Σχολική Βία - Πρόληψη & Αντιμετώπιση
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ2

Ο εκφοβισμός (bullying), μια σύγχρονη μάστιγα. Tα παιδιά μας ως θύματα και ως θύτες.

Σχολικός εκφοβισμός

Το bullying, σαν όρος, εμφανίστηκε στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, η σχολική βία όμως δεν εμφανίστηκε ξαφνικά στον πλανήτη. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υπάρχει αύξηση στην ενημέρωση και στην ευαισθητοποίηση. Αν κοιτάξουμε πίσω μας όμως, οι περισσότεροι εξ ημών θα θυμηθούμε κάποιο παιδί στο σχολείο, το οποίο κορόιδευαν. Ίσως το κοροϊδέψαμε κι εμείς.

Ίσως το υπερασπιστήκαμε και ίσως όχι. Ίσως δεν το θεωρήσαμε ποτέ κάτι σημαντικό και δεν μπορούσαμε ως παιδιά να αναρωτηθούμε πως ένιωθε εκείνο.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε εξάλλου ότι σε αυτές τις ηλικίες είναι εν μέρει φυσιολογικό τα παιδιά να τσακωθούν και να διαφωνήσουν. Όλο αυτό γίνεται μέσα στην προσπάθεια να βρουν τη θέση τους, το που ανήκουν, να διαπραγματευτούν τα όριά τους. Μέσα από αυτή τη «μάχη», μαθαίνουν να συγκρούονται, να διεκδικούν, να έχουν άποψη και εξασκούνται σε τρόπους έκφρασης και συμπεριφοράς. Ποια είναι τα όρια λοιπόν ανάμεσα στο αθώο πείραγμα και στον εκφοβισμό;

Οι παράγοντες του σχολικού εκφοβισμού

Η αιτιολογία του σχολικού εκφοβισμού είναι σαφέστατα πολυπαραγοντική. Υπάρχει μια σειρά παραγόντων που περιλαμβάνει την οικογένεια, τους φίλους, την κοινότητα, το σχολείο φοίτησης, οι οποίοι φαίνεται πως διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη ενός παιδιού σε θύτη ή θύμα (Cook et al. 2010; Swearer et al. 2006; Giovazolias et al. 2010; Gorzig and Machackova 2015; Κατσαμά 2013).

Η οικογένεια αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο από τους παραπάνω παράγοντες. Η έλλειψη επικοινωνίας εντός της οικογένειας έχει παρατηρηθεί πως συμβάλλει στην εκδήλωση εκφοβιστικών συμπεριφορών, όπως και η έλλειψη στήριξης των παιδιών. Το ίδιο ισχύει και για περιπτώσεις στις οποίες τα παιδιά γίνονται μάρτυρες ενδοοικογενειακής βία ή εξάρσεων θυμού. Συχνά οι θύτες προέρχονται από οικογένεια όπου η βία, σωματική, λεκτική ή ακόμη και συναισθηματική είναι παρούσα, είτε ως μέσο επιβολής, τιμωρίας και διαπαιδαγώγησης είτε ως τρόπο επίλυσης των διαφορών μεταξύ των μελών και αναπαράγουν έτσι τρόπους κακοποιητικής συμπεριφοράς.

Η αποδοχή επιθετικών αντιδράσεων από τα παιδιά και το χαμηλό επίπεδο παιδείας των γονέων φαίνεται να ευνοούν περαιτέρω την ανάπτυξη επιθετικών συμπεριφορών. Συχνά πρόκειται για οικογένειες, από τις οποίες απουσιάζει ο ένας γονέας ή στις οποίες οι αποφάσεις λαμβάνονται απολυταρχικά, κυρίως από έναν αυταρχικό πατέρα. Τα θύματα προέρχονται ορισμένες φορές από περιβάλλον αυταρχικό ή υπερπροστατευτικό, που δεν τους έχει ωθήσει στη λήψη πρωτοβουλιών και στην ανάληψη ευθυνών, ώστε να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν ως προσωπικότητες.

Σημαντικό ρόλο παίζουν η επίδραση της κοινωνίας αλλά και του σχολείου. Η ύπαρξη φίλων λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για τη θυματοποίηση του παιδιού. Υψηλοί δείκτες εγκληματικότητας, διακίνησης ναρκωτικών και παιδικής κακοποίησης της κοινότητας μπορούν να αποτελέσουν μια επιπλέον αιτία επιθετικής συμπεριφοράς. Επίσης, η ταύτιση της υπεροχής και της σωματικής δύναμης με τον ανδρισμό και την αρρενωπότητα αποτελούν ξεκάθαρα κοινωνικές κατασκευές. Η βία φαίνεται ότι στις μέρες μας αποτελεί ακόμη σημαντικό συστατικό της ανδρικής ταυτότητας, εξού και η υπεροχή των αγοριών ανάμεσα στην ομάδα των θυτών (Ψάλτη και Κωνσταντίνου 2007). Ως προς το σχολείο, το θετικό κλίμα μαθητών και δασκάλων και η εγγύτητα των τελευταίων προς τα παιδιά μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά.

Οι προσωπικότητες των παιδιών δεν είναι η αιτία του προβλήματος. Το παιδί – θύτης είναι συνήθως πιο ισχυρός και μπορεί να υπερέχει σωματικά ή και μυϊκά. Είναι αντιδραστικός, θέλει να ξεχωρίζει και προσπαθεί να επιβεβαιωθεί μέσα από πράξεις επιβολής και ταπείνωσης. Θεωρεί τη συμπεριφορά του ως “μαγκιά” και ανωτερότητα, η οποία του προσδίδει μία αίσθηση εξουσίας. Έχουν πολύ χαμηλό επίπεδο ενσυναίσθησης, δεν είναι δηλαδή δε θέση να αντιληφθούν τα συναισθήματα των θυμάτων ούτε να νιώσουν μεταμέλεια ή συμπόνια. Παρουσιάζουν στοιχεία ανεπάρκειας στην ηθική τους ανάπτυξη, π.χ. ως προς την έννοια του δικαίου αλλά και την απουσία του αισθήματος της ντροπής. Όπως χαρακτηριστικά έχει αναφερθεί, “δεν έχουν κανένα συναισθηματικό ενδιαφέρον για τους άλλους” (Rigby, 2008).

Τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού

Τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού είναι συνήθως παιδιά ή και έφηβοι που δε μπορούν ή νομίζουν ότι δε μπορούν να προστατέψουν τον εαυτό τους λόγω κάποιας σωματικής ή ψυχολογικής “αδυναμίας”. Πρόκειται για παιδιά πιο ευαίσθητα, με χαμηλούς τόνους, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, εσωστρέφεια ή ανασφάλεια. Σύμφωνα με έρευνα των Cullingford και Brown (1995), ένα μεγάλο μέρος των θυμάτων εμφανίζει κάποιο χαρακτηριστικό, όχι απαραίτητα έντονο αλλά ικανό να τους διαφοροποιεί από το σύνολο των μαθητών και να τους απομακρύνει από τα ευρέως αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα (π.χ. πολύ καλές επιδόσεις στο σχολείο, εθνικότητα, κάποια μορφή αναπηρίες). Χαρακτηρίζονται ως πιο μοναχικά άτομα, συχνά με ελλιπείς επικοινωνιακές δεξιότητες και δυσκολίες στην επίλυση προβλημάτων (Olweus, 1999).

Ο σχολικός εκφοβισμός έχει περαιτέρω αντίκτυπο στην προσωπικότητα των θυμάτων. Το παιδί – θύμα νιώθει ανασφάλεια, τρόμο και απομονώνεται. Βιώνει μοναξιά και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Πολλές φορές κατηγορεί τον εαυτό του ή τη διαφορετικότητά του για αυτό που βιώνει. Σε αρκετές περιπτώσεις αναπτύσσει σχολική φοβία, με άρνηση να πάει σχολείο, συχνές απουσίες και μειωμένη απόδοση. Συχνή είναι και η εμφάνιση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων όπως διαταραχές ύπνου, πονοκέφαλο, πόνους στο στομάχι, ναυτία, μειωμένη όρεξη, αίσθημα υπερβολικής κούρασης, νυχτερινή ενούρηση καθώς και έντονο άγχος. Τα παιδιά που υπέφεραν από σχολικό εκφοβισμό έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κατάθλιψη, άγχος και αυτοκτονικές τάσεις αργότερα στη ζωή τους. Και οι θύτες ακόμη είναι πιθανό να εμφανίσουν ψυχολογικά προβλήματα όπως άγχος, διαταραχή της διάθεσης και προβλήματα συμπεριφοράς όπως η επιθετικότητα ή η παραβατικότητα.

Πρόληψη και Αντιμετώπιση

Καθίσταται έτσι ακόμη πιο σαφές πόσο σημαντική είναι η άμεση αντίδραση του περιβάλλοντος σε περιστατικά εκφοβισμού. Είναι σημαντικό να μάθουν τα παιδιά να αναγνωρίζουν και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους και να διαχειρίζονται το θυμό τους. Είναι σημαντικό να αποκτήσουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν περιστατικά εκφοβιστικής συμπεριφοράς, ώστε να είναι πιο ενεργά στην αναφορά τους. Η πρόληψη αυτών των φαινομένων μπορεί να βασιστεί στην εκπαίδευση και τη συμβουλευτική γονέων και εκπαιδευτικών, στην ύπαρξη σχολικών ψυχολόγων, στην ανάληψη δράσεων με στόχο την καλλιέργεια της επικοινωνίας, της συνεργασίας των μαθητών, την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των παιδιών και γενικότερα την καλλιέργεια παιδείας που σέβεται τη διαφορετικότητα και καταδικάζει τη βία.

Η αντιμετώπιση έπεται της πρόληψης. Οι γονείς οφείλουν να είναι παρατηρητικοί, ώστε να μπορούν να αναγνωρίσουν τυχόν σημάδια εκφοβισμού, όπως μώλωπες, σχολική άρνηση, αλλαγές στη συμπεριφορά, τάση απομόνωσης. Πρέπει να δώσουν στο παιδί, με σοβαρότητα και υπομονή, χώρο να εκφραστεί, εκφράζοντας την κατανόησή τους και δείχνοντάς του ότι μπορεί να τους εμπιστευτεί. Ο στόχος είναι να γίνει μια ανοιχτή συζήτηση. Η χρήση ιστοριών ή και παιχνιδιού μπορεί πολλές φορές να διευκολύνει την επικοινωνία.

Στη συνέχεια καλούνται να διαβεβαιώσουν το παιδί πως είναι ασφαλές. Τα παιδιά πρέπει να κατανοήσουν πως δεν πρέπει να ανέχονται καμιά μορφή βίας, αποκλείοντας την ανταπόδοση ως λύση. Ενδέχεται να χρειαστεί ενθάρρυνση, τόσο ως προς την εικόνα του εαυτού του παιδιού, όσο και ως προς την κοινωνικοποίησή του. Συστήνουμε την αποφυγή της άμεσης επαφής με το παιδί – θύτη ή την οικογένειά του, προκειμένου να αποφευχθεί να διαιωνιστεί ο κύκλος της βίας. Αντίθετα πρέπει να ενημερωθεί άμεσα το σχολείο. Η επικοινωνία με επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορεί να φανεί χρήσιμη. Το παιδί πρέπει πρωτίστως να νιώσει σίγουρο για την αγάπη των γονιών του.

Το παιδί – θύτης χρειάζεται να ανακαλύψει με τη βοήθεια των γονιών του από που πηγάζει η ανάγκη του για έλεγχο και εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Η απόλυτη και άνευ όρων απόρριψη της βίαιης συμπεριφοράς του και ο έπαινος όταν διαπιστωθεί προσπάθεια αλλαγής συμπεριφοράς μπορούν να βοηθήσουν. Το παιδί πρέπει να καταλάβει πόσο σοβαρό και επικίνδυνο είναι αυτό που κάνει. Είναι σημαντικό να νιώθει ασφαλές στο σπίτι και να έχει τη δυνατότητα να εκφραστεί.

Το εκπαιδευτικό προσωπικό οφείλει να έχει τις απαραίτητες γνώσεις. Οι δάσκαλοι πρέπει να επιμορφώνονται διαρκώς, να είναι παρατηρητικοί και να παρεμβαίνουν εγκαίρως. Οφείλουν να αναπτύξουν ένα καλό κλίμα επικοινωνίας με τους μαθητές, να διαβεβαιώσουν το παιδί ότι θα επιληφθούν του θέματος, να ειδοποιήσουν τους γονείς και να ενημερώσουν το σχολικό ψυχολόγο αν υπάρχει.

 

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση