.
Η ΑΣ-Κ-ΗΜΩ
Άργησε να παντρευτεί η Ασήμω. Άσχημη ήταν κι αδύνατη. Κοκάλω την λέγανε κοροϊδευτικά.
Κοκάλω κι ασκήμω αντί Ασήμω. Μια την είχαν οι γονείς της.
Δεν έκαναν άλλο. Δεν μπορούσε η μάνα της να τα κρατήσει και τα’ χανε…
Μόνο την κοκάλω την ασκήμω κράτησε. Τα άλλα στον τρίτο μήνα τα απέβαλε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που την κοιτούσε η μάνα της σταυροκοπιούνταν κι έλεγε τι αμαρτίες πληρώνω.
Και σαν το’ λεγε τούτο κι ένιωθε τι είπε σηκωνόταν επάνω και την αγκάλιαζε και την χάιδευε
κι η Ασήμω κούρνιαζε στην αγκαλιά της σαν πουλάκι τραυματισμένο.
Τι φταις και συ κακόμοιρο…. Κι αμέσως μετά τι θ’ απογίνει σαν θα πεθάνουμε και γω κι ο πατέρας της.
Τον καλύτερο θα σου βρω της έλεγε ο κύρης της. Τον καλύτερο.
Μα κι αυτή ψήλωνε και δεν έβαζε λίγο κρέας επάνω της. Τίποτα..
Όλο κόκαλο ήταν και το πετσί της.
Τον καλύτερο θα σου βρω της έλεγε μα τα χρόνια περνούσαν κι ο καλύτερος δεν βρισκόταν…
Κι η Ασήμω, πότε πατέρα; Πότε θα τον βρεις; Και δαγκωνόταν εκείνος.
Τι να της πει; Και τι να πει κι η μάνα σαν την κοίταγαν κι οι δυο, πατέρας και κόρη.
Τι να πει και κείνη;
Ποιον καλύτερο τάχα; Ποιος θα την πάρει; Δέκα κόκαλα όλα κι όλα…
Δεν την λέγαν τυχαία ασκήμω και κοκάλω.
Θε μου σχώρα με,παιδί μου είναι μα δεν την λες κι όμορφη…
Κι όση ώρα τα σκεφτόταν τούτα άπλωνε το χέρι της και την χάιδευε.
Είχαν παράδες όμως. Γυρολόγος ο πατέρας της Ασήμως.
Δυο μουλάρια φόρτωνε με το εμπόρευμα κι έφερνε γύρα τα χωριά και πουλούσε την πραμάτεια.
Έβγαζε λεφτά καλά! Κάθε που πήγαινε να φέρει καινούργια εμπορεύματα μαζί του την έπαιρνε
και διάλεγε κείνη το εμπόρευμα και της έλεγε, πάρε θυγατέρα μου και συ ό,τι σ αρέσει να μεγαλώσεις τα προικιά σου.
Κι έπαιρνε η Ασήμω ό,τι της άρεσε και σκεφτόταν τον καλύτερο..
Άσκήμω και κοκάλω μα το μυαλό της ξουράφι ήταν!
Για πότε έκανε τους λογαριασμούς του πατέρα της για πότε του ξεκαθάριζε τα κέρδη του και ποτέ δεν έπεφτε έξω..
Στα δάχτυλα έπαιζε τους αριθμούς. Στα δάχτυλα.. Να που είχαν να καμαρώσουν για κάτι και κείνοι..
Τόσο επί τόσο έλεγε συν ετούτο έξω τ άλλο και το αποτέλεσμα πάντα σωστό.
Και να κεντάει ήξερε και να πλέκει ήξερε και να κουβεντιάσει ήξερε καλύτερα απ τον κάθε ένα…
Να’ χε και λίγο κρέας πάνω της…Να γέμιζαν και κείνα τα έρμα τα μάγουλα..
Λίγο μωρέ να’ χε. Λίγο σκεφτόταν η μάνα της. Πέντε έξι κιλά ψαχνί να’χε..
Τι να πιάσει αυτός που θα την πάρει ντε;
Αν την πάρει κάποιος. Ο άντρας θέλει να’ χει πιασίματα η γυναίκα.
Και τι παιδί θα του’ κανε; Που θα’ βρισκε τόπο στην κοιλιά της να μεγαλώσει;
Την πήγαν στους καλύτερους γιατρούς.
Μια χαρά είναι η θυγατέρα σας τους λέγανε. Μια χαρά! Χαίρει άκρας υγείας!
Και φεύγανε οι καψεροί, παίρναν και τη μια χαρά και δυο τρομάρες…και γύρναγαν στο σπίτι.
Τον καλύτερο θα σου βρω της έλεγε ο κύρης της κάθε που έπαιρνε τα μουλάρια να πάει να ξεπουλήσει κι η Ασήμω τον περίμενε μπας και της τον βρήκε τούτη τη φορά.
Και περνούσανε τα χρόνια και μεγάλωνε η Ασήμω μα γαμπρός πουθενά ακόμα.
Μεγάλωσε κι ο κύρης της και δεν μπορούσε πια να γυρνάει στα χωριά κι είχε έγνοια μεγάλη κι αυτός κι η μάνα της για το πως θα ζήσουν τώρα… Με τι λεφτά;
Να τρώνε τα έτοιμα; Αυτά ήταν για την προίκα της κοκάλως τους.
