Ε, και να μπορούσε να δείρει!

Λιλίκα Νάκου, η συγγραφέας, η δημοσιογράφος

Θα ‘ταν προς το τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν η Τίνα Ωνάση (πρώτη σύζυγος του Αριστοτέλη Ωνάση και κατοπινή του σύγαμπρού του Σταύρου Νιάρχου, η οποία έφυγε από τη ζωή κάτω από περίεργες συνθήκες) είχε δημοσιεύσει σε ξένη εφημερίδα σειρά αυτοβιογραφικών σημειωμάτων με τον προκλητικό τίτλο: «Είμαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου». 

Η Ελένη Ανουσάκη στην «Κυρία Ντορεμί». Στη μικρή φωτογραφία, η συγγραφέας Λιλίκα ΝάκουΗ Ελένη Ανουσάκη στην «Κυρία Ντορεμί». Αποσπάσματα της αυτοβιογραφίας αναδημοσιεύτηκαν και στην Ελλάδα, και καθώς η λιτότητα και η ένδεια ήταν καθημερινό βίωμα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ξεσήκωσαν έντονες επικρίσεις.

Μεταξύ εκείνων που αντέδρασαν δημόσια ήταν η συγγραφέας και δημοσιογράφος Λιλίκα Νάκου, μ’ ένα άρθρο της στα «Νέα» με τίτλο: «Απάντηση στην πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου», όπου κατέληγε με τη γνωστή ρήση του Σόλωνα: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε».

«Πού να φανταστώ -και πού να φανταστεί και η ίδια- ότι θα έχει τέτοιο τέλος…», είπε η ίδια σε συνέντευξη που της πήρα και δημοσιεύτηκε στην «Ε» στις 30 Ιουλίου 1979 – πριν από 30 χρόνια. Η ίδια έφυγε από τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1989, πριν από 20 χρόνια, στα 85 της.

Χιούμορ και αισιοδοξία

Την είχα γνωρίσει πολύ πριν, στις περίφημες φιλολογικές Πέμπτες της Ελλης Αλεξίου και του Μάρκου Αυγέρη – ένα από τα τελευταία φιλολογικά σαλόνια. Οπου από τη μια μου είχε κάνει εντύπωση η ασχήμια της, από την άλλη, το χιούμορ και η αισιοδοξία της.

«Πήγαινε, παιδάκι μου, πιο μακριά, μη με δει ο κόσμος και τρομάξει!», είπε στον φωτογράφο που με συνόδευε.

Και μια φορά, καθώς έφευγε από το σπίτι τής Αλεξίου:

«Αντε τώρα να πηγαίνω, γιατί έχω αφήσει μόνη την ψυχοκόρη μου, μπας και πάει κανένας μασκαράς και μου την κανονίσει!».

«Αυτές τις προστυχιές να μην έλεγες!», παρατήρησε η Αλεξίου.

Καταξιωμένη συγγραφέας και παράλληλα δημοσιογράφος (και για ένα διάστημα καθηγήτρια Μουσικής και Γαλλικών), σε καιρούς που η δημοσιογραφία δεν σήκωνε γυναίκες, κατάφερε όχι μόνο να σταθεί, αλλά και να διακριθεί σε ρεπορτάζ που ξεκινούσαν από τα… κρατικά μπορντέλα της Δραπετσώνας [«ο χώρος (σ.σ. κατοπινές φυλακές Βούρλων) που νοίκιαζε το κράτος, ανήκε, ως έμαθα, στον τ. υπουργό Πιπινέλη», γράφει η Νάκου στο βιβλίο της «Το χρονικό μιας δημοσιογράφου», εκδ. Δωρικός, 1980] κι έφταναν ώς τη Λαπωνία.

Στο ευρύτερο κοινό η Λιλίκα Νάκου έγινε γνωστή από τα μυθιστορήματά της: «Παραστρατημένοι», «Η κυρία Ντορεμί» (που έγιναν και τηλεοπτικές σειρές), «Η κόλαση των παιδιών», «Η ξεπάρθενη», «Για μια καινούργια ζωή» και άλλα, που χαρακτηρίστηκαν σταθμοί στο κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης.

Γόνος οικογένειας διανοουμένων και πολιτευτών («ο πατέρας μου Λουκάς Νάκος, που έκανε δυο φορές υπουργός με τον Βενιζέλο, ήταν από τους πρώτους σοσιαλιστές, παρέα με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου»), εγκαταστάθηκε μικρή με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου σπούδασε Μουσική και Φιλολογία. Στη συνέχεια έζησε στο Παρίσι, παρακολουθώντας Φιλολογία στη Σορβόνη.

Με Ρολάν και Μπαρμπίς

Νεότατη άρχισε τα πρώτα της κείμενα, που βρήκαν αμέσως θέση στα περιοδικά «Europe» του Ρομέν Ρολάν και «Monde» του Ανρί Μπαρμπίς. «Κανένας δεν μπορεί να γράψει όπως αυτή η περίεργη γυναίκα», αποφάνθηκε ο Ρολάν. Ενώ ο μεγάλος Ισπανός στοχαστής Μιγκέλ Ουναμούνο, με τον οποίο γνωρίστηκε επίσης, τη συμβούλεψε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να γράφει ελληνικά: «Ανήκετε σε μια χώρα με μεγάλο παρελθόν, οι συμπατριώτες σας έχουν την ανάγκη σας».

Μετανιώσατε που τον ακούσατε; ρωτάω.

«Αγαπούσα πολύ την Ελλάδα για να μείνω μακριά της. Μπορεί έξω να γινόμουν πιο γνωστή. Είμαι όμως πολύ ευχαριστημένη που βρέθηκα εδώ στην Κατοχή και υπόφερα μαζί με τον απλό λαό, κι έχω την ικανοποίηση ότι προσφέρω ένα πετραδάκι στα νεοελληνικά γράμματα».

Με τα ελληνικά δεν δυσκολευτήκατε;

«Δυσκολεύτηκα στην αρχή. Με βοήθησε όμως ο Αλέξανδρος Δελμούζος, που έγινε δάσκαλός μου. Κουράγιο μου έδωσε και ο Γιάννης Ψυχάρης. “Καλύτερα που έμαθες ελληνικά από το στόμα της μάνας σου, παρά από τις γραμματικές και τα σχολεία”, μου είπε».

Πολιτικά η Νάκου δήλωνε σοσιαλίστρια: «Η εποχή που περνάμε είναι μεταβατική. Υπόκωφα κάτω βλέπω να ‘ρχεται το ρεύμα της ανθρωπιάς και του σοσιαλισμού».

Η ζωή τής επιφύλαξε ένα ταλαιπωρημένο τέλος, καθώς τα τελευταία χρόνια καθηλώθηκε από εγκεφαλικό.

«Τ’ όνειρό μου εμένα πάντοτε δεν ήταν ούτε να ‘μαι ωραία ούτε καλλονή και ν’ αρέσω», έλεγε σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Τομές». «Ηθελα, αντί κοντή, να είμαι ψηλή και να έχω μεγάλα χέρια και να δέρνω, γιατί μ’ έπνιγε η αδικία».

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