Το καλοκαίρι του 488 π.Χ. όλη η Βοιωτία είχε μαζευτεί στον Ορχομενό. Οι ιερείς, οι άρχοντες, ο λαός περίμεναν με αγωνία να υποδεχθούν το εκλεκτότερο τέκνο του Ορχομενού, τον Ασώπιχο τον Ολυμπιονίκη στο αγώνισμα “στάδιον παίδων”. Το μήνυμα από την Ολυμπία είχε έλθει, ο Ασώπιχος έτρεξε πρώτος τα 192 μέτρα και το στεφάνι του νικητή στόλιζε το κεφάλι του.
Την ώρα που οι θεατές τον αποθέωναν, ο Ασώπιχος κοίταξε ψηλά στον ουρανό και βουρκωμένος ψιθύρισε: – Σας ευχαριστώ, Ορχομένιες Χάριτες, που με οδηγήσατε στην ένδοξη νίκη, το στεφάνι του Ολυμπιονίκη σας ανήκει. Η επιθυμία του αυτή έγινε γνωστή από τον αγγελιοφόρο της νίκης σε όλη τη Βοιωτία. Η ημέρα της άφιξης του θύμιζε τις ένδοξες ημέρες, τότε που οι Μινύες είχαν καταστήσει τον Ορχομενό πλούσια και δυνατή πόλη.. Οι ζητωκραυγές του πλήθους ακούγονταν μέχρι τον ουρανό όταν εμφανίσθηκε το άρμα με τα τέσσερα άσπρα άλογα, που έφερνε τον Ολυμπιονίκη. Όμορφος, φηλός, κοτινοστεφανωμένος ο Ασώπιχος χαιρετούσε τα πλήθη που τον αποθέωναν και τον έραιναν με λουλούδια πριν ακόμη περάσει τα τείχη του Ορχομενού.
Το άρμα με τον Ασώπιχο σταμάτησε όταν πλησίασε τα τείχη, συναθλητές του και παλληκάρια του Ορχομενού έριξαν μέρος των τειχών για να περάσει.
Όταν ελευθερώθηκε το τμήμα των τειχών, ο Ασώπιχος βρέθηκε στις πλάτες των παλληκαριών του Ορχομενού. Οι ιερείς, οι άρχοντες και οι στρατιωτικοί ηγέτες του Ορχομενού παρατεταγμένοι τον φίλησαν και του απέδωσαν τιμές. Πρώτος μίλησε ο ιερέας του βωμού του Ιερού των Χαρίτων. – Ένδοξε Ασώπιχε, πριν από λίγο γκρεμίσαμε τα τείχη μας. Όλη η Ελλάδα τώρα ξέρει ότι η ασφάλεια μας στηρίζεται στη ρώμη και την ανδρεία σου. Το όνομα σου θα μείνει αθάνατο στους αιώνες κι ο Ορχομενός αιώνια θα τιμά τη δόξα σου. Οι πολίτες του Ορχομενού δεν σταματούσαν να επευφημούν το δοξασμένο Ολυμπιονίκη τους. Αμέσως το λόγο πήρε ο Ασώπιχος. – Σεβάσμιοι ιερείς, άρχοντες, συμπατριώτες μου, δεν ξέρω να μιλώ καλά, καλός είμαι μόνο στους στίβους και την άθληση. Ένα θέλω να σας πω, ότι από το πρώτο μέτρο που άρχισα να τρέχω μέχρι που έκοψα πρώτος το νήμα, συνεχώς ικέτευα τις Ορχομένιες Χάριτες, που μας προστατεύουν, να δοξάσω την πατρίδα μας, να ζήσω τούτη τη στιγμή και ας πεθάνω.
– Ασώπιχε ένδοξε, Ασώπιχε αθάνατε, ζητωκραύγασε το πλήθος.
Συγκινημένος ο Ασώπιχος τελείωσε λέγοντας:
– Το στεφάνι της νίκης είναι δικό σας, είμαι βέβαιος ότι όλοι θέλετε να το αφιερώσουμε στο βωμό των Χαρίτων. Αμέσως όλη η πομπή με προπορευόμενο στις πλάτες νέων τον Ασώπιχο κατευθύνθηκε προς το Ιερό των Ορχομενίων Χαρίτων, δίπλα στις πηγές που είχαν το όνομα τους. Χορωδίες κοριτσιών έψελναν ύμνους στον Απόλλωνα. Ο Ασώπιχος κατευθύνθηκε προς το κέντρο του ιερού βωμού, όπου το ένα δίπλα στο άλλο υπήρχαν τα τρία αγάλματα των Ορχομενίων Χαρίτων της Αγλαΐας, της Ευφροσύνης και της Θαλίας.
Ο Ασώπιχος στάθηκε μπροστά στα αγάλματα σε στάση προσοχής και ευχαρίστησε τις προστάτιδες της πόλης. Αμέσως μετά νεαρά παιδιά, που τον συνόδευαν, άρχισαν να τραγουδούν επινίκιους ύμνους προς τιμή του Ολυμπιονίκη. Μετά το τέλος των ύμνων, ο ιερέας πήρε από το κεφάλι του Ασώπιχου το στεφάνι του Ολυμπιονίκη και το έδωσε στα χέρια τού Ασώπιχου. Ο Ολυμπιονίκης, έχοντας το στεφάνι στα χέρια του, κινήθηκε στο κέντρο του βωμού, όπου το άφησε στα πόδια των Τριών Χαρίτων.
Ευτυχισμένος και συγκινημένος όλος ο κόσμος ζητωκραύγαζε συνέχεια.
Αθάνατος, θα μείνεις αθάνατος, Ασώπιχε!
Μια ευχή που εξακολουθεί μετά 2.500 χρόνια να είναι πραγματικότητα.
[από το “Μύθοι και ιστορίες της Αρχαίας Βοιωτίας” του Αριστείδη Ρούσσαρη]
