Εορτασμός 28η Οκτωβρίου 2005-2006

Χρονικό

Βάζει  ο Ντούτσε τη στολή του

Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του,

μ’ όλα τα φτερά, μ’ όλα τα φτερά.

Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει,

βρε το φουκαρά, βρε το φουκαρά.

Τον τσολιά μας το λεβέντη βρίσκει στα βουνά,

και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά.

Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.

Ξεκινάει την άλλη μέρα μα και πάλι ακούει «Αέρα»

από τον τσολιά, από τον τσολιά.

Δρόμο παίρνει και δρομάκι και πηδάει το ποταμάκι,

ξέρει την δουλειά, ξέρει την δουλειά.

Τρώει τις σφαίρες σα χαλάζι από τον τσολιά

κι’ όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.

Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.

Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους κι’ από μας κι’ απ’ τους συμμάχους

τρώνε την κλωτσιά, τρώνε την κλωτσιά.

Και χωρίς πολλές κουβέντες μπήκαν Έλληνες λεβέντες

μεσ’ την Κορυτσά, μεσ’ την Κορυτσά.

Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί,

και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική.

Αχ, Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο, γιατί σε λίγο και τα Τίρανα

τα χάνω.

Και πάθανε, οι καημένοι,  μεγάλη συμφορά

και η Ρώμη περιμένει και κείνη τη σειρά!

Και πάθανε, οι καημένοι,  μεγάλη συμφορά

και η Ρώμη περιμένει και κείνη τη σειρά!

Μη με ρωτάς

Τα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν,

ένας βοριάς παγωμένος σαρώνει την έρημη γη.

Στρατιώτες έρχονται, πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν,

και συ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να δεις την πληγή.

Μη με ρωτάς, δεν θυμάμαι.

Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς.

Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι.

Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς.

Στην πολιτεία βραδιάζει, το χιόνι τις στέγες σκεπάζει

ένα καμιόνι φορτώνει και κόβει στα δυο τη σιγή

περιπολία στους δρόμους και κάποια φωνή που διατάζει

και συ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να δεις την πληγή.

Μη με ρωτάς, δεν θυμάμαι.

Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς.

Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι.

Μη με κοιτάς, μη με κοιτάς, μη με ρωτάς.

Το ακορντεόν

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα έναν φίλο

που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν

Όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος

φωτιές στα χέρια του άναβε το ακορντεόν

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’  άλλα

κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν

γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα

και μια ριπή σταμάτησε το ακορντεόν

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει

όποτε ακούω από τότε ακορντεόν

και έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει

δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός

και έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει

δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Βάζει  ο Ντούτσε τη στολή του

Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του,

μ’ όλα τα φτερά, μ’ όλα τα φτερά.

Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει,

βρε το φουκαρά, βρε το φουκαρά.

Τον τσολιά μας το λεβέντη βρίσκει στα βουνά,

και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά.

Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.

Ξεκινάει την άλλη μέρα μα και πάλι ακούει «Αέρα»

από τον τσολιά, από τον τσολιά.

Δρόμο παίρνει και δρομάκι και πηδάει το ποταμάκι,

ξέρει την δουλειά, ξέρει την δουλειά.

Τρώει τις σφαίρες σα χαλάζι από τον τσολιά

κι’ όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.

Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.

Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους κι’ από μας κι’ απ’ τους συμμάχους

τρώνε την κλωτσιά, τρώνε την κλωτσιά.

Και χωρίς πολλές κουβέντες μπήκαν Έλληνες λεβέντες

μεσ’ την Κορυτσά, μεσ’ την Κορυτσά.

Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί,

και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική.

Αχ, Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο, γιατί σε λίγο και τα Τίρανα

τα χάνω.

Και πάθανε, οι καημένοι,  μεγάλη συμφορά

και η Ρώμη περιμένει και κείνη τη σειρά!

Και πάθανε, οι καημένοι,  μεγάλη συμφορά

και η Ρώμη περιμένει και κείνη τη σειρά!

Μη με ρωτάς

Τα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν,

ένας βοριάς παγωμένος σαρώνει την έρημη γη.

Στρατιώτες έρχονται, πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν,

και συ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να δεις την πληγή.

Μη με ρωτάς, δεν θυμάμαι.

Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς.

Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι.

Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς.

Στην πολιτεία βραδιάζει, το χιόνι τις στέγες σκεπάζει

ένα καμιόνι φορτώνει και κόβει στα δυο τη σιγή

περιπολία στους δρόμους και κάποια φωνή που διατάζει

και συ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να δεις την πληγή.

Μη με ρωτάς, δεν θυμάμαι.

Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς.

Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι.

Μη με κοιτάς, μη με κοιτάς, μη με ρωτάς.

Το ακορντεόν

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα έναν φίλο

που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν

Όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος

φωτιές στα χέρια του άναβε το ακορντεόν

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’  άλλα

κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν

γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα

και μια ριπή σταμάτησε το ακορντεόν

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει

όποτε ακούω από τότε ακορντεόν

και έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει

δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός

και έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει

δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Στους ηρωικούς νεκρούς

Μορφές ηρώων!… Ελαφρό να σας σκεπάζει χώμα.

Το αίμα που σκορπίσατε, νωπό αχνίζει ακόμα,

Ηρωικές Μορφές….

Ψυχές αγγέλων! Την ηχώ του θρυλικού σας «Όχι»

αντιλαλεί στις ρεματιές της Πίνδου κάθε κώχη

ως τις βουνοκορφές!…

Μορφές ηρώων!… Κι αν τυχόν το Σώμα Σας κοιμάται

στην όμορφη κι απέραντη, την αιώνια γαλήνη,

κάθε μας μνήμη ζωντανή, με δάκρυ θα θυμάται

πως γράψατε με το αίμα σας την Ιστορία Εκείνη!…

Δ. Γιαννουκάκης

Το Άξιον εστί – Τα πάθη, άσμα η΄

Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα

κατά το παραθύρι

Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα

τα δέντρα των κοιλάδων

Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα

κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν

Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα

τις θηλιές ετοιμάζουν

….

Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι

που πένεται ο λαός μου

Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια

το φόρτωσαν και πάει

Μες την έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει

το χέρι που μονάχα

Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους

ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Οδυσσέας Ελύτης


Μάνα και γιος (1940)

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε

κι  μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,

μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγησε η Πίνδος

σαν να’ χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν

τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν

οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:

«Ίτε παίδες Ελλήνων…»

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,

ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Νικοφόρος Βρεττάκος

Ειρήνη

Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.

Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.

Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα,

είναι η ερήνη.

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του

κόσμου

και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα

και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαγιά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα

κ’ οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο

ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου

είναι η ειρήνη.

Αδέλφια μου,

μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει

όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του.

Δώστε τα χέρια, αδέλφια μου,

αυτό’ ναι η ειρήνη.

Γιάννης Ρίτσος


Εμπρός

Εμπρός! Με ορθή, μεσούρανη

της λευτεριάς τη δάδα

ανοίγεις δρόμο, Ελλάδα,

στον Άνθρωπο. Εμπρός!

Ορμάνε πρώτοι οι Έλληνες

κι’ όλοι οι λαοί σιμά Σου,

μεγάλο τ’ όνομά Σου!

βροντοφωνάν: «Εμπρός».

Εμπρός, να γίνουμε ο τρανός

στρατός, που θα νικήσει,

σ’ Ανατολή και Δύση,

το μαύρο φίδι, Εμπρός.

Εμπρός, κι η Ελλάδα σηκώθηκε

και διασκορπάει τα σκότη!

Ανάστα η Ανθρωπότη

κι ακλούθα την! Εμπρός.

Άγγελος Σικελιανός

Η αντίσταση

Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,

εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος…

Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους,

και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της…

Κι απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους

φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος…

Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες,

-χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια-

κι είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!

Άγγελος Σικελιανός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων