Αριδαία Blog

Ιστολόγιο Αριδαίας

“Ένας κλέφτης, μια πουτάνα και ο… Μίμης!”

Συγγραφέας: ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ στις 28 Νοεμβρίου 2010


Του Αντώνη-Μάριου Παπαγιώτη

Εμφανίζεται, όχι όταν έχει κάτι ουσιαστικό να πει, μια ουσιαστική πρόταση για το καλό του τόπου να προτείνει, αλλά τότε -μόνο- που έχει ένα καινούριο βιβλίο του να προωθήσει. Eίναι πολυγραφότατος, αλλά αν αναλογιστείς ότι είναι βουλευτής και δεν εκλέχτηκε για να αναλώνεται σε μερικές ατάκες που προκαλούν αίσθηση, τον κατατάσσεις αυτόματα στους άεργους της πολιτικής. Αν σκεφτείς ότι δεν επιλέχθηκε για να…
δημοσιεύει την λυρική καταγραφή των ενοχών του που οι επιλογές του του φόρτωσαν, τον βλέπεις πια με συμπόνοια και όχι τόσο με θυμό ή εκνευρισμό. Και μοιάζει τελικά να επιζητά την συγχώρεση. Σου δίνει μερικές αιτίες που εξαπατήθηκε. Ψυχολογικοί μηχανισμοί αυτοδικαιολόγησης-αυτοεξαπάτησης εμφανίζονται στο νέο του βιβλίο “Η έβδομη αίσθηση troika Μοίρα” -θυμίζει έντονα στοίχο γνωστού τραγουδιού- που αυτή την εβδομάδα κυκλοφόρησε. Μαζί μ’ αυτό κυκλοφορεί και ο δημιουργός του σε τηλεοπτικά πλατό, ραδιόφωνα και portals. Βγήκε από το ιδιωτικό καβούκι του και ομολόγησε ότι “στον ψυχικό του κόσμο υπάρχει μια ελεύθερη πτώση από τα 30.000 πόδια”. Πιστεύει ότι με τη συγγραφή του συγκεκριμένου εκθετήριου εξυπνακίστικων φράσεων και επιτηδευμένων εκφράσεων, που δεν προσφέρουν τίποτα άλλο από το να προσδώσουν τον τίτλο του γραφικού στον γραφέα τους, ξαναγίνεται “είκοσι ετών, ο λαθρεπιβάτης με το κόκκινο και το μαύρο…” .
Η εκκεντρικότητα είναι πάντα η σύμβαση της εποχής, αλλά αδικείται ως έννοια αν προσπαθούν κάποιοι, όμοιοι με εκείνον, να την υφαρπάξουν και να ντυθούν μ’ αυτή, δίχως να τους πηγαίνει πια. Δίχως να τους κολακεύει. Μοιάζει σ’ αυτό με τον κ. Πάγκαλο, αλλά ευτυχώς δεν είναι αντιπρόεδρος ή δεν υπουργεύει. Και μάλλον δεν πρόκειται να λάβει αντίστοιχους θώκους.
Τα ‘γραψε ωραία ο δημοσιογράφος Δ. Σούλτας, στον κήπο του στο facebook για την περίπτωσή του: “Ο Μίμης Ανδρουλάκης θέλει να θυμίσει στον εαυτό του ότι είναι διανοούμενος και γράφει προλογίζοντας την προδημοσίευση:”Έτσι ξαναγίνομαι είκοσι χρονών, λαθρεπιβάτης στο κόκκινο και στο μαύρο”. Δεν θα ξαναγίνεις ποτέ είκοσι χρονών, Μίμη. Ούτε μεταφορικά, ούτε επί της ουσίας. Δεν ξαναγίνεσαι είκοσι χρονών δια της ανατάσεως… της χειρός υπέρ των νεοφιλελεύθερων της τρόικας. Δεν θα ξαναγίνεις ποτέ είκοσι χρονών γιατί η ιστορία των 20 γράφεται με τα ΟΧΙ κι εσύ έχεις μάθει πλέον να λες μόνο ΝΑΙ. Γιατί όπως λες κι εσύ “Ο νόμος της Εντροπίας από τη Φυσική με είχε διδάξει ότι ο χρόνος εμπεριέχει το πάγωμα, την απώλεια της ενέργειας, τη φθορά του πάθους, της αγωνίας και του φόβου”. Καληνύχτα και σε σένα και σε πολλούς ηττημένους της γενιάς σου…“.
Το βιβλίο δεν περιέχει τίποτα παραπάνω από πινελιές μιας μετενοχικής προσπάθειας κέντρισης ενδιαφέροντος, μιας εξομολόγησης ενός αισιόδοξου διονυσιακού πεσιμιστή και μιας ύστατης έκκλησης για συγχώρεση από τις πολλές ευθύνες που φέρνει και ο ίδιος, ως (απο)γόνος του Πολυτεχνείου και ως ιδεαλιστής της Μεταπολίτευσης. Κάτω από το συνειρμικό ημίφως που τη συνοδεύει πάντα (την εξιστόρηση εγκλημάτων της μεταπολίτευσης), ο νόμος της Εντροπίας από τη Φυσική τον είχε διδάξει ότι ο χρόνος εμπεριέχει το πάγωμα, την απώλεια της ενέργειας, τη φθορά του πάθους, της αγωνίας και του φόβου. Θα έπρεπε, όμως, αυτή του η γνώση να τον είχε οδηγήσει αυτόβουλα ήδη σπίτι του και όχι στα έδρανα της Βουλής. Εντός αυτής δεν είναι χρήσιμος, καθώς χάθηκε κάπου ανάμεσα στην μετάφραση των συνδρόμων: της Κασσάνδρας (ή η βαρηκοΐα της εξουσίας), του Ίκαρου, του Φαέθοντα, της ματαίωσης, της «ταύτισης με τον επιτιθέμενο», της Στοκχόλμης, του Ορφέα-Ευρυδίκης (Don’t look back). Το κατάλαβε κι ο ίδιος και τώρα σε καλεί να πιεις Νερό της λήθης, Νερό της λησμοσύνης στην εποχή του internet για να καταφέρεις την δικιά του αποδέσμευση από την προδοσία. Είναι, όμως, διστακτικά ειλικρινής (έστω και καθυστερημένα, έστω προς στιγμήν), καθώς σε ενημερώνει ότι τίποτα δεν είναι πια στο χέρι σου, επέπλεε. «Παίξ’ το βαθύ πράσινο», όπως το ‘παιξε και εκείνος τόσα χρόνια και διατηρήθηκε στην επιφάνεια του τίποτα του σήμερα. Κολύμπα στην αβεβαιότητα και έχε εκείνον να σου “την λέει“: “Κολυμπούσα κι απόδιωχνα από τη σκέψη μου την κακή μοίρα του Νικηφόρου Μανδηλαρά, που ρίχτηκε από το πλοίο στα κύματα, και το νου μου θέρμαινε σαν ακτίνα ελπίδας, όπως και τώρα, ο μονοσάνδαλος Ιάσονας και με πικρό παράπονο διερωτώμαι αν ο Έλληνας, που αποκοιμήθηκε σιτιζόμενος με δανεικά στο «Πρυτανείο», βαυκαλιζόμενος με την ψευδεπίγραφη «προοδευτικότητα», θα ξαναβρεί μέσα του το ένστικτο του Αργοναύτη, του ανθρώπου της εξερεύνησης, του ταξιδιού, της δημιουργίας, της καινοτομίας, του αγώνα της ζωής.“. Αυτή τη δανεική ζωή που ανορθόδοξα τώρα στη στερούν οι “προοδευτικοί“, οι γιαλαντζί σοσιαλιστές, σε καλεί ο συγγραφέας να την διαχειριστείς με ορθολογική επιλογή στην αναγκαστική σου προσθαλάσσωση και παράλληλα, αρχίζει τις εμμέσως ειρωνικές αναφορές στον Πρωθυπουργό σου για να σε δαμάσει, για να ημερέψει το θυμό σου, καθώς είναι σίγουρος ότι εκείνος -ο πρωθυπουργός σου- δεν θα της νοήσει και δεν θα του θυμώσει. «Κοιμάσαι, γιε μου;» Η φωνή του πατέρα/ Ο αναίτιος εγγονός και το κάλεσμα της Τρόικας Μοίρας/ «Πατέρα, μ’ ακούς;»–Η από μηχανής Τρόικα Θεά/ Στην τρίτη γενιά η παλιά κατάρα/ Εκλεκτικές συγγένειες/ υπότιτλοι του βιβλίου που μεταξύ άλλων υπογραμμίζουν το παραφύσει νόσημα της δημοκρατίας σου. Την οικογενειακή διαδοχή, ωσάν τις μοναρχίες.
Kαι συνεχίζει ο παράλογος δον Ζουάν με αιτία την συγχωρητική ειρωνεία έναντι του πολιτικού συστήματος, στο οποίο πειθαρχημένα μετέχει. «Για όλα φταίει ο Μίδας!» και χρειάζεται «Διπλή συνείδηση» εν μέσω χρεωκοπίας. Με τη μία εκ των συνειδήσεων, θα λέγεται ότι τα «Λεφτά υπάρχουν»: Η μία δραχμή δύο, και με την άλλη θα επιτευχθεί ο αναπρογραμματισμός του χρέους με την επιφοίτηση του Διονυσίου, στο σκιώδες βασίλειο του «Αν». Σ’ ένα βασίλειο που οι ποιητές σωπαίνουν και οι βουλευτές συγγράφουν ή μεταγράφονται σε καινούργιους φορείς, δίχως ουσιαστική αξία, καθώς δεν μπορούν ολικά να μεταμορφωθούν και δεν μπορούν να καταστούν τοιουτοτρόπως ικανοί.
Αξία έχει, έλεγε ο Αρίστιππος, μόνο ό,τι μπορείς να διασώσεις μαζί με τη ζωή σου σ’ ένα ναυάγιο. Αρκεί να μην είναι συναυαγός σου ένας κλέφτης, μια πουτάνα κι ο… Μίμης, γιατί τότε δύσκολα θα διασώσεις το παραμικρό σου.

Αναμένω ευχαριστήρια επιστολή για τη δωρεάν διαφήμιση που έκανα στο νεοτάξιδο (και εύχομαι καλοτάξιδο) βιβλίο…