Υλικό για την ημερήσια εκπαιδευτική εκδρομή στη Θεσσαλονίκη

DJI 0402 min scaled

ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ὁ Ἱ. Ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου χτίστηκε στά μέσα τοῦ 5ου αἰώνα (413), πάνω στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου, ἀπό τόν ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιο, ὁ ὁποῖος θεραπεύθηκε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια. Στό χῶρο αὐτό βρισκόταν τό «στάδιο» ὅπου γίνονταν μονομαχικοί ἀγῶνες. Σ’ αὐτό τό στάδιο μονομάχησε ὁ πιστός μαθητής τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Νέστορας, καί κατατρόπωσε τόν Λυαῖο. Ὁλόκληρο τό ἰσόγειο συγκρότημα τοῦ ἀρχαίου λουτροῦ, ὅπου ἦταν φυλακισμένος ὁ Ἅγιος, διατηρήθηκε καί διασκευάσθηκε σέ κρύπτη τοῦ ναοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε γιά αἰῶνες καί παραμένει κέντρο λατρείας.

Ὁ ἀρχιτεκτονικός ρυθμός τοῦ ναοῦ εἶναι πεντάκλιτη βασιλική μέ ἐγκάρσιο (κάθετο) κλίτος, διπλά ὑπερῶα (γυναικωνίτες) καί μακρές διπλές κιονοστοιχεῖες. Στήν πορεία τοῦ χρόνου ὑπέστη δύο φορές καταστροφή, σέ μεγάλο μέρος, ἀπό πυρκαγιά τόν 7ο αἰώνα (μεταξύ 629 καί 639) καί στίς 5 καί 6 Αὐγούστου τό 1917. Ἐπίσης ὑπέστη πολλές καταστροφές καί λεηλασίες κατά τήν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τούς Σαρακηνούς τό 904 καί ἀπό τούς Νορμανδούς τό 1118. Τό διάστημα 1493-1912 μετατράπηκε σέ τζαμί ἀπό τούς Τούρκους.

Ἡ μεγάλη πυρκαγιά τοῦ 1917 μετέβαλε σχεδόν σέ ἐρείπια τόν ἱστορικό Ναό καί οἱ ἀναστηλωτικές ἐργασίες πού τόν ἀποκατέστησαν στήν ἀρχική του μορφή διήρκησαν ἕως τό 1948. Ἀπό τότε λειτουργεῖ κανονικά καί ἀποτελεῖ ὡς μνημεῖο τέχνης ἕνα ἀπό τά πλέον ὑπέροχα χριστιανικά μνημεῖα τῆς ἑλληνικῆς ἀνατολῆς.

ΤΟ ΚΙΒΩΡΙΟ.
Η ΛΑΡΝΑΚΑ ΜΕ ΤΑ ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Στή μέση περίπου τοῦ ναοῦ, κοντά στήν ἀριστερή κιονοστοιχία τοῦ κεντρικοῦ κλίτους, βρισκόταν ἕνα ἑξαγωνικό κιβώριο* –ὑπάρχουν ἀποτυπώματα στό δάπεδο- ὅπου μετά ἀπό ἐνύπνια καί ὁράματα εὐσεβῶν Θεσσαλονικέων, δημιουργήθηκε ἡ πίστη ὅτι κάτω ἀπό αὐτό βρισκόταν τό «Πανάγιο λείψανο» τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου. Καταστράφηκε ἀπό ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν τό 904 μ.X.,  ὅπως καί ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου ἀπό τούς Νορμανδούς τό 1118.

Σήμερα ἔχει κατασκευαστεῖ νέο μαρμάρινο κιβώριο, ἐντός τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ περικαλλής ἀργυρᾶ λάρνακα μέ τά Χαριτόβρυτα λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πηγή εὐλογίας, θαυμάτων καί εὐεργεσιῶν ὄχι μόνο γιά τούς εὐσεβεῖς Θεσσαλονικεῖς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς προσκυνητές τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου.

Ἀποτελεῖ τό σημαντικότερο, πολυτιμότερο καί ἱερότερο σημεῖο τοῦ προσκυνήματος στόν Ι. Ναό.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΛΛΙΔΗΣ

Μπαίνοντας στόν κυρίως ναό, ἀριστερά, βρίσκεται ἡ λάρνακα μέ τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Καλλίδη, ἀρχιεπισκόπου Ἡρακλείας καί Ραιδεστοῦ.

Γεννήθηκε τό 1844 στό Κούμβαο τῆς Ἄν. Θράκης. Ἐχρημάτισε μητροπολίτης Ἡρακλείας καί Ραιδεστοῦ, Ἰωαννίνων καί Θεσσαλονίκης, ὅπου ἐκοιμήθη τήν 23η Ἰουλίου τοῦ 1925. Κατά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του στίς 20 Ὀκτωβρίου τοῦ 1979 καί τήν μεταφορά τους ἀπό τό κοιμητήριο Εὐαγγελιστρίας Θεσσαλονίκης στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου βρέθηκαν νά εὐωδιάζουν καί νά ἐπιτελοῦν ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα πλῆθος θαυμάτων.

Ἀναγνωρίσθηκε ὡς Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας μέ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη στίς 22 Μαΐου τοῦ 2003. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 25 Ἰουλίου καί τήν 20η Ὀκτωβρίου ἡ ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του.

Η ΑΓΙΑ ΑΝΥΣΙΑ

Στό ἐγκάρσιο κλίτος, ἀπό τήν ἀριστερή πλευρά τοῦ Ἱ. Βήματος, βρίσκεται ἡ λάρνακα μέ τά ἱερά λείψανα τῆς Ἁγίας ἐνδόξου Ὁσιομάρτυρος Ἀνυσίας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ.

Γεννήθηκε καί ἔζησε στή Θεσσαλονίκη κατά τούς χρόνους τοῦ μεγάλου διώκτου τῶν Χριστιανῶν Μαξιμιανοῦ, τήν ἴδια περίοδο μέ τόν Ἅγιο Δημήτριο. Ἦταν θυγατέρα εὐσεβῶν καί πολύ πλούσιων γονέων. Ὅταν ἐκοιμήθησαν οἱ γονεῖς της, ἀφοῦ μοίρασε ὅλη της τήν περιουσία στούς φτωχούς, ἀφιερώθηκε στόν Χριστό. Κάποια ἡμέρα καθώς πήγαινε στό ναό συνάντησε κάποιον στρατιώτη, πού  λάτρευε τά εἴδωλα, ὁ ὁποῖος τήν πίεσε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὅταν ἡ ἴδια ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Ἕνα καί ἀληθινό Θεό, ὁ εἰδωλολάτρης στρατιώτης διαπέρασε μέ τήν λόγχη τό σῶμα της καί τήν θανάτωσε.

Τό τίμιο σῶμα της γιά πολλά χρόνια ἦταν θαμμένο στή γῆ σέ ἄγνωστο μέρος, ὥσπου τήν 4η τοῦ μηνός Ἰουλίου τό 1980, διανοιγομένης τῆς ὁδοῦ 3ης Σεπτεμβρίου κοντά στό Γ’.Σ. Στρατοῦ, ἀνακαλύφθηκε ὁ τάφος της ὅπου βρίσκονταν τά σεπτά λείψανά της, τά ὁποία μέ εὐλάβεια ἀνακομίσθηκαν καί κατατέθηκαν στόν Ι. Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἐπιτελώντας πλῆθος ἰάσεων καί θαυμάτων σέ ὅλους αὐτούς πού τιμοῦν τήν Ἁγία καί τήν προσκυνοῦν μέ πίστη.

Ἡ μνήμη τῆς ἑορτάζεται στίς 30 Δεκεμβρίου.

Ο ΦΡΕΑΡ (ΠΗΓΑΔΙ) ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΑΤΟΣ

Βρίσκεται μπροστά στόν ἀριστερό πεσσό τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί διαμορφώθηκε ἀργότερα κατάλληλα μέ μεταγενέστερο μαρμάρινο κιβώριο. Τό φρέαρ αὐτό ἀποτέλεσε τόν πρῶτο τάφο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, διότι μέσα σ’ αὐτό ἐρρίφθη τό σῶμα τοῦ Ἁγίου μετά τόν λογχισμό του, ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἁγίου, γιά νά μήν καταστραφεῖ καί ἐξαφανιστεῖ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες.

Ἀνά τούς αἰῶνες ἀναβλύζει συνεχῶς ἁγίασμα, τό ὁποῖο ἀρχικά μεταφερόταν μέ σωλῆνες – ἀγωγούς στίς κόγχες τῆς Κρύπτης, σέ εἰδικές μαρμάρινες λεκάνες, μέχρι τῆς ἐμφανίσεως τοῦ μύρου. Σήμερα τό ἁγίασμα διοχετεύεται σέ εἰδική μαρμάρινη κρήνη (βρύση) πού ὑπάρχει ἀριστερά τοῦ φρέατος, γιά εὐλογία καί ἁγιασμό τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν.

 

Αψίδα του Γαλερίου

Το γνωστότερο μνημείο της Θεσσαλονίκης μαζί με το Λευκό Πύργο και ένα από τα χαρακτηρηστικότερα της ύστερης αρχαιότητας, όταν η Θεσσαλονίκη έγινε η πρωτεύουσα του καίσαρα Γαλέριου, είναι η αψίδα ή το θριαμβικό τόξο του Γαλερίου, η λεγόμενη σήμερα Καμάρα. Πρόκειται στην αρχική του μορφή για ένα οκτάπυλο με 4 κεντρικούς ογκώδεις πεσσούς, 4 δευτερεύοντες στα πλάγια, ισάριθμα τόξα και χαμηλό σφαιροειδή θόλο. Σήμερα σώζονται δύο κύριοι πεσσοί και ένας δευτερεύων, που συνδέονται με πλίνθινο τόξο. Από τις αφηγήσεις των γεγονότων στις ανάγλυφες πλάκες συμπεραίνεται ότι η αψίδα χτίστηκε το 305 μ.Χ. ύστερα από την οριστική νίκη του αυτοκράτορα Γαλέριου κατά των Περσών.

Ιστορικά εντάσσεται στην εποχή της ύστερης αρχαιότητας, και συγκεκριμένα στην περίοδο της λεγόμενης Τετραρχίας, όταν ο Διοκλητιανός πήρε στην αρχή ως συναυτοκράτορα το Μαξιμιανό και αργότερα, το 293 μ.Χ., το Γαλέριο και τον Κωνστάντιο Χλωρό (πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου), ως Καίσαρες. Έτσι ιδρύθηκε η λεγόμενη Πρώτη Τετραρχία και η αυτοκρατορία μοιράστηκε σε τέσσερα τμήματα. Ο Γαλέριος ήταν διοικητής του τμήματος εκείνου στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η ελληνική χερσόνησος. Ως έδρα του είχε ορίσει αρχικά το Σίρμιο της Πανονίας (τη σημερινή Μητροβίτσα στη Σερβία), αργότερα όμως προτίμησε τη Θεσσαλονίκη. Μέσα στην πρώτη πενταετία του 4ου αιώνα μ.Χ. έκτισε στη Θεσσαλονίκη ένα λαμπρό οικοδομικό συγκρότημα, τα ανάκτορα του.

Η αψίδα του Γαλερίου αποτελεί στοιχείο του γαλεριανού συγκροτήματος στο νοτιοανατολικό τμήμα του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Συνδεόταν με τα ανάκτορα του Γαλερίου (προς νότια) και με τη Ροτόντα (προς βορρά). Στο σημείο που διασταυρώνονται οι δύο άξονες κτίστηκε η αψίδα, της οποίας ο προορισμός δεν ήταν πρακτικός αλλά αναμνηστικός και τιμητικός. Η κατασκευή της αψίδας βασίστηκε σε δύο παράλληλους τοίχους, μήκους 37 μ. περίπου και πάχους 3,80 μ. (σώζεται ο ένας σε μήκος 29 μ.). Οι δύο τοίχοι απείχαν 9 μ. ο ένας από τον άλλο και άφηναν τρία ανοίγματα τοξωτά, ένα μεγάλο στο κέντρο, πλάτους 9,70 μ. και δύο άλλα μικρότερα στα πλάγια, πλάτους 4,85 μ. Οι τέσσερις κεντρικοί πεσσοί ήταν χτισμένοι από χοντρά μάρμαρα, ενώ ο πυρήνας ήταν επενδυμένος από άλλα μάρμαρα και χοντρές πλάκες. Πάνω στην κατασκευή αυτή ήταν προσαρμοσμένες οι μαρμάρινες πλάκες με τις ανάγλυφες διακοσμήσεις. Για την κατασκευή της υπόλοιπης αψίδας είχαν χρησιμοποιηθεί ακανόνιστες πέτρες με ισχυρό κονίαμα και τούβλα για μια εξωτερική επένδυση πάχους 0,70 μ. Οι επιφάνειες των τοίχων, εκτός φυσικά των τεσσάρων κεντρικών πεσσών, καλύπτονταν από ορθομαρμαρώσεις ή κονιάματα. Οι προσόψεις του κεντρικού τμήματος της αψίδας κατέληγαν σε αετώματα. Κάτω από τα αετώματα και πάνω από κάθε πεσσό υπήρχε μια κόγχη και δίπλα σε κάθε κόγχη από ένα διακοσμητικό αστέρι μέσα σε κύκλο, κατασκευασμένο από τούβλα. Μέσα στις κόγχες ήταν τοποθετημένα αγάλματα. Κατά πάσα πιθανότητα στις δύο κόγχες της νοτιοανατολικής κύριας πρόσοψης, υπήρχαν τα αγάλματα του Διοκλητιανού και του Γαλέριου, ενώ στη βορειοδυτική τα αγάλματα του Μαξιμιανού και του Κωνστάντιου Χλωρού.

Η τέχνη των ανάγλυφων της Καμάρας είναι αφηγηματική και συγχρόνως διακοσμητική. Το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι το πλήθος των παραστάσεων και των μορφών. Για τη διακοσμητική επιδίωξη συχνά παραβλέπονται οι φυσικές αναλογίες (ελέφαντες έχουν το ίδιο ύψος με τα άλογα ή τα άλογα να είναι μικρότερα από τους ανθρώπους). Γενικά η τέχνη των αναγλύφων αποβλέπει περισσότερο στις οπτικές αξίες παρά στις πλαστικές. Ωστόσο τα ανάγλυφα της Καμάρας αποπνέουν ακόμη μια ελληνιστική χάρη. Οι τεχνίτες των αναγλύφων πρέπει να ήταν Έλληνες. Τούτο φαίνεται και από τις ελληνικές επιγραφές, που είναι χαραγμένες ανάμεσα σε παραστάσεις των αναγλύφων: Ποταμός Τίγρις, Οικουμένη κλπ. Στις 14 ζώνες του βόρειου πεσσού εικονίζονται μάχες και η πορεία του Γαλέριου με το στρατό του προς τη χώρα των Περσών. Αντίθετα οι 14 ζώνες του νότιου πεσσού προπαγανδίζουν τη στρατιωτική δύναμη του Γαλέριου και την πολιτική ισχύ και ενότητα της Τετραρχίας, ως ένα σύστημα που μπορεί να διοικήσει τον κόσμο.

Οι πρώτες στερεωτικές εργασίες έγιναν επί Τουρκοκρατίας (1889). Το 1945 στερεώθηκε και υποθεμελιώθηκε ο βορειοανατολικός πεσσός. Το 1952 έγιναν σε ευρεία έκταση στερεωτικές και συντηρητικές εργασίες στις επιφάνειες των δύο κεντρικών πεσσών. Το 1954 η στάθμη της Εγνατίας κατέβηκε στο σημερινό επίπεδο και εμφανίστηκαν οι βάσεις των πεσσών. Τέλος, η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε συντήρηση, στερέωση και καθαρισμό των μαρμάρινων αναγλύφων κατά το διάστημα 1991-2001 λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του μνημείου.

 

Ροτόντα

Η Ροτόντα ανήκει στα περίκεντρα οικοδομήματα, στο κυκλικό της σχήμα άλλωστε οφείλει και την ονομασία της. Κτίστηκε στα χρόνια του καίσαρα Γαλερίου, γύρω στα 306 μ.Χ., ως ναός του Δία ή του Κάβειρου ή κατ΄ άλλους ως Μαυσωλείο του ιδίου. Στον άξονά της κατέληγε πομπική οδός που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα, που έχει ανασκαφεί νοτίως της Εγνατίας οδού.

Το κτήριο, διαμέτρου 24,50μ καλύπτει ισοδιάστατος θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80μ.. Ο κυλινδρικός τοίχος, πάχους 6,30μ., διασπάται εσωτερικά σε οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο.

Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους, συντελέστηκε στη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων, άγνωστο πότε ακριβώς. Την ίδια περίοδο διανοίχθηκε και διευρύνθηκε η ανατολική κόγχη και κατασκευάστηκε το ιερό βήμα, ένας ορθογώνιος χώρος με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Γύρω από το κτήριο προστέθηκε κλειστή στεγασμένη στοά (πλάτους 8μ.) που επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο μέσω επτά κογχών που διανοίχθηκαν στον αρχικό πυρήνα. Στη δυτική κόγχη διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα και προστέθηκε πρόπυλο με δύο παρεκκλήσια, ένα κυκλικό ανατολικά και ένα οκταγωνικό δυτικά. Καμία από τις παραπάνω προσθήκες, με εξαίρεση τη διαμόρφωση της ανατολικής κόγχης, δεν σώζεται σήμερα.

Τα λαμπρότερα όμως λείψανα από την παλαιοχριστιανική φάση του μνημείου είναι τα εξαίρετης ποιότητας ψηφιδωτά. Τις φωτιστικές θυρίδες και τα εσωρράχια των καμαρών στη βάση του θόλου κοσμούν ψηφιδωτά, των οποίων ο πλούτος των θεμάτων με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα και η λαμπρότητα των χρωμάτων εντυπωσιάζει. Στο θόλο αναπτύσσονταν οι μεγάλες συνθέσεις σε τρεις επάλληλες ζώνες. Η χαμηλότερη, γνωστή στη βιβλιογραφία και ως ζώνη των μαρτύρων, διαιρείται σε οκτώ διάχωρα, στα οποία εικονίζονται δεόμενοι μάρτυρες μπροστά από μνημειακά αρχιτεκτονήματα. Στο ανατολικό διάχωρο που καταστράφηκε όταν κατέρρευσε το εκεί τμήμα του θόλου, τα κατεστραμμένα τμήματα του ψηφιδωτού συμπληρώθηκαν με τοιχογραφία από τον ιταλό ζωγράφο S. Rossi το 1889. Η μεσαία ζώνη των ψηφιδωτών του θόλου είναι σχεδόν κατεστραμμένη. Σώζεται μόνο το κατώτατο τμήμα, όπου διακρίνονται πάνω στο έδαφος πόδια ανδρικών μορφών σε έντονη κίνηση, πιθανότατα αγγέλων. Από την ψηφιδωτή παράσταση της τρίτης ζώνης σώζονται τα κεφάλια τριών εκ των τεσσάρων αγγέλων που ανακρατούν τριπλή ”δόξα” από πολυποίκιλτα στεφάνια με πολυάκτινα αστέρια, πλοχμό με καρπούς και κλαδιά και πολύχρωμη ίριδα. Μεταξύ των αγγέλων εικονίζεται το μυθικό πτηνό φοίνικας να προβάλλει πάνω σε ερυθρό ακτινοβόλο δίσκο. Στο κέντρο της ”δόξας” από την παράσταση του Χριστού σε χειρονομία θριάμβου διακρίνεται το προσχέδιο με κάρβουνο πάνω στις πλίνθους του θόλου.

Οι μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που έγιναν στο μνημείο κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο επιβάρυναν τη στατική του επάρκεια. Οι σεισμοί των αρχών του 7ου αι. κατέστρεψαν την αψίδα του ιερού και το υπερκείμενο τμήμα του θόλου. Η αψίδα, μετά την αποκατάστασή της, ενισχύθηκε εξωτερικά με δύο αντηρίδες και διακοσμήθηκε τον 9ο αι. με την τοιχογραφία της Αναλήψεως.

Το 1590/1 μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη.

Οι σεισμοί που έπληξαν την πόλη της Θεσσαλονίκης το 1978, προξένησαν σοβαρές βλάβες στο μνημείο. Οι αναστηλωτικές εργασίες απαίτησαν μεγάλες επεμβάσεις στο κτήριο και τον διάκοσμό του, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έχει περατωθεί.
Ο Λευκός Πύργος κτίστηκε το 15ο αι., μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430. Στη θέση του υπήρχε παλαιότερος πύργος της βυζαντινής οχύρωσης της Θεσσαλονίκης, στο σημείο που το ανατολικό τείχος συναντούσε το τείχος της θάλασσας. Ο Πύργος αποτελούσε το ανατολικό άκρο του θαλάσσιου τείχους, υπήρχε άλλος ένας στο δυτικό άκρο και τρίτος στο ενδιάμεσο.

Λευκός Πύργος

Στο πέρασμα του χρόνου αναφέρεται με διάφορες ονομασίες˙ Πύργος του Λέοντος το 16ο αι και Πύργος της Καλαμαρίας το 18ο αι.˙ το 19ο αι. τον βρίσκουμε με δύο ονομασίες, ανάλογα με τη χρήση που είχε˙ Πύργος των Γενιτσάρων, και Πύργος του αίματος (Κανλή Κουλέ), όταν έγινε φυλακή και τόπος εκτέλεσης καταδίκων. Ο ιστορικός Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου το 1888, στο βιβλίο του για μνημεία της πόλης, τον αποκαλεί Βαστίλη της Θεσσαλονίκης, όπου έσφαζαν τους θανατοποινίτες στον εξώστη του, με το αίμα να βάφει τους τοίχους του, ενώ βολή τηλεβόλου από τα δυτικά της πόλης σήμαινε την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Το 1883, με διαταγή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’, ο Πύργος ασπρίζεται και του δίνεται η ονομασία Λευκός (Μπεγιάζ Κουλέ). Είμαστε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., εποχή που πνέει ο άνεμος της μεταρρύθμισης στην οθωμανική αυτοκρατορία, ύστερα από τις πιέσεις της Αγγλίας, και πύργος με την ονομασία «του αίματος» δεν αρμόζει στη νέα φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας. Και ήταν ο κατάδικος Νάθαν Γκουελεντί, που με αντάλλαγμα την ελευθερία του, άσπρισε τον Πύργο. Από τότε έμεινε η σημερινή ονομασία. Με τον καιρό έγινε το σύμβολο της Θεσσαλονίκης, αφού απόμεινε από το 1911 να στέκει μόνος στην παραλία, ύστερα από την κατεδάφιση του θαλάσσιου και του ανατολικού τείχους και του περιβόλου του.

Μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912 και την ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος, ο Πύργος είχε διάφορες χρήσεις. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ένας όροφος χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη των αρχαιοτήτων  από τις ανασκαφές που έκανε η αρχαιολογική υπηρεσία της Στρατιάς της Ανατολής. Στους χώρους του φιλοξενήθηκαν η αεράμυνα της πόλης, το εργαστήριο μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και συστήματα ναυτοπροσκόπων.

Το 1983 ο Πύργος παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Άγαλμα Μ.Αλεξάνδρου

Ο Μέγας Αλέξανδρος έφιππος να ατενίζει τον Θερμαΐκό και τον χιονισμένο Όλυμπο είναι η εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας τη βόλτα του στη Νέα Παραλία.

Πρόκειται για το άγαλμα που είναι για τη Θεσσαλονίκη σήμα κατατεθέν της. Ο μεγάλος στρατηλάτης πάνω στο πιστό επί 20 χρόνια άλογό του, τον Βουκεφάλα βρήκε τη θέση του εκεί το 1973.

Το άγαλμα του έφιππου μεγάλου Αλεξάνδρου είναι έργο του γλύπτη Ευάγγελου Μουστάκα. Χυτεύθηκε στα εργαστήρια “Ρεντζο Μικελούτσι “ στην Πιστόια της Ιταλίας και τα χρήματα για την ανέγερσή του συγκεντρώθηκαν μετά από εράνους που πραγματοποίησαν επιτροπές της πόλης.

Εγκαινιάστηκε το 1974 , έχει ύψος 6 μέτρα και ζυγίζει 4 τόνους. Το βάθρο στο οποίο βρίσκεται έχει ύψος 5 μέτρα και είναι επενδυμένο με σκούρο μάρμαρο από τη Βέροια.

Η ανάγλυφη μπρούντζινη αναπαράσταση στη δυτική πλευρά είναι η Μάχη της Ισσού ,όπου νικήθηκε ο Δαρρείος ο Γ΄, βασιλιάς των Περσών. Οι ασπίδες και οι σάρισες είναι συμβολισμός και μνεία για τους στρατιώτες του μεγάλου Αλεξάνδρου που πήραν μέρος στην εκστρατεία του.

Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου

Ένα στολίδι για τη Θεσσαλονίκη που ξεχωρίζει, επιβάλλεται και είναι αναπόσπαστο κομμάτι στο παραλιακό της μέτωπο, είναι οι Ομπρέλες.

Το εντυπωσιακό γλυπτό του Ζογγολόπουλου που για πρώτη φορά είχε τοποθετηθεί στην παραλία το 1997 στα πλαίσια του Θεσσαλονίκη Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.

Μετά την παράδοση της νέας Παραλίας οι Ομπρέλες βρέθηκαν σε νέα θέση. Είναι τώρα πιο κοντά στα άλλα δύο σύμβολα της πόλης, το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον Λευκό Πύργο.

Το διάσημο γλυπτό φιλοξενείται πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα που κατασκευάστηκε για αυτό το λόγο, έχει δημιουργηθεί κατάλληλος φωτισμός για να ξεχωρίζει το βράδυ, ενώ δίπλα ακριβώς, λειτουργούν στη σειρά μικροί πίδακες νερού, ένα στοιχείο, που πάντα ήθελε ο καλλιτέχνης να σχετίζεται με τα έργα του.

Οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου πρώτη φορά παρουσιάστηκαν το 1995 στη Βενετία σε μια πλωτή εξέδρα και έγιναν σημείο αναφοράς της Biennale και άτυπα, το σήμα κατατεθέν της για τη συγκεκριμένη χρονιά.

Το 1997 όπως προαναφέρθηκε, στα πλαίσια του Θεσσαλονίκη πολιτιστική πρωτεύουσα το ίδιο γλυπτό που κοσμούσε την 45η Βiennale , τοποθετήθηκε στην παραλία κοντά στο ύψος του Μακεδονία Παλλάς.

Επειδή όμως στην περιοχή πνέουν δυνατοί άνεμοι, ο καλλιτέχνης πρόσθεσε κάθετες ράβδους, οι οποίες έδιναν την αίσθηση της βροχής αλλά συντελούσαν στην στήριξη του έργου και τη στατικότητά του.

Το 1998 στο Ψυχικό που βρίσκεται και το ίδρυμα του Ζογγολόπουλου, στο σημείο Φάρος τοποθετήθηκε παραλλαγή του γλυπτού της Θεσσαλονίκης .

Παρόμοιο γλυπτό, υδροκίνητο και μικρότερο σε μέγεθος είχε τοποθετηθεί έξω από το Μακεδονικό Μουσείο σύγχρονης τέχνης μέσα στη Δ.Ε.Θ το 1993.

Ενώ η παραλλαγή αυτού του υδροκίνητου γλυπτού είχε τοποθετηθεί το 1995 έξω από το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, το οποίο απέσπασε το Α΄Πανευρωπαικό βραβείο στο διαγωνισμό.