Η Μαργαρίτα έκατσε λαχανιασμένη στα σκαλιά της Αγ. Μαρίνας. Περπατούσε όλο το πρωί. Είχε γυρίσει όλη την πόλη από τα νεύρα της, προσπαθώντας να ηρεμήσει αλλά, μπα! … τίποτα. Τώρα, καθόταν να ξεϊδρώσει. η πλάτη της ήταν μούσκεμα. Ακούστηκε ένα μπουμπουνητό και άρχισε να ψιχαλίζει. «Εννοείται πως θα έπιανε βροχή τη μέρα που δεν έχω πάρει ομπρέλα» είπε δυνατά.

– Συγγνώμη; Σ’ εμένα μιλάτε; Είπε ένας κύριος που πέρναγε ωραία-ωραία με την ομπρελίτσα του.

– Όχι, μόνη μου μιλάω, του απάντησε. «Ωραία, τώρα θα με περάσουν και για τρελή» είπε μέσα της και σηκώθηκε απότομα.

Πήγε να καθίσει απέναντι, στο καφέ «Αίγλη» της οδού Παυσανία μήπως και της περάσουν τα νεύρα. Να φάει και κάτι βρε παιδί μου, να «ισιώσει».

Αφού έφαγε κάτι, σκεφτόταν «δεν το κόβω να σταματάει η βροχή, πώς θα πάω σπίτι;». Μετά από λίγη ώρα, όμως, είδε πως η βροχή σταματούσε και σκέφτηκε «βρε, μήπως να ξεκινήσω για το σπίτι; Αρχίζει και να νυχτώνει κάπως ή είναι ιδέα μου;»

Ξεκίνησε λοιπόν, και όπως περπατούσε προς το σπίτι της, συνάντησε στο δρόμο ένα σκυλάκι, που φαινόταν τραυματισμένο πολύ και αποφάσισε πως πρέπει να το πάρει σπίτι της, να το φροντίσει. Μόλις πήγε σπίτι και είδε η μαμά της το σκυλάκι, της λέει:

– Πού το βρήκες, παιδί μου, αυτό το σκυλάκι;

– Μαμά, σου αρέσει; Το βρήκα στο δρόμο!

– Είναι πολύ χτυπημένο και αρχικά πρέπει να το πάμε σ’ έναν κτηνίατρο. Αλλά πρέπει να το ταΐσουμε και κάτι για να δυναμώσει.

– Εντάξει, μαμά, να τα κάνουμε όλα αυτά, αν έτσι θα γίνει καλά.

Την επόμενη μέρα, καθώς πήγαιναν στο κτηνίατρο, η Μαργαρίτα είδε στο ίδιο σημείο και άλλα πολλά σκυλάκια και λέει στη μαμά της:

– Μαμά, μπορούμε να πάρουμε άλλο ένα σπίτι, έτσι για να μην είναι μόνο του το δικό μας;

Μετά από πολλή σκέψη, η μαμά της απάντησε:

– Ας το πάρουμε, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα είσαι φρόνιμη και συ και τα σκυλάκια;

Φεύγοντας από τον κτηνίατρο λέει η Μαργαρίτα στη μαμά της: «Μαμά, να πάμε να πάρουμε τροφή για τα σκυλάκια». Φεύγοντας από το μαγαζί με τις τροφές λέει η Μαργαρίτα στη μαμά της: «Μαμά, να τους πάρουμε και μπολάκια φαγητού, για να τρώνε το φαγάκι τους». Φεύγοντας από το δεύτερο μαγαζί, λέει η Μαργαρίτα στη μαμά της: «Μαμά, να τους πάρουμε και κρεβατάκια, για να κοιμούνται». Τότε, η μαμά λέει στη Μαργαρίτα:

– Βρε Μαργαρίτα μου, ποιος θα τα πληρώσει όλα αυτά;

– Βρε μαμά μου, είσαι τόσο αφελής; Εσύ θα τα πληρώσεις όλα αυτά! Η μαμά της γέλασε και μην έχοντας τι άλλο να κάνει είπε:

– Εντάξει.

Όταν μπήκαν στο σπίτι, της κόπηκε η χαρά. Ο μπαμπάς της ήταν λίγο αυστηρός. Της λέει:

– Πού τα πας αυτά τα βρομιάρικα σκυλιά;

– Μπαμπά, μην ανησυχείς, όταν θα τα κάνουμε ένα μπάνιο θα είναι καθαρά, του είπε η Μαργαρίτα.

– Καλά!…Καλά!…Μόνο να προσέχεις τι θα κάνουν. Μη δω αταξία μέσα στο σπίτι, θα τα πετάξω στο δρόμο! Στο λέω και βάλ’ το καλά στο μυαλό σου.

Την επόμενη μέρα ο μπαμπάς της Μαργαρίτας είχε αποδεχτεί πλέον ότι έχουν δυο γλυκά και όμορφα σκυλάκια. Μέρα με τη μέρα τα αγαπούσε και περισσότερο. Μετά από λίγες μέρες και οι τρεις μαζί άρχισαν να φτιάχνουν στη μεγάλη τους αυλή το σπιτάκι των σκυλιών.

Η Μαργαρίτα έπαιζε μαζί τους, τα πήγαινε βόλτες και περπατούσαν για πολλές ώρες. Ύστερα από λίγο καιρό, το σκυλάκι που ήταν τραυματισμένο ανάρρωσε και η Μαργαρίτα ήταν πολύ χαρούμενη. Μάλιστα, τους έβαλε και ονόματα. «Ρεξ» το ένα και το άλλο «Τζίνα».

Κάποια μέρα, ο μπαμπάς της Μαργαρίτας αποφάσισε να πάει τα σκυλιά βόλτα στο πάρκο. Αφού ξεκίνησε ο περίπατος, σκέφτηκε να καλέσει το φίλο του τον Γιάννη για παρέα, για να μη βαρεθεί. Τον πήρε λοιπόν, αμέσως τηλέφωνο:

– Έλα, Γιάννη, τι κάνεις; Πάω βόλτα στο πάρκο, θέλεις να έρθεις για παρέα;

– Γεια σου Λάμπρο. Καλά είμαι. Δυστυχώς δε θα μπορέσω να έρθω, μόλις με πήρε η γυναίκα μου ότι κανόνισε τραπέζι με τους γείτονες.

– Ωχ! Κατάλαβα.., είπε ο μπαμπάς.

Έφτασε στο πάρκο και άφησε ελεύθερα τα σκυλιά να τρέξουν. Αυτός έκατσε στο καφέ που είχε κάτσει και η Μαργαρίτα τις προάλλες. Σκέφτηκε ότι τα σκυλιά δε θα πήγαιναν πουθενά, αφού μπορούσε να τα βλέπει από κει που καθόταν.

Ώσπου…δεν τα έβλεπε πια. Ανησύχησε, γοργά γοργά άρχισε να τρέχει και είπε στον εαυτό του: «Αν έχουν χαθεί θα με σκοτώσει η Μαργαρίτα». Ευτυχώς, για καλή του τύχη, τα σκυλιά είχαν ξαπλώσει κάτω από ένα δέντρο, στον ίσκιο.

Μόλις γύρισε σπίτι δεν είπε τίποτα στη Μαργαρίτα γιατί πίστευε πως θα γινόταν «Τούρκος» και θα του κράταγε μούτρα.

Την επόμενη, καθώς γυρνούσε από τη δουλειά, είδε τη Μαργαρίτα στη μέση του δρόμου και ένα αυτοκίνητο να τρέχει κατά πάνω της με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο πατέρας της τής φώναξε: «Αυτοκίνητο!» αλλά η Μαργαρίτα δεν άκουγε τίποτα. Τότε, πετάγεται ο Ρεξ και τη σπρώχνει με δύναμη στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο πατέρας εκσφενδονίστηκε και βρέθηκε στο πλευρό της κόρης του. Η Μαργαρίτα με το που συνήλθε κοίταξε τον Ρεξ. Στεκόταν εκεί στη μέση του δρόμου, γεμάτος αίματα.

– Ρε…Ρε…Ρεξ! Φώναξε κλαίγοντας η Μαργαρίτα.

– Σσς..ησύχασε κόρη μου, ησύχασε.

– Εγώ φταίω, εγώ τον σκότωσα! Αν σε είχα ακούσει τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί!

Λίγη ώρα αργότερα, τον θάψανε. Αυτή η μέρα ήταν η χειρότερη στη ζωή της Μαργαρίτας. Οι επόμενες μέρες ήταν πολύ δύσκολες χωρίς τον Ρεξ. Καθόταν και κοίταζε φωτογραφίες του και έκλαιγε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ.

Μια μέρα καθώς η Μαργαρίτα έβλεπε τηλεόραση για να ξεχάσει τη θλίψη της, ξαφνικά βλέπει να έρχεται κατά πάνω της ο Ρεξ, τρέχοντας. Σηκώθηκε ξαφνιασμένη, αφού πριν τρεις μέρες τον είχε θάψει, αλλά τον πήρε στην αγκαλιά της και έτρεξε στους γονείς της να τον δουν και αυτοί και να βρουν μια εξήγηση για το τι είχε γίνει. Μόλις αντίκρισαν τον Ρεξ, η μαμά της Μαργαρίτας έδειξε να ξαφνιάζεται πάρα πολύ, αντίθετα με το μπαμπά της που είχε κάτι περίεργο στο βλέμμα του, σαν να έκρυβε κάτι. Εκείνη της στιγμή τους έκανε νόημα να πάνε να καθίσουν στο σαλόνι να τους εξηγήσει τι είχε συμβεί.

– Θυμάστε πριν τρεις μέρες που είχα πάει βόλτα τα σκυλιά στο πάρκο;

Η Μαργαρίτα και η μαμά της η Αναστασία έγνεψαν καταφατικά και του έκαναν νόημα να συνεχίσει.

– Πήρα τηλέφωνο το Γιάννη να έρθει να κάτσει μαζί μου για παρέα αλλά δεν μπόρεσε. Έτσι έκατσα μόνος μου στο καφέ δίπλα στο πάρκο και παρακολουθούσα τα σκυλιά που έπαιζαν. Κάποια στιγμή όμως, διέφυγαν της προσοχής μου και τα έχασα. Ο Λάμπρος σταμάτησε λίγο και κοίταξε την Αναστασία και τη Μαργαρίτα μήπως πουν κάτι. Μέχρι που η Αναστασία είπε μια λέξη μόνο, λίγο τσαντισμένη:

– Συνέχισε! Ο Λάμπρος ξεροκατάπιε και συνέχισε.

– Αφού δεν τα έβλεπα, έτρεξα στο πάρκο να τα ψάξω, Βρήκα τη Τζίνα, την πήρα και πήρα κατά λάθος, πάνω στον πανικό μου και ένα σκυλί που έμοιαζε απίστευτα με τον Ρεξ αλλά δεν ήταν. Εκείνη τη στιγμή γύρισα στο σπίτι τρέχοντας, έβαλα τα σκυλιά μέσα στο σπιτάκι τους και άρχισα να κτυπάω μια-μια τις πόρτες των γειτόνων μας και τους ρωτούσα μήπως είχαν δει τον Ρεξ αλλά η απάντηση τους ήταν αρνητική. Άρχισα να παίρνω το δρόμο της επιστροφής αγχωμένος και θλιμμένος μέχρι που είδα μια κυρία να χτυπάει την πόρτα του σπιτιού μας κρατώντας στα χέρια της τον Ρεξ. Πήγα τρέχοντας κοντά της, πήρα τον Ρεξ και την ευχαρίστησα. Έπειτα έφυγε κι εγώ έβαλα τον Ρεξ μέσα στο σπιτάκι. Σκεφτόμουν να πάω να ρωτήσω ποιο ήταν το σκυλί που είχα μπερδέψει με τον Ρεξ για να το γυρίσω πίσω, αλλά ήμουν τόσο εξαντλημένος που το άφησα για την επόμενη. Η επόμενη όμως ήταν η μέρα που το εκείνο το άγνωστο σκυλί σε έσωσε από το αυτοκίνητο. Εκείνο θάψαμε.

Η Μαργαρίτα και η Αναστασία τον κοιτούσαν σοκαρισμένες.

– Τι λες ρε μπαμπά; Τώρα θα ψάχνουν το σκυλάκι τους κι αυτό είναι νεκρό!

– Το ξέρω κορίτσι μου αλλά τι θες να κάνω; Το δικό μας σκυλάκι είναι εδώ. Δε συμφωνείτε; είπε ο μπαμπάς.

– Εγώ συμφωνώ, είπε η Αναστασία.

– Κι εγώ, είπε λυπημένη η Μαργαρίτα κι έφυγε να παίξει με τα σκυλάκια της.

– Δε βλέπω να συμφωνεί απόλυτα η Μαργαρίτα, είπε η Αναστασία.

– Καλά λες, πρέπει να τ’ αγαπάει πολύ τα σκυλάκια, απάντησε ο μπαμπάς.

Σιγά-σιγά πέρασαν οι μέρες κι η Μαργαρίτα γινόταν όλο και πιο χαρούμενη. Έπαιζε με τα σκυλάκια της σχεδόν όλη την ημέρα. Κάποια μέρα η Μαργαρίτα είπε στον μπαμπά της:

– Μπαμπά, πρέπει να πάμε τα σκυλιά στον κτηνίατρο να κάνουν τα εμβόλιά τους.

– Ναι, παιδί μου, όποτε θες να τα πάμε, απάντησε ο μπαμπάς.

– Θέλεις να τα πάμε τώρα, σε παρακαλώ, μπαμπά, λέει η Μαργαρίτα.

– Εντάξει, είπε ο μπαμπάς.

– Θα έρθω κι εγώ μαζί σας, είπε η Αναστασία.

– Καλή ιδέα, μαμά!

Ετοιμάστηκαν κι έφυγαν για το κτηνιατρείο. Όταν μπήκαν μέσα συνάντησαν έναν κύριο που τον έλεγαν Γιώργο. Είχε φέρει κι αυτός το σκυλάκι του εκεί.

– Καλημέρα σας, είπε ο Γιώργος.

– Καλημέρα, απάντησε ο Λάμπρος.

– Φέρατε κι εσείς τα σκυλάκια σας; λέει ο Γιώργος.

– Ναι, πρέπει να κάνουν και τα εμβόλιά τους που και που, απάντησε η Μαργαρίτα.

– Μήπως έχετε δει ένα μαύρο αρσενικό σκυλάκι; Το έχασα πριν κάτι μέρες στο πάρκο, είπε ο Γιώργος.

– Δεν έχουμε δει κάτι, δυστυχώς, απάντησε η Αναστασία.

– Εάν δούμε κάτι θα σας ειδοποιήσουμε εγκαίρως, λέει ο Λάμπρος.

– Μπαμπά, θα είναι το σκυλάκι που πέθανε, είπε ψιθυριστά η Μαργαρίτα στους γονείς.

– Αχ ναι, λέει η Αναστασία.

Ο Γιώργος θυμήθηκε το σκυλάκι του και πήγε να βάλει τα κλάματα.

– Θα το βρείτε το σκυλάκι σας, είμαι σίγουρος, είπε ο Λάμπρος.

– Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος, έχω αρχίσει να χάνω τις ελπίδες μου, του απάντησε δακρυσμένος ο Γιώργος.

Η Αναστασία και η Μαργαρίτα ήταν σίγουρες ότι το σκυλί που έθαψαν ήταν του Γιώργου. Όταν έφυγαν από τον κτηνίατρο το είπαν και στο Λάμπρο. Ο Λάμπρος όταν το άκουσε στεναχωρήθηκε πάρα πολύ γιατί, εξαιτίας της απροσεξίας του, το σκυλί του Γιώργου είναι νεκρό και εκείνος δεν το γνωρίζει. Από τις τύψεις του δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το βράδυ. Σκεφτόταν ότι ο Γιώργος έπρεπε να ξέρει ότι το σκυλί του είναι νεκρό αλλά δεν ήξερε πώς να τον ειδοποιήσει. Για να ξεχαστεί αποφάσισε να βγάλει βόλτα το Ρεξ και τη Τζίνα στη γειτονιά. Καθώς περπατούσε είδε μια αφίσα σε μια κολώνα για ένα σκυλάκι που είχε χαθεί. Το σκυλί στη φωτογραφία ήταν ίδιο με εκείνο που έθαψαν. Ο Λάμπρος ήταν σίγουρος ότι ο την αφίσα στην είχε βάλει ο Γιώργος, όποτε πήρε το τηλέφωνο που έγραφε η αφίσα και γύρισε σπίτι γρήγορα για να ανακοινώσει στην Αναστασία και τη Μαργαρίτα την απόφασή του να μιλήσει στο Γιώργο για το σκυλάκι του.

– Μπαμπά, εσύ πήρες τα σκυλιά; τον ρώτησε η Μαργαρίτα.

– Ναι, Μαργαρίτα μου, ήθελα να πάω μια βόλτα και είπα να πάρω και τα σκυλιά μαζί μου. Πάμε στο σαλόνι, θέλω να σας μιλήσω, είπε ο Λάμπρος στην Αναστασία και τη Μαργαρίτα.

– Τι έγινε μπαμπά; ρώτησε η Μαργαρίτα.

– Από χθες που μου είπατε ότι το σκυλάκι που θάψαμε ήταν του Γιώργου, έχω πολλές τύψεις και θέλω να του πω ότι το σκυλί είναι νεκρό εξαιτίας μου.

– Μα δεν πέθανε εξαιτίας σου! Εκείνος ο οδηγός το σκότωσε, όχι εσύ, του είπε η Αναστασία.

– Ναι, αλλά εγώ πήρα κρυφά το σκυλί του Γιώργου από το πάρκο εκείνη την ημέρα και θα ήταν σωστό να μάθει και αυτός την αλήθεια.

Τότε ο Λάμπρος σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον Γιώργο.

– Γεια σας.

– Γεια σας.

– Κύριε Γιώργο, εσείς;

– Ναι, παρακαλώ.

– Είμαι ο Λάμπρος, που συναντηθήκαμε στο κτηνιατρείο. Είδα τον αριθμό σας πάνω σε μια αφίσα που είχατε κολλήσει και θα ήθελα να σας πω την αλήθεια σχετικά με το σκύλο σας…

– Ξέρετε που βρίσκεται;

– Όχι ακριβώς, αλλά ξέρω τι έγινε…Το σκυλί σας είναι νεκρό…

– Νεκρό; είπε δακρύζοντας.

