Τζιάνι ΡοντάριΑποτέλεσμα εικόνας για γαριδα καρτουν

Μία νεαρή γαρίδα έκανε μία σκέψη: «Γιατί στην οικογένειά μου όλοι περπατούν ανάποδα; Εγώ θέλω να μάθω να περπατάω ίσια και μπροστά, όπως όλα τα άλλα ζώα και βάζω στοίχημα την ουρά μου πως θα τα καταφέρω». (περισσότερα…)

Η νεαρή γαρίδα

Η νεαρή γαρίδα

                                             του Τζιάνι ΡοντάριΑποτέλεσμα εικόνας για γαριδα καρτουν

Μία νεαρή γαρίδα έκανε μία σκέψη: «Γιατί στην οικογένειά μου όλοι περπατούν ανάποδα; Εγώ θέλω να μάθω να περπατάω ίσια και μπροστά, όπως όλα τα άλλα ζώα και βάζω στοίχημα την ουρά μου πως θα τα καταφέρω».

Άρχισε να εξασκείται στα κρυφά, ανάμεσα στις πέτρες του ρυακιού του χωριού της και τις πρώτες μέρες η προσπάθεια την κούραζε αφάνταστα. Χτυπούσε παντού, τσάκιζε το κέλυφός της και πατούσε το ένα της πόδι με το άλλο, αλλά σιγά-σιγά και με προσπάθεια τα πράγματα πήγαν καλύτερα, γιατί όλα μπορεί να τα μάθει κανείς αν θέλει.

Όταν ένιωσε ολότελα σίγουρη για τον εαυτό της, παρουσιάστηκε στην οικογένειά της και είπε:«Κοιτάξτε με προσεκτικά». Κι έτρεξε προς τα εμπρός με αξιοθαύμαστο τρόπο.

– Κόρη μου, έμπηξε τα κλάματα η μαμά της, σου έστριψε ολότελα; Σύνελθε μικρή μου, περπάτα όπως σου έμαθαν οι γονείς σου, περπάτα όπως τα αδέλφια σου που τόσο σε αγαπάνε.

Τα αδέλφια της όμως άλλο δεν έκαναν παρά να χαχανίζουν κοροϊδευτικά.

Ο πατέρας της στάθηκε και την κοίταξε αυστηρά για λίγο κι ύστερα είπε: «Αρκετά. Αν θέλεις να μείνεις μαζί μας, περπάτα όπως οι άλλες γαρίδες. Αν θες κάνε του κεφαλιού σου, το ρυάκι είναι μεγάλο φύγε και μην ξαναγυρίσεις ποτέ πια πίσω».

Η νεαρή γαρίδα αγαπούσε του γονείς της, αλλά ήταν σίγουρη ότι είχε δίκιο κι έτσι δε δίστασε στιγμή. Αγκάλιασε τη μητέρα της, χαιρέτησε τον πατέρα και τ’ αδέλφια της και έφυγε από το σπίτι.

Το πέρασμα της προκάλεσε αμέσως την έκπληξη μιας συντροφιάς βατράχων, που είχαν συγκεντρωθεί σας τις καλές κουμπάρες για να κουτσομπολέψουν λιγάκι γύρω από ένα φύλλο νούφαρου.

– Ανάποδα πάει ο κόσμος, είπε μία βατραχίνα, κοιτάξτε αυτή τη γαρίδα και πείτε μου αν έχω άδικο.

– Δεν υπάρχει πια σεβασμός είπε μία άλλη βατραχίνα.

Αλλά η νεαρή γαρίδα συνέχισε ίσια μπροστά, μην το ξεχνάμε αυτό, στο δρόμο της. Κάποια στιγμή άκουσε να τη φωνάζει μία γριά γαρίδα με μελαγχολικό ύφος, που καθόταν ολομόναχη δίπλα σε μία πέτρα.

– Καλημέρα, είπε η νεαρή γαρίδα.

Η γριά γαρίδα την περιεργάστηκε για πολύ κι ύστερα είπε:

– Τι νομίζεις πως κάνεις; Κι εγώ όταν ήμουν νέα, σκεφτόμουν να διδάξω στις γαρίδες να περπατούν ίσια και μπροστά και να τι κέρδισα: ζω ολομόναχη κι ο κόσμος θα προτιμούσε να καταπιεί τη γλώσσα του παρά να μου μιλήσει. Όσο προλαβαίνεις, δώσε βάση σ’ αυτά που σου λέω: παρ’ το απόφαση και κάνε όπως οι άλλοι. Μία μέρα θα με ευχαριστείς για τη συμβουλή που σου έδωσα.

Η νεαρή γαρίδα δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει κι έμεινε σιωπηλή. Αλλά μέσα της σκέφτονταν: «Εγώ έχω δίκιο».

Κι αφού αποχαιρέτησε ευγενικά τη γριά γαρίδα, πήρε πάλι το δρόμο της.

Θα πάει μακριά; Θα κάνει την τύχη της; Θα ισιώσει όλα τα στραβά πράγματα αυτού του κόσμου; Εμείς δεν το ξέρουμε, γιατί ακόμη περπατάει με το θάρρος και την αποφασιστικότητα της πρώτης μέρας. Μπορούμε μονάχα να της ευχηθούμε από την καρδιά μας: «Καλό ταξίδι!»

Ο Αλυσοδεμένος Ελέφαντας

Ο Αλυσοδεμένος Ελέφαντας

ελέφαντας

του Χόρχε Μπουκάι

 

-ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ!! Είπε λυπημένος ο Ντεμιάν.

– Είσαι σίγουρος; Τον ρώτησε χαμογελώντας ο Χόρχε.

-Ναι! Είμαι σίγουρος ότι ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ! Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά τους και να τους πω ότι αξίζω αλλά ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ!!! Απάντησε δυνατά .

– Να σου πω μια ιστορία….; και χωρίς να περιμένει απάντηση ο Χόρχε ξεκίνησε να αφηγείται….
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…

Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μία αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του. Ωστόσο, το ξύλο ήταν ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Παρόλο που η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει τεράστια δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.

Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο. « Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;» αναρωτιόμουν….

Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος δηλαδή τον είχαν εξημερώσει.

Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: “Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;”

Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα. Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα-ευτυχώς για μένα- ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ’ ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός. Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο, ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος, ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ΄ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής. Γιατί κάποτε όταν ήταν πολύ μικρός είχε προσπαθήσει και δεν τα είχε καταφέρει.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του…………………………………………………
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…

Όλοι είμαστε λίγο- πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου.

Ζούμε πιστεύοντας ότι “δεν μπορούμε” να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμαστε πιο μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.

Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: “Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω.”

«Αυτό σου συμβαίνει και εσένα Ντεμιάν. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός παλιού Ντεμιάν, που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε κάποτε…πριν από πολύ καιρό……………………………….
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή…!

ΜΕ ΟΛΗ ΣΟΥ ΤΗΝ ΨΥΧΗ!!!»

Η αληθινή αξία του δαχτυλιδιού

Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Να σου πω μια ιστορία”

.jpg

-Ήρθα δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πώς μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;’

Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε: ‘Πόσο λυπάμαι αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά ίσως…’ και ύστερα από μια παύση συνέχισε: ‘ αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω’.

‘Ε… μετά χαράς, δάσκαλε’ είπε διστακτικά ο νεαρός, νιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν γι’ άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του. ‘Ωραία’ συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας: ‘πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς γι’ αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.’

Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι και έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό. Όταν το παιδί έλεγε ‘ένα χρυσό φλουρί’ όλοι γελούσαν. Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στον δρόμο του στην αγορά –και σίγουρα θα ήταν πάνω από 100 άτομα-, παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω. Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλιτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.

‘Δάσκαλε’ είπε, ‘λυπάμαι. Είναι αδύνατον να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού. ”Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε’ απάντησε ο δάσκαλος. ‘Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησε πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.’

Ο νεαρός καβάλησε και έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με τον φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί: ‘Πες στο δάσκαλο αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του. ”Πενήντα οχτώ χρυσά;” Φώναξε το παιδί. ‘Ναι’ απάντησε ο κοσμηματοπώλης.
«Αν όμως ο δάσκαλός σου δε βιάζεται και περιμένει λίγο τότε μπορεί να πιάσει 70 χρυσά φλουριά» του είπε ο κοσμηματοπώλης.

Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα νέα. ‘Κάθισε’ του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε προσεκτικά. ‘Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σε εκτιμήσει ένας αληθινά ειδικός… Γιατί στην ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία:’ 
Και μ’ αυτά τα λόγια, ο δάσκαλος έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού…