ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ – ΕΝΟΤΗΤΑ 1η
ΠΡΩΤΗ ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ
Γενικοί κανόνες:
- Κανόνας 1ος: Το “-α-” στην κατάληξη “-ας” είναι μακρό π.χ. τάς γλώσσας.
- Κανόνας 2ος: Η γενική πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη π.χ. τῶν νεανιῶν.
αρσενικά που λήγουν σε “-ας” ή σε “-ης”
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ονομ |
ὁ νεανίας |
ὁ εὐπατρίδης |
ὁ στρατιώτης |
ὁ ποιητής |
γενική |
τοῦ νεανίου |
εὐπατρίδου |
τοῦ στρατιώτου |
ποιητοῦ |
δοτική |
τῷ νεανίᾳ |
εὐπατρίδῃ |
τῷ στρατιώτῃ |
ποιητῇ |
αιτιατική |
τόν νεανίαν |
εὐπατρίδην |
τόν στρατιώτην |
ποιητήν |
κλητική |
ὦ νεανία |
εὐπατρίδη |
ὦ στρατιῶτα |
ποιητά |
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ |
ΑΡΙΘΜΟΣ |
|
ονομαστική |
οἱ νεανίαι |
εὐπατρίδαι |
οἱ στρατιῶται |
ποιηταί |
γενική |
τῶν νεανιῶν |
εὐπατριδῶν |
τῶν στρατιωτῶν |
ποιητῶν |
δοτική |
τοῖς νεανίαις |
εὐπατρίδαις |
τοῖς στρατιώταις |
ποιηταῖς |
αιτιατική |
τούς νεανίας |
εὐπατρίδας |
τούς στρατιώτας |
ποιητάς |
κλητική |
ὦ νεανίαι |
εὐπατρίδαι |
ὦ στρατιῶται |
ποιηταί |
- Τα ουσιαστικά αρσενικού γένους που λήγουν σε “-της”, “-άρχης”, “-μέτρης”, “πώλης”,“ώνης”, “-τρίβης” και τα εθνικά σχηματίζουν την κλητική ενικού με την βραχύχρονη κατάληξη “-α” π.χ. ὦ ποιητά, ὦ γυμνασιάρχα, ὦ παιδοτρίβα, ὦ Πέρσα.
θηλυκά που λήγουν σε “-α” ή σε “-η”
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
|
θηλυκά που λήγουν
σε “-α” μακρό |
θηλυκά που λήγουν
σε “-α” βραχύ |
θηλυκά που λήγουν
σε “-η” |
ονομαστική |
ἡ πολιτεί-α |
γλῶσσ- α |
κώμη-η |
γενική |
τ ῆς πολιτεί-ας |
γλώσσ-ης |
κώμ-ης |
δοτική |
τῇ πολιτεί-ᾳ |
γλώσσ-ῃ |
κώμ-ῃ |
αιτιατική |
τήν πολιτεί-αν |
γλῶσσα- αν |
κώμ-ην |
κλητική |
ὦ πολιτεί-α |
γλῶσσ- α |
κώμ-η |
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ |
ΑΡΙΘΜΟΣ |
|
ονομαστική |
αἱ πολιτεῖ-αι |
γλῶσσα- αι |
κῶμ- αι |
γενική |
τ ῶν πολιτει-ῶν |
γλωσσ-ῶν |
κωμ-ῶν |
δοτική |
ταῖς πολιτεί-αις |
γλώσσ-αις |
κώμ-αις |
αιτιατική |
τάς πολιτεί-ας |
γλώσσ-ας |
κώμ-ας |
κλητική |
ὦ πολιτεῖ-αι |
γλῶσσ- αι |
κῶμ- αι |
- Τα ουσιαστικά θηλυκού γένους που λήγουν σε “-α” διατηρούν το φωνήεν αυτό στη γενική και δοτική ενικού, όταν πριν από το “-α” υπάρχει φωνήεν ή ρ. Στην περίπτωση αυτή το “-α” είναι μακρό π.χ. ἡ πολιτεία – τ ῆς πολιτείας.
- Τα ουσιαστικά θηλυκού γένους που λήγουν σε “-α” τρέπουν το φωνήεν αυτό σε “-η” στη γενική και δοτική ενικού, όταν πριν από το αρχικό “-α” υπάρχει σύμφωνο εκτός του ρ. Στην περίπτωση αυτή το “-α” είναι βραχύ π.χ. γλῶσσα – τ ῆς γλώσσης
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ
Γενικές παρατηρήσεις :
- Τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν ακριβώς τις ίδιες καταλήξεις π.χ. τούς ανθρώπους – τάς οδούς.
- Η κατάληξη “-α” που εμφανίζουν τα ουδέτερα στον πληθυντικό είναι βραχύχρονη π.χ. τά δῶρα.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
|
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
ὁ ἄνθρωπ-ος |
ἡ νῆσ- ος |
τό δῶρ-ον |
γενική |
τοῦ ἄνθρώπ-ου |
τῆς νήσ-ου |
τοῦ δώρ-ου |
δοτική |
τῷ ἄνθρώπ-ῳ |
τῇ νήσ-ῳ |
τῷ δώρ-ῳ |
αιτιατική |
τόν ἄνθρωπ-ον |
τήν νῆσ- ον |
τό δῶρ- ον |
κλητική |
ὦ ἄνθρωπ-ε |
ὦ νῆσ- ε |
ὦ δῶρ- ον |
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ |
ΑΡΙΘΜΟΣ |
|
ονομαστική |
οἱ ἄνθρωπ-οι |
αἱ νῆσ-οι |
τά δῶρ- α |
γενική |
τῶν ἄνθρώπ-ων |
τῶν νήσ-ων |
τῶν δώρ-ων |
δοτική |
τοῖς ἄνθρώπ-οις |
ταῖς νήσ-οις |
τοῖς δώρ-οις |
αιτιατική |
τούς ἄνθρώπ-ους |
τάς νήσ-ους |
τά δῶρ-α |
κλητική |
ὦ ἄνθρωπ-οι |
ὦ νῆσ-οι |
ὦ δῶρ-α |
ΤΡΙΤΗ ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ονομ |
ἡ πόλις |
ὁ βασιλεῦς |
ὁ γέρων |
ὁ ἱμάς |
γενική |
τῆς πόλεως |
τοῦ βασιλέως |
τοῦ γέροντος |
τοῦ ἱμάντος |
δοτική |
τῇ πόλει |
τῷ βασιλεῖ |
τῷ γέροντι |
τῷ ἱμάντι |
αιτιατ. |
τῇν πόλιν |
τόν βασιλέα |
τόν γέροντα |
τόν ἱμάντα |
κλητική |
ὦ πόλι |
ὦ βασιλεῦ |
ὦ γέρον |
ὦ ἱμάς |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ονομ |
αἱ πόλεις |
οἱ βασιλεῖς |
οἱ γέροντες |
ο ἱ ἱμάντες |
γενική |
τ ῶν πόλεων |
τῶν βασιλέων |
τῶν γερόντων |
τῶν ἱμάντων |
δοτική |
ταῖς πόλεσι(ν) |
τοῖς βασιλεῦσι(ν) |
τοῖς γέρουσι |
τοῖς ἱμάσι(ν) |
αιτιατ |
τάς πόλεις |
τούς βασιλέας |
τούς γέροντας |
τούς ἱμάντας |
κλητική |
ὦ πόλεις |
ὦ βασιλεῖς |
ὦ γέροντες |
ὦ ἱμάντες |
ονομ |
ὁ γίγας |
οἱ γίγαντες |
τό σῶμα |
τά σώματα |
γενική |
τοῦ γίγαντος |
τῶν γιγάντων |
τοῦ σώματος |
τῶν σωμάτων |
δοτική |
τῷ γίγαντι |
τοῖς γίγασι(ν) |
τῷ σώματι |
τοῖς σώμασι(ν) |
αιτιατ. |
τόν γίγαντα |
τούς γίγαντας |
τό σῶμα |
τά σώματα |
κλητική |
ὦ γίγαν |
ὦ γίγαντες |
ὦ σῶμα |
ὦ σώματα |
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
α’ ενικό λύ-ω ἔ-λυ-ον λύ-σ-ω
β’ ενικό λύ-εις ἔ-λυ-ες λύ-σ-εις
γ’ ενικό λύ-ει ἔ-λυ-ε λύ-σ-ει
α’ πληθυντικό λύ-ομεν ἐ-λύ-ομεν λύ-σ-ομεν
β’ πληθυντικό λύ-ετε ἐ-λύ-ετε λύ-σ-ετε
γ’ πληθυντικό λύ-ουσι(ν) ἔ-λυ-ον λύ-σ-ουσι(ν)
ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣ/ΚΟΣ
α’ ενικό ἔ-λυ-σ-α λέ-λυ-κα ἐ-λε-λύ-κειν
β’ ενικό ἔ-λυ-σ-ας λέ-λυ-κας ἐ-λε-λύ-κεις
γ’ ενικό ἔ-λυ-σ-ε(ν) λέ-λυ-κε ἐ-λε-λύ-κει
α’ πληθυντικό ἐ-λύ-σ-αμεν λε-λύ-καμεν ἐ-λε-λύ-κεμεν
β’ πληθυντικό ἐ-λύ-σ-ατε λε-λύ-κατε ἐ-λε-λύ-κετε
γ’ πληθυντικό ἔ-λυ-σ-αν λε-λύ-κασι(ν) ἐ-λε-λύ-κεσαν
ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
α’ ενικό λύ-ομαι ἐ-λυ-όμην λύ-σ-ομαι
β’ ενικό λύ-ει / λύ-ῃ ἐ-λύ-ου λύ-σ-ει / λύ-σ-ῃ
γ’ ενικό λύ-εται ἐ-λύ-ετο λύ-σ-εται
α’ πληθ/κό λυ-όμεθα ἐ-λυ-όμεθα λυ-σ-όμεθα
β’ πληθ/κό λύ-εσθε ἐ-λύ-εσθε λύ-σ-εσθε
γ’ πληθ/κό λύ-ονται ἐ-λύ-οντο λύ-σ-ονται
ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣ/ΚΟΣ
α’ ενικό ἐ-λυ-σ-άμην λέ-λυ-μαι ἐ-λε-λύ-μην
β’ ενικό ἐ-λύ-σ-ω λέ-λυ-σαι ἐ-λέ-λυ-σο
γ’ ενικό ἐ-λύ-σ-ατο λέ-λυ-ται ἐ-λέ-λυ-το
α’ πληθυντικό ἐ-λυ-σ-άμεθα λε-λύ-μεθα ἐ-λε-λύ-μεθα
β’ πληθυντικό ἐ-λύ-σ-ασθε λέ-λυ-σθε ἐ-λέ-λυ-σθε
γ’ πληθυντικό ἐ-λύ-σ-αντο λέ-λυ-νται ἐ-λέ-λυ-ντο
( Τα τελευταία στοιχεία πριν την κατάληξη -ω (ενεργητική φωνή) ή -ομαι (μέση φωνή) κάποιου ρήματος, λέγονται χαρακτήρας.)
- Όταν τα σύμφωνα αυτά συναντούν το -σ-, προκειμένου να σχηματιστεί ο μέλλοντας και ο αόριστος, συμβαίνουν οι παρακάτω αλλαγές:
π / β / φ / πτ + σ —> ψ π.χ. γράφω —> γράφσω —> γράψω
κ / γ / χ / ττ / σσ + σ —> ξ π.χ. πράττω —> πράττσω —> πράξω
τ / δ / θ / ζ + σ —> σ π.χ. πείθω —> πείθσω —> πείσω
- Όταν τα σύμφωνα αυτά συναντούν το –κ-, προκειμένου να σχηματιστεί ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος, συμβαίνουν οι παρακάτω αλλαγές:
π / β / φ / πτ + κ —> φ π.χ. βλάπτω —>βέ-βλαπτ-κα —> βέ-βλαφ-α
κ / γ / χ / ττ / σσ + κ —> χ π.χ. πράττω —> πέ-πραττ-κα —> πέ-πραχ-α
τ / δ / θ / ζ + κ —> κ π.χ. πείθω —> πέ-πειθ-κα —> πέ-πει-κα
Αλλαγές με την αύξηση όταν το ρήμα αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο
Α. Αν αρχίζει από φωνήεν:
α , ε —> η π.χ. ἀκούω —> ἤκουν // ἐλπίζω —> ἤλπιζον
ο —> ω π.χ. ὁρίζω —> ὥριζον
ι (βραχύ) —> ι (μακρό) π.χ. ἱκετεύω —> ἱκέτευον
υ (βραχύ) —> υ (μακρό) π.χ. ὑβρίζω —> ὕβριζον
Β. Αν αρχίζει από δίφθογγο:
αι —> ῃ π.χ. αἰσθάνομαι —> ᾐσθανόμην ευ —> ηυ π.χ. εὔχομαι —> ηὐχόμην
ει —> ῃ π.χ. εἰκάζω —> ᾔκαζον
οι —> ῳ π.χ. οἰκτίρω —> ᾤκτιρον
αυ —> ηυ π.χ. αὐξάνω —> ηὔξανον