Μια μικρή παρουσίαση

Τα παλιά καφενεία της ΘήβαςΑποσπάσματα από το βιβλίο:…Πάρα πολλές φορές, Αθηναίοι επισκέπτες ή ακόμη και Ευρωπαίοι περιηγητές που επισκέπτονταν την πόλη των Θηβών στην διάρκεια του Μεσοπολέμου δεν ήταν ευχαριστημένοι με τα καφενεία και με τα υπόλοιπα ψυχαγωγικά κέντρα που λειτουργούσαν στην Θήβα.

Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα του Δημητρίου Βρατσάνου, Βουλευτή Ψαρών και εκδότη της εικονογραφημένης, στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ όπου περιγράφει με μελανά χρώματα τα κέντρα διασκέδασης της Θήβας. Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Μάρτιο του 1928.

“Ένα κέντρο της προκοπής, κάπως ανθρώπινο δεν υπάρχει εδώ. Μερικά μαγέρικα της περιωπής των αθηναϊκών μαγέρικων της Λεωφόρου Επαμεινώνδα, εις το οποίον εστιώνται οι δημόσιοι υπάλληλοι και εις το οποίον οι εντόπιοι φιλοξενούν τους επισκέπτας δεν είναι καλύτερον των της οδού Αθηνάς. Χθες το μεσημέρι κατέπλευσε από τας Αθήνας ένα αυτοκίνητο με ξένους. Πατέρας, μητέρα, τρεις κόρες και υιός. Εγγλέζοι δε, ομιλείται απτέστως κύριε Λέκα την Αγγλική. Λεν είναι έτσι; Αϊ, αν τους ακούσετε τι έλεγαν εις βάρος μας, δηλαδή δια λογαριασμό σας, θα… εκάνατε ότι έκανε ο Ιούδας. (Απελθών, λέγει το Ευαγγέλιο, απήγξατο). Μα μήπως έχει και κανένα καφενείο της λεωφόρου Επαμεινώνδα, του Ζαχαράτου, να πούμε, εις το οποίον μαζεύονται οι δικηγόροι, οι ιατροί, οι έμποροι και οι τα πρώτα φέροντες είναι ένα αχούρι, αθλίου. Εις αυτό εννοείται, μαζεύονται και οι χωρικοί και καταλαβαίνετε τα ρέστα…

Υπάρχει και ένα ζαχαροπλαστείο το οποίο δεν υστερεί εις εξωτερική και εσωτερική παράσταση των άλλων κέντρων. Ξέρω ότι θα λυπήσω τους καλούς μου φίλους επιστήμονες και εμπόρους τους οποίους εγνώρισα και με τους οποίους συνεδέθην αλησμόνητα. Αλλά θα ομολογήσουν και αυτοί ότι δεν γράφω υπερβολές. Και αυτοί διανοούμενοι, μορφωμένοι επιστήμονες, με στενοχώρια και με το ηθικόν τους κάπως μειωμενον θα μείνουν στο παρελθόν αυτό”.

kafeneia-thivas.jpg

Ανατολική όψη της Θήβας. Φωτογραφία 1928.

…Κλείνοντας το μικρό αυτό αφιέρωμα στα καφενεία της Θήβας, θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω την γλαφυρή και άκρως κατατοπιστική περιγραφή των Θηβαϊκών καφενείων και των Θηβαίων θαμώνων που διέθεταν το ελεύθερο χρόνο τους μέσα σε αυτά, στην δεκαετία του 1960 από τον Ζακ Λοκαριέ. Ο μεγάλος αυτός Γάλλος στοχαστής, συγγραφέας και λάτρης της ιστορίας των Θηβών επισκέφτηκε αρκετές φορές την Θήβα την περίοδο αυτή και οι εντυπώσεις του είναι αρκετά ενδιαφέρουσες και θα τολμούσα να πω ότι δυστυχώς εξακολουθούν και στις μέρες μας να είναι επίκαιρες.

“Θήβες. Αρχές Οκτωβρίου. Μια ψιλή βροχή πέφτει από το πρωί στην πόλη. Βρίσκομαι σ’ένα από τα μεγάλα καφενεία που πλαισιώνουνε την οδό Πινδάρου. Περιμένω. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένω. Να σταματήσει η βροχή προφανώς. Αύριο θα πάω στον Κιθαιρώνα, θα μπω στο βουνό, θα βρω τα μέρη όπου λένε πως πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Οιδίποδας. Αλλά και κάτι άλλο περιμένω, σαν η πλήξη αυτής της βροχερής μέρας στη Θήβα, η μεταδοτική αδράνεια εκείνων των ανθρώπων που μοναδικό πάθος τους είναι το τάβλι, να μου περνάνε επιθυμίες για άλλα πράγματα. Όμως δεν θα μπορούσες να ανακατευτείς αληθινά με την Ελλάδα, να μπεις στην ελληνική ζωή, χωρίς να μάθεις να περνάς ώρες ατέλειωτες μέσα σ’ένα καφενείο κουβεντιάζοντας, πίνοντας έναν μέτριο, ένα γλυκύ ή ένα βαρύ γλυκό, διαβάζοντας για εκατοστή φορά τα Θηβαϊκά Νέα ή την ηχώ της Βοιωτίας, λέγοντας δύο κουβέντες με το γκαρσόνι, γυαλίζοντας τα παπούτσια σου (η αλήθεια είναι ότι η Θήβα είναι μια πόλη γεμάτη από μια σκόνη, ώχρα ή κόκκινη, ανάλογα με την μέρα),με δυο λόγια ξαναρχίζοντας, αύριο, το ίδιο που ?κανες χθες ή προχθές ή που θα κάνεις μεθαύριο. Αυτά τα καφενεία τα γεμάτα από κόσμο, στα οποία δεν βλέπεις σχεδόν ποτέ γυναίκες – έξω από τις ξένες, τις τουρίστριες – δεν απο τελούν διόλου αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Ελλάδος.. Τα ξαναείδα απαράλαχτα στη Σμύρνη, στη Βηρυτό, στην Αλεξάνδρεια. Αλλά εδώ, παίζουν για μένα ένα ρόλο πιο αισθητό από αλλού, ένα ρόλο δύσκολο να περιγράψω και που η βαθιά φύση του μου ‘χει πάντα ξεφύγει. Κάστρα της αεργίας όπου ξεχνάς τη φτώχεια και την απραξία; Αλλά σ’ αυτούς τους καφενέδες βρίσκεις κατ’ εξοχήν συνταξιούχους αστούς εύπορους. Πάθος να σκοτώνεις την ώρα σου μην κάνοντας τίποτε και κάνοντας τα πάντα, αφού δεν είναι λίγα τα όσα δένονται και ξεδένονται, τα όσα γίνονται και ξεγίνονται μέσα σ’ αυτές τις παλιές αίθουσες με τους μεγάλους καθρέφτες και τα μαρμάρινα τραπέζια. Είναι αυτός, ένας ξεχωριστός χώρος, εξίσου στατικός αλλά και κλειστός με των πρασίνων τεράτων που αυλακώνουν τους σκονισμένους δρόμους, είναι ο τόπος των ακίνητων ταξιδιών. Το μόνο που τελικά ίσως κάνουνε ή και καθόλου, είναι να πίνουν… Είναι μια ολόκληρη τέχνη ν’ αδειάζεις για δύο ολόκληρες ώρες, γουλιά – γουλιά, ένα μικρό ποτηράκι ούζο, να κάνεις τον καφέ σου να διαρκεί από το μεσημέρι μέχρι το σούρουπο, να κουτσοπίνεις το νερό σου, όλο μικρές γουλιές, σαν να ενσταλαζότανε μ’αυτόν τον τρόπο ο χρόνος μέσα στον καθένα, σαν τους κόκκους της άμμου σένα αμμωτό. Εδώ, σε όλα τα κεφάλια ή περίπου, βασιλεύει το ψαθάκι. Δεν αποτελεί παρά ένα με το κρανίο και το πρόσωπο, κεφαλοκαλύπτρα που η ανάγκη της βγαίνει γραμμή απ’ τα σπλάχνα, εξίσου απαραίτητη γι ‘αυτόν που τη φοράει – στην εξάσκηση της επαγγελματικής απραξίας του – όσο και η χαίτη της περικεφαλαίας για τον οπλίτη, η κορώνα για τον βυζαντινό βασιλέα, το μαύρο κάλυμμα για το μοναχό, το πηλίκιο για τον χωροφύλακα. Σημάδι, μεγαλείο, σύμβολο μιας αναποφάσιστης και ωστόσο αναγκαίας λειτουργίας, αφού συνίσταται στο να δίνει ζωή στο κενό της ζωής. Καταλαμβάνει όλον τον χώρο που αφήνει ελεύθερο η σύνταξη, η ανεργία, η έλλειψη εργασίας και η απομάκρυνση (η θεληματική) από την εστία. Σύμβολο – θα έλεγα μάλιστα αλληγορία – όχι του ηλίου από τον οποίο υποτίθεται πως προστατεύει, αλλ’αντίθετα της σκιάς μέσα στην οποία αποκτά μια έννοια, μέσα στην οποία επιβεβαιώνεται σαν μια εμφανής ιδιότητα – ακριβώς λόγω της περιττότητάς του. Είναι το σύμβολο του αστού και του μικροαστού της πόλης, ανάκληση μιας ατμόσφαιρας, μιας εποχής, μιας κοινωνικής τάξης που θυμίζουν κάπως τα ποιήματα του Καβάφη, οι βενιζελικοί προπολεμικοί καιροί, η κακή επίδραση μιας δύσης μαζί καταραμένης και επιθυμητής, και η πεθαμένη επίδειξη μιας αστικής μπουρζουαζίας σε αναζήτηση του χαμένου καιρού στα καφέ.