Κι όλο λέγαν τι θα κάνουν κι άκουγε η ασκήμω και κάποια στιγμή τους είπε. Σταματήστε να στεναχωριέστε. Εγώ θα βγω στη γύρα. Τι κι αν της είπαν είναι ντροπή γυναίκα πράμα να τραβάει τα μουλάρια και να φέρνει γύρα τα χωριά.
Τίποτα δεν άκουσε η Ασήμω. Τι κι αν της είπαν θα απομείνει στο δρόμο έτσι που’ ναι πέντε κόκαλα; Τίποτα η Ασήμω. Είπε θα πάω και πήγε!
Την δουλειά την ήξερε καλά! Λογαριασμούς ήξερε να κάνει. Τα χωριά και την πελατεία του πατέρα την ήξερε. Την είχε πάρει μαζί του κάποιες φορές και τους έμαθε και να την τώρα η κοκάλω γυρολόγος να πουλάει και να καλοπουλάει την πραμάτεια καλύτερα απ τον πατέρα της.
Κι όσο τραβούσε τα μουλάρια σκεφτόταν μοναχή μου θα τον βρω και γρήγορα κιόλας γιατί με πήραν τα χρόνια μπας και προλάβω να κάνω και κάνα παιδί.
Και διάβαινε ο καιρός κι έκανε χρυσές δουλειές η κοκάλω.
Περισσότερα από τον πατέρα της έβγαζε κάθε φορά που γύρναγε τα χωριά.
Και χαιρόταν η μάνα της. Ο πατέρας είχε αρχίσει να τα χάνει κι όλο έλεγε τον καλύτερο θα σου βρω…
Αυτό τον βασάνιζε τον καψερό και τούτο έλεγε συνέχεια ώσπου πια δεν έλεγε τίποτα άλλο παρά μονάχα, τον καλύτερο θα σου βρω..
Δεν το’ βαζε κάτω όμως με τίποτα η Ασήμω.
Στην άλλη γύρα κάτι θα γίνει.. κάπου θα τον πετύχω.
Και τον πέτυχε…Νύχτωσε και δεν πρόλαβε να γυρίσει κουραστήκανε και τα μουλάρια κι είπε να μείνει στον ξενώνα του Σταμάτη.
Το πρωί που φόρτωνε το εμπόρευμα ό,τι της είχε μείνει απούλητο στα μουλάρια
να ξεκινήσει να γύρει πάει ένας άντρας γεροδεμένος και της λέει να σε βοηθήσω να μην το κάνεις μόνη σου.
Και δεν με βοηθάς του λέει.
Κι έτσι πιάσανε την κουβέντα κι έμαθε αυτή πως ετούτος ψάχνει για δουλειά
κι έμαθε και κείνος πως κι αυτή θέλει κάποιον να την βοηθάει.
Ψέματα του είπε…της άρεσε της Ασήμως ο γεροδεμένος…
Εκείνος πάλι θαύμασε το μυαλό της και την αξιοσύνη της και δεν είδε τα κόκαλα…
Και πήραν το δρόμο του γυρισμού κι είπαν πολλά.
Κι όσο εκείνη του κουβέντιαζε τόσο του άρεσε το σκεπτικό της κι η κουβέντες της.
Κι όσο του άρεσε τόσο της έλεγε τα δικά του…
Ώσπου να φτάσουν στο σπίτι ήξερε η Ασήμω πως δεν ήταν μοναχός του.
Έμαθε πως είχε ένα παιδί κάνει μα είχε χάσει την γυναίκα του από μια αρρώστια
και το’ χε στο ορφανοτροφείο και τούτος ο καημός τον βασάνιζε. Μα τι να’ κανε;
Έπρεπε να δουλέψει να δει τι θ απογίνουν οι δυο τους κι έτσι τον άφησε για λίγο στο ίδρυμα.
Κάνα δυο χρόνια της είπε. Μετά θα τον έπαιρνε.
Εσύ της είπε τόσο άξια γυναίκα πως και είσαι ανύπαντρη ακόμα;
Τι να του πει; Πως θα της έβρισκε τον καλύτερο ο κύρης της; Η πως οι άντρες μετρούσαν τα κόκαλά της;
Η πως ασκήμω και κοκάλω ήταν το παρατσούκλι της;
Τίποτα δεν του είπε. Μάτια είχε κι έβλεπε… Η έβλεπε κάτι που οι άλλοι δεν το βλέπαν.
Θα δείξει σκέφτηκε η κοκάλω και χαμογέλασε και σαν να ομόρφυνε λίγο…Είπε στην μάνα της πως θα μείνει μαζί τους και πως θα του μάθει την δουλειά να την βοηθάει και κείνη της είπε ό,τι πεις θυγατέρα μου εσύ θα γίνει.
Σάμπως την ένοιαζε τι θα πει κι κόσμος; Όχι. Ο κόσμος δεν είχε να πει καλή κουβέντα για κανέναν.
Κοκάλω την ανέβαζαν ,ασκήμω την κατέβαζαν. Ας κοιτάξουν τις δουλειές τους κι ας τις αφήσουν ήσυχες..
Ποιος τους χτύπησε την πόρτα να τους ρωτήσει τι κάνουν και πως τα βγάζουν πέρα σαν έχασε τα λογικά του ο άντρας της;
Κανένας….Άσε που χάρηκαν γιατί τον είχαν άχτι που έβγαζε κάνα φράγκο.
Κι από τότε που η κοκάλω της βγήκε στην γύρα ακόμα χειρότερα. Κακία και ζήλια..
Ό,τι πεις εσύ θυγατέρα μου ! Κι ο κύρης της να λέει τον καλύτερο θα σου βρω..
Και του’ στρωσε η κοκάλω να κοιμηθεί σε μια αποθήκη που’ χαν το εμπόρευμα.
Κι όσο του’ στρωνε το κρεβάτι ένιωθε στα κόκαλα το χάδι του κι όλο χαμογελούσε.
Κι όταν το’χε έτοιμο, έπαιρνε το σοβαρό της. Έτοιμο είναι. Άντε να πέσεις γιατί αύριο έχουμε δρόμο.
Κι έπεφτε εκείνος κι έμπαινε κάτω απ τα σκεπάσματα κι ονειρευόταν
πως την είχε δίπλα του και πως ήθελε να την αγκαλιάσει μα φοβόταν να το κάνει έτσι γεροδεμένος που ήταν μην της σπάσει τα κόκαλα και τον έπαιρνε ο ύπνος με τον φόβο τούτο…
Σαν ξύπναγε το πρωί του’ χε τον καφέ του έτοιμο και δυο φέτες ψωμί με πέντε έξι ελιές να φάει και να κινήσουν για δουλειά.
Φάε του’ λεγε ν αντέξεις ως το βράδυ..
Έπινε τον καφέ εκείνος κι έπαιρνε το ψωμί και τις ελιές το τύλιγε σ ένα χειρομάντηλο και τα’ βαζε στην τσέπη.
Και σαν κάθονταν να ξαποστάσουν λίγο και κόντευε γιόμα έβγαζε το χειρομάντηλο απ την τσέπη έτρωγε τη μια φέτα και την άλλη της την έδινε. Και γελούσε εκείνη κι όταν γέλαγε φωτίζονταν τα μάτια της που ήταν μεγάλα αλλά είχαν μια στεναχώρια φωλιασμένη μέσα τους.
Κι άρχισε εκείνος να την εκτιμάει μέρα την μέρα πολύ και κείνη όμως τον έκανε να αισθάνεται σαν άνθρωπος που ήταν από δω κι από κει να βγάλει πέντε παράδες να πάρει τον γιο του απ το ίδρυμα.
Σκάλωσε μια μέρα στο δρόμο η ασκήμω κι έπεσε πάνω του. Δεν το’ κανε στα ψέματα. Αλήθεια σκάλωσε.
Δεν ήξερε από πονηριές ετούτη και ντράπηκε σαν βρέθηκε στην αγκαλιά του και κοκκίνησε το πρόσωπό της σαν μύρισε την ανάσα του ανακατωμένη με τον ιδρώτα του.
Και κείνος όμως την κράταγε πολύ τρυφερά και της είπε, να σε σφίξω θέλω αλλά φοβάμαι μη σε σπάσω.
Σφίξε με του είπε η κοκάλω μα δεν σπάω κι έσμιξαν τα χείλια τους και γλύκαναν οι ψυχές τους και ενώσανε τα χέρια τους και δεν την άφησε από την αγκαλιά του σ όλο το δρόμο και κείνη έλαμπε απ το φιλί του κι απ την τρυφεράδα που’ χε το αγκάλιασμά του!
Πούλησαν και ήρθαν στο σπίτι κι είπαν στη μάνα τα ευχάριστα το’ πε και στον κύρη της πως τον βρήκα πατέρα μου αλλά αυτός, τον καλύτερο θα σου βρω της είπε…
Και σαν πήγε κείνος να ξαπλώσει στην αποθήκη τον πήρε η ασκήμω στην κάμαρά της και του είπε εδώ είναι το κρεβάτι σου από τώρα κι ύστερα. Και σαν την πήρε ξανά στην αγκαλιά του ομόρφυνε η ασκήμω και κείνος δεν έβλεπε τα πέντε κόκαλα μα τούτο το χαμόγελο και τα μάτια της που λάμπανε.
Κι όση ώρα την φίλαγε κι έκαιγε το πετσί της απ την φλόγα που είχε η ασκήμω εκείνου έλιωναν τα στήθια του απ τον πόθο!
Να την κάνει δική του ήθελε εκείνο το βράδυ!
Και την έκανε!
Κι η κοκάλω όλη την νύχτα στην αγκαλιά του να του λέει πως αύριο
πρωί πρωί θα πάνε στο ίδρυμα να πάρουν το παιδί του!
Πως εκείνη θα το μεγάλωνε και κείνος θα’ βγαινε στη γύρα..
Και δεν χόρταινε να την ακούει και δεν χόρταινε τα φιλιά του και την ξανάκανε
δική του κι έλαμπε η κοκάλω και φάνταζε τόσο όμορφη στα μάτια του!
Κι ήρθε στο σπίτι ο μικρός κι ένιωσε μάνα η Ασήμω κι ένιωσε γιαγιά η μάνα της!
Κι ο κύρης της τον κράταγε απ το χεράκι και του έλεγε τον καλύτερο θα της βρω!
Και σαν έρχονταν ο γεροδεμένος απ την γύρα τον καρτέραγε η Ασήμω με χτυποκάρδι
κι άμα όλα τα ταχτοποιούσαν…τον τράβαγε στην κάμαρα και χωνόταν στην αγκαλιά του κι αυτός κάθε που την έκανε δική του της έλεγε σήμερα θα μείνεις έγκυος…
Κι αυτή γελούσε γελούσε κι ομόρφαινε κι έλαμπαν τα μάτια της κι έλεγε μα δεν με νοιάζει.
Έχω παιδί μα σαν θά’ ρθει θέλω να σου μοιάζει! Μην μοιάσει εμένα του έλεγε.
Στη αγκαλιά του την κράταγε και της έλεγε πως δεν ξανάδε ομορφότερη!
Ποτέ δεν έκανε παιδί η Ασήμω, μα είχε! Είχε και το μεγάλωνε κι έμοιαζε του πατέρα του!
Άργησε να παντρευτεί η Ασήμω. Άργησε…
Μα τον βρήκε όμως και στα μάτια του ήταν η ομορφότερη!
Τι κι αν την λέγανε κοκάλω κι ασκήμω…
Εκείνος την κράταγε τόσο τρυφερά στην αγκαλιά του που ομόρφαινε ο κόσμος όλος και μαζί του και κείνη!
Η Δημήτρω
Δεν είχε πολλά. Τρία τέσσερα ζωντανά όλο κι όλο.
Τρεις γίδες και μια προβατίνα. Το μανάρι της!
Έτσι την φώναζε. Μανάρι.
Άλλα δεν ήθελε.Αυτά της φτάνανε της Δημήτρως.
Μόνη της ήταν.
Οικογένεια δεν είχε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Προκομμένη
κι άξια ήταν και μέσα σ όλα πρώτη στο χωριό.
Αλλά εκείνο το κουσουράκι που’ χε την εμπόδιζε να παντρευτεί.
Το’ να μάτι της δεν έκλεινε καλά. Μέχρι τη μέση έφτανε το
βλέφαρο και στα χωριά αυτά τα κοιτούσαν πολύ κι ας ήσουν άξια και προκομμένη..
Η καρδιά της χτύπησε για κάποιον από το δίπλα χωριό.
Είχε και κείνος το παθηματάκι του..
Το ένα χέρι του ήταν πιο κοντό από το άλλο μα όλες τις δουλειές τις έκανε.
Φαντάστηκε η Δημήτρω πως θα μπορούσε να κάνουν οικογένεια
κι άρχισε να ονειρεύεται. Ανύπαντρος και κείνος και κάπως
μεγαλούτσικος μα δεν την ένοιαξε ποτέ ετούτο.
Είχε μια φίλη στο χωριό του και πήγαινε συχνά μήπως και τον
δει μήπως και την προσέξει κι όταν τον αντάμωνε δεν γύριζε να την κοιτάξει.
Απογοητεύτηκε κι η φιλενάδα της το κατάλαβε και όλο την ρωτάει τι έχει.
Κουβέντα η Δημήτρω.
Και τι να πει; Ντρεπόταν που ‘χε το μυαλό της σ έναν άντρα.
Ήταν ντροπή εκείνα τα χρόνια να θέλεις κάποιον.
Όλα στα μουλωχτά γινόταν…
Κι άντε…να θέλει άντρας μια γυναίκα στέλνει προξενιό.
Η γυναίκα τι να κάνει; Ντροπής πράματα τούτα…
Μια μέρα που πήγε πάλι στη φιλενάδα καθότανε οι δυο
τους στο τοιχάκι της αυλής και περνάει ο Γιώργης χαιρετάει
κι έχασε τα λόγια της και κοκκίνησε.
Την πήρε χαμπάρι η φίλη της και κρένει του Γιώργη τάχα μου
να δει τον τοίχο. Σα να’ θέλει λίγο κάποια μαστορέματα του είπε.
Έντιμος ο Γιώργης αφού έριξε μια ματιά της είπε πως ο τοίχος είναι μια χαρά.
Μόνο ένα βαψιματάκι θέλει και τίποτα άλλο και κανονίστηκε να πάει να τον βάψει.
Κι όλο να του λέει για την φίλη της τι προκομμένη γυναίκα είναι
κι όλο να την παινεύει κι όλο να προσπαθεί να πάρει μια κουβέντα του Γιώργη μα τίποτα αυτός.
Μούγκα…
Είδε κι απόειδε…από δω σ έχω από κει σε πάω όλο ξεγλίστραγε ο Γιώργης.
Παίρνει μια ανάσα και του το’ πε στα ίσια..
Κι αφήνει το πινέλο κάτω εκείνος και της λέει.
Καλή και προκομμένη η Δημήτρω μα σκιάζομαι μη βγουν
τα παιδιά με μάτια που δεν κλειούν.
Κατάπιε τη γλώσσα της η φιλενάδα δεν περίμενε τούτα τα
λόγια μόνο του είπε πως η Δημήτρω δεν ήταν από γεννησιμιού
έτσι αλλά χτύπησε μικρή από κει το’ χει τούτο το κουσούρι.
Και θέλησε η καψερή να το πει στη Δημήτρω γιατί την έτρωγε το μαράζι.
Έλιωνε από έρωτα μπας και τον βγάλει απ το μυαλό της.
Αλλά τίποτα..Χειρότερα τα κανε τα πράματα.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Δεν ξαναπήγε στην φιλενάδα η Δημήτρω. Δεν της κάκιωσε όχι.
Για καλό έκανε ό,τι έκανε μα δεν ήθελε ν ανταμώσει τον Γιώργη ποτέ ξανά.
Και πέρασε ο καιρός..
Παρέα με τα ζωντανά της με το νοικοκυριό της με τα
χωραφάκια της με τον αργαλειό της και τα υφαντά της.
Ξακουστή στα γύρω χωριά έφτιανε προίκες για τις νύφες.
Τι βελέντζες τι φλοκάτες τι καραμηλωτές!
Τα χέρια της πιάνανε…
Όσο για την δική της προίκα δυο γιούκους ψηλούς μέχρι
το ταβάνι. Αλλά τι τα θες..Άτυχη..
Βαριά το πήρε. Πολύ βαριά κι έχασε τον ύπνο της για πολύ καιρό.
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια..
Ήθελε να το γυρίσει πίσω τούτο το λόγο. Την έτρωγε…
Αλλά έλεγε εγώ να’ μαι καλά και τα ζωντανά μου!
Έκανε καλό κομπόδεμα και μια και δυο πήγε στην
Αθήνα σε μια μακρινή ξαδέρφη της.
Της είπε πως θέλει να φιάκει το μάτι της βρήκε ένα
καλό γιατρό και αποφάσισε να κάνει το μάτι να κλείνει.
Και το’ κανε!! Και γύρισε πίσω με μάτι που κλείνει.
Αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και δεν ήθελε μπλιο γάμους
η Δημήτρω μήτε προξενιά και παιδιά.
Είχε τα ζωντανά της…
Ήταν μεσημέρι κι είχε αποκάμει στον αργαλειό απ’ το πρωί.
Έγειρε λίγο να ισιώσει την μέση της μα δεν πρόλαβε.
Κάποιος χτύπαγε την πόρτα.
Πάει ν ανοίξει και τι να δει; Ο Γιώργης.
Πέρασε μέσα του είπε. Εσύ για να’ ρθεις μέχρι εδώ κάτι θέλεις.
Σου φτιάνω καφέ και μου λες.
Του πάει τον καφέ και το νεράκι δροσερό δροσερό απ’ τον
μαστραπά στον δίσκο στρωμένο το σεμεδάκι.
Νοικοκυρεμένα πράματα.. Ο Γιώργης δεν ματάειδε τέτοια
νοικοκυροσύνη και σκέφτηκε πως έκανε λάθος τότε.
Μα τώρα θα το πάρει πίσω για τούτο ήρθε να της πει πως
θα το’ θελε.Πέρασαν και τα χρόνια..
Μόνοι κι οι δυο.. Μεγάλοι πια.Παιδιά δεν θα κάνανε.
Έφιακε και το μάτι.
Ήπιε τον καφέ ο Γιώργης ήπιε και την πίκρα.
Του το φύλαγε η Δημήτρω κι ήρθε η ώρα να το γυρίσει πίσω.
Δεν με πήραν δα και τα χρόνια Γιώργη του είπε.
Μπορώ ακόμα να κάμω παιδιά αλλά σκιάζομαι να τα κάνω
μαζί σου μη μου βγουν κοντόχερα.
Μούγγα ο Γιώργης. Δεν έβρισκε την πόρτα να φύγει..
Κι η Δημήτρω ξαλάφρωσε…
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια.
Έχω τα ζωντανά μου είπε κι έγειρε να ισιώσει την μέση της.
Και πέρασαν τα χρόνια.Και γέρασε η Δημήτρω
Και ξανάπιακε πέντε έξι φορές τα ζωντανά της.
Μα μια φορά μια γίδα δεν έκλεινε καλά το μάτι της και γέλασε
η Δημήτρω και της είπε καψερή μου,ανύπαντρη θα μείνεις και συ..
Ακούς εκεί να σκιάζεται να μην κλειούν τα μάτια..
……………………………………………………….
Η ΜΠΑΜΠΑ-ΓΙΑΓΚΑ Η ΜΑΓΙΣΣΑ
Παραμύθι από τη Ρωσία
Η Μίσια ζούσε με τον πατέρα της και τη μητριά της στην άκρη ενός μεγάλου σκοτεινού δάσους. Η μητριά της την μισούσε τη Μίσια. Ήταν γλυκιά και καλή μαζί της,
όταν ο πατέρας της βρισκόταν στο σπίτι. Ο πατέρας της όμως όλη την ημέρα έλειπε και η μητριά ξεθέωνε τη Μίσια στη δουλειά. Την έβαζε να σκουπίζει και να σφουγγαρίζει, να πλένει, να σιδερώνει, να μαγειρεύει και της έδινε να φάει μόνο τα αποφάγια και κάτι ξεροκόμματα. Η Μίσια ήταν χλομή και αδύνατη. Φοβόταν πολύ τη μητριά της και δεν τολμούσε να παραπονεθεί στον πατερά της.
Ένα πρωί η μητριά είπε στη Μίσια: «Θέλω κάτι να ράψω, όμως δεν έχω βελόνες. Να πας στην αδελφή μου, που ζει στο δάσος, και να της ζητήσεις να μου δανείσει μερικές. Τρέχα αμέσως, παλιοτεμπέλα».
Η Μίσια φοβόταν πολύ. Ήξερε ότι μέσα στο δάσος υπήρχαν αρκούδες και λύκοι κι ότι η αδελφή της μητριάς της ήτανε μια φοβερή μάγισσα, πολύ άσχημη, που είχε σιδερένια δόντια και την λέγανε Μπαμπα- Γιάγκα.
Όμως, έπρεπε να κάνει αυτό που της είπε η μητριά της. Την ώρα που εκείνη δεν την έβλεπε, πήρε ένα κομμάτι τυρί και ένα κόκαλο με λίγο κρέας πάνω του και τα τύλιξε σ? ένα μαντίλι. Ύστερα πήρε το μονοπάτι για το δάσος.
Όταν η Μίσια έφτασε σε ένα ξέφωτο στο δάσος, είδε ένα σπιτάκι μέσα σε ένα φράχτη. Άνοιξε την πύλη και μπήκε μέσα. Ένα πολύ αδύνατο σκυλί την πλησίασε βογκώντας και γαβγίζοντας. «Καημενούλη», είπε η Μίσια, «φαίνεσαι να πεινάς πολύ». Έβγαλε γρήγορα το κόκαλο από το μαντίλι και το έδωσε στο σκυλί. Του χάιδεψε το κεφάλι κι εκείνο την κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του.
Η Μίσια προχώρησε προς το σπιτάκι κι έσπρωξε την πόρτα. Ένα αδύνατο γατί όρμησε πάνω της, φτύνοντας και νιαουρίζοντας. «Καημενούλη», είπε η Μίσια, «φαίνεται να πεινάς πολύ». Και έδωσε στη γάτα το τυρί. Η γάτα γουργούρισε, όταν η Μίσια της χάιδεψε την πλάτη.
«Η Μπαμπα- Γιάγκα λείπει. Μα θα γυρίσει γρήγορα», νιαούρισε η γάτα. «Δίνε του όσο ακόμα είναι καιρός. Αλλιώς θα σε φάει». Πριν, όμως, η Μίσια προλάβει να φτάσει στην πόρτα, άκουσε έναν φοβερό θόρυβο. Κρυφοκοίταξε από ένα παράθυρο και είδε την Μπαμπα-Γιάγκα μέσα σ? ένα πελώριο γουδί που το οδηγούσε μ? ένα γουδοχέρι, να προσγειώνεται έξω από τον φράχτη.
Η Μπαμπα-Γιάγκα πήδηξε έξω, έσπρωξε με θόρυβο την πόρτα, μπήκε μέσα και όταν είδε τη Μίσια, σταμάτησε. «Τι θέλεις εδώ;» ξεφώνισε. Η Μίσια ήταν κατατρομαγμένη, όμως κατάφερε να πει: «Μ? έστειλε η αδελφή σας, να της δανείσετε μερικές βελόνες». «Ααα, έτσι», κακάρισε η Μπαμπα-Γιάγκα. «Καλά, πρέπει να περιμένεις να φάω. Πρώτα θα κάνω ένα μπάνιο», τσίριξε, τρίζοντας τα σιδερένια δόντια της. «Μπορείς, όσο θα περιμένεις, να υφαίνεις στον αργαλειό», είπε και πήγε στο μπάνιο, κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα.
«Γρήγορα, Μίσια! Φύγε τώρα!» νιαούρισε η γάτα. «Αλλιώς δε θα φύγεις ποτέ. Πάρε μαζί σου αυτήν την πετσέτα και αυτό το χτένι. Τώρα φύγε!»
«Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ», ψιθύρισε η Μίσια, πήγε στην πόρτα πατώντας στις μύτες και κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια. Ο σκύλος πήγε κοντά της, χωρίς όμως να γαβγίσει. Η Μίσια πήρε το μονοπάτι μέσα στο δάσος, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Μέσα στο μικρό σπίτι η Μπαμπα-Γιάγκα φώναξε από το μπάνιο: «Υφαίνεις, αγαπητή μου;» Η γάτα ύφαινε στον αργαλειό, «κλείκτι-κλακ κλείκτι- κλακ». «Ναι, θείτσα», νιαούρισε, προσπαθώντας να μιμηθεί τη φωνή της Μίσια.
Όταν η Μπαμπα-Γιάγκα βγήκε από το μπάνιο και είδε τη γάτα καθισμένη στον αργαλειό, ξεφώνησε: «Γιατί την άφησες να το σκάσει; Έπρεπε να με φωνάξεις». «Σου δουλεύω τόσα χρόνια, όμως ποτέ εσύ δε μου έδωσες να φάω ένα κομμάτι τυρί, όπως έκανε αυτή», νιαούρισε.
Η Μπαμπα-Γιάγκα προσπάθησε να την κλοτσήσει, όμως εκείνη σκαρφάλωσε στο παράθυρο κι εξαφανίστηκε στο δάσος.
Τρίζοντας τα σιδερένια δόντια της, η μάγισσα βγήκε από το σπίτι. Όταν είδε το σκύλο, ξεφώνησε: «Γιατί δε γάβγισες να με ειδοποιήσεις ότι το κορίτσι το σκάει;» Ο σκύλος την κοίταξε. «Δούλεψα για εσένα χρόνια και χρόνια, όμως εσύ ποτέ δε μου έδωσες ένα κόκαλο με κρέας». Πριν η Μπαμπα-Γιάγκα προλάβει να τον κλοτσήσει, ο σκύλος πήδηξε από τον φράχτη και χάθηκε μέσα στο δάσος.
«Θα την πιάσω! Θα την πιάσω! Δε θα μου ξεφύγει», φώναξε η Μπαμπα Γιάγκα σκαρφαλώνοντας στο γουδί της. Κουνώντας το γουδοχέρι, βρέθηκε στο μονοπάτι που περνούσε μέσα από το δάσος.
Η Μίσια τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε άκουσε το γουδί να την ακολουθεί, πηδώντας πίσω της. Όταν κόντευε να τη φτάσει, πέταξε κάτω την πετσέτα που της είχε δώσει η γάτα. Αμέσως, ανάμεσα στην ίδια και στην Μπαμπα-Γιάγκα, άρχισε να κυλάει ένα μεγάλο πλατύ ποτάμι.
Η Μπαμπα-Γιάγκα ξεφώνισε θυμωμένη και προσγειώθηκε στην όχθη του ποταμιού. Το γουδί της όμως ήτανε πολύ βαρύ για να επιπλέει στα νερά κι αναγκάστηκε να πάρει τις αγελάδες και να τις πάει να πιουν όλο το νερό του ποταμού. Έτσι μπόρεσε να μπει στην ξεραμένη κοίτη του.
Όταν η Μίσια άκουσε το γουδί πάλι πίσω της, πέταξε το χτένι. Αμέσως ξεφύτρωσε ένα δάσος γεμάτο αγκάθια τόσο πυκνά, που τίποτε δεν μπορούσε να το περάσει.
Η Μπαμπα-Γιάγκα πήδηξε από το γουδί της και προσπάθησε να κόψει τα δέντρα με τα σιδερένια της δόντια, αλλά δεν τα κατάφερε. Ξεφωνίζοντας με μανία, σκαρφάλωσε στο γουδί της και γύρισε στο σπίτι της, στο δάσος.
Η Μίσια έτρεχε πολλές ώρες, λαχανιασμένη και φουσκώνοντας, ώσπου δεν άντεχε άλλο. Κουρασμένη και σκοντάφτοντας περπάτησε όλο το μονοπάτι έξω από το δάσος, ώσπου είδε τα φώτα του σπιτιού της να λάμπουν στο σκοτάδι. Ο πατέρας της στεκόταν έξω και περίμενε.
«Πού ήσουνα;» τη ρώτησε, αγκαλιάζοντάς την. «Ανησυχούσα πολύ για εσένα». Η Μίσια του διηγήθηκε όλα όσα πέρασε με την Μπαμπα-Γιάγκα.
«Ησύχασε παιδί μου», της είπε ο πατέρας της. «Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι πια. Δεν ήξερα τι φοβερή γυναίκα ήτανε η μητριά σου. Από εδώ και μπρος θα έχει ό,τι της αξίζει.
Η μητριά είδε από το παράθυρο τη Μίσια με τον πατέρα της. Άνοιξε την πίσω πόρτα και έτρεξε στο δάσος.
Η Μίσια από τότε έζησε μαζί με τον πατέρα της πολύ ευτυχισμένη στο σπίτι κοντά στο δάσος. Κανένας δεν ξέρει τι απόγινε η φοβερή μητριά. Ίσως να πήγε να ζήσει με την Μπαμπα-Γιάγκα ή να την έφαγε καμία αρκούδα ή κανένας λύκος στο δάσος. Από τότε κανένας δεν την ξαναείδε.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΕΛΟΣ
Η Μίσια πέταξε το χτένι, αμέσως ξεφύτρωσε ένα δάσος γεμάτο αγκάθια τόσο πυκνά, που τίποτε δεν μπορούσε να τα περάσει. Όμως η Μπαμπα-Γιάγκα μπόρεσε να κόψει τα δέντρα με τα σιδερένια δόντια της.
Πρόλαβε τη Μίσια, την άρπαξε και την έβαλε μέσα στο γουδί. Είχε σκοπό να την σκοτώσει και να πάρει το δέρμα της να φτιάξει μία γούνα! Η γάτα και ο σκύλος άκουσαν τη φωνή της Μίσια και γύρισαν στο σπίτι της Μπαμπα-Γιάγκα, αλλά ευτυχώς δεν τους είδε, γιατί κρύφτηκαν. Αποφάσισαν να κάνουν ό,τι μπορούν, για να σωθεί η Μίσια. Έτσι έγραψαν ένα γράμμα με τη βοήθεια της Μίσιας την ώρα που η Μπαμπα-Γιάγκα βρισκόταν στην κουζίνα κι έτρωγε. Η γάτα που έτρεχε πολύ γρήγορα το πήγε στον πατέρα της, που περίμενε τη Μίσια αναστατωμένος. Εκείνος διάβασε το γράμμα και αποφάσισε να πάει στο σπίτι της Μπαμπα-Γιάγκα. Όταν έφτασε, η Μπαμπα-Γιάγκα μόλις είχε τελειώσει το φαγητό. Δεν τους είδε και ο μπαμπάς της πήρε το γουδοχέρι και την χτύπησε στο κεφάλι, έπειτα την πέταξε στο δάσος με τη βοήθεια της Μίσιας.
