ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ

9 Δεκεμβρίου 2016

Τέρψιος οίνος

Τα κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια απέναντί μου, καθώς το πανάκριβο κρασί φωλιάζει μέσα τους, σκορπούν κόκκινες μαρμαρυγές που μάταια προσπαθούν να διαπεράσουν τη θαμπάδα της εποχής τη μη αντιληπτή με την πρώτη ματιά. Σε σχέση με τούτο δω το εμφιαλωμένο, εκείνο το μοναδικό βυσσινί το φυλαγμένο στο δρύινο βαρέλι που μαζί με μια σαρακοφαγωμένη εικόνα της Θεοτόκου είχε εκβράσει η τρικυμισμένη θάλασσα στα λευκά βότσαλα της μακρινής παραλίας, είχε αλλιώτικο ήχο ροής.
Το σώμα της γεναριάτικης θάλασσας ήταν γεμάτο λευκές πληγές. Κι ενώ στ’ ακροδάχτυλα των ποδιών που στήριζαν κείνο το παλλόμενο σώμα τριζοβολούσε η θαλασσοποτισμένη εικόνα σα να καιγόταν και τα φωτάκια ανοιχτά, δίπλα στην βραχονησίδα που θύμιζε μοναχικό δόντι, έσβηναν το ένα μετά το άλλο, αργά έρεε από το ξεβρασμένο βαρέλι η τελευταία ποσότητα του άλικου περιεχόμενου του μεθώντας τα βότσαλα και τα μελανά, ξεριζωμένα από την πρωτοφανή τρικυμία, φύκια… Έτσι μου είχε πει ο αναμαλλιασμένος γέρος που είχα συναντήσει στην ερημιά, με αλλιώτικα όμως λόγια.
Το βαρέλι της Θεοτόκου όπως το έλεγε ο ρακένδυτος ερημίτης που θύμιζε ξωτικό, μαζί με την εικόνα της Θεοτόκου, ήταν τα σπουδαιότερα δώρα που του είχε κάνει η θάλασσα. Το βαρέλι το χρησιμοποιούσε• χρόνια τώρα έβαζε μέσα του το λιγοστό κρασί από τα δικά του ξάμπελα. Το είχε στο βαθύτερο μέρος του σπηλιόσπιτού του και πάνω του ακριβώς είχε τοποθετήσει την εικόνα της Θεοτόκου.
Κάποιες εποχές χανόμουν στις ερημιές σαν να με κυνηγούσαν αόρατοι διώκτες. Τότε ήταν που τον γέρο εκείνο τον είχα συναντήσει στη μακρινή κι απρόσιτη παραλία που είχε βρει την εικόνα και το βαρέλι. Μάζευε ξύλα που είχε ξεβράσει η θάλασσα. «Μ’ αυτά περνώ τον χειμώνα μου. Στέρφα και τσιγκούνα τούτη η στεριά, ποτέ της δεν έχει ιδρώσει. Τούτο τον κάβο τον λένε Ακαμάτη. Μόνο ο γιαλός δίνει κάτι κι αυτό με το σταγονόμετρο» μου είχε πει. Με είχε καλέσει στη σπηλιά του κατόπιν κι εγώ τον ακολούθησα μεταφέροντάς του μάλιστα κι ένα δεμάτι ξύλα. Μεσ’ από το κακοτράχαλο μονοπάτι στο χείλος του γκρεμού, φτάσαμε στο καταφύγιό του που αόρατο ήταν καθώς δεν ξεχώριζε από το περιβάλλον. Ο γέρος με είχε ευχαριστήσει για τα ξύλα που του μετέφερα και με είχε φιλέψει ξεροτύρι, κρίθινο ψωμί και κρασί από το καλό του βαρέλι: το βαρέλι της Θεοτόκου. Θυμάμαι πως όταν είχε ανοίξει την αραχνιασμένη κάνουλα, το βαρελίσιο βυσσινί κρασί αστραποβόλησε κι άρχισε να ρέει μ’ ένα λυπημένο, τραγουδιστό κελάρυσμα εντελώς διαφορετικό από τούτο δω το χαζοχαρούμενο που έκανε το εμφιαλωμένο και πιστοποιημένο κρασί που ρέει απέναντί μου γεμίζοντας δυο κολονάτα κρυστάλλινα ποτήρια. Ακούγοντας κείνο το κελάρυσμα του κρασιού του ερημίτη πίσω από τη βοή της θάλασσας που άφριζε στα ριζά του γκρεμού κάτω από το σπηλιόσπιτο, νόμιζα πως άκουγα τον θρήνο για κάτι που η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη, για τη ζωή ίσως, για την ύπαρξη αυτή καθαυτή πέρα από κι από την ίδια τη ζωή, για τον Κόσμο ολάκερο. Αισθανόμουν πως θα δάκρυζα για την προδιαγεγραμμένη μοίρα κάποιων πραγμάτων χωρίς να είμαι θλιμμένος• η θλίψη και η μοίρα είναι λέξεις σ’ εμπόλεμη κατάσταση. Δεν δάκρυσα όμως. Η παρουσία κείνου του απόντος ερημίτη διέκοψε τη ροή των δακρύων προς τα μάτια μου επιβάλλοντάς τους αντίστροφη πορεία• τα δάκρυα επέστρεφαν εντός μου.
Το κρασί γέμιζε το κανάτι κι ενώ το κελάρυσμα γινόταν όλο και πιο θλιμμένο, έτριξε η εικόνα της Θεοτόκου και τότε ο ερημίτης με κοίταξε στα μάτια σα να μου ζητούσε εξήγηση γι’ αυτό, κι εγώ, μόνο τότε πρόσεξα πόσο διάφανο ήταν το βλέμμα του. Όταν ξεχείλισε το πήλινο κανάτι, ο ερημίτης σφράγισε την κάνουλα, γέμισε αργά δυο μαλλιαρά ημισφαιρικά κελύφη από καρπό καρύδας και μου πρόσφερε το ένα, την κεφαλή του πίθηκα, όπως το είχε χαρακτηρίσει. Κι εγώ, κοιτώντας μες στην κεφαλή, είχα δει το κρασί της Θεοτόκου να λαμποκοπά σα να ήταν αυτόφωτο και στην επιφάνειά του να περιστρέφεται μια σπείρα από αφρούς, ίδια κι απαράλλαχτη με τον γαλαξία της Ανδρομέδας.
-Τι κοιτάς μες στο κρασί; με είχε ρωτήσει.
-Κάτι πολύ μακρινό του είχα απαντήσει.
-Στην υγειά σου είπε κοιτώντας με με βλέμμα ικανοποίησης σα να του είχα δώσει την απάντηση που περίμενε, τραβώντας στη συνέχεια μια ηχηρή γενναία γουλιά.
-Εις υγεία του είχα ευχηθεί πίνοντας από το κρασί του που ήταν εξαιρετικό, άριστο.
Μες στο λιόγερμα, καθώς απομακρυνόμουν από το σπηλιόσπιτο του ερημίτη, κι ενώ μέσα μου βολτάριζε η τέρψη εκείνου του μοναδικού οίνου, είχα συλλάβει τον εαυτό μου να μονολογεί: «Το ιδιάζον κελάρυσμα, μάλλον θέμα ροής ήταν• θέμα ροής υγρού μεσ’ από μια ιδιαίτερη διαδρομή… Οι δε τριγμοί, θέμα συστολών, διαστολών, ή το πιθανότερο, θέμα φαγώματος του ξύλου της εικόνας από κάποια αχόρταγη γενιά σαρακιών…».
Κατόπιν όμως, σκεπτόμενος καθαρότερα, γι’ άλλη μια φορά είχα συμπεράνει, πως όταν ήμουν χαρούμενος, δεν σκεπτόμουν σωστά.
Κ. Γαρύφαλλος



Δεν υπάρχουν σχόλια

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση