Κύμη
Η ελληνική μυθολογία αναφέρει τρεις εκδοχές για την ίδρυση της Κύμης. Η πρώτη είναι ότι η Κύμη ήταν μια αμαζόνα ανταγωνίστρια της αμαζόνας Μύρινας, η οποία κατέκτησε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Κατά τη δεύτερη άποψη το όνομά της προέρχεται από τη λέξη “Κύμα”, λόγω της στενής σύνδεσης των ναυτικών κατοίκων της με τα κύματα. Η τρίτη προήλθε από την φωνητική εξέλιξη της λέξης “Κώμη” (= κωμόπολη). Κώμη>Κούμη>Κύμη.
Ως οι παλαιότεροι κάτοικοι της Κύμης θεωρούνται οι Πελασγοί, οι οποίοι αφoμειώθηκαν σταδιακά με τους νεήλυδες Αιολείς. Υποστηρίχθηκε ότι τα υπολείμματα τείχους στην περιοχή Κορακόπυργος της Κύμης είναι πελασγικά και ότι καταστράφηκαν αιφνίδια, ίσως από κοσμογονικές αιτίες.
Η περιοχή της Κύμης παρουσιάζει μεγάλο παλαιοντολογικό ενδιαφέρον. Στα παλιά λιγνιτωρυχεία της Κύμης είχαν βρεθεί το 1916 απολιθωμένα σπονδυλωτά, μεταξύ των οποίων το γνωστό “ανθρακοθήριο” της Κύμης, πρόγονος του σημερινού ιπποποτάμου, που σήμερα εκτίθεται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο των Αθηνών. Ανήκει στην εποχή του Μειόκαινου, 15 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η πανίδα της Κύμης αποδεικνύεται παλαιότερη από αυτήν του Πικερμίου, που έχει βρεθεί στον Αλμυροπόταμο.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στον λόφο Βιγλατούρι αποδεικνύουν ότι εκεί υπήρξε σημαντικότατο κέντρο του 8ου αιώνα π.Χ., ισάξιο με αυτά της Ερέτριας και της Χαλκίδας.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο γεωγράφος Στράβων είναι βέβαιος ότι η ιταλική Κύμη ή Κούμα που βρίσκεται κοντά στον κόλπο της Νάπολι είναι ευβοϊκή αποικία. Των Χαλκιδαίων και των Κυμαίων, όπως επισημαίνει, οι οποίοι μαζί, καθώς φαίνεται, άρχισαν κατά το τελευταίο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. τη μεγάλη περιπέτεια του αποικισμού της Δύσης, ξεπερνώντας τα εμπόδια της κάλυψης μιας τεράστιας για την εποχή απόστασης και τους κινδύνους ενός άγνωστου κόσμου.
Στην Ελλάδα όμως η ύπαρξη αυτής της αρχαίας Κύμης των πρώτων αποικιστών αμφισβητήθηκε για περισσότερο από 100 χρόνια. Η ανεπαρκής αναφορά στις αρχαίες πηγές, η άποψη ότι η αποικία στην Ιταλία ήταν αιολική και όχι των Ευβοέων και κυρίως η άγνοια για τη θέση της, αφού λείψανα της περιόδου των αποικισμών δεν είχαν βρεθεί – παρ’ ότι υπήρχαν κατάλοιπα άλλων περιόδων -, άφηναν ανοιχτό το πεδίο των συζητήσεων και των αμφιβολιών.
Ενα κενό που η αρχαιολόγος κυρία Εφη Σαπουνά-Σακελλαράκη, η οποία διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων επί 15 έτη στην ευρύτερη περιοχή, κατόρθωσε να κλείσει ύστερα από δεκαετή έρευνα, αποκαλύπτοντας σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη θάλασσα, στον λόφο Βιγλατούρι, την Κύμη των γεωμετρικών χρόνων. Την πόλη που ένωσε τις δυνάμεις της με τη Χαλκίδα για να ανοίξουν μαζί, πρώτες αυτές, τα πανιά για τον αποικισμό της Δύσης, φέρνοντας μαζί τους μεταξύ άλλων και τη μεγάλη ανακάλυψη της εποχής, το αλφάβητο.
Από τον 6ο αιώνα π.Χ. πιστοποιείται η παρουσία στο σημερινό χώρο της από διάφορα στοιχεία (οχυρώσεις, τείχος).
Το 506 π.Χ. η Κύμη, ακολουθώντας την τύχη όλης της Εύβοιας συμμετείχε στη ναυμαχία στο βόρειο ακρωτήριο της Εύβοιας, στο Αρτεμίσιο.
Στα βυζαντινά χρόνια η Κύμη βρίσκεται σε αφάνεια. Υπάρχουν όμως χαλάσματα πύργων και κάστρων από την εποχή των Φράγκων.
Φαίνεται ότι γύρω στα 1400 η πειρατεία μαστίζει, κυριολεκτικά, το νησί, και ιδίως την Κύμη λόγω της θέσης της και γι’ αυτό βρίσκεται σε παρακμή.
Σε αυτά τα χρόνια η Κύμη εμφανίζεται να έχει 2500-3000 κατοίκους οι οποίοι εμπορεύονται με τα νησιά του Αιγαίου από το επίνειο της Κύμης, που ονομαζόταν Λιανάμμος (σημερινή Παραλία Κύμης).
Κατά την περίοδο που επικράτησαν οι Τούρκοι στην Ελλάδα, η Κύμη μαζί φυσικά με όλη την Εύβοια υποτάχθηκε κι αυτή στους Μωαμεθανούς. Το 1470 ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής έκανε απόβαση στο νησί 70.000 μαχητών με 300 πλοία. Η Κύμη εντάχθηκε διοικητικά στο πασαλίκι του Έγριπου, που διοικητικό του κέντρο ήταν η Χαλκίδα.
Στα 1688 οι Ενετοί με τον Φραντζέσκο Μοροζίνι επιτίθενται εναντίον των Τούρκων, τον ακολουθούν και οι Ευβοείς. Η αποτυχημένη όμως αυτή προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα να πυρποληθεί η Κύμη, και μαζί της προφανώς όλα τα έγγραφα αρχείων του τόπου. Οι κάτοικοι της περιοχής Κύμης κινήθηκαν για να σωθούν προς τα Ψαρά και ο τόπος ερήμωσε.
Στις παραμονές της επανάστασης κατά των Τούρκων περίπου το 1812, η Κύμη κατοικείται από 280 οικογένειες. Το 1820 πλήρωναν κεφαλικό φόρο 380 άτομα, σύμφωνα με κάποια έγγραφα σχετικά με τους φορολογούμενους.
Ήδη μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, πολλοί Κυμαίοι μυήθηκαν και δέχθηκαν με ενθουσιασμό τις απόψεις της. Γι’ αυτό και ετοίμαζαν παντοιοτρόπως οπλισμό και πολεμοφόδια για τη μεγάλη στιγμή του ξεσηκωμού.
Ο Ομέρ μπέης της Καρύστου, στις 14 Ιουλίου 1821, χτύπησε τους Κυμαίους στα Λέπουρα και τους διασκόρπισε. Σκοτώθηκε μάλιστα εκεί και ο αρχηγός τους Γεώργιος Παππάς. Ο Ομέρ μπέης μπήκε στην Κύμη, έκαψε τα περισσότερα σπίτια, αφού πρώτα λεηλάτησε την πόλη. Τον άλλο χρόνο, αρχές Οκτωβρίου 1822, ξαναπήγε ο Ομέρ Μπέης με τριακόσιους στρατιώτες του στην Κύμη. Ο Κριεζώτης με τον Βάσο, που ήταν εκεί, μην έχοντας αρκετή δύναμη, τραβήχτηκαν στα βουνά. Ο Ομέρ μπέης μπήκε στην Κύμη κι εξαπέλυσε καταστρεπτικές επιδρομές και στα γύρω χωριά.
Οι Κυμαίοι πρόσφεραν ως ναυτικοί και με τα πλοία τους αξιόλογες δυνάμεις στον αγώνα.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους αρχίζει η ανοδική πορεία της Κύμης. Το 1836 έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας Καρυστίας. Το 1854 τριακόσια πλωτά οινοπωλεία εμπορεύονται το φημισμένο “Κουμιώτικο” κρασί σε όλα τα τότε γνωστά εμπορικά κέντρα. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε στην Κύμη η πρώτη Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Το 1870 η εμπορική επαφή των 140 Κυμαϊκών ιστιοφόρων φθάνει μέχρι την Οδησσό, την Τεργέστη και τη Μασσαλία.
Η Κύμη συμμετείχε ενεργά στους Βαλκανικούς πολέμους θυσιάζοντας μάλιστα μαζί με άλλους, τον ήρωα Ιωάννη Βελισαρίου, ελευθερωτή των Ιωαννίνων.