Ένα παραμύθι για το ψωμί

depositphotos 41981949 stock photo bread assortment

Στο μάθημα της Λογοτεχνίας της Α’ Γυμνασίου οι μαθητές/τριες διάβασαν το παραμύθι με τίτλο “Το πιο γλυκό ψωμί” κι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας λαϊκής αφήγησης και να δημιουργήσουν δικά τους παραμύθια με καθημερινούς ήρωες που μας διδάσκουν με τη συμπεριφορά τους αποστάγματα ζωής.Εξαιρετικό είναι το παραμύθι του μαθητή Μπουρονίκου Κωνσταντίνου με κεντρικό θέμα την  ανιδιοτελή προσφορά και την ανταμοιβή από τον Θεό:

Κάποτε σε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Καλλιπεύκη ζούσε μέσα στο δάσος ένας σοφός γέρος. Αυτός ο γέρος ήταν τόσο φτωχός που το μόνο που είχε ήταν η καλύβα του κι ένα χωράφι. Σ’ αυτό καλλιεργούσε σιτάρι.

Ύστερα από πολλές μέρες  ο γέρος αποφάσισε να πάει να θερίσει το σιτάρι, να πάει στο μύλο να το αλέσει και να πάρει το αλεύρι, για να κάνει ψωμί.

Μετά από πολλές ώρες, κατάκοπος, γύρισε στο σπίτι και αποφάσισε το ένα τσουβάλι αλεύρι, ψωμί. Όταν βγήκανε τα ψωμιά μοσχομυριστά από τον ξυλόφουρνο, κράτησε δύο καρβέλια και τα υπόλοιπα τα φορτώθηκε στον ώμο και κίνησε για την αγορά.

Στον δρόμο, όταν έβρισκε φτωχό κόσμο όπως αυτόν, άνοιγε το δισάκι του και του έδινε ένα καρβέλι χωρίς να πάρει χρήματα. Ο κόσμος για να τον ευχαριστήσει του έδινε πάρα πολλές ευχές. Αυτός όταν τις άκουγε , ένιωθε χαρά!

Όταν τελείωσε αργά το βράδυ τη δουλεία του, πήρε σιγά σιγά τον δρόμο για την επιστροφή στην καλύβα. Μόλις έφτασε, δεν πίστευε στα μάτια του αυτό που έβλεπε. Μπροστά στην πόρτα του υπήρχαν πάρα πολλά τσουβάλια αλεύρι. Τότε κατάλαβε ότι του τα έκανε δώρο ο Θεός για την καλή του πράξη. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να το βάζει μέσα στην καλύβα του.

Αποφάσισε λοιπόν να το κρατήσει και να ζυμώνει κάθε μέρα ψωμί και να το δίνει στους φτωχούς ανθρώπους.

Όταν του τελείωνε το αλεύρι γινόταν κάτι θαυμαστό, έβρισκε μπροστά στην πόρτα του τσουβάλια με αλεύρι.

Έτσι ο γέρος έζησε καλά μέχρι τα βαθιά του γεράματα φτιάχνοντας πολλά καρβέλια ψωμι κι εμείς ζήσαμε καλύτερα..

Το παραμύθι αυτό μοιάζει πολύ με ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη σε μια γυναίκα στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου:

Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα. Η ξένη κατοχή ήταν βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.

Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μία μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου τού1941.
Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μία χούφτα καλαμποκάλευρο.

Εκείνο, λοιπόν, το απόγευμα σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι.

Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο καντήλι, που…ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι.

Και τότε μπήκε στο δίλημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού; Αποφασιστικά όμως έκαμε τον σταυρό της και είπε στην Παναγία: «Παναγία μου! Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Σύ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά».

Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Παναγιάς. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.

Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντουλάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τί βλέπει; Το «λαδερό» γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δύο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!…

Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανέναν τίποτα.

Για δύο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι «σώθηκε» ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Αλλά και το καντήλι παρέμεινε από τότε μέρα-νύχτα αναμμένο, μαρτυρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας.

Πηγή: Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.

dogma.gr