Κανένας δεν την ξαναείδε, μάλλον την έφαγαν τα άγρια ζώα. Μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι τους, η μητριά της Μίσιας είχε φύγει.
Σας δίνονται τέσσερις λέξεις: Πριγκίπισσα, γατάκια , αρκούδα, σοκολάτα. Με αυτές να φτιάξετε ένα παραμύθι, αφού θυμηθείτε τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού.
Γεια σας, είμαι η Μαρία.
Είμαι ένα από τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, που λένε. Στην αρχή, όταν κατάλαβα ότι δεν πρόκειται να είμαι σαν τα περισσότερα παιδιά,
δηλαδή να μπορώ να παίζω, να τρέχω, ένιωθα τόσο λυπημένη που δεν ήθελα να πάω σχολείο ούτε να μου μιλάει κανείς. Ένιωθα τόσο άσχημα που ήμουν διαφορετική που κλείστηκα στον εαυτό μου και δεν ήθελα να μ? ενοχλεί κανένας. Έτσι μια μέρα, αποφάσισα να κάνω κάτι, για να περνάω την ώρα μου. Άρχισα, λοιπόν, να γράφω στίχους και να τους τραγουδάω. Κάποια μέρα, τα παιδιά που έπαιζαν στο πάρκο ακριβώς κάτω απ? το σπίτι μου, με άκουσαν κι ήρθαν να με γνωρίσουν. Όταν τους είδα μπροστά μου, πάγωσα. Το πάγωμα, όμως, που ένιωσα ήταν για πολύ λίγο, αφού αυτά άρχισαν να με χειροκροτούν χαμογελώντας μου. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Όπου πήγαιναν, με έπαιρναν κι εμένα μαζί τους. Ήταν η αιτία να ζητήσω από τους γονείς μου να με γράψουν στο σχολείο, γιατί δεν ήμουν πια μόνη. Είχα τους φίλους μου που με τον τρόπο τους μου έδειξαν πως δεν είμαι διαφορετική, επειδή είμαι πάνω σε κάποιο καροτσάκι. Η ζωή μου πια ήταν γεμάτη κι η μοναξιά μου δεν υπήρχε πια.
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ
Μια μέρα, κάποιος πρόσβαλε άσχημα δημοσίως τον Σωκράτη φωνάζοντας στην αγορά:
– Είσαι παλιάνθρωπος, αγύρτης, άσχετος και πότης!
Ο Σωκράτης δεν απάντησε, απλώς χαμογέλασε, κουνώντας το κεφάλι.
Ένας πλούσιος αριστοκράτης γνωστός του Σωκράτη, βλέποντας αυτή τη σκηνή ρώτησε τον Σωκράτη :
– Πώς μπορείς και ανέχεσαι τέτοιες προσβολές; Δεν αισθάνεσαι άσχημα;
Ο Σωκράτης χαμογέλασε ξανά και του είπε: ” Έλα μαζί μου”.
Ο γνωστός του τον ακολούθησε σε μία παλαιά και σκονισμένη αποθήκη. Ο Σωκράτης άναψε ένα πυρσό, και άρχισε να ψάχνει τριγύρω, μέχρι που βρήκε μια άχρηστη, κουρελιασμένη και τρύπια χλαμύδα. Την έδωσε στον άντρα και του είπε: “Φόρεσέ τη, θα σου κάνει”.
Ο άντρας κοίταξε τη κουρελιασμένη χλαμύδα, και του είπε αγανακτισμένος:
-” Είσαι καλά Σωκράτη; Θα φορέσω εγώ αυτό το κουρέλι; Και του πέταξε πίσω τη χλαμύδα”.
Βλέπεις, του είπε ο Σωκράτης, φυσικά και δεν δέχθηκες να φορέσεις την βρώμικη χλαμύδα. Κατά τον ίδιο τρόπο, και εμένα δεν με άγγιξαν τα ανόητα και βρώμικα λόγια που είπε εκείνος ο άνθρωπος. Όταν κάποιος σου χαρίζει κάτι που δεν θέλεις, και εσύ δεν το δεχθείς, σε ποιόν ανήκει το απορριφθέν δώρο;
Το να ταράσσεται κάποιος και να θυμώνει από τις προσβολές των άλλων, είναι σαν να δέχεται να φορέσει τα κουρέλια που του ρίχνουν.
Του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι.
Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν’ ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι».
Πήρε το κρίμα στον λαιμό του.
Στην εποχή του Βυζαντίου, όταν κάποιος πλούσιος καταδικαζόταν να μείνει στη φυλακή είχε το δικαίωμα να βάλει κάποιον άλλον στη θέση του, τον οποίο βέβαια πλήρωνε πλουσιοπάροχα. Φυσικά το δικαίωμα αυτό δεν το είχαν οι βαρυποινίτες, αλλά μόνον όσοι καταδικάζονταν με φυλάκιση το πολύ μέχρι έναν χρόνο. Οι άνθρωποι εκείνοι που δέχονταν να μπουν στη φυλακή στη θέση των πλουσίων καταδικασθέντων ονομάζονταν «κριματάρηδες», επειδή έπαιρναν τα αμαρτήματα των άλλων επάνω τους. Από τότε έμεινε στις νεώτερες γενιές η φράση «πήρε το κρίμα στον λαιμό του».
Χρωστάει της Μιχαλούς.
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».