Ο Νεομάρτυρας Άγιος Γεώργιος εκ Ραψάνης

maxresdefault-666×399

Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ανήκε σε ανώτερη κοινωνικά και οικονομικά οικογένεια της Ραψάνης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Χατζηλάσκαρης και ήταν υιός του Αναστασίου Ψάλτου. Δεν είναι γνωστό όμως αν το Ψάλτου είναι επώνυμο ή ιδιότητα του Αναστασίου. Η μητέρα του Νεομάρτυρα είχε το όνομα Σμαράγδα και ήταν θυγατέρα του Θεόδωρου Σακελλαρίδου.

Γεώργιος παρουσιάζεται από την παράδοση ως τρόφιμος και απόφοιτος της ανωτέρου επιπέδου Σχολής Ραψάνης, στην οποία χρημάτισε διδάσκαλος και ο κυρ Χριστόδουλος Καραζήσης. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, η ορεινή κωμόπολη της Ραψάνης άκμαζε οικονομικά τον 18ο μ.Χ. αιώνα, όπως και ο Τύρναβος και τα Αμπελάκια. Είχε βιομηχανία, έκανε εξαγωγή εξαίρετου κρασιού και αποτελούσε πόλο έλξεως για τα γύρω χωριά του κάτω Ολύμπου.

Ενώ λοιπόν υπήρχαν οι οικονομικές προϋποθέσεις, ο λογιότατος και ιδιαίτερα δραστήριος Επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος, ο οποίος θεμελίωσε και προστάτευσε και τη σπουδαία Σχολή στα Αμπελάκια, προέβη στην ίδρυση και της εν λόγω Σχολής στη Ραψάνη το έτος 1767 μ.Χ. Ονομαστό υπήρξε το πνευματικό αυτό Ίδρυμα. Στην ακμή του συγκρινόταν με τις Σχολές των Μηλέων, της Ζαγοράς, των Αμπελακίων, του Τυρνάβου κ.α. Σε αυτή μαθήτευσαν και ο Βασίλειος ο Ραψανιώτης, ένας από τους άριστους μαθητές στην Αθωνιάδα Ακαδημία (1753 – 1758 μ.Χ.) του Ευγενίου Βούλγαρη και ο Ιωνάς Σπερμιώτης, ένας από τους διακεκριμένους δασκάλους εκείνης της εποχής και περιζήτητος γι’ αυτό στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία και άλλοι. Κατά την Επανάσταση και λίγο πριν από αυτή, σταμάτησε να λειτουργεί η Σχολή και επαναλειτούργησε το 1830 μ.Χ.

Με το δεδομένο ότι ο Νεομάρτυς άθλησε το 1818 μ.Χ., θα πρέπει να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι αποφοίτησε από τη Σχολή το 1815 – 16 μ.Χ. Αφού αποφοίτησε ο Γεώργιος από τη Σχολή, ασκούσε στην γενέτειρά του το επάγγελμα του γραμματοδιδασκάλου με ζήλο ένθεο και νεανικό σφρίγος, εμπνέοντας τους νεαρούς μαθητές του και δημιουργώντας στις αδιαμόρφωτες ψυχές τους ζωηρά ιερά και εθνικά βιώματα.

Αναφέραμε πριν ότι η Ραψάνη αποτελούσε πόλο έλξεως για τα χωριά του κάτω Ολύμπου. Αυτό συνέβαινε για πολλές δεκαετίες μέχρι και τις αρχές του 20ου μ.Χ. αιώνα. Και βέβαια όχι μόνο για την υλική ευπορία και την εμπορική και βιομηχανική της κίνηση, αλλά και για την πνευματική της άνθηση και καλλιέργεια των γραμμάτων, όπως ελέχθη. Αποτελούσε αφορμή καυχήσεως για ένα γονέα να αποστέλλει για σπουδές τον υιό του στη Ραψάνη. Την εποχή εκείνη, για την οποία κάνουμε λόγο, τα παραποτάμια χωριά της περιοχής κατοικούνταν ως επί το πλείστον από Οθωμανούς, που συναλλάσσονταν, μέχρι και συνδέονταν ακόμη σε περιορισμένη βέβαια κλίμακα, με Έλληνες Χριστιανούς.

Ένας από τους Οθωμανούς, κάτοικος της κωμοπόλεως Δερελί (Γόννοι) και οικογενειάρχης, επιθυμώντας ο υιός του να τύχει αξιόλογης παιδείας, τον απέστειλε οικότροφο σε φίλο του που διέμενε στη Ραψάνη. Άρχισε έτσι το τουρκόπουλο να παρακολουθεί και να μαθαίνει τα στοιχειώδη γράμματα μαζί με τα ελληνόπουλα, στα πόδια του γραμματοδιδάσκαλου Γεωργίου.

Ο μικρός Αγαρηνός προσαρμόστηκε σύντομα στο κλίμα του σχολείου και συναγωνιζόταν τους συμμαθητές του, ενθαρρυνόμενος και από τον διδάσκαλό του, ίσως τυγχάνοντας από εκείνον και ιδιαίτερης φροντίδας.

Με το δεδομένο ότι αιώνες πριν η Ελληνική παιδεία με δυσκολία διαχωριζόταν από τη χριστιανική κατήχηση, ο μικρός αλλοεθνής, συγχρόνως προς την ελληνική εκπαίδευση, λίγο – λίγο αλλά σταθερά επηρεαζόταν από τη χριστιανική πίστη και ζωή. Σε αυτό ασφαλώς και αποφασιστικά συνέβαλε και η προσωπικότητα του δασκάλου του. Συνέβαλε όμως και η γοητεία των εκκλησιαστικών Ακολουθιών, τις οποίες ως αυτοπρόβλητος κατηχούμενος παρακολουθούσε.

Αλλά η σημειούμενη αλλαγή του μικρού Αγαρηνού, στα φρονήματα, τις πεποιθήσεις και τα ήθη, δεν ήταν δυνατόν να μείνει απαρατήρητη. Αρχικά στο οικογενειακό του περιβάλλον, κάθε φορά που μετέβαινε για διακοπές στο Δερελί, και στη συνέχεια στο συγγενικό και ευρύτερο κύκλο γινόταν αισθητή η μεταβολή, κάτι που δημιουργούσε ανησυχίες και ερέθιζε τους Οθωμανούς. Αλλά η πρόκληση έγινε μεγαλύτερη και η δυσφορία των Αγαρηνών αφόρητη, όταν με τον καιρό ο μικρός και αυθόρμητος προσήλυτος όχι μόνο εκφραζόταν με εκτίμηση για τα ιερά των Ρωμιών, αλλά και, αντιδιαστέλλοντας αυτά προς τα αντίστοιχα των ομοεθνών του, υποτιμούσε τα ιερά των Μωαμεθανών και τα περιφρονούσε.

Όπως ήταν επόμενο, όσοι εξοργίσθηκαν αναζήτησαν τον ένοχο της «προσβολής». Τον εντόπισαν στο σχολείο της Ραψάνης. Τον έσυραν δέσμιο για τα περαιτέρω στον Τύρναβο, όπου από το 1811 μ.Χ. είχε έδρα του ο διορισμένος Σατράπης της Θεσσαλίας, Βελή Πασάς, υιός του Αλή Πασά του Τεπελενλή, αφού η Υψηλή Πύλη τον μετέθεσε εκεί από την Πελοπόννησο.

Η κατηγορία εναντίων του κατηγορουμένου ήταν συγκεκριμένη, σαφής και, σύμφωνα με όσα ίσχυαν στους Οθωμανούς, βαρύτατη: απόπειρα εκχριστιανισμού μουσουλμανόπαιδος. Αυτό και μόνο, ανεξάρτητα του αποτελέσματος της προσπάθειας, συνεπαγόταν ανελέητη καταδίκη σε μαρτυρικό θάνατο.

Στον Τύρναβο είχε την έδρα του Στρατοδικείο.

Γνωστό είναι ότι η διαδικασία ήταν σύντομη και τελεσίδικη. Η απόφαση δεν ήταν η προβλεπόμενη και η συνηθισμένη σε παρόμοιες αφορμές: εκτέλεση διά βασανισμού. Συγκεκριμένα ο Νεομάρτυς Γεώργιος αποκεφαλίσθηκε, αφού προηγουμένως υπέστη πολλά και ποικίλα οδυνηρότατα μαρτύρια.

Από τα παλαιότατα χρόνια μέχρι και σήμερα, από τη μεριά του Τιταρησίου (ή Σαλαμπριά αποκαλούμενου) ποταμού, υπήρχαν στρατώνες. Εκεί λοιπόν και κοντά στη μακρά γέφυρα, άθλησε και ενταφιάσθηκε ο Νεομάρτυς Γεώργιος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το λόγο ότι και στις δύο ιστορήσεις στις άγιες εικόνες, στα πόδια του Αγίου εικονίζεται η εν λόγω γέφυρα.

Την πρώτη ήδη εκείνη νύχτα είδαν οι Τούρκοι σκοποί των στρατώνων «οὐρανομήκη» στήλη φωτός, που σημάδευε τον τάφο του Νεομάρτυρα. Την επόμενη ενημέρωσαν γι’ αυτό τους προϊσταμένους τους. Εκείνοι και με τα ίδια τα μάτια τους διαπίστωσαν την φωτοφάνεια και κατά την δεύτερη νύχτα και ανέφεραν σχετικά την επόμενη στον Βελή πασά, τον οποίο και προκαλούσαν, εάν επιθυμούσε, να διαπιστώσει και προσωπικά το εξαίσιο φαινόμενο.

Εκείνος ο υπερφίαλος, αφού απαξίωσε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο γεγονός, διέταξε να προσκληθούν το συντομότερο στη Ραψάνη οι συγγενείς του Νεομάρτυρα, να ξεθάψουν και να παραλάβουν το ιερό σκήνωμά του, πράγμα το οποίο και έγινε.

Μετά από λίγο καιρό, με πολλή ευλάβεια και κατάνυξη, τα άγια λείψανα μετακομίσθηκαν από το κοιμητήριο της Ραψάνης, το οποίο ήταν στο χώρο γύρω από το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην ευρύχωρη αρχοντική οικία Καραζήση που βρισκόταν κοντά.

Εκεί βρίσκονται μέχρι σήμερα θησαυρισμένα σε ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό αφιερωμένο δωμάτιο, το οποίο φωτίζεται από άσβεστο καντήλι με ιλαρό φως και είναι προσιτό σε κάθε ευλαβή προσκυνητή.