Ο Βοιωτός Γιώργος Κ. Κατσιμπάρδης ζει και αναπνέει με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Επτά από αυτούς τούς θεωρεί αρχετυπικούς, γιατί λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης σε πενήντα εννέα τραγωδίες τού Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Την περίοδο διαμόρφωσης των επτά μύθων ερευνά ο Γιώργος ΚατσιμπάρδηςΜόλις κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος τού έργου του «Ιστορία των επτά μύθων» («Λιβάνης»), με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης: οι βασικές πηγές του 2ου τόμου». Είχε προηγηθεί ο τόμος «Ιστορία επτά μύθων. “Κύκλια έπη”, Ομηρος, Ησίοδος, Πίνδαρος και Ηρόδοτος: οι βασικές πηγές του 1ου τόμου». Ποιοι είναι οι μύθοι που μελετά ο Γιώργος Κ. Κατσιμπάρδης; Της Νιόβης, του Κάδμου, του Διονύσου, του Φρίξου, του Ηρακλή, του Τροφωνίου και του Οιδίποδα.
Ο συγγραφέας -παλιός αθλητής του στίβου και βαλκανιονίκης, που μπήκε στην πολιτική το 1977 από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ, με το οποίο εκλέχτηκε οκτώ συνεχείς φορές βουλευτής Βοιωτίας (1977-2000)- στον δεύτερο τόμο προσπαθεί να προσεγγίσει την περίοδο διαμόρφωσης των επτά μύθων. Συνδέεται με δύο πολύ σπουδαία γεγονότα. «Τη μεταλαμπάδευση της διονυσιακής λατρείας από τη Βοιωτία στην Αττική και την προσπάθεια νέων τότε λογοτεχνών να αξιοποιήσουν τους μύθους εκείνους -και την ελληνική μυθολογία στο σύνολό της- συνθέτοντας τραγωδίες που υπήρξαν προπομποί του θεάτρου, το οποίο από την αρχή συνδύαζε πολλές τέχνες, επιστήμες αλλά και τεχνικές: ποίηση, μυθολογία, λογοτεχνία, ιστορία, φιλολογία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ηθοποιία, ενδυματολογία, σκηνοθεσία, σεναριογραφία, σκηνογραφία, απαγγελία, μουσική, χορό, τραγούδι, ηχητική, φωτιστική κ.ά.», όπως λέει.
Επίσης, ερευνά ένα θέμα της πολιτικής τραγωδίας, το οποίο -εκτιμά- κάποτε εθεωρείτο «φιλολογικό ταμπού». Το ερώτημα που θέτει ο Γ. Κ. Κατσιμπάρδης και αποπειράται να του δώσει απάντηση είναι το εξής: «Καταπιάνονταν οι αρχαίοι δραματουργοί της Αθήνας με ζητήματα πολιτικής συγκυρίας; Και αν ναι, πώς τα επεξεργάζονταν και πώς τα παρουσίαζαν στους συμπολίτες τους θεατές; Και ακόμα: Προβάλλοντας τις απόψεις τους για θρησκευτικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά θέματα, έθεταν μέσα από τις τραγωδίες τους και προβληματισμούς από το “Πρόγραμμα Διδασκαλίας” των σοφιστών “του Πρωταγόρα, του Γοργία και του Αναξαγόρα”- και με ποιους τρόπους;».
Και ένα τελευταίο ερώτημα που θέτει: «Στην ανάδειξη αυτών των γεγονότων και των καταστάσεων -που ουσιαστικά συνέδεσαν διαλεκτικά τα μεγάλα, τα επικά κατορθώματα ηρώων της μυκηναϊκής εποχής με τα θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της κλασικής εποχής- έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι, εκτός από τους τραγικούς ποιητές, πρωτοστατούσαν και οι ίδιοι οι πολίτες;».
Την απάντηση την αναζήτησε στο κλασικό σύγγραμμα των Easterling και Knox, «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας», οι οποίοι υποστηρίζουν: «Διότι οι Αθηναίοι, αφού συγκεντρώνονταν και συνδιαλέγονταν στην εκκλησία του δήμου, στη συνέχεια συναντιούνταν στο Διονυσιακό Θέατρο της Αθήνας για να παρακολουθήσουν τραγωδίες».
Το εγχείρημα του Γ. Κ. Κατσιμπάρδη επαινεί ο προλογίσας Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Λειτουργεί όπως οι παλαιογράφοι, δημιουργεί “στέμματα”, δηλαδή αναζητεί τη γενεαλογία των μύθων, ψάχνει και βρίσκει τα αρχέτυπα, αναγνωρίζει τους απογόνους, εντοπίζει τα παρακλάδια, διακρίνει τα γνήσια τέκνα και τα νόθα, αλλά και τις υιοθεσίες. Κι όταν συγκροτεί τον “χάρτη”, αναζητεί και βρίσκει τη χρήση που τους έγινε από τους τραγικούς».