– Ναι και θέλω να σας εξηγήσω πως έγινε. Λοιπόν, μια μέρα πήρα τα σκυλάκια της κόρης μου για μια βόλτα στο πάρκο. Τότε άφησα τα σκυλιά ελεύθερα νομίζοντας ότι δεν θα τα χάσω από τα μάτια μου, αλλά χάζευα για λίγο και τα έχασα. Επειδή ήξερα ότι άμα το μάθαινε αυτό η κόρη μου θα με σκότωνε, έτρεξα προς την κατεύθυνση που ήταν την τελευταία φορά κι ευτυχώς τα βρήκα. Έπειτα έτρεξα σπίτι. Την επόμενη μέρα η κόρη μου ήταν στη μέση του δρόμου και ερχόταν ένα αμάξι το οποίο δεν είχε δει. Τότε ο σκύλος σας την έσπρωξε στο απέναντι πεζοδρόμιο σώζοντάς την αλλά δυστυχώς τον χτύπησε το αυτοκίνητο. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ο δικός σας σκύλος που έμοιαζε απίστευτα με το δικό μας.

Όταν τα άκουσε αυτά ο Γιώργος λυπήθηκε πάρα πολύ. Αλλά όσο οι μέρες περνούσαν ο πόνος του μειωνόταν. Παρόλα αυτά οι τύψεις του Λάμπρου για το κακό που προκάλεσε δεν έπαψαν, εξαιτίας της στάσης του Γιώργου απέναντί του. Συγκεκριμένα, ο Λάμπρος μετά από αυτό το τηλεφώνημα επιχείρησε να επικοινωνήσει με το Γιώργο αρκετές φορές, αλλά μάταια. Κάπου εκεί άρχισε να συνειδητοποιεί πως ο Γιώργος είχε οργιστεί με αυτή του την πράξη. Οι μέρες περνούσαν αλλά το αίσθημα ενοχής και η επιθυμία συνάντησης με το Γιώργο παρέμειναν σταθερές.

Μια μέρα, όμως, ενώ ο Λάμπρος έπινε τον απογευματινό του καφέ, διέκρινε από μακριά το Γιώργο. Αμέσως, χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο, άφησε δυο κέρματα στο τραπέζι και έτρεξε να τον προλάβει. Αφού χαιρετήθηκαν, ο Λάμπρος έκρινε ότι είναι αναγκαίο να του μιλήσει και να του εκφράσει όσα θέλει. Η απόμακρη στάση απέναντί του αλλά και ο απότομος τρόπος ομιλίας του, απέδειξαν πως ο Γιώργος ήταν πράγματι ενοχλημένος. Τότε ο Λάμπρος, για να καθησυχάσει το θυμό του Γιώργου του πρότεινε να πάνε μαζί και να αγοράσουν ένα νέο σκυλάκι. Εκείνος έδειξε να το σκέφτεται για λίγο ωστόσο παρέμεινε απρόθυμος. Για την ακρίβεια του απάντησε ότι ήταν πολύ πρόσφατο το γεγονός της απώλειας του σκυλιού του και δεν ήταν ακόμη έτοιμος να το αντικαταστήσει. Έπειτα, πρόσθεσε ότι η ιδιαιτερότητα του σκυλιού του και τα μοναδικά του χρώματα του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον και πίστευε ότι δε θα βρει κάποιο σαν αυτό. Έτσι, ο Λάμπρος σεβόμενος την άποψή του, τον αποχαιρέτησε και αποφάσισε να γυρίσει σπίτι του. Στη διαδρομή φαινόταν σκεπτικός αλλά μέσα του δεν τα είχε ακόμη παρατήσει.

Ενώ οι μέρες περνούσαν και ο Λάμπρος παρέμενε ανήσυχος, δεν άργησε να του δοθεί η ευκαιρία να ξεπληρώσει με κάποιο τρόπο το Γιώργο. Ένα πρωί που η Μαργαρίτα ήταν στο σχολείο και ο Λάμπρος στη δουλειά, η Αναστασία αποφάσισε να πάει τη Τζίνα και τον Ρεξ στον κτηνίατρο. Δεν είχαν κάποιο ραντεβού απλά η Αναστασία είχε παρατηρήσει μια μικρή αλλαγή συμπεριφοράς στη Τζίνα. Μόλις έφτασαν, η Αναστασία έτρεξε στον κτηνίατρο και του ανάφερε αυτό που είχε παρατηρήσει. Ο γιατρός τής είπε να μην ανησυχεί και θα την εξετάσει άμεσα. Όσο περνούσαν τα λεπτά, το άγχος της Αναστασίας αυξανόταν. Στη συνέχεια όμως, μόλις μίλησε με τον κτηνίατρο έμεινε έκπληκτη, όχι επειδή είχε γίνει κάτι κακό, αλλά αντίθετα είχε συμβεί ένα πολύ συγκινητικό γεγονός. Οπότε, η Αναστασία έφυγε γρήγορα-γρήγορα από το κτηνιατρείο και έσπευσε για το σπίτι της προκριμένου να ανακοινώσει το ευχάριστο γεγονός και στους υπόλοιπους.

Μια ώρα μετά, ο Λάμπρος και η Μαργαρίτα γύρισαν σπίτι. Εκείνη τη στιγμή, η Αναστασία με μεγάλο ενθουσιασμό τους ανακοίνωσε πως η Τζίνα σε ένα μήνα θα γεννούσε μικρά και πανέμορφα κουταβάκια και ότι ο Ρεξ θα γινόταν μπαμπάς. Αμέσως, η Μαργαρίτα ούρλιαξε από τη χαρά της και όλοι τους φαίνονταν συγκινημένοι και ευτυχισμένοι. Και οι τρεις τους έδειχναν ανυπόμονοι και μετρούσαν τις μέρες αντίστροφα. Στο διάστημα αυτό είχαν συμβουλευτεί τον κτηνίατρο και είχαν εξοπλιστεί καταλλήλως ώστε η Τζίνα να μην αντιμετωπίσει καμία δυσκολία.

Στο πέρασμα των ημερών ο Λάμπρος είχε συλλογιστεί πως τα κουταβάκια ήταν μια πάρα πολύ καλή λύση ώστε να ξεπληρώσει αναλόγως το Γιώργο, αλλά δεν ήταν και πολύ σίγουρος.

Μετά από μια βδομάδα, η μέρα που περίμεναν όλοι είχε φτάσει. Η Τζίνα ήταν έτοιμη να γίνει μαμά για πρώτη φορά. Λίγες ώρες μετά, χωρίς να αντιμετωπίσει ιδιαίτερες δυσκολίες είχε γεννήσει εφτά αξιολάτρευτα κουταβάκια. Η Μαργαρίτα ήταν πάρα πολύ χαρούμενη και είχε ήδη ξεκινήσει να σκέφτεται πώς θα ονομάσει και τα εφτά κουταβάκια. Επιπλέον, ιδιαίτερα χαρούμενος φαινόταν ο Λάμπρος, διότι ένα από τα σκυλάκια έμοιαζε υπερβολικά στον Ρεξ, επομένως και στο σκυλί του Γιώργου, που πέθανε. Όπως δείχνει λοιπόν, ο Λάμπρος θα καταφέρει να κάνει αυτό που προσπαθεί τόσον καιρό, αφού, βέβαια, γνωρίζει πως το σπίτι του Γιώργου είναι ένα κατάλληλο περιβάλλον για να μεγαλώσει το μικρό αυτό κουταβάκι.

Την επόμενη μέρα, ο Λάμπρος αποφάσισε να πάει και να ανακοινώσει στο Γιώργο τα ευχάριστα νέα. Του είπε ότι γέννησε η Τζίνα και έκανε εφτά κουταβάκια που το ένα έμοιαζε πολύ με αυτό που είχε. Του πρότεινε, λοιπόν, να του δώσει αυτό το κουταβάκι και ο Γιώργος το δέχτηκε με πολλή χαρά.

Οι μέρες περνούσαν και καθώς ο Κεραυνός μεγάλωνε (έτσι ήταν το καινούριο του όνομα, επειδή έτρεχε πάρα πολύ γρήγορα) έμοιαζε όλο και πιο πολύ στο παλιό σκυλάκι. Ο Γιώργος τον αγάπησε και με το Λάμπρο έγιναν φίλοι.

Κάποια μέρα είχαν πάει όλοι μια εκδρομή σ’ ένα κτήμα για πικνίκ. Συγκεκριμένα είχαν πάει ο Λάμπρος, η Μαργαρίτα, ο Γιώργος, ο Γιάννης και ο Ρεξ με την Τζίνα και τα κουτάβια τους. Είχε φέρει και ο Γιώργος τον Κεραυνό. Κάποια στιγμή εκεί που ήταν τα σκυλάκια τους όλα μαζί, τους έφυγαν και δεν το κατάλαβε κανένας. Με το που το κατάλαβαν ότι τα σκυλιά το έσκασαν, η Μαργαρίτα άρχισε να κλαίει. Αμέσως ο Γιάννης ξεχύθηκε μέσα στις ελιές και άρχισε να ψάχνει τα σκυλιά. Η ώρα περνούσε και είχε εξαφανιστεί και ο Γιάννης. Ο Λάμπρος έτρεξε να τον βρει όμως ο κόπος του πήγε χαμένος. Γυρίζοντας στη Μαργαρίτα και τον Γιώργο τους λέει δυνατά:

– Χάσαμε τον Γιάννη. Τον χάσαμε στις ελιές. Το μόνο που βρήκα ήταν ένα προβατάκι.

– Και τώρα τι θα κάνουμε; λέει η Μαργαρίτα.

– Θα τον ψάξουμε μαζί, λέει ο Γιώργος.

– Εντάξει, θα έρθω και εγώ, λέει ο Γιώργος.

Έτσι, φύγανε όλοι μαζί και έψαχναν. Κάποια στιγμή ακούν από έναν γκρεμό «Βοήθεια! Βοήθεια!». Ο Λάμπρος κατάλαβε ότι ήταν ο Γιάννης. Έτρεξαν προς αυτόν και φώναξε ο Λάμπρος:

– Γιάννη, Γιάννη, είσαι καλά;

– Ναι ρε, φωνάζω βοήθεια γιατί είμαι ψωνάρα και θέλω να τραβήξω την προσοχή, είπε ειρωνικά ο Γιάννης.

– Καλά ρε πώς κάνεις έτσι; είπε ο Λάμπρος. Πώς βρέθηκες μες στα βάτα;

– Γλίστρησα καθώς έψαχνα τα σκυλιά.

Ο Λάμπρος με τη βοήθεια του Γιώργου έβγαλαν το Γιάννη από τα βάτα και συνέχισαν να ψάχνουν για τα σκυλιά. Κάποια στιγμή αγανάκτησαν και πήγαν να καλέσουν την Πυροσβεστική. Αλλά την τελευταία στιγμή άκουσαν από το μέρος που κάθονταν πριν γαβγίσματα και έτρεξαν, πιστεύοντας ότι γύρισαν τα σκυλιά. Με το έφτασαν είδαν ότι τα σκυλιά είχαν φάει όλο το φαγητό τους! Τότε ξέσπασαν όλοι σε γέλια. Μετά από μια ώρα μάζεψαν όλα τα πράγματα, πήραν τα σκυλάκια και έφυγαν.

Και έζησαν αυτοί καλά και τα… σκυλιά καλύτερα.

Στον ιστότοπο αυτό θα βρείτε νέα, ανακοινώσεις και πληροφορίες για το σχολείο μας ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΕΡΥΜΑΝΘΕΙΑΣ.
Επισκεφτείτε τις διάφορες σελίδες μας για να μάθετε περισσότερα.

Εκεί μπορείτε να βρείτε διάφορες χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τους εκπαιδευτικούς που πλαισιώνουν το σχολείο μας, την προσβασιμότητα στο σχολείο μας, τον κανονισμό λειτουργίας, τα νέα του σχολείου μας και τα στοιχεία επικοινωνίας του.