Π

 Π   15.jpg

πατέρας,η:Η Σαρακατσιαναίικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της. Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός.

=δε θανάρθ΄η πατέρας,θα τ΄τα που ούλα!

Αχ, σήκω πατέρα από τη Γη
και δως μου την ευχή σου.
Αχ, σήμερα στεφανώνεται
το πρώτο το παιδί σου.

Αχ, σήκω, πατέρα. να χαρείς,
 και συ αυτήν την μέρα.
Να δεις το γιο σου σταυραητό,
τη νύφη περιστέρα.

π’λακίδα, = η χρονιάρα κότα.

π’λάλ’μα, του = γρήγορο τρέξιμο.  
π’λαλή, η = γρήγορο περπάτημα, τρεχάλα:

=  του πουλύ-πουλύ να πάου νια πλαλή στα Σέρρα κι να γυρίσου.

= πλαλ, πιδάκιμ μα κι τουν προυλάβς,πλαλ.
π’λαλού = τρέχω, τρέχω γρήγορα, περιπλανιέμαι.

π’λαρ’κά, τα =  πουλάρια.
π’λαρίνα, η = θηλυκό πουλάρι.

= Όταν έγινε ο πόλεμος την άνοιξη του 1940, εμείς είμασταν εδώ στο Παλλάδιο. Ήρθε ο στρατός και μας επίταξε δυό ντορίτ΄κα άλογα. Τα άλλα ήταν πλαρ΄κά, ήταν φοράδες και δεν μας τα πήραν. Εγω ήμαν δέκα χρονών και θυμάμαι πως πήγαιναν οι φαντάροι, πως έκλαιγαν οι γναίκες. Από μας δεν πήγε κανένας γιατι αφνούς τ΄ς έβγαλε ο Γκίκας ενας Σαρακατσάνος στρατιωτικός, ότι ήταν μεγάλοι.

π’λίου = πουλάω.

π’σουκιέρ’κου, του = ζώο που έχει τα κέρατά του γυρισμένα προς τα πίσω.

πααίνου = πηγαίνω.

παγάδα, η = παγετώδης ψύχρα του βουνού με ηρεμία καιρού.

παγαδούτσ’κα = με «κρύ­α» καρδιά, με λόγια που δείχνουν ψυχρότητα, με λόγια που δε δείχνουν ικανοποίηση:

= κι η μάνα του σιγά και παγαδούτσικα μουρμούρισε:

   «καλός ήταν η αρφανός, ανά (αλλά) τι πήρι» 

παγάνα, η = ψάξιμο, ανίχνευση.

παγανά, τα =  καλικάντζαροι

παγανιά, η = ένοπλο απόσπασμα που ψάχνει για κλέφτες ή για ληστές:

= για τρούχα του σπαθάκι σου κι πάρι μ’ του κιφάλι,

    να μην του πάρει η παγανιά κι οι παλιουαρβανίτις.

πάγια, τα = πάγοι.
παγουκρουσταλλιασμένους, -η, -ου = καταπαγωμένος, αυτός που είναι γεμάτος πάγους που θα κάνουν πολύ καιρό για να λιώσουν:

= πείσμουσα την έδειρα σταϊ βουνά την έστειλα,

    σταϊ βουνά τα χιουνισμένα, τα παγουκρουσταλλιασμένα.

πάει = πηγαιμός:

= να το ’χου ου μαύρους γύρισμα στου πάει κι στου έλα.

παζαριάζου  = διαπραγματεύομαι την τιμή ενός εμπορεύματος ή τους όρους μιας συμφωνίας:

= αφέντη μου, μη μι πουλάς κι μη μι παζαριάζεις.

παζαριώτις, οι =  άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’ αυτό. 

πάημα, του = πηγαιμός:

= για τρεις μιρούλις πάημα, του πήρι μίνια νύχτα

    κι πάει κι τουν ήφιρι πιζοί, καβαλαραίοι .

  •  Μκρή όταν ήμαν, .. πάαινα στα πρόβατα, ..το χ΄μωνα γένναγαν τα πρόβατα, ..δ΄λειές είχαμαν. Από μικρή έγνεθα, ύφαινα, ζύμωνα, εγώ ήμαν η νοικοκυρά από μικρή. Όλο στις γ’ναίκες ήταν οι δουλειές. Έρχονταν η άνοιξη, ..κούρευαμε τα πρόβατα, ..κράταγαμε το μαλλί, πόσο μας χρειάζονταν,  το ΄πλεναμε, το πάγαιναμε στο νταράκι, το ΄φτιαναμε τλούπες και έγνεθαμε. Εμείς τα  κορ’τσάκια έφτιαναμε κουκλούλες με φορεματάκια πού ΄χαμαν. Τα παιδάκια έφτιαναν μια τόπα μπάλα με μπαλώματα και την έδεναν με σκοινιά κι έφτιαναν μια τρυπούλα και την έβαζαν.

πάθια, τα = παθήματα, βάσανα, αρρώστιες:

= μι γιέρασαν τα βάσανα της φυλακής τα πάθια.

παίνια, η = έπαινος, έπαινος στον εαυτό μου.

παίρου αίμα = σε άρρωστο ζώο με το σουγιά τρυπάω τη φλέβα πάνω στο κεφάλι κι ανάμεσα από τα μάτια. Η αφαίμαξη αυτή πολλές φορές γιατρεύει το ζώο.

παίρου =  παίρνω:

= χέρια μη πάρουν, τόπους δε ρ’μάζει.

παίρου τραγούδι =1. αρχίζω τραγούδι :

= για πάρτι τώρα κι ιένα τραγούδι.

2. επαναλαμβάνω τους ίδιους στίχους από το τραγούδι:

= πάρ’τι του τώρα κι ’σεις γ’ναίκις.

  • Θέλω να πάρω ανήφορο

    Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,
    να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
    να γείρω ν’ αποκοιμηθώ, λίγον ύπνο να πάρω.
    Μούηδ’ έγειρα, μούηδ’ πλάιασα, μούηδε τον ύπνο πήρα,
    κι ακούω τα πεύκα να βογγάν κι τις οξιές να τρίζουν,
    κι ακούω μιας πέρδικας λαλιά, μιας αηδονολαλούσας,
    που τόλεγε λυπητερά, σαν μαύρο μοιριολόι!

    Η συνέχιση του τραγουδιού είναι:

    -Το τι έχεις περδικούλα μου και κλαίς κι αναστενάζεις;
    μην είν τ’ αυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;
    -Δεν είν’ τ’ αυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μάυρα,
    μόν’ κλαίω για την κλεφτουριά και τους καπεταναίους,
    που τους χαλάει ο Αλήπασιας, στα Γιάννινα στη λίμνη.

πάλα, η = ξιφίδιο .

παλαβάδα, η = παλαβομάρα.
παλαβόχαζους, -η, -ου = αυτός που κάνει παλαβομάρες και τον θεωρούμε χαζό.

παλαίστρα, η =  δουλειά που γίνεται με άγχος, που φέρνει ακαταστασία, φασαρία, ταραχή, που γίνεται με μάλωμα:

= σήμιρα είχα ούλη τ’ μέρα παλαίστρα μι τα στέρφα.

παλαμαριά, η = χειρολαβή
παλαμίζου = αλείφω με την παλάμη μου το δάπεδο από το κονάκι ή τις εσωτερικές πλευρές του με λάσπη από χώμα και αλογοκοπριά.

παλαμίζου του βούτυρου = το βάζω στις παλάμες μου και το στίβω για να φύγουν τα υγρά. 

παλαμουδέρου = με πονούν οι πατούσες από το πολύ περπάτημα , τρικλίζω, βαδίζω με αστάθεια .

παλαμουδέρουν τ’ άλουγα = είναι απετάλωτα. 

παλιακός, -ή, -ό = παλιός, αυτός που έρχεται από το παρελθόν.
παλιου- = πρώτο συνθετικό σε λέξεις με την έννοια του παλιού, του άχρηστου ή του φαύλου:

 παλιουζύγουρου, παλιότσιουλου, παλιουστιρφάρ’ς, παλιουκαψάλα, κ.ά.

παλιουκιρίσια =  του παλιού και­ρού.

παλιουκιρίσιους, -α, -ου = αυτός που έχει «παλιά» μυαλά, αυτός που έχει αναχρονιστικές αντιλήψεις.

πάλιουρας, ου = θάμνος με αγκάθια:

= δεν τουν κουλλάει ούηδι πάλιουρας.

παλιουρούτι, του = παλιό ρούχο, κουρελιασμένο ρούχο.

παλιουχουρίσιους, -α, -ου = κάτοικος ορεινού χωριού, βουνίσιος χωριάτης.

παλουκιέρα, η = γίδα που έχει τα κέρατα όρθια σαν παλούκια.

παν’γύρι, του = γιορτή για να τιμήσουμε τους αγίους και συνοδεύεται από γλέντια. 

 

                       Γιώργη μ’, το πού συντάζεσαι και ζώνεις τ’ άρματά σου;

                        σε τίνος γάμο θε να πας, σε τίνος πανηγύρι;

                       -ούτε σε γάμο με καλούν ούτε σε πανηγύρι

                        εγώ θα πάω στο Νιόκαστρο που γένουνται πολέμοι

                       -Γιώργη μ’, στον πόλεμο μην πας, γιατί θα σε σκοτώσουν

                         κι είσαι το δόλιο αρφανό και ποιος θε να σε κλάψει;

                       -Μένα με κλαιν οι φίλοι μου κι όλοι οι συγγενείς μου!

πάνα, η = λίπος που σκεπάζει τα εντόσθια του ζώου κάτω από το διάφραγμα και έχει σχήμα μικρού μαντιλιού.

πανάδα, η = 1. καταρράκτης των ματιών . 2. -ις μπαλώματα που βγάνουν οι έγκυες στο πρόσωπό τους.

παναούλα, η = κοντή κεντητή ποδιά (πολύ όμορφη ποδιά) .

                       Παναγιούλα    (Πέρα θέλω να περάσω)

                                                               (Καγκέλι)

                       Πέρα θέλω, μικρή μου η Παναγιούλα μου,-πέρα θέλω να περάσω,

                       πέρα θέλω να περάσω,-το χορό για να κοιτάξω.

                       Πως χορεύει, μικρή μου η Παναγιούλα μου,-πως χορεύει μια μικρούλα,

                       πως χορεύει μια μικρούλα-που τη λένε Παναγιούλα.

                       Που ‘χει τα, μικρή μου η Παναγιούλα μου,-που ‘χει τα μαλλιά στην τάξη,

                       που ‘χει τα μαλλιά στην τάξη-και πλεγμένα με μετάξι.

 

 22-8-20211+12;35;12+%CE%BC%CE%BC.jpg

πανάρια, τα = χοντρά εξώφυλλα από τετράδιο.

πανάφτ’κα, τα = πρόβατα που έχουν πάνω από τα αφτιά τους επιμήκεις προεξοχές.

πανουγόμι, του = πρόσθετο και συνήθως νεκρό βάρος που βάνουμε στο φόρτωμα και γεμίζει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στις δυο μεριές του:

=  πέντι απού ’δω, πέντι απού ’κει κι είκουσι πανουγόμι.

πανουπόδι, του = φιγούρα (ένα ψαλιδάκι προς τα πίσω) στο χορό στα τρία.

παντ’χαίνου = 1. προσδοκώ, ελπίζω 2. περιμένω κάποιον από κάπου:

= ποια μάνα έχει δυο πιδιά στουν πόλιμου σταλμένα,

   πες της να μην τα καρτιρεί, να μην τα παντυχαίνει.

παντάκαλους, -η, -ου = πολύ καλός.

παντάξινους, -η, -ου = τελείως άγνωστος:

=  κι ήρθαν ξένοι παντάξινοι, μάνα μ’, κι μας την πήραν.

πάντοια, η =  ανήθικη, κάθε μια της σειράς, ανυπόληπτη.

παντρόξ’λα, τα = ξύλα από αρσενικό δέντρο και ξύλα από θηλυκό που τα βάνουμε μαζί στη φωτιά (τα ζευγαρώνουμε).

 

  • Στης πικροδάφνης τον ανθό
  • Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ,
    λίγο ύπνο για να πάρω, είδα όνειρο μεγάλο.
  • Παντρεύεται η αγάπη μου, το κάνει για γινάτι μου
    και παίρνει τον εχθρό μου, για το πείσμα το δικό μου.
  • Kαι στη χαρά με προσκαλούν και για κουμπάρο με καλούν,
    νούνο για να στεφανώσω δυο κορμάκια να ενώσω.
  • Παίρνω τα στέφανα χρυσά, βάστα καημένη μου καρδιά,
    και λαμπάδες απ’ ασήμι,έλεος κι ελεημοσύνη.
  • Kαι τα χεροκρατήματακι αυτά μαργαριτάρι,
    χαρά στο νιο που θα σε πάρει.

πανώγραμμα, του = σύσταση στο γράμμα.

παπαδίτσα, η = χαμομήλι.

παπαρδέλας, ου = φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς 
παπαρδέλις, οι = ποπκόρν.

παππάρα, η = ψωμί τριμμένο σε ζεστό νερό με τυρί και βούτυρο.

παππούλ’ς, ου = παππούς.

= του κηρί τ’ παππούλ’ς = βρισιά του άντρα προς τη γυναίκα του.

πάρα = πρώτο συνθετικό σε λέξεις με την έννοια του πολύ:

-..παράμουρφους (πολύ όμορφος), παραγιέρουντας (πολύ γέροντας), παρανιά, παράψηλα, παραμικρός, παραπλουμισμένους, παραπινιμένους, παραγιουμάτους.

παραβάνου = κάνω κάτι με περισσό ζήλο, βάνω περισσότερη προσπάθεια:

=  κι τα σκυλιά παράβανις κι τα λαγουνικά σου. 

παραβγαίνου = συναγωνίζομαι, αναμετρούμαι.

παραγγέλλου =  στέλνω μήνυμα:

= παρήγγειλα μι τα πουλιά κι μι τα χιλιδόνια.

παραδέρου =  ταλαιπωρούμαι, βασανίζομα, περιπλανιέμαι.

παραδιαλέου = επιλέγω με αυστηρά κριτήρια, είμαι εκλεκτικός στις επιλογές μου:

= παραδιάλιγι κι αυτήν κι σαραντάρ΄σι ανύπαντρη.

παραδίνου = βρίζω, βρίζω τα θεία:

= τι παραδίν’ς, ουρέ παλιόπιδου;

παραδίπλα = ακριβώς δίπλα

παράδις, οι = χρήματα:

=  μ’κρή είναι και η λίρα, αλλά κάνει πολλούς παράδις.

  • ΜΗΛΟ ΜΟΥ , ΧΡΥΣΟ ΜΟΥ ΜΗΛΟ
    Μήλο μου μωρέ μήλο μου, μήλο μου χρυσό μου μήλο
    μήλο μου χρυσό μου μήλο, χίλιοι να ΄ρθουν δεν σε δίνω.
    Δεν σε δί- μωρέ μήλο μου, δεν σε δίνω με παράδες,
    δεν σε δίνω με παράδες, άρχοντες και βασιλιάδες
    Θα σε φτιά- μωρέ μήλο μου, θα σε φτιάσω κυπαρίσσι
    θα σε φτιάσω κυπαρίσσι, σε μια κρουσταλένια βρύση
    να ‘ρχονται μωρέ μήλο μου να ‘ρχονται έμορφες να πίνουν
    να ‘ρχονται έμορφες να πίνουν, και μια προσευχή να πίνουν
    Βοήθα Πα- μωρέ μήλο μου βοήθα Παναγιά κυρά μου
    βοήθα Παναγιά κυρά μου να ‘ρθει ο νιος στην αγκαλιά μου….

παραδώθι=  πιο κοντά.

παρακάλια, τα =  παρακαλετά.
παρακαλιώμι = παρακαλώ, ικετεύω.

παρακατιανός, -ή, -ό = κατώτερος.
παρακατούλια = λίγο παρακάτω.

 

  •  44976724_10155563911682063_6370793958741639168_o.jpg

παρακείθι = πιο πέρα από εκεί που είσαι

παράκιρα  = παράκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο, νωρίτερα από την ώρα που έπρεπε:

= γιέρασα παράκιρα.

παρακιχαϊάς, ου =  βοηθός του κεχαγιά

παρακουντά =  1. παραπίσω, πίσω από κάποιον άλλον. 2. μετά από λίγο, έπειτα, ύστερα:

= ήρθι παρακουντά κι ου Μιχάλς.

παρακούου = ακούω εσφαλμένα.

παράκυπρους, ου = μικρό κυπρί μέσα στο κοίλωμα από το μεγάλο κυπρί.

παραλλάμματα, τα =  «ανθρωπάκια», προβληματικοί, χαμένοι, τιποτένιοι:

= Θιός έκαμι κόσμου, έκαμι κι παραλλάμματα. 

παραμάνα, η = τροφός, νταντά:

= κι έπιασι ξιένις αδιρφές κι ξένις παραμάνις

    για να του πλένουν τα σκουτιά, τα έρημα τα ρούχα.

παραμάντρι, του = βοηθητικό μαντρί δίπλα στο κυρίως μαντρί.

παραμία, η = παροιμία.

  •    40  ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

1) Ότ’ είν’ η νύχτα κι αυγή, δεν είν’ η μάνα κι η αδερφή.

2) Πάρε νυφ’ από σειρά κι η σκύλα απού κουπάδ’.

3) Γαλανός γαμπρός διαβαίνει, μαυρομάτα κόρη παίρνει.

4) Γαμπρός πιδί δε γένιτι και νύφη θυγατέρα.

5) Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κιόλα.

6) Όσο να μπει, να βγει η νυφ’, τ’ βγήκαν τ’ γαμπρού τα μάτια.

7) Γλυκάθ’ η γριά στα σύκα, θα φάει κι τα συκόφ’λλα.

8) Η νύφη όντα γεννήθει, τ΄ς πεθεράς της μοιάζει.

9) Σα ματαγένου νύφ’, ξέρου ‘γω να προσκυνάω.

10) Κ’βέντα, κ’βιντούλα…, πάει η βιτούλα.

11) Όπ’ γάμος κι η χαρά, η Παναγιώτα μας μπροστά.

12) Τ’ αψύ το ξυδ’, τ’ αγγειό τ’ χαλάει.

13) Κάηκι η γριά στη κουρκούτι, φ’σάει και το γιαούρτι.

14) Η κουπέλα κι η πρατίνα σε πααίνουν στου οχτρού την πόρτα.

15) Να με λέγανε χατζίνα κι ας πεθαίνω από την πείνα.

16) Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψιλή καρακαντάνα.

17) Γίδα ψόφια, ουρά γκουρδουμέν’.

18) Βροντάν ούλα τα σίδερα, βρουντάν κι οι σακοράφες.

19) Έκλασε η νυφ’, σκόλασε ου γάμους.

20) Χατήρι τ’ μιανού, χατήρι τ’ αλλ’νού, κανένα πιδί απ’ τουν άντρα μ’.

21) Άντρα, γρούν, γάιδαρο κι ποιόν να πρωτοκλάψω.

22)Δεν έχουμι τσιμπλουμάτα, θέλουμι κι μαυρουμάτα.

23)Η γνώση δεν μπαίν μι του χουνί ή …μι του δάχλου.

24)Θέλω να σύρω λεβεντιά και καταντιά δεν έχου.

25)Κάλιο κακά νιάτα, παρά κακά γεράματα.

26)Κατάντησαν τα πρόβατα να τα πατούν τα γίδια.

27)Κάτσι πίτα να σι φάω.

28)Κλαίει τουν καβαλάρ απ’ κρέμουντι τα πουδάρια τ’.

29)Κ’τσαίνει η γίδα απ’ του κέρατου.

30)Μικρός διάουλος, τρανά τσαρούχια.

31)Ν’κοκυρά π’ δε θελ’ να ζ’μώσει όλη μέρα κοσκινίζει.

32)Ου λύκους ν΄ τρίχα αλλάζει, του χούι δεν τ’ αλλάζει.

33)Πήρι ου κτσός κατήφουρου.

34)Πότι γίγκεις κουλουκύθι μ’, πότι στράβουσι η νουρά σ’.

35)Του ήμιρου τα’ αρνί βζαιν δυο μάνις.

36)Φταίει του γουμάρ κι δέρνουν του σαμάρ.

37)Όταν είχα του Γροσ δεν είχα γνωσ τώρα που χου γνωσ δεν έχω του Γροσ.

38)Σκλι πα λχτάει μην του σκιάζισι.

39)Πες τ΄ χαρά σ’ να γένει διπλή, πες τον πόνο σ΄ να γένει μ΄σός

40)Οι πολλοί θέλουν πολλά κι ου ένας θέλ΄ απ΄ ούλα.

παράμιρα  = απόκεντρα, απόμερα.
παραμιράου = τραβιέμαι στην μπάντα, κάνω τόπο.

παραμπάτζια, τα = το καλοκαίρι, που τα κοπάδια απομακρύνονται για βοσκή πολύ από το χώρο της στάνης, για να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες μας (π.χ. να συγκεντρώνουμε το γάλα), φκιάχνουμε κάποιες μικροεγκαταστάσεις (παραμπάτζια) σε ένα μέρος πιο μακριά από τη στάνη.

παραμπουρού, = δεν παραμπουρού είμαι λίγο αδιάθετος:

= σήμιρα είμι καλά, χτες δεν παραμπόρ’γα.

παραμπρουστά  = λίγο πιο μπροστά.

παραξουφάν’κι μου = φάνηκε παράξενο:

=  μ’ παραξουφάν’κι που ’παν ότι δε θα βγούμι στα β΄νά φέτου.

παράουρα = 1. πριν της ώρας, γρήγορα. 2. πολύ πρωί. 3. πολύ αργά, μετά τα μεσάνυχτα, σε ώρα προχωρημένης νύχτας.
παραουρίζου = ξεπερνάω τα χρονικά όρια που έχω στη διάθεσή μου και αργοπορώ, νυχτώνω:

= σ’κουθείτι γλήγουρα, παραώρ’σαμαν.

παραπαίρου = αποπαίρνω, μαλώνω:

=  μη μι μαλώνεις, μάνα μου, κι μη μι παραπαίρεις

παραπανούλια  = λίγο παραπάνω.

παραπέφτουν = τα χαρτιά χάνονται:

= μι δίκασαν στη φυλακή να κάτσου τριάντα μέρις

     κι παραπέσαν τα χαρτιά κι έκατσα τριάντα χρόνια.

παραπιρούλια = λίγο πιο πέρα.

παραπίσου = πιο πίσω.

παραπουρτούλα, η = μια μικρή πόρτα δίπλα στην κύρια είσοδο ή μικρή πόρτα σε άλλο μέρος του σπιτιού:

= πίσου απού την πόρτα σου κι απ’ την παραπουρτούλα

    έστησα κρασουπουλιό, κρασί, ρακί να π’λήσου .

παραπρουψές=  τρία βράδια νωρίτερα.

παραραδιάζου =  παίρνω τη σειρά κάποιου άλλου.

παρασάνταλου, του = 1. ο άνθρωπος με παραμορφώσεις στο σώμα του, δύσμορφος, αφύσικος :

= άνθρουπου του λες αυτόν; Αυτός είνι παρασάνταλου.

2. χαμένος, τιποτένιος .

παρασήμαδα, τα = ξένα πρόβατα στα οποία φκιάχνω δικό μου σημάδι (ψεύτικο) για να τα οικειοποιηθώ.

παρασουλίζου = 1. ξεπερνάω τα ηθικά ορια και εκτίθεμαι. 2. βγαίνω έξω από τα «νερά» μου, ταλαιπωρούμαι, μπερδεύομαι:

= νια βδουμάδα γάμους, παρασώλ΄σαμαν απ’ του πιουτί κι απ’ του ξινύχτι.

παρασουμιασμένους, -η, -ου = 1. παραμορφωμένος. 2. υπέρβαρος, πολύ παχύς.

παραταριά  = σβάρνα, παγάνα:

 = ου ντραγάτ’ς πήρι παραταριά τα κουνάκια κι σι κάθι κουνάκι έτρουγι κι νια λίμπα ξ’νόγαλου.

παραταχιά  = μεθαύριο.

παρατουρού = παίρνω τους δρόμους και φεύγω σαν τρελός, τρελαίνομαι, χάμω το δρόμο μου, αλλού θέλω να πάω και αλλού βρίσκομαι.

             20220212 130133

  •                           ΖΕΝΟΣ

παρατσουκλιάζου = βγάζω παρατσούκλια.

παρδαλαίνου = γίνομαι παρδαλός.
παρδαλή, η  = πόρνη.
παρδαλός, -ή, -ό  = ποικιλόχρωμος:

= τουν χαίριτι παρδαλό κ’τάβι.

παρδαλουκόκκινη, -ου=   γίδα με κόκκινα και άσπρα μαλλιά κατά τόπους ακανόνιστου σχήματος.

παρέδου = πιο εδώ από εκεί που είσαι.
παρέκει   = πέρα σι κείνου τουϊ βουνό κι στ’ άλλου του παρέκει.
παρέκεια  = παραπέρα.

παρηγουριά, η = 1.πίτα που φτιάχνουμε στα κονάκια μετά από κηδεία.2.μειώνω τη  θλίψη ή τον ψυχικό πόνο κάποιου προσώπου, κάνοντας ή λέγοντας ό,τι θα μπορούσε να του δώσει κουράγιο ή θάρρος ή κάποια αίσθηση ασφάλειας.:

  •                             Δέντρο είχα στην αυλή μου

                                       (Συρτός στα 3)

                               Δέντρο είχα στην αυλή μου,-για παρηγοριά δική μου.

                               Πράσινα χρυσά είν’ τα φύλλα-κι ασημένια τα κλωνάρια.

                               Κόρη κάθεται στον ίσκιο-και κεντάει χρυσό γαϊτάνι.

 

       .6.jpg

παρμάρα, η = αρρώστια στα πρόβατα (μελιταίος πυρετός, κουτσαμάρα) .

παρμένα πρότα, τα = πρόβατα που έχουν επιδημική αγαλαξία.

παρόξου = παραέξω.

πάρπαλου, του = χιλιοτρυπημένο.

παρπαρία, η = ατυχία, αναποδιά:

= ουρέ, τι παρπαρία ήταν αύτήν σήμιρα, μ’ τσακίσ’καν τρεις πρατίνις!

πάρσ’μου, του = λαβείν, έσοδα της στάνης.

παρσίδια, τα = εισοδήματα.

πασαένας, ου = οποιοσδήποτε, τυχαίος

πασκίζου = προσπαθώ,αγωνίζομαι.

πασπάλι, του = μικρή ποσότητα υλικού που μόλις φτάνει να καλύψει μια επιφάνεια ελαφρά.
πασπαλίζου = ρίχνω πασπάλι.

πασταλάκια, τα = φασουλάκια .
παστάλις, οι= φασουλάκια

πάστρα, η = καθαριότητα.

παστρικές γκβέντις = ξεκαθαρισμένες, ντόμπρες.

παστρικό λ’βάδι = λιβάδι που δε βοσκήθηκε.
παστρικός, -ή, -ό = καθαρός.

πάτ’σι ου λύκους, =πάτησε ο λύκος. Οι Σαρακατσιαναίοι λένε ότι, όταν ο λύκος πατάει το ζώο, αυτό δεν έχει ζωή.

  •   Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά

    Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά παρηγοριά δεν έχουν,
    δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
    η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και πάει κάτω στους κάμπους.
    Πάνε να προσκυνήσουνε στ’ Αλή πασιά την πόρτα.
    Ξισκιώσαν τα λημέρια μας, μας άδειασαν τον τόπο,
    γι’ αυτό παραπονιόμαστε, γι’ αυτό δεν τραγουδάμε!

παταγουδιασμένους, -η, -ου = πολύ κρύος, παγωμένος.

πατάκις, οι = πατάτες.

πατακώνου = βουλιάζω,πατώνω.
πατάου = 1. κυριεύω . 2. δεν κρατάω το λόγο μου.
πατέλλους, ου = 1. κοπάδι με αδύνατα ζώα, με άχρηστα. 2. μικρό χώρισμα (μαντράκι) μέσα στη στρούγκα ή απόξω απ’ αυτήν για να βάνουμε κάποια ζώα ξεχωριστά.

πάτους, ου = πιο χαμηλό σημείο, πυθμένας:

= στουν πάτου βόσκουν πρόβατα κι στην κουρ’φή ζυγούρια .

πάτρα, η = πατρίδα:

= πες μου ποια είν’ η πάτρα σου κι ποια πατρίδα έχεις;

πατσιά, η  =πατημασιά, ίχνος από το πέλμα του ποδιού.
πατσιαβάλα,=  το ’κανα πατσιαβάλα, το ’λιωσα, το διέλυσα με την πατούσα του ποδιού μου.

πατώνου = στρώνω με θάμνους το δάπεδο του μαντριού και τους πατάω .

παφίλια, τα = τενεκέδες.
πάφλας, ου = τενεκές, λαμαρίνα, τενεκές στον οποίο βάνουμε το γάλα.

παχνιάζουμι = παχνίζομαι, πέφτει επάνω μου πάχνη:

= βουνά μ’, να μη χιουνίσιτι, κάμποι μην παχνιαστείτι.

παχνιστής, ου =μήνας που ρίχνει πάχνη.

= πανάθιμά σι Παχνιστή, Σαρακατσιάνα μου,

    Γινάρη κι Φλιβάρη κι συ βρε Μάρτη αντίμαχι.

  •                   ΠΑΧΟΥΜΑΙΟΙ 
  •  Τσελιγκάτο του Θ. Παχούμη: Οικογένειες 25, γιδοπρόβατα 6.000, άλογα 100. Οικογένεια Παχουμαίων, Θόδωρος, Μήτρος και Γιώργος (Αμβροσία). Νάκος Χρήστος (Αμβροσία). Κόνιαρης Μήτρος (Αμβροσία), Φαλεκαίοι, Δημήτρης, Παναγιώτης, Πέτρος (Σάλπη). Καρακώστας Κώστας (γαμπρός Παχουμέϊκος) (Αμβροσία).
  •  7.jpg

πεισμώνου = 1. πεισματώνω 2. θυμώνω.

πέρα-δώθι = μικροπράγματα, τα μικροψώνια:

= πήγα στου παζάρι κι πήρα κάτι πέρα-δώθι.

σκουρπάου σαν τα π’λιά τ΄ς πέρδικας  = πηγαίνω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, χάνομαι.

Σαν περπατάς παραπατάς

  • Σαν περπατάς παραπατάς
    κουνιέσαι και λυγιέσαικι όλο τη μέση σου κρατάς
    περνάς και δε μιλιέσαι

    Στην αγκαλιά μου θα βρεθείς
    και νάζια θα μου κάνεις

  • μ’ αναστατώνεις τη ζωή
    ζητάς να με τρελάνειςΣαν περπατάς παραπατάς
    με κίνδυνο να πέσεις

    στην αγκαλιά μου να το δεις
    στα μαλακά θα πέσεις

    Στην αγκαλιά μου θα βρεθείς
    και νάζια θα μου κάνεις

  • μ’ αναστατώνεις τη ζωή
    ζητάς να με τρελάνεις
  • Σαν περπατάς παραπατάς
    και όλο νάζια κάνειςμου ξεσηκώνεις τα μυαλά
    σε πειρασμό με βάνεις

    Στην αγκαλιά μου θα βρεθείς
    και νάζια θα μου κάνεις

  • μ’ αναστατώνεις τη ζωή
    ζητάς να με τρελάνεις.

πέρι = παρά:

  = πιο βουλικό μ΄ φαίνιτι τ΄ θάλασσα ν’ αδειάσου να την πιτάξου στ΄στεργιά πέρι να σι ξιχάσου .

πέτσα απού κριμμύδι =   λεπτός και εύθραυστος άνθρωπος, ευαίσθητος,

Πέφτη, η = Πέμπτη.

πήρι η ώρα = πέρασε η ώρα:

= άιντι, άιντι, Ευδουκούλα μου, κι σι πήρι η ώρα.

πθαμή ,απθαμή = παλάμη.μονάδα μήκους

πιάνου κουρίτσι = διακορεύω.

πιάνου προυζύμια = αρχίζω τα δρώμενα για να φκιάσω τα ψωμιά του γάμου

πιάνου του νιρό = ελέγχω την πορεία που θα ακολουθήσει το νερό.

πιάνουμι =1. τσακώνομαι, μαλώνω. 2. δίνω σημασία:

= μην πιάνιστι απ’ αυτά τα πράματα.

πιανούμινου πιδάκι =  παιδί που μπορεί να αυτοεξυπηρετείται, παιδί σχολικής ηλικίας:

 = και θμώμαι  , που ’μαν πιανούμενο παιδά­κι και πάαινα κι ’γώ κανιά βολά….

πιάσμα έχει η πλάτη = στο «ξέτασμα» της πλάτης σημαίνει ότι ο νοικοκύρης είναι καλά πιασμένος, δηλ. πηγαίνουν καλά τα οικονομικά του, είναι σε καλή οικονομική κατάσταση.

πίγγουση, η = δυσφορία, άγχος, στενοχώρια:

= ιέχου νια πίγκουση σήμιρα.

πιγνίδια, τα =  παρέα από μουσικούς, ζυγιά:

= να στείλου νά ’ρθουν τα βιουλιά, να ’ρθουν κι τα πιγνίδια.

πιγνιδιάρα, η = γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια:

= γιατί ’νι τ’ άλουγου μ’ ουκνό κι η κόρη πιγνιδιάρα.

πιδεύουμι = ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.

πιδί, του = αγόρι :

=  ου μπαρμπα- Βαγγέλς έχει πέντι κουπέλις κι τρία πιδιά.

 

                           Μάνα μ’ το τι δε χαίρεσαι το τι δε καμαρώνεις;

                            Το τι καλό ’χω γιόκα μου το τι να καμαρώνω

                            με δυο πιδιά στο πόλεμο και τρία με τους κλέφτες;

                            Εψές μου’ρθαν τα γράμματα, μαύρα χαρτιά γραμμένα,

                            βαρέσανε τον Κωσταντή, τον Κώστα το Λεβέντη,

                           που’ταν πρώτος στα γράμματα, πρώτος κι στο ντουφέκι,

                           πρώτος κι στο τρέξιμο και πρώτος στο σημάδι.

πιδιακίσιους, -α, -ου = παιδικός.

πιδιμάρα, η = ταλαιπωρία, μεγάλη κούραση.

πιδουκλάρι, του = μια μικρή τριχιά (λυτάρι) με την οποία πιδουκλώνουμε τα ζώα.

πιδουκλώνου = δένω με μια μικρή τριχιά (λυτάρι) τα μπροστινά πόδια από τα ζώα για να μη φεύγουν μακριά και κυρίως τη νύχτα.

πιδουκόμηση, η = κούραση για την ανατροφή του παιδιού, παιδοτροφία.
πιδουκουπάου = γεννάω πολλά παιδιά, κουράστηκα να γεννάω παιδιά .

πιδουλόγα, η = νήμα, σύρμα ή άλλο υλικό που, όταν το μαζεύω γύρω από τα δάχτυλά μου (ενωμένα τα τέσσερα πλην του αντίχειρα), παίρνει το σχήμα της μπούκλας.

πιει το ποτό, = το να πίνει κάποιος:

= δεν ήρθαμαν για φάει για πιει, Ρουιδούλα, Ρουιδούλα.

πιζεύου = κατεβαίνω από το άλογο.
πιζουγιλάου = παίζω και γελώ:

= πιζουγιλώντα ανέβινι, κλαίουντα κατιβαίνει .

πιζούρα, η = πεζοί, αυτοί που ταξιδεύουν με τα πόδια:

= να ιδείτι ασκιέρι πόρχιτι πιζούρα κι καβάλα. 

πίκα, η =1. μνησικακία. 2. πείσμα.

πικρουγιουματίζου = γευματίζω χωρίς διάθεση, με στενοχώρια, με προβληματισμούς:

= κι ότι έκατσα να φάου, να πιου, να πικρουγιουματίσου,

   γλέπου του χάρου να ’ρχιτι στου φάρου καβαλάρης.

πικρουκαταρούσα, η = αυτή που δίνει πολύ βαριές κατάρες:

=  ιγώ πασιά δε σκιάζουμι, πασιά δεν προυσκυνάου,

     μόν’ σκιάχτηκα τη μάνα μου, την πικρουκαταρούσα. 

πικρουκυματούσα, η = θάλασσα που τα κύματά της φέρνουν συμφορές στους ναυτικούς.

= θάλασσα, πικρουθάλασσα κι πικρουκυματούσα,

    θάλασσα πού είνι τα αδέρφια μας, πού είνι τα πιδιά μας; 

  •   Τους κλέφτες τι τους κάνατε;

    -Βρε Παρνασσέ και Λιάκουρα, Γκιώνα κι εσείς Βαρδούσια,
    τους κλέφτες τι τους κάνατε, τους Σαρακατσιαναίους;
    -Στα χειμαδιά τους στείλαμε, να παν να ξεχειμάσουν.
    Και σαν τους πάρ’ η Άνοιξη και λιώσουνε τα χιόνια,
    πάλι θάρθουν με τ’ άρματα, τον πόλεμο ν’ αρχίσουν.

πικρούλα, η = δυστυχισμένη, άτυχη:

= τι ’ταν αυτό πό ’παθι η πκρούλα!

πικρόχουρτα, τα = χόρτα με πικρή γεύση.

πιλαγώνου = πλημμυρίζω:

= του αίμα μου πιλάγουσι σα σιγαλό πουτάμι.

πιλέκι, του = τσεκούρι

πιλικάνους, ου = πελεκητής, αυτός που πελεκάει ξύλα για ξυλογλυπτική, αυτοδίδακτος ξυλογλύπτης:

= πανάθιμα του μάστουρα, τουν πρώτου πιλικάνου. 
πιλικούδια, τα = αποκόμματα από ξύλο λεπτά και μακριά.

πινακίδια, τα = μικροί ξύλινοι πίνακες για γραφή:

= απού μκρός στα γράμματα, μωρέ παπα-Γιώργη μου, μκρός στα πινακίδια. 

πινακουτή, η = χοντρή σανίδα με κοιλώματα στην οποία τοποθετούμε το ζυμωμένο ψωμί.

πίνου τσ’γάρα = καπνίζω τσιγάρα.

πινταΐτ’κους, -η, -ου = πεντάχρονος.

πιντόβουλα, τα = παιδικό παιχνίδι που το παίζουμε με πέντε βόλους.

πιότιρους, -η, -ου = περισσότερος.

πιπιρώνου = ρίχνω πιπέρι στο φαγητό.

πιράου =  1. περνάω. 2. διάγω:

= κι ας πάν’ να ιδούν τα μάτια μου πώς τα πιράει η αϊγάπη μου.

πιράτ’ς, ου =1. διαβάτης 2. πορθμέας, βαρκάρης :

= διαβάτις μου, πιράτις μου, χρυσοί μου βαρκαδόροι,

    μα κι είιδαταν την κόρη μου που ’νι μακριά στα ξιένα;

πιρατιανά, τα = χρήματα που πληρώνω για διόδια:

= κι στου καλό μας γύρισμα, στου γύρισμα της νύφης

   στοιχειό μας ικαρτέρισι στου τρέμινου γιουφύρι,

    χαλεύει τα πιρατιανά για να πιράσει η νύφη

πιρατιανός, -ή, -ό = μακρινός:

=  ρουτάτι, μουρέ Νίκου μ’, τς πιρατιανούς κι τους Καρπινησιώτις.

πιργιλάου =  εμπαίζω, περιγελώ, κοροϊδεύω. 

πιρδικάκι, του = λουλούδι.
πιρδικουκάλλισια, η = άσπρη προβατίνα με μαύρα στίγματα στο πρόσωπό της.

πιρίγνουρους, -η, -ου = απορημένος, σαστισμένος:

= τα σουκάκια δε γνουρίζου κι πιρίγνουρους γυρίζου.

πιρίμουρφους, -η, -ου = πολύ όμορφος:

= σπαθάκι μου πιρίμουρφου κι καλουγυαλισμένου,

    του ποιος θα σι χαίριτι κι θα σι καμαρώνει. 

  •   1b.jpg

πιρίπια, τα = περιποιήσεις
πιριτεύουμι = αυτοεξυπηρετούμαι.

πιρόνι, του, = διχάλα
πιρούλι, του = πιρούνι.
πιρουνιάζει του κρύου = είναι πολύ δυνατό και περνάει μέσα μου όπως το καρφί.

πιρπατ’σιά, η = περπατησιά.

πιρπατάρα στρούγκα = στρούγκα που δε φκιάχνεται σε μόνιμη θέση αλλά σε διαφορετικές θέσεις, επειδή τα κοπάδια μετακινούνται για να βρουν φρέσκες βοσκές 

πιρπατημός, ου = περπάτημα, περιπλάνηση:

= Εχ! μωρέ! τα Καστανιώτικαϊ βουνά πιρπατημούς δεν έχουν.

πισ’μόημιρα, τα = επίσημες μέρες, μεγάλες γιορτές.

πισ’νέλα, η = τελευταία πρόβατα του κοπαδιού ή τελευταίοι άνθρωποι στο καραβάνι.

πισμανεύου = μετανιώνω:

= κι οι βλάχοι πισμανέψανι, την τσιούπρα δεν τη δίνουν.

πίσου μπρουστά  = περίπου, εκεί γύρω:

= πίσου μπρουστά τ’ Αϊ-Δημήτρ ΄ οι Σαρακατσιαναίοι. φεύγουν για τα χειμαδιά.

πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω. . Αρσενικό γίδι που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω.

πισουκλείδ’κου, του = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε μικρό κομμάτι από το αφτί στο πίσω μέρος του σε σχήμα γωνίας) .
πισουκλειδιά, η = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα)

πισουξιουράφτ’κου, του = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε πλαγιαστά το πίσω μέρος από το αφτί) .

πισουστρούγκι, του = το πίσω άνοιγμα της στρούγκας, είσοδος από την οποία μπαίνουν τα πρόβατα .

πισπιλόπ’τα, η = είδος πίτας.

  •      Εσείς βουνά της Κατοχής

    Ν- Εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά τ’ Ασπροποτάμου,
    τους κλέφτες τι τους κάματε, τους Σαρακατσαναίους;
    -Στα χειμαδιά τους στείλαμε, παν να ξεχειμωνιάσουν.
    Ου Κώστας πάει στ’ Αγρίνιο, κι ου Γιώργους πάει στου Βάλτου,
    κι ου Λιάκους με τουν Κωσταντή πάνε κατά τη Γούρα.

πίσσα, η = βαθύ σκοτάδι.

πίστη, η = εμπιστοσύνη.

  1.                        Πιστολαίοι ή Πιστιολαίοι ή Μπιστιολαίοι 
  2.  Γεννήθηκα το 1927 στα Καλύβια, στα καμένα τα καλύβια, εκεί στο Παλιοχώρι που λέμε, στο Μαυροκκλήσι – Κόρυμβο αυτού ανάμεσα, τοποθεσία Κορύμβου είναι στα Καλοκαιριάσια τα καλύβια. Το χειμώνα πάηναμαν λίγο πιο κάτω, κάνα δυο χιλιόμετρα, στα χ’μωνιάσια στην ίδια περιοχή.
  3.  Τσελιγκάτο του Πιστόλα Νίκα: Οικογένειες 40, γιδοπρόβατα 8.000, άλογα 150. Ράφτης Μήτρος και τα παιδιά του Γιώργος, Κώστας και Δήμος (Γλυκονέρι). Γκασνταραίοι – Μουτσιαναίοι – Νταλακραίοι: Γιώργος και τα παιδιά του Μήτρος και Θόδωρος (Σάλπη). Νταλακούρας Κώστας (Αμαξάδες). Μακραίοι: Σπύρος (Σάλπη). Κιτσιάς Χρήστος (Ίασμος).
  4.  Μέχρι το 1932  το καλοκαίρι, πηγαίναμε στα βουνά της Δράμας. Μέχρι που έγινα εγώ πέντε χρονών δηλαδή. Θυμάμαι όταν περνούσαμε από το Παρανέστ’, θυμάμαι που με είχανε πανωσάμαρα στο άλογο, τα χαράρια από εδώ και από εκεί  και με είχαν απάν και  κοίταζα στα σπίτια έξω είχαν πιπεριές, κόκκινες πιπεριές, κρεμασμένες να στεγνώσουν  σε αρμάθες και κοίταγα και κουλτούμ’σα, έπεσα κατ’ απ’ τ’ άλογο.
  5.  Ο πατέρας μ’ ήταν μόνος τα’  πάηναμαν από εδώ (Μαυροκκλήσι) κι γυρνούσαν απ’ τους Καντρατζήδες με το θείο το Νικολάκ’ και οι άλλοι από εκεί, τα άλλα τα αδέλφια τ’ από την Αλεξανδρούπολη και έβγαιναν στην Μπουζάλα. Τσέλιγκας ήταν o Μπάρμπα Νίκας  από την Αλεξανδρούπολη, που ήταν ο τρίτος  στ’ σειρά αδερφός.
  6.   Από την Ανατολική Θράκη, από τις Σαράντα Εκκλησιές,  το είκοσι δυο (1922) πέρασαν το ποτάμ’ όλοι .΄Ενα χρόνο έκαμε στο Κ’φόβουνο, ήρθε εδώ επειδή ψόφ’σαν τα πρόβατα τ’ από στρουμπάρα , πιάνονταν, αγκύλωναν τα πόδια, γιατί πέρα στ’ Σαράντα Εκκλησιές ήταν στέγνα, ξέρα, είχε μπουζλούκι , στριβάρ’ ο τόπος , στριβάρια ήταν, δεν ήταν  το ήμερο το χορτάρ’ εκεί  ήταν άγρια χορτάρια ενώ εδώ είχε γερά χορτάρια, λόγω το ποτάμ’ και τά πιασε στρουμπάρα και ψόφ’σαν πολλά …‘ξακόσια  του ‘μειναν και από κεί μετά ήρθαν όλ’ μαζί  εδώ.

         4+A-Picture+027.jpg

  •  Ο Αρχιτσέλιγκας Νίκας Πιστόλας– Σαράντα Εκκλησιές Ανατολικής Θράκης – 1919
  •  Με τ’ς Μποναίοι, έσμιξαν όλ’ μαζί, με τ’ς Μποναίοι, Τσαραγκλαίοι, όλοι ένα Τσελιγκάτο  με τσέλιγκα τον Μπόνια το Γιώργο. Όλοι ένα τσελιγκάτο μέχρι το τριανταδυό (1932)  πήγαιναμαν έρχομασταν  στα βουνά της Δράμας.

            9+%CE%9A-Picture+022.jpg

  • ΠΙΣΤΟΛΑ-ΓΙΑΡΙΜΗ-ΜΙΚΡΟ ΔΕΡΕΙΟ 1952
  •  Ήταν ένας Γιάνν’ς  Πιστόλας του προσπάππου μ’ τ’ Νικόλα αδελφός ήταν. Αυτός  είχε δυό πιστόλια και συνέχεια μπαμ-μπουμ και  ήταν και παλικαράς πολύ. Όλοι έλεγαν: Ποιος; O Μπιστιόλ’ς ( γιατί Μπιστιόλα έλεγαν  το πιστόλ’) έμεινε Μπιστιόλ’ς.
  •  Το σαράντα εξ’ ήρθαμαν μέσα στο Μαυροκκλήσ’. Το Σαράντα επτά, τον άλλο χρόνο δηλαδή έφκαμαν πάλι στ’ν Αλεξανδρούπολ’ γιατί…ανταρτιά εδώ πολύ.
  1.     ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΙΚΑ 
  2.  .«Οι κλέφτες οργανώνονταν σε μια ψηλή ραχούλα, βάνουν και μπερμπερίζονται και στρίφτουν τα μουστάκια».
  3.  Του Χατζηστέργιου η ανηψια , του Ρήγα η δυχατέρα για δες καμάρι που φορεί , για δες καμάρι πω ‘ χει…
  4.  «Κώστα μ’ τα χιόνια λιώσανε και τα πουλιά το λένε».
  5.  «Περιβόλι μου λουμένο  μαργαρήθανο σπαρμένο, πω ‘χεις γύρω – γύρω δάφνες και  στη μέση μαντζουράνες , πω χεις μια μηλιά στη μέση  που βεργολογάει να πέσει, πάει ο νιος να πάρει μήλα  και μαράθηκαν τα φύλλα »
  6.  « Τα’ ακούς Μαυριδερούλα μου και συ μελαχροινούλα μου,  τι λένε γι α τι μένανε αλλοίμονο για σένανε, λένε να με σκοτώσουνε και σ’ άλλον να σε δώσουνε, για δυο λογάκια που ‘παμε και τα πες τ’ αδελφού σου»(Σπύρος Πιστόλας)

……..

Πίστουμα , απίστουμα  (επιρ): Μπρούμυτα, πρηνής.
πστρέφι, του = ξυλοδαρμός.

πίστρουμα, του = 1.στρίφωμα.2.πλάκωμα στο ξύλο

πιστρόφια, τα = επιστροφή του νιόπαντρου ζευγαριού στο κονάκι του πατέρα της νύφης λίγες μέρες μετά το γάμο.