Αργότερα, μετά τον πόλεμο, θα ‘ρχόταν ο καιρός και η μόδα της ταβέρνας, της διαφθοράς, της Ιντελλιτζενσιας, της αθηναϊκής μπουρζουαζίας, μέσα από ρεμπέτικα και ζεϊμπέκικα. Αλλά σήμερα, στη Θήβα, ετούτο το βροχερό απόγευμα, βλέπω να ζουν, να επιζούν, σ’αυτό το καφενείο όπου η ζωή κυλάει ομοιόμορφη με τον αργό ρυθμό των ποτηριών του νερού – κλεψύδρες ανίας, τα φαντάσματα μιας Ελλάδας που μας πετάει παράξενα στο πρόσωπο ξεχασμένες εικόνες των παιδικών χρόνων μας. Ως τα απίστευτα εκείνα παπούτσια -σαν κι αυτά που φορούσε στα νιάτα του ο πατέρας μου – με το τρυπητό δέρμα, βαμμένα με επιθετικά χρώματα, που θυμίζουν προπολεμική Ευρώπη. Είναι, στα πόδια των Ελλήνων, ότι είναι και τα ψαθάκια στα ελληνικά κεφάλια τους: σημάδι και σύμβολο μιας σχολάζουσας άνεσης, μιας ντιστενγκέ απραξίας. Στα ψαθάκια που αντιμετωπίζουν καλύτερα τον ίσκιο των καφενείων από τον τραχύ ήλιο στους δρόμους και τα βουνά, έτσι κι αυτά αντιμετωπίζουν καλύτερα τα μωσαϊκά των ίδιων αυτών καφενείων από τα μονοπάτια και τη σκόνη των δρόμων. Σιχαίνονται τη βροχή, το χώμα, τη λάσπη. Δεν ευδοκιμούν παρά σε αυτούς τους σκιερούς τόπους, όπου υπάρχουν τα ποτήρια, το νερό, οι καφέδες που κρυώνουνε στα φλυτζάνια, τα ούζα. Πάντοτε νέα, άψογα, γυαλιστερά, αστραφτερά, ακτινοβόλα, απαιτούνε ορδές, από λουστράκια, που αυτά ζούνε ξυπόλητα και περνάνε τα νιάτα τους ντιπ κατάχαμα, βουρτσίζοντας, γυαλίζοντας, καθαρίζοντας, φρεσκάροντας αυτά τα κίτρινα, τα άσπρα, τα πράσινα ή στο χρώμα της ώχρας τέρατα. Εξάλλου είναι μια ολόκληρη τέχνη να ξέρεις να βρίσκεις το βερνίκι που πάει, τη βούρτσα που κάνει, να ‘χεις αυτό το χέρι που κάνει ξαφνικά και πετάει αστραπές, λάμψεις, καθρέφτες εκείνη η μουντάδα. Έτσι σιαγμένος, ψαθάκι στην κεφαλή, παπούτσι να λάμπει στο πόδι, προστατευμένος από τον ήλιο, από τη λάσπη, ο πολίτης μπορεί να επιδείξει τα φτωχά υποκατάστατα του ανδρισμού του. Θλιβερά υποκατάστατα μπροστά στο πυρί λειρί του κόκκορα, την πορφυρή γούσα του διάνου, τα χρυσωμένα φτερά του φασιανού, τις βούλες του παγωνιού. Αυτό να έμελλε τελικά να μου διδάξουν οι Θήβες; Να ξαναβρώ, εδώ, μεγαλωμένα, μέσα στην έπαρση και σε μεγαλύτερη από ποτέ ασυνειδησία παιδιά ανάλογα με της Περίστέρας, που περάσανε τη ζωή τους για να νιώσουν άντρες;

Νέα εκδοχή του Οιδίποδα, που έχοντας βαρεθεί να τρώει τα νύχια του στην αγκαλιά μιας παχύσαρκης μάνας, παρουσιάζεται στην Ιοκάστη τυλιγμένος σε αλπακά, μ’ ένα ανοιχτόχρωμο καπελάκι με μαύρη κορδέλα, μπαστούνι δουλεμένο στο χέρι και το όνομα του, που τον σκοτώνουν στο περπάτημα παπούτσια που αστράφτουνε με μια αμφίβολη λάμψη. Στις σημειώσεις που είχα κρατήσει τότε στη Θήβα, παράξενη πόλη, συνώνυμη με την πλή όπου όμως ήρθε πολλές φορές η διάθεση να σταματήσω στο δρόμο μου προς τα βορει να, τραβηγμένος απ’ αυτό το διάφανο κενό που σε κάνει να πιστέψεις ότι αυτή η πόλη δεν έχει ιστόρια (πράγμα που φυσικά είναι λάθος) και ότι ο χρόνος κυλά εκεί πιο σιγανά απ’ αλλού.”

Τα παλιά καφενεία της Θήβας / Γιάννης Λ. Λάμπρου. [Θήβα] : Δήμος Θηβαίων, 2001.