Πίστρωμα (το): Το δίπλωμα.
Πιστρώνομαι ή πστρώνομαι ή πστρώνω  (ρ): Σκεπάζομαι καλά, τυλίγομαι,διπλώνω τα κλινοσκεπάσματα για να μην κρυώσω
 = τι πστρώνισι έτσ,τόσο πουλύ μαργώνς;

πιστρώνου = 1. διπλώνω, γυρίζω, κονταίνω, φκιάχνω ρεβέρ στο παντελόνι, στριφώνω 2. -ουμι  όταν κάθομαι καταγής, μαζεύω (διπλώνω) τα πόδια μου και καλύπτω με το φουστάνι μου ευαίσθητα σημεία του σώματός μου, κάθομαι σεμνά:

= δεν αντρέπιστι κουπέλις πώς κάθιστι έτσι; Για πιστρουθέίτι λίγου…

3.Καλύπτομαι, τυλίγομαι καλά-καλά:

= πιστρώθ΄κα μι ’ν κάπα κι ξημέρουσα.

  1. πίτα = πίτα με κρέας = κριασόπ’τα
  2. πετρόπ’τα, πιτρόπ’τα = πίτα με φύλλα. 
  3. παρηγουριά  = πίτα μετά την κηδεία.
  4. γκουγκβάλα = πίτα πρωτοχρονιάς.
  5. μπουκ’βάλα = η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα, από ψίχουλα ψωμιού και τρίμματα τυριού.
  6. μπλανό, μπλαστό,πλατσίντα, μπλατσίντα = είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα.
  7. στριφτόπ’τα = στριφτή.
  8. μουτζουντή = πίτα με φύλλα που ανοίγουν στο χέρι(χωρίς πέτρα) και τοποθετούνται στο κέντρο του ταψιού και ωθούνται προς τα άκρα. 
  9. χλουρόπ’τα = πίτα με βάση φρέσκο τυρί.
  10. βουστ’νόπ’τα = πίτα που γίνεται με κλωτσοτύρι με βουστίνα ή ξινοτύρι.
  11. ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο ότι η τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή ψαριών.
  12. σταχτόκλουρα = ζυμαρόπιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας.
  13. τραχανόπτα = πίτα από τραχανά. 
  14. κουλυρόπ’τα, κουλυρή = πίτα που τα φύλλα τα τυλίγουμε κυλινδρικά (ρολό) και τα βάνουμε στο ταψί.
  15. πτουγαλόπ’τα = πίτα που γίνεται με πτοόγαλο.
  16. κουσ’μαρόπ’τα = πίτα που γίνεται με κουσμάρι.
  17. Το κουσμάρι παρασκευάζεται από τυρί φρέσκο, το οποίο χαράζουμε σε 8-10 κομμάτια, το αλατίζουμε λίγο και την άλλη ημέρα το βάζουμε σε μια κατσαρόλα. Με μια ξύλινη κουτάλα το χωρίζουμε σε μικρότερα κομμάτια, το βάζουμε στη φωτιά και αρχίζει να λιώνει. Όταν γίνει σαν γάλα, ρίχνουμε το αλεύρι λίγο-λίγο σαν βροχή. Αρχίζει να γίνεται κρέμα και να βγάζει λάδι. Το ανακατεύουμε συνέχεια και όταν ξεκολλάει από την κατσαρόλα και έχει γίνει μια μάζα το ρίχνουμε στο πιάτο και το σερβίρουμε κρύο. Μοιάζει με μαλακό κίτρινο τυρί. 

πιτούμινα, τα = πτηνά, πουλιά.
πιτούμινους, -η, -ου = αυτός που είναι πολύ γρήγορος, που είναι σα να πετάει.

= είμ’ αγλήγουρη κι πιτούμινη.

πιτρίτ’ς, ου = πετρίτης, είδος γερακιού των βράχων:

= να γιένουμουν χρυσός αϊτός κι αγλήγουρους πιτρίτης.

πιτρόλαδου, του = πετρέλαιο.

πιτρουβουλάου = λιθοβολώ.

πιτρουβούνι, του = βραχώδες και γυμνό βουνό

πιτρουγέφυρα, τα = πέτρινα γεφύρια:

= ου κόσμους φκιάνουν ικκλησιές, φκιάνουν κι μαναστήρια.

   Φκιάνουν κι πιτρουγέφυρα για να πιρνάει ου κόσμους.

πιτρουπέρδικα, η = πέρδικα που ζει στα βραχώδη μέρη.

πιτρουτά, τα = βραχώδη μέρη:

= αυτού στα πλάια που κοιμάσι κι στα πιτρουτά .

πιτρώνει η αρρώστια  = με καταβάλλει, με ταλαιπωρεί για πολύ καιρό:

= μι πέτρουσι νια γρίπη του χ’μώνα!

πιτσουκόβου = κατακομματιάζω, κατασφάζω.

πιτσώνου = 1. χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη. 2. επιδιορθώνω τα υποδήματα κολλώντας στο τρύπιο μέρος ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα. 

πιτχαίνου = επιτυγχάνω.

Πιχειριστώ  ή πιχερείζομαι ή πιχιρίζομαι (ρ):1.Αναλαμβάνω να διεκπεραιώσω μια υπόθεση.

2.ασχολούμαι με κάτι.

3.αναλαμβάνω να δείρω κάποιο άτομο.
= κάτσι φρόνημα γιατί θα σι πιχειριστώ και δεν ξέρς πόσις θα μάσεις.

πιχνίσματα, τα  = παιχνίδια, γρίφοι, σπαζοκεφαλιές:

= τραγούδια κι πιχνίσματα ιγώ ’χου στου διφτέρι

    κι του διφτέρι μ’ στουν ουντά κι ποιος να μου το φέρει.

πλάια, τα = πλάγια, πλαγιές.

= πήρι τα πλάια – χάζεψε.

πλαϊάζου =  κοιμάμαι.

πλαϊανός, -ή, -ό = ο διπλανός.

πλάκα = σύνολο από τα έξοδα της στάνης:

  •   κι αρχίναγαν μι του βιο κι έκαναν τα πράματα «πλάκα»,δηλ. μάζωναν κι έγραφαν το σύνολο τα πράματα που είχαν υποχρέωση να πληρώσουν τοπιάτικο, ρόγα, τζερεμέδες κι άλλες υποχρεώσεις .

πλάκα, η = επίπεδη πέτρα.
πλακανήθρα, η = μεγάλη επίπεδη πέτρα που τη βρίσκουμε συνήθως στα ρέματα.

πλακιά, τα =  πλάκες αργυρές ή μεταλλικές που ενώνουν τις αλυσίδες που φορούν οι γυναίκες στο λαιμό τους ή στο στήθος τους:

= ιψές την είιδα στου χουρό, χρυσά πλακιά φουρούσι.

πλάκιασι του ζ’γούρι = αδυνάτισε πολύ.

πλάκουμα, του =  συνουσία.
πλακώνου = 1. καλύπτω, σκεπάζω. 2. συνουσιάζομαι.

πλανεύου = 1. παραπλανώ, απατώ. 2. –ουμι παραπλανιέμαι.
πλάνους, ου = αυτός που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψεύτικες προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις:

= ου ύπνους είνι θάνατους κι του κρασί είνι πλάνους.

πλαντάζου = σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου, στενοχωριέμαι πολύ.

π’λάρα, η = θηλυκό πουλάρι.
π’λάρι, του = νεογέννητο άλογο.

  •    ΠΛΑΡΙΝΟΣ-ΠΛΑΡΝΟΣ-ΜΠΛΑΡΝΟΣ 

πλάση, η = σύμπαν:

= όντας ιστήθ’κι ν-ου ουρανός κι θιμιλιώθ ’κι η πλάση, τότι κι ’γω σ’αϊγάπησα .

πλαστήρι, του  = ξύλινο στρογγυλό σανίδι στο οποίο πλάθουμε τα φύλλα για τις πίτες. 
πλάστρ’ς, ου,  μπλάστρ’ς, πλάστ’ς= πλάστης (εργαλείο κουζίνας) -ξύλινη ράβδος για να πλάθουμε τα φύλλα από τις πίτες.

πλάτη, η = 1. ωμοπλάτη. 2. σπάλα από ζώα.

πλάτουμα, του = πλατύς και ανοιχτός χώρος.

πλατουνόρα, η = προβατίνα με πλατιά ουρά.

πλατσ’κουτή, η = μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα μέσα

πλατσιανάου , μπλατσιανάω = πλατσουρίζω, παίζω με τα νερά, τσαλαβουτάω.

πλατσκουμύτ’ς, ου = αυτός που έχει πλατιά και πατημένη μύτη.

πλατώνια, τα = μπλατυκέρατα ελάφια:

= κι ακούου τ’ αρκούδια πάλευαν, πλατώνια να ρικάζουν. 

πλατώνου, η = γεροδεμένη κι άξια γυναίκα:

= έξι μήνις πέντι αδράχτια πότι τα ’ γνισα η πλατώνου.

πλέξουν, να = πλέξουν τα καράβια να πλεύσουν:

= να κρουσταλλιάσει η θάλασσα, μην πλέξουν τα καράβια,

   να μην πιράσει η κλιφτουριά, μην πάει στουν Πειραία. 

πλέου = πλέκω.

πλευριτώνου =  κρυώνω πολύ, αρρωσταίνω από πλευρίτη.

  • Του Πλιάτσικα (αρχές 19ου αι.)

    Πέρα σ’ εκείνο το βουνό, το κορφανταριασμένο.
    τόχ’ ανταρούλα στην κορφή κι καταχνιά στον πάτο,
    στην αποκείθε τη μεριά, που’ναι νιά κρύα βρύση,
    ν-εκεί ο Πλιάτσικας κείτεται πικρός, φαρμακωμένος,
    με τα ποδάρια στο νερό και το κορμί στο χίονι.
    Τα παλικάρια φώναξε, κάθεται τα διατάζει.

    Ο Πλιάτσικας έδρασε στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., πρώτα ως αρματολός στην Ελασόνα και αργότερα ως κλέφτης στην περιοχή του Ολύμπου. Το τραγούδι έχει ομοιότητα με εκείνο της συλλογής του Πασσόφ.

  • Ο Κασομούλης μας πληροφορεί ότι ο Πλιάτσικας ήταν αρματολός στον Όλυμπο, διάδοχος του Βλαχοθόδωρο και σύγχρονος του Νικοτσάρα.
  • Σκοτώθηκε στα 1810, σε σύγκρουση, όταν ο Βελήπασιας κυνηγούσε τους αρματολούς στη Θεσσαλία.

πλιμόνι, του = πνευμόνι.
πλιμουνόχουρτου, του = χόρτο που μοιάζει με φασουλιά. Το χόρτο αυτό το χρησιμοποιούμε  για να θεραπεύουμε ασθένειες στο πνευμόνι των ζώων ή των ανθρώπων.

πλιξίδια, τα = πλεξούδες:

= φέρνει τους νιους απ’ τα μαλλιά, τις νιες απ’ τα πλιξίδια.

πλιότιρους, -η, -ου = περισσότερος.

πλουμισμένους, -η, -ου = στολισμένος.
πλουμπί, του = στολίδι.
πλουταίνου =γίνομαι πλούσιος.

πλουχειριάζου = ρίχνω αλεύρι στο γινωμένο ζυμάρι, το ζαναζυμώνω και του δίνω το σχήμα του ψωμιού που θέλω να φτιάξω.
πλόχειρου, του-απλόχειρου =όσο χωράει η χούφτα ενός χεριού :

= φέρι μ’, ιένα απλόχειρου αλάτι.

πλύματα, τα = νερό με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι μετά το ζύμωμα και περιέχει ένζυμα από το προζύμι. Το χρησιμοποιούμε για καλλυντικό (νίβονται οι γυναίκες στο πρόσωπο).

πλυστρουσκάφ’δου, του =σκάφη που πλένουμε.

ποιήνους = ποιος.

πόνα, η = που προκαλεί πόνο:

= τι κλαίς κουκουτάκου; μι τσίμπσι η πόνα.

πόντλα, πήρι τα πόντλα = εξαφανίστηκε, πήρε τα μάτια του, χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού πήγε.

πόριμα, του = διαβίωση.

πόρους, ου =1. κατεύθυνση, πορεία. 2. εύκολο πέρασμα σε ποτάμι.

πόσι, του = κεντημένη μεταξωτή σκούφια, που φοράνε άντρες και γυναίκες, και καλύπτει συνήθως την κορυφή και το πίσω μέρος από το κεφάλι:

= κόρη νιραντζουμάγουλη κι γαργαρουλαιμούσα,

   χαμήλουσι του πόσι σου για να κρυφτούν τα μάτια .

πόστα, η = σειρά.

πότις = πότε.

πουδαράτους, -η, -ου =  αυτός που προχωράει με τα πόδια.
πουδάρι, του =  1. πόδι. 2. μονάδα μέτρησης μήκους 3. το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να το γνέσουμε.
πουδένου = 1. φοράω παπούτσια σε κάποιον ή του τα εξασφαλίζω. 2. –ουμι βάζω τα παπούτσια μου :

  •             χρυσά παπούτσια ήφιρα, νύφη μ’, να σι πουδέσου.

πουδιά, η = 1. ποδιά. 2. τραχηλιά.

πουδότ’ς, ου = οδηγός
πουδουβουλή, η = 1. κρότος που προέρχεται από το βάδισμα πολλών ανθρώπων ή ζώων. 2.ντόρος, συγκλονιστικό νέο:

= αϊκούστι νια πουδουβουλή κι ιέναν μιγάλου λόγου.

    του Βασιλάκη βάρισαν, αυτόν τουν καπιτάνου .

πουκάμ’σου, του –κάμσου =κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.

  •       ΠΟΥΛΑΡΙΝΑΙΟΙ 
  •    Χαλκερό.

πουλ’σιά, η = πούλημα.

πουλίτ’ς, ου =  άνθρωπος από πόλη.
Πουλίτις, οι = οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στη Θράκη και στα μέρη κοντά στην Πόλη.

  •  Οι Σαρακατσάνοι, είχαν, και έχουν, εντυπωσιακή ομοιογένεια, στη γλώσσα,

στα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής. Διακρινόταν σε τέσσερις κύριες ομάδες

πληθυσμού ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση. Οι ομάδες αυτές περιελάμβαναν

τους Ηπειρώτες, τους Κασσανδρηνούς, τους Μωραΐτες και τους Πολίτες .

πουλυαγαπημένους, -η, -ου = πάρα πολύ αγαπημένος.

πουλυξιτάζου = εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια.

πουμπώνου = 1. μπουκώνω, παθαίνω ασφυξία. 2 -ουμι. παθαίνω ασφυξία.

πουντ’λιάρ’ς, -α, -κου = πεισματάρης.

πούντα, η = δυνατό κρυολόγημα.
πουντιάζου = κρυολογώ σοβαρά.

πουντίλιου, του = πείσμα:

= το ’βαλι πουντίλιου κι πήγι κι ν’ έκλιψι ’ ν κουπέλα.

πουρδουκλάνου = αδιαφορώ:

= ιμάς μας έζουσαν τα φίδια κι αυτοίν πουρδουκλάνουν.

πουρεύου =1. ζω, διάγω, τα βγάζω πέρα:

= του πώς πουρεύεις, αδιρφέ, ν-ικεί μακριά στα ξένα; .

2. -ουμι βιώνω τη ζωή μου, συντηρούμαι

πουρναρόλογγους, ου = λόγγος με πουρνάρια.
πουρναρόξ’λου, του = ξύλο από πουρνάρι.

πουρνάρι =  Από τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο διαδομένα φυτά της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυός (“δρυς η κοκκοφόρος” και “δρυς η πρίνος”), που φυτρώνει συνήθως με θαμνώδη μορφή, σχηματίζοντας εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από πουρνάρι, είτε με άλλα δένδρα και θάμνους. Άλλοτε ορθώνεται ασκητικό, παίρνοντας τη μορφή και τις διαστάσεις δένδρου. Είναι το αφθονότερο είδος των αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι την ζώνη του ελατιού, σε υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων.

  •                    Γιάνναινα

                                                (Συρτός)

                        Γιάνναινα, Γιαννάκαινα,-κουντο-Γιαννακάκαινα,

                        να μην πας για λάχανα,-θα μας φέρεις βάσανα,

                       να μην πας για λαχανίδες,-θα σου κόψουν τις κοτσίδες,

                       να μην πας και για πουρνάρια,-θα σου κόψουν τα ποδάρια.

πουρναρόρριζα, η = ρίζα από πουρνάρι.
πουρνάρουμα, του =  το στρώσιμο του μαντριού με πουρνάρια.

πουρνό, του = πρωινό.

πούσι, του = ομιχλώδης ατμόσφαιρα.

πουστακιά, η =τομάρι από το ζώο μαζί με το τρίχωμά του που το έχουμε για στρωσίδι..

πούστ’ς = πούστης.προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία είναι πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο.

πουταμιά, η = περιοχή γύρω από το ποτάμι:

= κι αγνάντιψι την πουταμιά κατά την κρύα βρύση,

    να δεις κιφάλια κλέφτικα, κουρμιά δίχους κιφάλια .

πούτανους, ου = απελευθερωμένη ή ανήθικη γυναίκα.

πουτές =  ποτέ:

= πουτές μου δεν ιμάλουσα μι Τούρκους, μι Ρουμαίους 

πουτσαράς, -ίνα = 1. δυνατός, γενναίος άντρας, άξια, δυνατή γυναίκα 2. δυνατός στο σώμα αλλά κάνει κακή χρήση της δύναμής του, δηλ. στην ουσία αδύνατος:

= και κανιά βολά, άμα τόλεγε -η μάνα μου-και κανιά κουβέντα από την αγανάχτήσή της, δεν το είχε και σε τίποτα ου πουτσαράς, να την καταχεριάσει κιόλας 
πουτσούλας, ου ,  = πουτσα­ράς:

= πυρώσ’, πυρώσ’, πουτσούλα μου, κι τήρα γυρουβουλιά σου.

πράματα, τα = 1. ζώα. 2. αλογομούλαρα

πραματιφτόιπουλου, του = μικρός πλα­νόδιος έμπορος.

πραμαχουγιός, -πούλα =  αρχοντόπουλο, -ούλα:

= ποιος είιδι κόρην έμουρφη στη σκάλα ν’ ανιβαίνει.

    ανέβινι, κατέβινι κι για νιρό πααίνει

    κι βρίσκει τουν πραμαχουγιό πουτίζει τ’ άλουγό του .

 

  •  7.jpg

πρασ’λήθρις, οι = άγρια λαχανικά.

πρασόμαλλη, -ου = προβατίνα με μακρύ, ίσιο και πολύ μαλλί.

  • Μπήκαν μωρέ μπήκαν τα γίδια στο μαντρί
  • Μπήκαν μωρέ μπήκαν τα γίδια στο μαντρί
    Τα πρόβατα στη στρούγκα Χρυσούλα μ’ κι αδερφούλα
  • Κι η Χρύ- μωρέ κι η Χρύσω  δεν αγνάντεψε,
    η Χρύσω μ’ δεν εφάνη να ροβολάει στη στάνη
  • Ώρε ροβόλατα ροβόλατα τα γίδια και τα πρόβατα
    Ροβόλατα ροβόλατα τα γίδια τα λιανώματα.Ρωτά- μωρέ, ρωτάτε τους τσοπάνηδες
    και τις τσοπανοπούλες βλάχους κι βλαχοπούλεςΜην ει- μωρέ, μην είδατε τη Χρυσαυγή;
    Τη Χρύσω τη μικρούλα και τη σταυραδερφούλα;Ώρε ροβόλατα ροβόλατα τα γίδια και τα πρόβατα
    Ροβόλατα ροβόλατα τα γίδια τα λιανώματα.

    Νεψές μωρέ νεψές προψές την είδαμε
    σε μια ψηλή ραχούλα Χρυσούλα μ’ κι αδερφούλα

    Και γλυ- μωρέ και γλυκοκουβεντιάζανε
    μαζί με τον Νταβέλη το Χρήστο το λεβέντη

πράτα τ’ς = πρόβατά της:

= η Βασίλινα, αφού χήριψι, πήρι τα πρατά τ’ς κι πήγι στ’ αδέρφια τ’ς.
πρατάκια, τα = υποκοριστικό του πρόβατα.
πρατάρ’κα γίδια = γίδια που βόσκουν μαζί με πρόβατα. 

πρατάρ’κου τραΐ γκεσέμι  =τραΐ που οδηγεί τα πρόβατα. 
πρατάρ’ς, ου = προβατάρης, αυτός που έχει πρόβατα.
πρατίλα, η = μυρωδιά από πρόβατα, προβατίλα.
πρατίνα, η = προβατίνα:

= η κουπέλα κι η πρατίνα σι πααίνουν στουν ουχτρό σ’.
πρατόγαλου, του =  πρόβειο γάλα. 
πρατόγρικου, του = γρέκι  για πρόβατα.
πρατόκλιτσα, η =  κλίτσα που παίρνουμε κοντά στα πρόβατα. 
πρατόστρουγκα, η = στρούγκα για τα πρόβατα τα γαλάρια,

πρατότουπους, ου = τόπος κατάλληλος για να βόσκουν πρόβατα.
πρατουδ’λειά, η = επαγγελματική ένασχόληση με τα πρόβατα. 
πρατουκούδ’να, τα = κουδούνια για τα πρόβατα. 
πρατούρι, του = κοπάδι από πρόβατα, μικρό κοπάδι από πρόβατα.
πρατουστέφανου, του = στεφάνι για τα κουδούνια από τα πρόβατα.
πρατουτόμαρου, του = τομάρι από πρόβατο.
πρατουχλίψη, η = στενοχώρια, έγνοια για το κοπάδι και κυρίως το χειμώνα ,που οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες για τα κοπάδια.
πρατουψάλ’δου, του = ψαλίδι με του οποίο κουρεύουμε τα πρόβατα. 
πρατόχουρτα, τα = χορτάρια που τα τρώνε τα πρόβατα..

 = Είχα ανάγκη από ένα σκ΄λι. Μ’ προξέν’σαν ένα καλό πρατάρ’κο σκ’λί. Toυ πήρα κι το ‘φερα στα κονάκια.

πράττου = τραγματοποιώ, κάνω.

πρέπει = ταιριάζει, αζίζει, αρμόζει.

πρέπιους, -α, -ου = καθώς πρέπει, ξεχωριστός :

= πρέπιους άντρας ου μπαρμπα-Αντώνς.
πρέπιου, του = πρέπον.

πριπούμινους, -η, -ου = πρέπων .

πριτζιπάτα, τα = τσελιγκάτα. Χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή για δείξουμε ότι το τσελιγκάτο πηγαίνει κληρονομικά από τον πατέρα στο γιο.

πριτσαλιώντι τα = γίδια ζευγαρώνουν.
πριτσιάλους, ου =1. ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα. 2. χρόνος του ζευγαρώματος.

πριτσιανάν τα = κλαριά τριζοβολούν.

πρόβειους, -α, -ου = αυτός που προέρχεται από το πρόβατο:

  = του πρόβειου γάλα είνι πιο παχύ απ’ του γίδ’νου.

προικιάρ’κα, τα  =αυτά που έχουν σχέση με την προίκα:

 = είχα κι κάνα ’κουσιαριά πρατίνις προικιάρ’κις.

πρόσγαλου, του = γάλα που πέφτει στη μαγιά και την εμπλουτίζει σε βούτυρο.

πρότα, τα = πρόβατα.
πρότου, του = πρόβατο.

προυβάλλου = εμφανίζομαι, παρουσιάζομια:

= πουλάκι μ’, πούθι πρόβαλις και πούθι να πααίνεις; .

προυβουδίζου = ξεπροβοδίζω.

προυγκάου =1. εκφοβίζω. 2. ξαφνιάζομαι και τρέπομαι σε φυγή.

προυγόνι, του = παιδί του ή της συζύγου από προηγούμενο γάμο.
προυγουνέοι, οι = πρόγονοι

προυζύμια, = τα έθιμο του γάμου. Την Πέμπτη το βράδυ ή την Παρασκευή το μεσημέρι αναπιάνουμε τα προζύμια για να φτιάσουμε την κουλούρα του γαμπρού και τα ψωμιά του γάμου. Στα προζύμια χρειάζονται δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που να έχουν μάνα και πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή. Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν το αλεύρι. Αλευρώνουν την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και γριές. Αυτοί που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κόσκινο κεράσματα.

προυζυμουλόους, ου =μικρό δοχείο στο οποίοι βάνουμε το προζύμι

προυϊμίζου = γίνομαι πρώιμος.

προυκάνου = προλαβαίνω

προυκόβου = προκόπτω, προοδεύω.

προυξιν’τής, ου = προξενητής.

προυόβουλους, ου = ατσάλινο μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο ανάβω φωτιά.

προυπάου = προλαβαίνω:

= φεύγουν τα λάια πρόβατα, μαρή Μαριγώ,

    γιε μ’, στα χειμαδιά να πάνι, νύχτουσι κι δεν προυπάνι.

προύσα, η = αναμμένα κάρβουνα
προυσάναμμα, του = μικρή ποσότητα ύλης (κυρίως ξύλα) που τη χρησιμοποιούμε για να μεταδώσουμε τη φωτιά

προυσβαβά, η = προσγιαγιά.

προυσγάλ’σι ου κιρός = καλυτέρευσε ή καλυτέρευσε πρόσκαιρα ή καταλάγιασε αρκετά:

= προυσγάλ’σι λίγου, σύρτι κι μάστι τα γίδια.

προυσγιλάου = χαμογελώ.

προυσδιαβαίνου = προσπερνώ.

προυσηλιακό, του = προσήλιο.

προυσκ’νάει η νύφη = 1. σκύβει το κεφάλι και έχει τα μάτια όλο χαμηλά από ντροπή ή σεβασμό  2. νυστάζει:

=  απόστασι η νύφη σήμιρα κι τώρα προυσκ’νάει.

προυσκαλάου = προσκαλώ

προυσκιέφαλου, του = μαξιλάρι.

προυσκιφαλάρια, τα = προσκέφαλα:

μάνα κι γιος κοιμότανι σ’ ιένα προυσκιφαλάρι,

     μάνα κρατούσι του κιρί κι ου γιος ψυχουμαχάει.

προυσκλαίουμι  =κλαίγομαι σε κάποιον, παραπονιέμαι, τον παρακαλώ.

προυσκουλλιώμι = έρχομαι απρόσκλητος σε συντροφιά.

προυσλιάζουμι = απολαμβάνω τον ήλιο στο προσήλιο.

προυσπαθάου  =προσπαθώ

προυσταγή, η = διαταγή, εντολή.

προυσφάι, του = κάθε τι που το τρώμε πρόχειρα με ψωμί(με οικονομία):

= να φέρ΄ η Ρίνα του ψουμί κι η Χάιδου του προυσφάι.

προυσφέρου = παρομοιάζω, μοιάζω:

= σ’ είιδα ιγώ στου παζάρι κι σι προυσίφιρα στουν πατέρα σ’.

προυτόινη, η = πρωτάρα, προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά.

προυχτέ ,τα = προχτές:

= τα προυχτέ είν’ άλλου. Πες πως δε θα ματακλέψεις κι θα τραγ’δήσου.

πρυουβουλού = προσπαθώ να ανάψω φωτιά με τον πρυόβολο,

πρώιμα αρνιά = αυτά που γεννιούνται στην αρχή του γέννου.

πρωιμουτύρια, τα = πρώιμα τυριά.

πρωτουξάδιρφα, τα = πρώτα ξαδέρφια.

πρωτουπαλλήκαρους, ου = πιο γενναίος, τολμηρός και δραστήριος νέος. Στους κλέφτες υπαρχηγός.
πρώτους, ου = καπετάνιος στους κλέφτες:

= πιδιά μ’, ποιος είνι ου πρώτους σας, θέλου να τουν γνουρίσου.

πρωτουτσέλιγγας, ου = πιο πλούσιος, αυτός που έχει το πιο πολύ βιο, την πιο μεγάλη στάνη

πσουκάτ’ = προς τα κάτω: 

= κάνι πσουκάτ’.
πσουπάν’=  προς τα επάνω.

πσουπέρα = προς τα πέρα.
πστόβλιακας, ου = αυτός που κάθεται παράμερα, μοναχικός .

π’τόλαχανα, τα = χόρτα για πίτα.
πτόγαλου, του = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο στάδιο της πήξης του ή έχει πήξει, αλλά δεν το βάλαμε στην τσαντίλα για να στραγγίσει.
πτουγαλόπ’τα, η = πίτα που γίνεται με πτόγαλου.

πυρόβουλα, τα = πυροβόλα:

= τρία βαριά πυρόβουλα, τρία βαριά κανόνια,

    το ’να χτυπάει τουν Αη-Λιά κι τ’ άλλου τη Μουργκάνα.

πυρουμάχους, ου = όρθια πέτρα και «παλαμισμένη» με πολύ χώμα που τη βάνουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και να στηρίζει τα ξύλα που καίμε στη φωτιά

πυρουστιά, η = μεταλλικός τρίποδας ή τετράποδος για να ακουμπάνε τα σκεύη, όταν τα βάζουμε στη φωτιά, για να μαγειρέψουμε.
πυρώνου 1. ζεσταίνω στη φωτιά:

= κόψτι κάνα δυο φέτις ψουμί για να τ’ς πυρώσουμι.

2. -ουμι ζεσταίνομαι στη φωτιά:

= πυρώσ’, γιατί είσι βριμένους.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων