B
-
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά
Ν- ισείς βουνά, ψηλά βουνά κι ισείς κρύες βρυσούλες,
τους βλάχους τι τους κάνατε, τους Σαρακατσιαναίους;
-Στα χειμαδιά τους στείλαμε και πίσω δεν μας ήρθαν.
Κλαίνε τα πεύκα κι οι οξυές, τα ξύλα που σαπίζουν,
Κλαίνε και τα ψηλά βουνά και οι κρυοβρυσούλες:
Θα’ρθει κάνας καλός καιρός κι η λευτεριά στουν κόσμου,
θα βγούν οι βλάχοι στα βουνά, θα βγουν κι οι βλαχοπούλες,
θα βγούν τα λάια πρόβατα με τα λαμπρά κουδούνια,
θα βγούν τ’ αρνάκια παίζουντας κι οι μπιστικοί σιουρώντας. - Κατά την παράδοση των Σ. της Σερβίας, το ωραιότατο αυτό τραγούδι το βγάλανε, όταν κάποια χρονιά τους εμπόδισαν οι Τούρκοι να βγουν στα βουνά τους.
β’νί, του = βουνό.
= έβγιναν στ΄ς Ξάνθ΄ τα βνά.
= Τα Μπανιώτ’κα ήταν καλά βνα .κι ιγώ πήγα κι τ΄ αγνάντιψα.
==Όταν ήρθαν οι Οθωμανοί “Βήκαμαν στα βνά”, έλεγαν οι γεροντότεροι.Από τους λεγόμενους “πολίτες” ένα μεγάλο μέρος έφυγαν από την Αν. Θράκη πριν το 1923 και πήγαν στα βουνά της Δράμας όπου δημιούργησαν τα τσελιγκάτα. Τα τσελιγκάτα στα βουνά της Δράμας εμφανίσθηκαν κατά το 1911-1913 και μέχρι το 1939-1940 ήταν περί τα πενήντα. Κάθε τσελιγκάτο είχε και τον Κεχαγιά του. Ο Κεχαγιάς του τσελιγκάτου ήταν υπεύθυνος για τις δημόσιες σχέσεις, καθώς και για την διαχείριση.
- Θα παραγγείλω στα βουνά
- Θα παραγγείλω στα βουνά να χαμηλώσουν λίγο
- κι αν δε μπορέσω να ανεβώ χαμπέρι θα τους στείλω
- ετούτη δω την άνοιξη να μη με καρτερούνε
- και οι ραχούλες οι ψηλές τραγούδια δε θα ακούνε
- Θα ανθίζουνε τα λέλουδα πουλιά θα κελαηδούνε
- κι οι πέτρες που’ ναι καθιστές δε θα ξεσηκωθούνε
- ήρεμο θα’ ναι το νερό στη λίμνη σαν καθρέφτης
- σαν έρθει στο κατώφλι μου ο χάροντας ο κλέφτης.
Βαγγιέλιου, του = Ευαγγέλιο.
βαδέκλα, η = περπατημένη γυναίκα, πρόστυχη, ανήθικη.
βάζου = 1. βουΐζω, κάνω μεγάλο θόρυβο:
= κι ακούου τα πεύκα που βουγκάν’ κι τις ουξιές που βάζουν.
2. φωνάζω δυνατά, σκούζω:
= την τραβάου στην καλύβα, σκούζει, βάζει σα γίδα .
βαζούρα, η = φασαρία, θόρυβος.
βαΐζου = 1. γέρνω προς τη μια μεριά:
= βάισι τ’ άλουγου κι θα τα γκριμίσει.
2. λυγίζω .
βαϊσμένους, -η, -ου = του έφυγε το μυαλό.
βάκρα, -ου = προβατίνα με μαύρο μούτρο και μαύρα πόδια.
βακρουκάλλισια, η = προβατίνα που έχει περισσότερα από την κάλλεσια και λιγότερα από τη βάκρα μαύρα στίγματα στο πρόσωπο, στα αφτιά και στα πόδια.
βαλαντουτό σύγνιφου = «θυμωμένο» σύννεφο, σύννεφο που θα φέρει μεγάλη κακοκαιρία:
= δυο σύγνιφα βαλαντουτά, τα δυο βαλαντουμένα.
το ’να ρίχνει ψιλή βρουχή, τ’ άλλου βαρύ χαλάζι.
βαλαντώνου = κακοκαρδίζω, στενοχωρώ κάποιον.
βαλμαριό, του = αλογομούλαρα της στάνης.
βαλμάς, ου = 1. αύτός που βοσκάει τα αλογομούλαρα. 2. αθώος, αυτός που δεν είναι και πολύ έξυπνος, «χοντροκομμένος»:
= όχι γαμπρό μαναχά δεν τουν κάνου,
αλλά ούιδι ’ια βαλμά τουν παίρου.
βαλμούσα, η = γυναίκα του βαλμά ή γυναίκα που είναι άξια να φυλάει μόνον τα άλογα, ανάξια γυναίκα:
= γίν’καν οι μπάντρις ν’κουκυρές κι οι ν’κουκυρές βαλμούσις.
-
βαλτουνιέρια, τα = νερά από τους βάλτους.
- Άσπρη βαμβακιά, άσπρη βαμβακιά
άσπρη βαμβακιά είχα στην πόρτα μου - Άσπρη βαμβακιά είχα στην πόρτα μου
μου την πήρανε την Παναγιώτα μου - Μου την πήρανε, μου την εκλέψανε
σ’ άλλη γειτονιά μου την παντρέψανε - Μου την πήρανε με τα λουλούδια της
μ’ άφησαν και ‘μένα τα τραγούδια της
βάνου στα πουδάρια = καταδιώκω :
= πήγαν του βράδυ να κλέψουν, τ’ς κατάλαβαν τα σκ’λιά κι τ’ς έβαλαν στα πουδάρια.
βάντα, η = 1. νήμα μαζεμένο σε κύκλους, μπούκλα, κούκλα με νήμα, τσικλί. 2. κλαδάκι από δέντρο. 3. σταφύλι.
βαντιέρα, η =δίσκος για κέρασμα.
βαραίνει η γνώμη = σκέπτομαι με λογική, με σωφροσύνη.
βαρβαρίτσα, η = κρεατοελιά .
βαρβαριτσουχόρτι, του = βότανο με το οποίο γιατρεύω τη βαρβαρίτσα.
βαργουμάου = δυσφορώ, παραπονούμαι, το φέρω βαρέως.
βαρεί ου νους = πηγαίνει ο νους σε κάτι, σκέφτομαι κάτι.
βαρέλα, η = μικρό ξύλινο βαρελάκι με το οποίο μεταφέρουν οι γυναίκες το νερό φορτωμένες στην πλάτη.
βαριακούου = ακούω άλλο αντί άλλου, δεν ακούω καλά.
βαριανταριασμένις ράχις =βουνοκορφές που σκεπάζονται από πυκνές ομίχλες:
= πέρα σι κείνου τουϊ βουνό του βαριανταριασμένου,
πο ’χει ανταρούλα στην κουρφή κι καταχνιά στουν κάμπου .
βαριαστινάζου = αναστενάζω με καημό, με πόνο.
-
Γλυκά ήταν, Θύμιο μ’, τα κρασιά
Γλυκά ήταν, Θύμιο μ’, τα κρασιά, παχιά και τα κριάρια
βαρύς ν- ήταν κι ο πόλεμος εννιά δραμιών βολίμι*
μου πήρε τις πλατούλες μου και πέσανε κομμάτια.
Κάθετ’ ο Θύμιος κάθεται σ’ ένα ζερβό λημέρι,
με τα πουλιά κουβέντιαζε και με τα χιλιδόνια
-Ν- αύριο πουλιά μ’, θα σηκωθώ θα διάβω από την πόλη,
θα γειάνουν κι οι πλατούλες μου…*βολίμι =μολύβι
βάριμα, του = χτύπημα, πληγή, τραύμα.
βαριόμοιρους, -η, -ου = αυτός που έχει κακή μοίρα, κακότυχος.
βαριουκοιμάμι = κοιμάμαι με βαρύ ύπνο:
= για σήκου απάνου λυγιρή κι μι βαριουκοιμάσι.
βαριουκούδ’να, τα = μεγάλα σε βάρος κουδούνια .
βαριουσκανιάζου = καταστενοχωρώ.
βάρισι λύκους = λύκος πλησίασε στο κοπάδι, τα σκυλιά τον έχουν επισημάνει και το κοπάδι κινδυνεύει.
βάρισι ου τόπους = έβγαλε χορτάρι.
βαριτάδις, οι =αυτοί που κεντάνε (ερεθίζουν) τις προβατίνες να περάσουν στη στρούγκα για άρμεγμα.
βαρκαδόρους, ου = βαρκάρης.
βαρκιέστηκα =βαρέθηκα:
= βαρκιέστηκα, μπιζέρισα στα έρημα τα ξένα .
βαρού =1. χτυπώ.2. σκοτώνω:
= μαύρα χαμπέρια ήφιρα, πικρά φαρμακουμένα, τουν Παύλου τουν βαρέσανι .
3. ληστεύω:
= οι Ριτζαίοι βάρισαν ’ν τράπιζα σ’ν Πέτρα.
4.στενοχωρώ:
= τι έχεις, Δημάκη μ’, κι βουγκάς κι βαριαναστινάζεις;
Μήιδα του χώμα σι βαρεί, μήιδα η άσπρη πλάκα ;
βαρού τα πρότα =κεντάω τις προβατίνες να περάσουν στη στρούγκα, για να τις αρμέξουν οι αρμεχτάδες.
βαρού τζαμάρα = παίζω τζαμάρα:
= βάρηγι, Γιάννου μ’, βάρηγι, βάρηγι τη τζαμάρα
κι αν μ’ απουστάσεις στου χουρό, γυναίκα να μι πάρεις .
βαρού του γάλατο = αποβουτυρώνω.
βαρυξουμπλιασμένους, -η, -ου = πολυστολισμένος:
= μο ’πισι του μαντίλι μου, του βαρυξουμπλιασμένου .
βαρυπληρώνου = ακριβοπληρώνω:
= αν είνι απού τους δούλους μου να τουν βαρυπληρώσου
κι αν είν’ απού τους σκλάβους μου να τουν ξιλιφτιρώσου.
βαρυχ’μουνιά, η = χειμώνας με πολλή κακοκαιρία, δύσκολος χειμώνας.
βασ’λεύου την Πρωτοχρονιά = προβαίνω σε κάποια ενέργεια, για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η αντίστοιχη ένέργεια. Π.χ. ρίχνω ντουφεκιές, για να μου πάει το ντουφέκι μου όλο τον χρόνο καλά .
βασ’λόσπ’του, του =παλάτι.
βασίλειου, του = κράτος με βασιλικό πολίτευμα:
βασιλίνα, η = βασίλισσα:
= να πω στο Γιώργο βασιλιά, να πω της βασιλίνας.
βασιλόκ’λουρα, η = βασιλόπιτα.
- Ξημέρωσε Βασιλική
- Ωρέ ξημέρωσε Βασιλική Ξημέρωσε μια χαραυγή
- Ξημέρωσε μια χαραυγή Ξύπνα καημέν’ Βασιλική
-
Ωρέ παν τα πουλάκια στην βοσκή Και συ κοιμάσαι μαναχή
- Ωρε ξημέρωσε Βασιλική Ωρε ξημέρωσε μαγκουφ’ αυγή
- Ωρε ξημερωσε μαγκουφ’ αυγη Ξυπνα καημεν’ Βασιλικη
- Ξύπνα καημέν’ Βασιλική Γιατι κοιμάσαι μαναχή
-
Έχω δυο μέρες να σε ιδώ Έχω δυο λόγια να σου πω
-
Έχω δυο λόγια να σου πω Βασιλική μου σ’ αγαπώ.
βασταηρός, -ή, -ό = αυτός που κρατιέται καλά από υγεία και είναι μεγάλος σε ηλικία:
= βασταηρός ου μπαρμπα-Γιώργους, κι ας είνι ουγδουντάρ’ς.
βαστάκι, του = θηλειά από το κουδούνι.
βαστάου =1. κρατώ. 2. νηστεύω.
βαστιώμι = 1. κρατιέμαι. 2. έχω οικονομική ευχέρεια:
= έχει πουλύ βιο κι βαστιώτι καλά.
3. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση από πλευράς υγείας:
= βαστιώτι καλά η Γούλινα-Βασίλινα.
βαστούμινους, -η, -ου= πλούσιος.
βαταλαλού = λέγω αερολογίες, λέγω κουβέντες χωρίς ουσία.
βατεύου = έρχομαι σε σεξουαλική επαφή .
βάτρα, η =μέρος που ανάβω τη φωτιά μέσα στο κονάκι ή τόπος που ανάβω φωτιά για να κάνω φαγητό , γωνιά.
- Για να κάνουμε τη βάτρα, στρώναμε πλάκες από κάτω, για να μπορούμε να ψένουμε κιόλας.
- Κάναμε ένα στρόγγυλο κι από την πίσω πλευρά βάζαμε μία πέτρα και γύρω-γύρω κόθρο με λάσπη, για να μη φεύγει η καρβουνιά.
- Πάνω είχαμε πυροστιά και μαγειρεύαμε.
- Είχαμε και καμμιά βάτρα το καλοκαίρι έξω, αλλά πιο πολύ μαγειρεύαμε μέσα.
- Ο καπνός έφευγε από πάνω, μέσα απ’ τα φυλλώματα και το άχυρο.
βατσ’νιές, οι = βάτα, βάτοι.
βαφόρρ’ζα, η =το φυτό αλκάννα η κοκκινοβαφής. Με τη ρίζα από το φυτό βάφω τα μάλλινα .
βγαλσιμουχόρταρου, του = φαρμακευτικό φυτό, μολόχα. Το χρησιμοποιώ για να σπάζω διάφορα σπυριά και να βγάζω το πύον .
βέλασμα, του = 1. φωνή προβάτου ή γιδιού.
= Νουδέ βελάζουν πρόβατα νουδέ βροντάν κουδούνια .
2 .άνθρωπος που δεν έχει καμιά σοβαρότητα και λέει ανοησίες:.
= αυτός είνι βέλασμα, τι τουν λουγαριάζεις.
βέργα, η = 1. βελόνα για να πλέκω. 2. άξονας από το πίσω αντί ,
βέργισμα, του =διαδικασία που ακολουθούν οι γυναίκες για να καθαρίσουν το τραγόμαλλο από τις σκόνες (χτύπημα με τριχιές) .
βζούλα = περηφάνια, λεβεντιά.
βήκι του σόι = χάθηκε η συγγένεια:
= του σόι είνι μέχρι τα τρίτα ξαδέρφια·
βια , με = με βιασύνη.
βιάζου = πιέζω κάποιον να κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του:
= πιδιά μου, μη μι βιάζιτι, θα σας του μουλουήσου .
βίγλα, η = 1. καραούλι, σκοπιά:
= ιγώ για κόρην έμουρφη, ιγώ για μαύρα μάτια,
ιγώ για την αϊγάπη μου τρεις βίγλις θαλά βάλου .
βιγλίζου = παρατηρώ από τη βίγλα, παραφυλάω, ξεχωρίζω από μακριά, διακρίνω, ερευνώ με το βλέμμα:
= απόψι είιδα στουν ύπνου μου, στου υπνουείνουρό μου,
είιδα δυο ’λάφια πο’ βουσκαν σ’ ιένα παλιουκαψάλι
κι ου κυνηγός τα βίγλιζι απού του καραούλι .
βιδούρα, η = είδος ξύλινου δοχείου που το έχω για πολλαπλή χρήση (παρασκευή γιαουρτιού, αποθήκευση γαλακτοκομικών προϊόντων, κ.ά.):
= τ’ αρμέξανι τα πρόβατα σι νια παλιουκαρδάρα,
του πήξανι κι του τυρί σι νια παλιουβιδούρα .
βιζές, ου = είδος από τυρί.
βιζινές, ου = ζυγαριά απόλυτης ακρίβειας με την οποία ζυγίζω πολύτιμους λίθους:
= κουντός είν’ κι ου βασιλικός τη μυρουδιά την έχει.
Πουλιώτι μι του βιζινέ ιένα κλουνί του δράμι.
βιλαέτι, του = τούρκικη διοικητική περιφέρεια:
= θέλου να τα καταραστού τα τρία βιλαϊέτια,
την Πόλη κι τη Βουργαριά κι τη Βλαχιά τα τρία .
βιλάνι, του = βελανίδι .
=«Μπάρμπα Μήτρου να ζμίξουμι τα πρότα κι να μ’ δώκ’ς του Σπυράκου να γένουμι συντρόφ’. Να τα πάμει τα πρότα απάν’ στ’ Κουτρούνια τα β’νά, δεν έχ’ κουπάδια τώρα ηκεί απάν’ κι εχ’ βουσκή πουλύ, να φάν κι βιλάν’, .
βιλέντζα, η = βελέντζα.
βιλιντζάκι, του = μικρό τσιολάκι που το ρίχνω στις πλάτες μου, για να με προστατεύει από τη βροχή.
βιλίτα, η = τυρόψωμο ψημένο στη χόβολη,
βιλούχι, του = πηγή με άφθονο νερό.
βιο, του = ζωντανή περιουσία ενός κτηνοτρόφου (πρόβατα, γίδια, άλογα):
= θα του χάσουμι του βιο φέτου.
= Οι Ρ’φαίοι είχαν πάθει ζημιά, νομίζω το είκοσι επτά είχαν χάσει όλο το βιός, απ’ το μπούζ’, μέσα στο γκιαούρ-αντα (Δέλτα του Έβρου).
βιουλιά, τα = μουσικές παρέες στα πανηγύρια.
βίραγκας, ου = βαθύ κοίλωμα (γούρνα) γεμάτο νερό μέσα στο ποτάμι.
βιργιάνοι, οι = χαμόκλαδα:
= κάτου στου Σερριών τουν κάμπου κι στης Λιβαδιάς τουν ίσκιου, που ’ταν τσάλια κι βιργιάνοι.
βιργινάδα, η = 1. φοράδα ασαμάρωτη. 2. όμορφη κοπέλα:
= μην είιδιταν βαρκούλις μου, χρυσές μου βιργινάδις,
μην είιδιταν τουν άντρα μου, τουν αϊγαπητικό μου .
- ΒΙΡΓΙΝΑΔΑ
- Φέτος το καλοκαίρι μωρ Βιργινάδα μου,
- φέτος το καλοκαίρι,το κακοπέρασα.
Φέτος το καλοκαίρι το κακοπέρασα, - δεν είδα την αγάπη, δεν την κουβέντιασα.
Γεμίσαν τα σοκάκια μωρ Βιργιναδα μου,
γεμισαν τα σοκάκια κορίτσια και παιδιά.
Γεμίσαν τα σοκάκια κορίτσια και παιδιά
και εσύ μωρ Βιργινάδα κοιμάσαι μοναχιά
Έβγα στο παραθύρι μωρ Βιργινάδα μου,
έβγα στο παραθύρι ρίξε μου μια ματιά
εβγα στο παραθύρι ρίξε μου μια ματιά
και εγώ θα καταλάβω πως είσαι μοναχιά.
Και θάρθω να σε κλέψω, μωρ Βιργινάδα μου
και θάρθω να σε κλέψω να πάμε μακριά.
Και θάρθω να σε κλέψω να πάμε μακριά
και να στεφανωθούμε ψηλά στον Αι Λιά
βιργουκαλαμίζουμι, = βιργουλυγάου:
= να ιδού ψηλές, να ιδού λιγνές, να ιδού την κόρη απ’αϊγαπού,
πώς σειότι, πώς λυγίζιτι, πώς βιργουκαλαμίζιτι.
βιργουκαμαρουμένους, -η, -ου = αυτός που έχει λεπτό, ψηλό σώμα και όμορφο παρουσιαστικό:
= ούηδι η μισούλα μι πουνεί ούηδι καμάρι το ’χου.
Μόν’ το ’χει του λιγνό μ’ κουρμί, βιργουκαμαρουμένου.
βιργουλουγάου = κόβω τις άχρηστες βέργες από το κλήμα:
= Βάλι γριές μισόκουπις να μι βιργουλουγήσουν.
Βάλι κουρίτσια ανύπαντρα να μι κουρφουλουγήσουν.
βιργουλυγάου = 1. λυγίζω σαν τη βέργα:
= απ’ την Πόλη κατιβαίνου κι σι πιριβόλι μπαίνου.
Βρίσκου νια μηλιά στη μέση που βιργουλυγάει να πέσει.
2. κάνω όμορφες κινήσεις στο περπάτημα ή στο χορό.
βιρέμ’κου, του = λειψό, ελαττωματικό.
βιρέμ’ς, ου = αρρωστιάρης, καχεκτικός.
βιριμιάρ’ς, ου = βιρέμ’ς:
= κοιμάτι του γαρίφαλου κουντά στου βιριμιάρη.
Ου βιριμιάρης πλάιασι κι η κόρη αναστινάζει .
βιτ’λουινν’μένη, η = βετούλα που γέννησε .
βιτ’λουκάτσ’κου, του = κατσίκι που γεννήθηκε από βετούλα,
βιτλιάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα βιτούλια,
βιτούλα, η = θηλυκό χρονιάρικο κατσίκι .
βιτσουνόρα, -’κου = προβατίνα με λεπτή ουρά, με ουρά σαν τη βέργα, σαν τη βίτσα.
βλαγκά, τα = ρούσα πρόβατα.
=
βλαγκάρι, του =μπρούτζινο καμπανέλι (κυπρί) που βγάζει βραχνό ήχο.
βλαγκόκυπρους, ου = κύπρος που βγάζει βραχνό, κουφό ήχο.
βλάμ’σσα, η = αδερφοποιτή.
βλασάτη, -ου = μακρυμάλλα προβατίνα, αρσενικό μακρυμάλλικο πρόβατο.
- Του Βλαχάβα (1809)
- Όσα κακά κι αν έκαμες – Θύμιο Βλαχάβα μου –
ούλα συμπαθισμένα,
μα ένα κακό που έκαμες συμπαθισμό δεν έχει:
Που έκαψες την Παλιουρή – Θύμιο Βλαχάβα μου –
το μέγα μοναστήρι
και σκότωσες το γούμενο κι όλους τους καλοέρους.
Τι να τους κάμω, ωρε παιδιά, τον άπιστο Μουχτάρη.
Θέλ’ να χάλασ’ την κλεφτουριά – Θύμιο Βλαχάβα μου –
κι όλους τους νταϊφάδες, που αφανίζουν την Τουρκιά!
- Το τραγούδι σαφώς αναφέρεται στο κάψιμο του μοναστηριού της Παλιουρής στη Θεσσαλία και τον σκοτωμό του γούμενου, για εκδίκηση, επειδή οι καλόγεροι τον πρόδωσαν στον Μουχτάρ πασά.
Θύμιος Βλαχάβας ή Παπαθύμιος, γιος του Θανάση Βλαχάβα, χειροτονήθηκε παπάς, αλλά μετά το θάνατο του πατέρα του έγινε αρματολός. - Όταν ο Αλής άρχισε τον κατατρεγμό όλων των αρματολών Ελλήνων για να τους αντικαταστήσει με Αρβανίτες, ο Παπαθύμιος έγινε κλέφτης κι άρχισε τον πόλεμο εναντίον τους.
- Πήρε μέρος στις πειρατείες του καταδρομικού στόλου με το Σταθά και το Νικοτσάρα, ήρθε σε συνεννόηση με τον Κατσαντώνη και, το 1807-8, οργάνωσε επαναστατικό κίνημα στη Στεριά και τη Θεσσαλία, με την υποκίνηση της Ρωσίας.
- Ο Αλής έστειλε μεγάλη στρατιωτική δύναμη εναντίον του με το γιο του Μουχτάρ πασά και ο Βλαχάβας αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σκόπελο.
- Ο παμπόνηρος του υποσχέθηκε αμνησία κι ο Βλαχάβας ξεγελάστηκε και παραδόθηκε , για να βρει μαρτυρικό θάνατο, στα 1809, στα Γιάννινα.
βλάχ’κου, του = τρόπος ζωής των Σαρακατσιαναίων, νομαδική ζωή:
= όταν ήρθαν στου Κούτσιους, ένας Τζιλέπς κατοίκιψι στο χωριό, δηλαδή έγινε χωριάτης κι ο άλλος συνέχισε το βλάχκου .
βλάχ’κους, -η, -ου = σαρακατσιάνικος
βλάχ’σσις, οι = Σαρακατσιάνες.
βλαχνιά, η = Σαρακατσιαναίοι.
βλαχο- ή βλαχου- =πρώτο συνθετικό σε λέξεις : βλαχόπρατα, βλαχόστρατις, βλαχουστάνις, βλαχουκόπαδα, βλαχουμάντρι, βλαχουμπάτζια, βλαχουπαίδια, βλαχουπρόβατα, βλαχουτήγανου, βλαχόσκυλα, βλαχουσκάφιδου.
βλαχουδάσκαλοι, οι = δάσκαλοι, μη Σαρακατσιαναίοι, που μαθαίνουν το καλοκαίρι στις σαρακατσιάνικες στάνες τα παιδιά γράμματα .
βλαχουκαμπίσιοι, οι = Σαρακατσιαναίοι που μένουν μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη σειρά τους ως Σαρακατσιαναίοι .
βλαχούλ’δις, οι =Σαρακατσιαναίοι που έχουν μικρά κοπάδια ή έχουν πολλά γίδια αντί για πρόβατα.
βλαχούλα, η = μικρή Σαρακατσιάνα:
= μικρή βλαχούλα ν-έπλυνι στη βρύση στα πλατάνια .
βλάχους, = ου Σαρακατσιάνος:
= βάστα, καημένι Έλυμπι, κι ’σεις καημένα Χάσια,
βάστα τους βλάχους πο ’ρχουντι, τους Σαρακατσιαναίους.
= «Εσείς βουνά τού κιαρατά, βουνά τ Ασπροποτάμου,
τους Βλάχους τι τους κάματε τους Σαρακατσιαναίους.
Οι Βλάχοι πάν στα χειμαδιά, πάνε να ξεχειμάσουν,
τα πήραν και τα πρόβατα, τα πήραν και τα γίδια………»
- Η λέξη Βλάχος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα,
τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή είναι το κοινό τους στοιχείο,
υπάρχει σύγχυση πότε ένας Βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός)
είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνος).
- Με τη διαφορά όμως ότι οι Σαρακατσάνοι ήταν καθαροί νομάδες
και δεν είχαν πουθενά χωριό, ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά, ήταν
εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο, τις τέχνες και τα
γράμματα.
- Αντίθετα, οι Σαρακατσάνοι, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα,
εγκατέλειψαν το νομαδισμό. Αλλά στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στον τρόπο
ζωής ξεχώριζαν οι Σαρακατσάνοι από τους Βλάχους, που δεν έρχονταν σε επιμειξία
μεταξύ τους αλλά ούτε είχαν και επαγγελματικό αλισβερίσι.
ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ
“Βελούχι μου παράμορφο κι οξιά ζωγραφισμένη
λιώστε τα χιόνια γρήγορα να χορταριασ ’ο τόπος,
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, οι Σαρακατσαναίοι
να βγουν τα λάϊα πρόβατα με τα λαμπρά κουδούνια.
- Πάνω σε ψηλή ραχούλα, κάθεται μια βλαχοπούλα,
και τη ρόκα της κρατάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει.
Κι ου τζομπάνος απου πέρα, τραγουδάει με τη φλογέρα.
Βλάχα μ’ τ’ είσαι σκουμπουμένη και βαριά βαλαντωμένη;
Βλάχα τ’ έχεις και φωνάζεις, όλο κλαις κι αναστενάζεις; -
Του Βλαχοθανάση (τέλη 18ου αι.)
Βήκα ψηλά στον Έλυμπο – Θανάση Θανάση-
Μωρε Βλαχοθανάση – κι αγνάντεψα τριγύρου.
Τριγύρου, γύρου θάλασσα – Θανάση Θανάση –
-μωρέ Βλαχοθανάση – κι αυτά τα μαύρα Χάσια.
Και είδα τα κλεφτόϊπουλα – Θανάση Θανάση –
-μωρέ Βλαχοθανάση – να ρίχνουν στο σημάδι.Πρόκειται για τον Ρουμελιώτη κλεφταρματολό Μήτρο Βλαχοθανάση, στον οποίο είχε ενταχθεί και ο Αντρούτσος στην αρχή του κλέφτικου βίου του.
-
Σε μεγάλη ηλικία, όταν ο Αντρούτσος του ζήτησε τη βοήθειά του, δεν αρνήθηκε να πολεμήσει εναντίον του Μουχτάρ πασά, όπου σκοτώθηκε σε μάχη στου Σκορδά το Χάνι, κοντά στην Ναύπακτο (1784), μαζί με το Γιάννη Ξυλικιώτη.
Του Βλαχοθανάση (Β)
- Από τη γη βγαίνει νερό-Θανάση, Θαναση.
μωρέ Βλαχοθανάση- κι απ’ την ελιά το λάδι,
κι απ’ του Θανάση την καρδιά, τρία γιαλιά φαρμάκι.
Το’ να πίνει την αυγή-Θανάση, Θανάση,
μωρέ Βλαχοθανάση- τ’ άλλο το μεσημέρι.
Το τρίτο το πικρότερο, όταν δειπνάει ο κόσμος.
βλιόρα, η =σάρα και μάρα, συρφετός:
= μαζώχ’κι ούλη η βλιόρα.
-
Βάστα βρε γερο- Έλυμπε
Βάστα βρε γερο-Έλυμπε κι εσύ Βλαχολιβάδι,
βάστα βρε Φτέρη και Μηλιά, βάστα κι εσύ Αμπελάκι.
Βάστα τους βλάχους πόρχουντι, τους Σαρακατσαναίους,
άλλ’ έρχουντι απ’ τη Λιβαδιά κι άλλ’ έρχουντι απ’τη Φήβα
κι άλλ’ απ’της Γκούρας τα βουνά, μαζώνοντ’ ούλ’ αντάμα
σαν ήρθαν κι μαζώχτηκαν στον Έλυμπο στη ράχη.
βλουγάει κλαρί = ευδοκιμεί κλαρί:
= αυτού κλαράκι δε βλουγάει, ούηδι χλουρό χουρτάρι. Αυτού φυτρώνει νια μηλιά .
βλουγάου = ευλογώ:
= Χριστός βλουγάει του κρασί, Χριστός κι του τραπέζι κι η Παναϊά η Δέσποινα βλουγάει του νοικουκύρη.
βλουημένους, -η, -ου ευλογημένος.
- Τι να σας κάνω βρε Τουρκιά
Τι νας σας κάνω βρε Τουρκιά, κι εσάς παλιορβανίτις.
Να’χετε χάρ’ απ’τη βλογιά, κι απ’ την κακιάν αρρώστια,
που μ’ έκαμι ανήμπουρου, να κείτουμι στου στρώμα.
Δεν έχω πόδια να σταθού, χιράκια για να πιάσου,
να πάρου του ντουφέκι μου, να ζώσου του σπαθί μου,
να μπου μεσ’ την παλιοτουρκιά, κάναν να μην αφήκου.
Να πουν Αντώνης λύσσιαξι κι τρώει τ’ς Αρβανίτις. - «Να’χετε χαρ’ απ’ τη βλογιά….».
- Στην αρρώστια του Κατσιαντώνη αναφέρεται τούτο το τραγούδι, στην ευλογιά.
- Ο Φοριέλ λέει πως ο Κατσιαντώνης αρρώστησε από ευλογιά, αμέσως μόλις γύρισε απ’ την σύναξη της Λευκάδας.
- Και μάλιστα η αρρώστια αυτή τον βρήκε όταν ήταν ακόμα στη Λευκάδα.
- «Μόλις που περίμενε να περάσει η πρώτη έξαψη της αρρώστιας, και άφησε την Αγία Μαύρα για να ξαναγυρίσει γρήγορα στα αγαπημένα του βουνά. Αλλά φαίνεται πως δεν γιατρεύτηκε εντελώς, και πως η καινούρια αρρώστια που δεν άργησε να τον ξαναρίξει. Δεν ήταν παρά η συνέχεια εκείνης που είχε διακόψει τόσο απότομα ο ίδιος….»
Είναι λοιπόν σίγουρο ότι ο Κ. ήταν άρρωστος από ευλογιά. Αυτή η αρρώστια τον έκαμε ανήμπορο να κείτεται στο στρώμα. - Αυτό είναι το παράπονό του, που δεν μπορεί να πάρει το ντουφέκι του και το σπαθί του για να τους πολεμήσει.
- Πόση ανημπόρια ένιωθε αυτός ο άντρας εξαιτίας της αρρώστιας το επιβεβαιώνει ο 4ος στίχος. Οι δυο τελευταίοι στίχοι του τραγουδιού πόση ψυχική δύναμη μαρτυρούν!
//////////////////////////
βλουϊά, η = ευλογιά :
βλουϊάρ’ς, ου = αυτός που πάσχει από ευλογιά.
βουλά, νια βουλά = μια φορά.
βόμπιρας, ου = 1. ανήσυχο κι έξυπνο παιδί. 2. παλιόπαιδο, ζημιάρικο, αυτό που τα ανακατώνει όλα. 3. παλιάνθρωπος:
= τι μο’καμις, μουρέ βόμπιρα!
4.μικρόσωμο άτομο.
βόρσμα, του = φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας που έρχεται από το βοριά και συνοδεύεται συνήθως από χιόνι.
βουβαλουγιέλαδα, τα = θηλυκά βουβάλια:
= σφάζουντι χίλια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια
κι τα βουβαλουγιέλαδα με δυο, μι τρεις χιλιάδις .
βουδώνου = προφταίνω.
βούζα, η = κοιλιά.
βούζια, τα = ξερά φυτά (πόες), κυρίως σπερδούκλια ή μπότσκες , με τα οποία στρώνω τα μαντριά.
βουζιασμένους, -η, -ου = αυτός που έχει σπυριά στα χείλη του.
βουζουκ’λιάρ’κα, τα =ζώα με πρησμένη κοιλιά, με μεγάλη κοιλιά.
βουζουκρανιά, η = είδος κρανιάς.
βουζώνου =θυμώνω, μένω αμίλητος στη γωνιά:
= πάλι εγώ στο παράπονο, βούζωνα, έσκαγα από το κακό μου .
βούκουλας, ου = γελαδάρης:
= δεν ήταν άντρις στου χουριό, δεν ήταν παλληκάρια,
κι αϊγάπησις του βούκουλα, τουν παλιουγιλαδάρη.
βούλα, η = 1. σφραγίδα και σήμα που αποτυπώνεται από αυτήν. 2. λακκίσκος στα μάγουλα. 3. στίγμα. βούλα κακιά είδος κατάρας.
βουλά, η = μια φορά:
= νια βουλά κι έναν κιρό …
Βουλγαρ’νοί βλάχοι, = οι Σαρακατσιαναίοι της Βουλγαρίας.
Βουλγάρα, η = 1. Βουλγάρα. 2. όμορφη γυναίκα, λεβεντογυναίκα:
= χήρα Βουλγάρα κάθουνταν σι φράγκικα σαράια
κι αγνάντιβι τ’ς αϊουκκλησιές κι τ’ άιου μαναστήρι.
βουλγαρουκόπαδα, τα = κοπάδια τωνΒουλγάρων.
- Σαν το κακό που πάθανε οι Βουλγαρινοί οι βλάχοι
- πενηντοχτώ την άνοιξη οι κούκοι δε λαλούνε
- παίρουν τα βλαχ΄κα πρόβατα, πρατίνες με τ΄ αρνιά τους
- παίρουν τα στερφοκόπαδα όλα με τα κουδούνια
- κι από τα βλάχ΄κα κλάματα, γυναίκεια μοιρολόγια
- όλα τα πρότα βέλαξαν και τα σκυλιά ουρλιώνταν
- και μιά βλαχούλα όμορφη, πικρές κατάρες λέει :
- Ώρα καλή πρατάκια μου, χολέρα στα χολχόζια
- φαρμάκ να γεν το γάλα σας, φαρμάκ κι το κριάσ΄ σας
- και τα μαλλιά σας τα χρυσά, οχιές με δυό κεφάλια.
βουλέθηκα = 1. σχεδίασα. 2. αποφάσισα:
= πουλλές βουλές βουλέθηκα, Μαριγώ μ’, στου σπιτάκι σου να ΄ρθου .
βουλή, η = θέληση.
βουλιασμένους, -η, -ου = τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν οι γυναίκες και δηλώνει μάλλον τον κακό, τον ανάποδο, τον άτυχο, το ρημάδι ή την αποστροφή για ένα πράγμα, π.χ. βουλιασμένα β’νά.
βούλιμα, του = βούλευμα, γνωμοδότηση.
βουλιόμι = θέλω, επιθυμώ, σχεδιάζω:
= άσπρου μαντίλι, ρούσα μ’, που φουρείς,
κι μι του ταρινάνι, βουλιόσι να του βάψεις.
βουλοί χαλάζι = χαλάζι σα βόλια:
= στους κάμπους πέφτουνι βρουχές κι σταϊ βουνά τα χιόνια,
στης Σαμαρίνας τοϊ βουνί τρία βουλοί χαλάζι.
βουλουδέρου =τριγυρίζω σε ένα μέρος, γυροφέρνω αναζητώντας να βρω κάτι που έχασα.
βουλουκιέρι, του =σφραγιδοκηρός.
βούλουμι = προτίθεμαι, έχω σκοπό:
= τώρα κι ου ξιένους βούλιτι στον τόπου του να πάει.
βουλύμι, του = μολύβι:
= βαρύς ήταν κι ου πόλιμους ιννιά δραμιών βουλύμι,
μου πήρι τις πλατούλις μου κι πέσανι κουμμάτια .
βουλώνει ου διάουλος = σφραγίζει:
= όχι τα γίδια, ’ιατί τα γίδια τάχει ου σατανάς «βουλουμένα» στα γόνατα .
βουλώνου =1. βάζω πώμα σε κάτι, ταπώνω . 2. φράσσω.
βουνιά, η = κοπριά από ζώα και κυρίως αγελαδοκοπριά.
βουρβουλιά, η = θάμνος.
Βουργαριά, η = Βουλγαρία:
= της Πόλης τα κρασόιπουλια φουτιά να τα ’ χει κάψει,
της Βουργαριάς τα πρόβατα κλαπάτσα να τα πιάσει
κι της Βλαχιάς τις έμουρφις χουλέρα να τις μάσει.
βουργαρουκουρεύου =δεν κουρεύω το ζώο γουλί αλλά ζωνάρια ζωνάρια.
βουρδούλα, η = αρρώστια των προβάτων (υδροκεφαλία) .
βούρλα, η = αρρώστια των ζώων, τρέλα (κύστη με υγρό μέσα στο κεφάλι του ζώου) .
βούρλου, του = υδροχαρές φυτό.
βουρτσόξ’λου, του = ειδικό ξύλο με το οποίο χτυπάω το γάλα στη βούρτσα και το αποβουτυρώνω.
βουσκάου = βόσκω.
- Η Βοσκοπούλα
Στο βουνό µια βοσκοπούλα έβοσκε τ’ αρνιά,
και περνά ένας λεβέντης και την χαιρετά. - «Καληµέρα, βοσκοπούλα ,τι ζητάς εδώ; »
«Έχασα τα πρόβατά µου ψάχνω να τα βρω. » - «∆εν µου λες, ωραία κόρη, έχεις γονικά;
Έχεις µάνα, ‘χεις πατέρα,‘χεις κληρονοµιά; » - «Από µάνα κι από πατέρα είµαι ορφανή
και κληρονοµιά δεν έχω, είµαι µαναχή. » - «Μαναχή εσύ, κυρά µου, µαναχός είµαι κι εγώ.
Έλα να γενούµε ταίρι, να ζήσουµε τα δυο.»
βουσκάου ασκότουτα = βόσκω το κοπάδι με μεράκι, είμαι μάστορας τσομπάνος στο βόσκημα των προβάτων:
=ου μπαρμπα- Μήτρους ήξιρι να λαρών τα πρότα στ΄’ βουσκή, να τα οχτιάζει, κι προπαντός το πώς να τα βουσκάει ασκότωτα, όπως έλιγαν.
βουστίνα, η = γαλακτοκομικό προϊόν. Βράζω το ξινόγαλο και βγαίνει η βουστίνα (κλωτσοτύρι ή ξινοτύρι).
βουτυρόκαδα, η = καδί στο οποίο βάζω το βούτυρο.
βραδιάζου = 1. φτάνω το βράδι. 2.-ουμι νυχτώνω, διανυχτερεύω:
= σταφύλι μου κρουστάλλινου κι κρουσταλλιένια βρύση,
πού μένεις πού βραδιάζισι, πού νιχτουξημιρώνεις;
βραδιάζου τα πρότα = τα βόσκω μέχρι να βραδιάσει κι ακόμα περισσότερο.
Βραζιλιάνοι, οι = =Σαρακατσιαναίοι που έφυγαν κυνηγημένοι από τη Σερβία. Επιτροπή για αποκατάσταση προσφύγων τους έστειλε στη Βραζιλία!!! Οι βουνίσιοι Σαρακατσιαναίοι δεν άντεξαν και επέστρεψαν. Το κράτος τούς αποκατάστησε, τελικά, σε χωριά του νομού Σερρών.
- Το 1951 εικοσιδύο οικογένειες Σαρακατσαναίοι έκαναμε τα χαρτιά μας και ήλθε η μέρα να πάμε στη Βραζιλία.Στη Βραζιλία έκατσαμε έναν χρόνο. Μετά από έναν χρόνο πήραμε απόφαση να φύγουμε. Είχαμε κορίτσια, …πού θα τα παντρέψουμε αυτά. Σ’κώθ’καν οι μισοί έφυγαν πιό μπροστά και μετά ο ένας κοντά τον άλλον. Δεν έμεινε κανένας εκεί.Στο Καστρί έκατσαμαν δυό-τρία χρόνια. Μετά το 1961 ήλθαμε εδώ στην Ευκαρπία. Το σπίτι μας το έδωσαν επειδή είμασταν πρόσφυγες. Εδώ ζω από τότε και έχω στη ζωή τρία παιδιά, δυό αγόρια κι ένα κορίτσι. Την πρώτη τη λεν Ευστρατία τη βάφτισα στο Καστρί και την έταξα στον Αη Ταξιάρχη, και μετά τον Δημήτρη και τον Βασίλη.
βρακανήθρα, η= χορταρικό.
βρακάτη, η =προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλειά του ποδαριού.
βρακί, του = λίπος που συγκεντρώνουν τα αρνιά κοντά στην ουρά :
= έχουν βρακί τ’ αρνιά τ’ Αντών..
βρακουμένου, του = το ζώο που έχει βρακί.
βρακώνουμι = φοράω εσώρουχο:
= βρακώθ’κα κι μ’ είιδι ου Θιός.
βραστόγαλου, του = γάλα που κρατάνε οι τσομπαναραίοι για φαγητό. Το υπόλοιπο το πήζουν τυρί.
βριζάλα, η = άχυρο από βρίζα .
βριτίκια, τα= εύρετρα.
βριχτάρια, τα = βραστά φασόλια.
βρουκόλακας, ου = 1. στοιχειό, βρικόλακας . 2.ανάποδος, κακός, παλιάνθρωπος:
= πέρασι ικειός ου βρουκόλακας ου Κίτσιους κι σκιάχ’κι τ’ άλουγου.
βρουκουλακιάζου = ζω πολλά χρόνια:
= βρουκουλάκιασι η Χρίστινα, ’ν αστόχ’σι ου χάρους.
βρουντάει ου τόπους τα πρότα = τα πρόβατα αρρωσταίνουν, όταν τρώνε κάποιο φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες (π.χ. σκιλλοκρέμμυδο).
- Άειντε μωρέ, κάπου βελάζουν πρό-βατα, Σπαθούλα, Σπαθούλα
- Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, κάπου βροντάν κουδούνια.
- Άειντε μωρέ, κάπου το λέει κι ο μπι-στικός, Σπαθούλα, Σπαθούλα
- Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, το λέει με τη τζαμάρα.
- Άειντε μωρέ, μην είν’ του Κούτρα οι – κοπές, Σπαθούλα, Σπαθούλα
- Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, μην είν’ του Ζυγογιάννη.
- Άειντε μωρέ, για σύ ρτε κάνα δυο παιδιά, Σπαθούλα, Σπαθούλα
- Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, στ’ εκειόν το ζυγουριάρη.
- Άειντε μωρέ, και πά ρτε κάνα δυο σφαχτά, Σπαθούλα, Σπαθούλα
- Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, να φάν’ τα παλλικάρια.
βρουνταλίδια, τα = μικρά κουδουνάκια.
βρουντή, η = κεραυνός.
βρουντότριχα, η = 1.ασθένεια των ζώων (παρασιτική βρογχίτιδα) . 2. άχρηστο, ενοχλητικό.
- Να χιόνιζαν ταϊ βουνά, να βρόχιζαν οι κάμποι
- κι οι λίμνες να κατέβαζαν να γίνουνταν ποτάμι
- να πίνηγαν τον Τάταρο που φέρνει τα φιρμάνια
- να πιάσουν τον Αλή Πασά, να πιάσουν το Βεζύρη
- κι ο Αλή Πασάς τραγούδαγε και στρίφτει το μουστάκι:
- -δε σε φοβάμαι Τάταρε και σεν΄ Σουλτάν Μαχμούτη
- ΄τι έχω ΄ν ασκέρι διαλεχτό, όλο Παλιοαρβανίτες.
βρουχάδις, οι = βροχές.
βρουχιάζου =.παγιδεύω με βρόχια 2.στήνω ερωτική παγίδα. 3.- ουμι πιάνομαι στα βρόχια.
βρόχια, τα = παγίδες για πουλιά.
ΒΡΥΖΑΙΟΙ
- Γιννήθ΄κα το Μάη του 1934 όξω απ΄ τη Δράμα, …στ΄ στράτα, στ΄ ανέβασμα, …ικεί μ΄ έκαμι η μανα μ΄, …στο Βαρύ, όπως παένς για το Καράντερε. Εμεις έβγαιναμαν σ΄ Καϊντζια, στα σύνορα απάν΄ απ΄ τ΄ Μπουζάλα, πιο πάνω απ΄ του Τσάκαλου, …εκεί ποχουν τα φυλάκια οι Έλληνες κι οι Βουργάροι. Είμασταν εβδομήντα – ογδόντα οικογένειες, …Βρυζαίοι, Ζαραίοι, Χλιαραίοι, Τσακαλαίοι, Μπατζαίοι, …είμασταν πολλοί εκεί. Όλοι είμασταν ένα Τσελιγκάτο, ένα μικρό χωριό. Τα καλύβια ήταν όλα αντάμα, …μια βρύση είχαμαν κι έπαιρναμαν νερό. Κάθε ένα τσελιγκατο είχε τον αρχηγό τ΄, ..οι Ζαραίοι είχαν το Βαγγελάκο το Ζάρα, οι Βρυζαίοι είχαν το Γιαννούλ΄ το Βρύζα, οι άλλες οικογένειες ήταν πιο μικρές. Χρόνια έβγαιναμαν απάν αντάμα και το χνόπωρο κατέβαιναμαν ούλοι αντάμα κατ΄ κι καθένας πάν΄γι στο χ΄μαδιό τ΄. Ημείς πάνγαμαν στ΄ Ορφάνι, στο Στρυμώνα κοντά, …εκει είν΄ το πατρικό μ΄.
-
- Στα πρότα ήμαν εκεί, ..και ξεγένναγα. Άμα ήταν καένα ντιλιμπάσκου, του χάραζαν, του τρύπαγαν να φύβγ΄ το αίμα και το καθάρ΄ζαν. Ύστερα έβαναν λίγου λάδ΄, … και κοκκιν΄ πιπέρ΄ μη κάτσ΄ η μύγα και το φτύσ΄, …και πέρναγι. Απ΄ τ΄ν ιμπειρία τ΄, πολλά πράματα μαθαίνει ου άνθρωπος, ..σι μαθαίν΄ η ζωή πράματα, ..πως να κόβ΄ς του ξύλου, ..πως να το κ΄βαλάς, ..πως να το δέν΄ς, ..πως να το σκιπάζεις.
-
- Το 1947 δεν μας άφ΄καν να πιράσουμι του Νέστο για να πάμε απάν. Θ΄μάμαι μαζόχ΄καν τα τσελιγκάτα ούλα ικεί κι ψόφαγαν τα πρότα κι τ΄ αρνιά. Ήταν τ΄ άλλο του καλοκαιρ΄ από τότι που έφυβγαν οι Βουργάροι. Από κει ύστερα δεν ξαναβήκαμαν. Δυό-τρία χρόνια μετά πάν΄γαμαν στο Φωτολίβο Δράμας. Οι οικογένειες, κάθομασταν στ΄ Ορφάνι, όσου ν΄ αλωνίσουμι τα χωράφια και μετά νοίκιαζαμαν σπίτια και κάθομασταν τρείς μήνες ικεί, ώσου να μπει χ΄νόπωρος. Ύστερα πήγαμαν έφτιασαμαν μαντριά στο Μπερικετλί (Δάτο), ικει είχαμαν και ικει ξεχ΄μάσαμαν τα πρότα. Ικει έχει ψιλή μαύρη άμμο και κολ΄τσίδις, … περπάταγις και γένουσαν μαύρος, μόν΄ τα μάτια και τα δόντια σ΄ φαίνουνταν. Ύστερα έφυβγαμαν και πήγαμαν πάλι στ΄ Ορφάνι.
ΒΡΥΖΑΙΟΙ & ΤΣΙΟΓΚΑΙΟΙ.
- Ου γαμπρός, ου μπάρμπα Κωσταντής ο Βρύζας, ήταν πρώτος ξάδερφος τ΄πατέρα μ΄. Παν να τ΄ν πάρουν τ΄ νύφ΄ οι Βρυζαίοι, …απ΄ το Ορφάνι στη Μαυρούδα που ήταν η νύφ΄ …προς το Σοχό. Ικει απ΄πήγαν να πάρουν τ΄ νύφ΄, σ΄ ένα μερους προς ΄ν Αμφίπολη, βγήκαν οι Τσιογκαίοι που΄νταν κοντοχωριανοί με τ΄ νύφ΄ και με τα όπλα τ΄ς σταμάτ΄σαν. Η νύφ΄ είπι, …όχι δε θέλου τουν Τσιόγκα, ..πάρτι μι. Και τότι λέει η Αλεξάνδρα, …η αδελφή τ΄ γαμπρού, …που ΄χε ο μπάρμπα Κώστας ο Ρόιδος, …άστην αδελφούλη μ΄, ..γ΄ναίκα θα βρεις κι άλλ΄, ημείς αδιρφό δεν θα βρούμι άλλουν. Κι σ΄κώθκαν κι έφυβγαν, …τ΄ν άφ΄καν !!
- Οι Τσιογκαίοι τ΄ν πήραν με τ΄ ζόρι και ύστερα ο Τσιόγκας τ΄ν πήρι γ΄ναικα τ΄. Και βήκι του τραγούδ΄, …ου Βρύζας κάνει τη χαρά κι ου Τσιόγκας παίρ΄ τη νύφη. Ημεις πήραμαν μίνια νύφ΄ απ΄ τ΄ς Τσιογκαίοι, ικει απ΄ τ΄ Μαυρούδα, …και τα ξέρω πουλύ καλά, …είχα γενν΄θει όταν γέννονταν αυτά. Ο μπάρμπα Κωσταντής ο Βρύζας ύστερα πήρι γ΄ναίκα απ΄ τ΄ς Γ΄λαίοι, απ΄ τ΄ν Παλαιοκώμη, κι εκει έζησε κι εκει πέθανε.
- ή ΟΥ ΒΡΥΖΑΣ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΧΑΡΑ ..ΚΙ ΟΥ ΤΣΙΟΓΚΑΣ ΠΑΙΡ΄ ΤΗ ΝΥΦΗ
- Μια άλλη τη ζήτηξε ένας, …Τσόγκας λέγονταν, …Θανάσης Τσόγκας. Δεν την έδωκε ο πατέρας τ’ς. Την πήρε άλλος, ..Βρύζας λέγονταν. Λέει ο Βρύζας, … είδες Τσόγκα, σε μένα την έδωσαν τη νύφη, σε σένα δεν την έδωσαν, …και ο Τσόγκας στεναχωρέθηκε. Οι Τσογκαίοι ήταν τρία αδέλφια και λέει ο Τσόγκας στ’ αδέλφια τ’ : … Στ΄ άλογα και τα τ’φέκια !! Ξεκίνησαν το σόι του Βρύζα να πάρουν τη νύφη κάπου προς την Καβάλα και τους σταμάτησαν στο δρόμο οι Τσογκαίοι και λεν : …τη νύφη θα την πάρουμε, ..και την πήραν. Στο δρόμο τη λεν τη νύφη : αυτού που θα πάμε (προς την Αμφίπολη) έχει αστυνομία και θα σε ρωτήσει αν τον ήθελες τον γαμπρό αυτόν, που σ’ έδωσε ο πατέρας σ’. Θα πεις ήθελες εμένα. Άμα πεις αλλιώς, απ’ το σόι σ’ δεν θα μείνει κανένας. Την ρώτησε η αστυνομία κι αυτή είπε ότι τον ήθελε τον Τσόγκα και τη στεφάνωσαν.
-
- ………………………………………………………………………………..
Γ
γ’δάρ’ς, ου=τσομπάνος που βόσκει τα γίδια.
Οι γιδάρηδες
1. Βετουλιάριδες:αυτοί που βοσκούν τα κατσίκια που γεννήθηκαν τον περασμένο χρόνο, τα βετούλια, αυτοί επίσης πηγαίνουν και τα κατσικάκια για βοσκή μόλις αποκοπούν από την μάνα τους.
2. Τραγιάρηδες ή γιδάρηδες: αυτοί που έχουν τις στέρφες γίδες, τις στερφόγιδες, και τα τραγιά.
3. Κατσικάριδες: αυτοί βόσκουν τις γκαστρωμένες γίδες, τις μπλιόρες και αργότερα τις γαλάριες , τις κατσικάδες.
Οι βετουλιάριδες και οι τραγιάρηδες βόσκουν όλα μαζί τα στέρφας γίδια σε ένα κοπάδι. Σε αυτό βάζουν αργότερα και τα βετούλια. Έτσι όσοι Σαρακατσαναίοι έχουν μεγάλο κοπάδι με γίδια ,σχηματίζουν πάντα δύο κοπάδια, ένα για τα στέρφα κι ένα για γαλάρια.
Για τον έξυπνο και έμπειρο τσοπάνο που μπορούσε με μία ματιά να ξεχωρίσει το κοπάδι ,αν λείπει κάποιο πρόβατο, ην υπάρχει κάποια αρρώστια ,έλεγαν ότι αυτός έχει ((γνώρο))
γ’δαμπουριά, η =πόρτα (είσοδος) από το γιδομάντρι .
γ’δάρ’κου κριάρι, του=κριάρι που, όταν ήταν αρνί, είχε πιει γάλα από γίδα .
=Όταν γεννήθκα ιγώ το 1931, ..ιμείς πολλά χρόνια έκαναμαν εδώ στο Βαλάντοβο, με τ’ς Γρουναίοι μαζί. Τότε έβγαιναμε στη Μολοβίστα, στο Περιστέρι. Από πέντε χρονών φύλαγα τα γίδια. Το 1937 πήγαμε στη Στρούμιτσα στο Νόβοσελο πέντε-έξι οικογένειες, ..εμείς οι Μπαρκαίοι, οι Γρουναίοι, ο Χουσνής και ο Τζελέπης.
γ’δο- ή γ’δου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις : γ’δόκλιτσα, γ’δόστρουγκα, γ’δουκόπαδου, γ’δόσταλους, γ’δουλίβαδου γ’δουτσιόκανου, γ’δουστιέφανου, γ’δόστρατα, γ’δόκουρους, γ’δουμάντρι, γ’δόγαλου, γ’δουκόπι, γ’δουτόμαρου, γ’δουμαμές (καλός γιδοβοσκός), γ’δουκακαράντσα (γίδινη κοπριά), γ’δότουπους.
γ’δόπρατα, τα = γιδοπρόβατα.
γ’δουμαμέδις, οι = Σαρακατσιαναίοι. που έχουν μόνον γίδια.
γ’δουξούρια, τα =έτσι υποτιμητικά αποκαλούμε τους Σαρακατσιαναίους που έχουν πολλά γίδια.
γ΄ναίκις ,γ’νικίσιους, -α, -ου = γυναίκες,γυναικείος.
- Τελικά, τον Μάη του 1965 φόρτωσαμε τα πράγματα στα βαγόνια, και φύγαμε για την Ελλάδα. Είμασταν εμείς οι Μπαρκαίοι, οι Φαρμακαίοι και οι Αποστολακαίοι. Μας υποδέχτηκαν κάτι θ’κοί μας συγγενείς και στις 15 ήρθαμαν και στις 20 έπιασαμε δουλειά. Τότε γένονταν το Εσσο Πάππας και πήγαμε κατ’ ευθείαν στη δουλειά, …γ’ναίκες άντρες όλοι πιάσ’καν στη δουλειά. Όταν ήρθαμε στο Κορδελιό, λέω τη μάνα μ, …μάνα εδώ είναι το Κορδελιό. Ποιό Κορδελιό παιδάκι μ’ με λέει, ….Αμπελάκια το’λεγαμαν εμείς. Είχε αμπέλια τότε και θυμόνταν.
- Οι γυναίκες χορεύουν πάντα χωριστά απ’ τους άνδρες. Αν χρειαστεί να μπουν
στον ίδιο κύκλο, τηρούνται κάποιοι κανόνες.
- Μπροστά χορεύουν οι άνδρες και πίσω οι γυναίκες.
- Ο τελευταίος άνδρας του κύκλου πρέπει να είναι συγγενής της πρώτης γυναίκας,
με την οποία πιάνεται με μαντίλι και ποτέ χέρι με χέρι.
- Οι γυναικείες χορευτικές κινήσεις είναι πολύ μετρημένες και σεμνές.
- Το καθίσμα της είναι ανεπαίσθητο, γίνεται περισσότερο τσάκισμα παρά
- «κάτσα» ενώ το βλέμμα της κοιτάζει πάντα χαμηλά.
γ’ρουνάρ’ς, ου = είναι ο παίχτης που φυλάει την τρύπα στο παιχνίδι της γ’ρούνας.
γαβρουλουιόμι = γαμπρολογιέμαι.
γαϊδουρουτόμαρου είνι = είναι ασυγκίνητος, είναι χοντρόπετσος.
- ΘΥΜΙΟΣ ΓΑΚΗΣ
- Κάποιος νεαρός Μεσολογγίτης με το όνομα Φλέγκας, που τότε εργαζόταν στο Μέτσοβο, πέρασε επιδεικτικά από το «κουλτούκι» (χώρος μπροστά στην εκκλησία) όπου σύχναζαν μόνο οι προύχοντες του χωριού και απαγορευόταν να περάσουν οι παρακατιανοί. Η ενέργειά του αυτή προκάλεσε τον τότε πλούσιο τσέλιγκα Νικολάκη Αβέρωφ, ο οποίο ήταν αδελφός του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, και τον χαστούκισε δημοσίως
- Ο Φλέγκας μετά τη χειροδικία, είπε στον Αβέρωφ: «Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά …»
- Έκτοτε γύρευε να εκδικηθεί τον Αβέρωφ για την προσβολή που του έκανε.
- Ήρθε σε επαφή με τον Σαρακατσιάνο Θύμιο Γάκη, λήσταρχο της περιοχής, με σκοπό να «κλέψουν» την κόρη του Νικολάκη, Δούκω.
- Ο Γάκης με τη δωδεκαμελή συμμορία του, πέρασαν τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα με σκοπό να μεταβούν στο Μέτσοβο, που ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
- Εκεί απήγαγαν τη Δούκω μαζί με μία συγγενή της τη Λενούσιω, στις 27 ή στις 31 Ιουλίου του 1884 και μετά τις φυλάκισαν στα λημέρια τους, στο πυκνό δάσος της Βάλια Κάλντα.
- Έπειτα από σειρά διαπραγματεύσεων, οι δύο γυναίκες απελευθερώθηκαν από τους ληστές, οι οποίοι έλαβαν υπέρογκα λύτρα, που σύμφωνα με την παράδοση, στοίχισαν στον μεγαλοτσέλιγκα το βάρος της Δούκως σε χρυσά νομίσματα και της Λενούσιως σε ασημένια.
- Σύμφωνα με τον θρύλο, αυτό ήταν το τελευταίο «μεγάλο κόλπο» του Γάκη.
- Αφού έκανε τη μοιρασιά, πήρε το μερίδιό του και ξαναπέρασε στα οθωμανικά εδάφη, μεταμφιεσμένος σε χανούμισα.
- Έφτασε μέχρι την περιοχή της Σμύρνης όπου αγόρασε κτήματα και εγκαταστάθηκε μόνιμα.
- Η πραγματικότητα όμως είναι λιγότερο μυθιστορηματική…
- Ο Γάκης έζησε για ακόμα δέκα χρόνια ως παράνομος, μέχρι το 1894 που συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δικαστήριο των Ιωαννίνων.
- Γλίτωσε τη θανατική ποινή χάρη στην ίδια τη Δούκω, η οποία κατέθεσε πως της είχε φερθεί άψογα κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας της. Τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά αργότερα αφέθηκε ελεύθερος όταν του δόθηκε χάρη.
- Μετά την αποφυλάκισή του, εγκαταστάθηκε τελικώς στο χωριό Παπασλή της Μικράς Ασίας, όπου έζησε ως γαιοκτήμονας και παντρεύτηκε την κόρη του Έλληνα δημάρχου της περιοχής Παναγιώτη Κλάρα.
- Εκεί τον βρήκε το 1919 η Μικρασιατική Εκστρατεία, κατά την οποία συγκρότησε με δικά του έξοδα ένα παραστρατιωτικό σώμα προς ενίσχυση του ελληνικού στρατού.
- Κατά μία εκδοχή, ο Γάκης τραυματίστηκε σε μάχη στις 17 Ιουλίου 1919 και εξέπνευσε λίγες μέρες αργότερα σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
- Κατά μια άλλη εκδοχή, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, επέστρεψε στην Ελλάδα και πέθανε πάμφτωχος στα Τρίκαλα.
- =Το τραγούδι της Βασιλαρχόντισσας είναι ευρέως διαδεδομένο στην Ήπειρο και έχει ως εξής:
- ΒΑΣΙΛΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
- Δεν είναι κρίμα κι άδικο, Βασιλαρχόντισσα.
Δεν είναι κι αμαρτία να ειν’ η Βάσω σ’ ερημιά;
Σε κλέφτικα λημέρια να στρώνει πεύκα η Βάσω;Στρώματα κι οξιές για μαξιλάρια;
κι ο Θύμιος Γακης Βάσω μ’, φώναξε από ψηλή ραχούλα
για σήκω Βάσίλω μ’ πάνω, κι έφεξε..Σήκω να πάρεις τον καφέ τ’ αφράτο παξιμάδι
Να σου περάσει ο καημός να φύγει η στενοχώρια
Και η ξαγορά μας έρχεται σε μούλα φορτωμένη. - Η Βασιλαρχόντισσα μετά την περιπέτειά της, μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε σε ένα αρχοντικό διώροφο σπίτι στην πλατεία Βάθης. Και όταν άκουγε το τραγούδι αυτό από διάφορες παρέες, έβγαινε στο μπαλκόνι της και τους χαιρετούσε.
- ΓΙΑΝΝΑΚΑΙΟΙ
- Οι Γιαννακαίοι απ’ ότι έχω ακούσει απ’ τους παλιούς ήρθαν απ’ το Ξηρόμερο. Λέγονταν κάπως αλλιώς, …..η Γαλαζούλας λένε, …. η κάπως έτσι, …δεν ξέρω σίγουρα. Ήρθε ένας Γιάννης από κει, έφυγε κυνηγημένος και πήγε τζιομπάνος εδώ στους Σαρακατσαναίους. Αυτό πρέπει να έγινε περίπου το 1815.
-
- Να ’χω το ψωμί μου, το τυρί μου, την πίτα μου …και σε δύσκολα χρόνια. Δεν μας έλειψε τίποτα και η Ήπειρος είχε μεγάλη φτώχια. Αλλά είχαν και μπάλα. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε : Παιδί μου να έχεις μπάλα, …καθαρό πρόσωπο δηλαδή. Πηγαίναμε στο καφενείο του χωριού, ….τι θέλουν τα Γιανακκάκια, ….αλλά έδωνε εντολή ο πατέρας μου.
- Εμείς τα γαλάρια τα βγάζαμε στο βουνό, απάνω στην κορυφή και είχαμε ένα μπατζαριό με άλλους Σαρακατσαναίους και δίναμε το γάλα. Το Μιτσικέλι είχε τότε 40.000 πρόβατα και το γάλα το έπαιρνε έμπορας. Είχαμε φτιάξει ένα οίκημα όλοι μαζί με λιθάρια και το σκεπάσαμε με τσίγκο, αυτό ήταν το μπατζαριό και μέχρι τις 20 Ιουλίου όλα τα γαλάρια ήταν επάνω. Τα στέρφα και τα ζ’γούρια και τα γίδια τα είχαμε κάτω..
- =…ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ (Σαρακατσιάνος Τραγουδιστής)….
- -..Ανάθεμα σε Παχνιστή, Γεννάρη και Φλεβάρη
- και συ βρε Μάρτη αντέμαχε, βρε Μάρτη αφορισμένε,
αχ Σαρακατσιάνε μου,
μου ψόφησες τα πρόβατα, μου ψόφησες τα γίδια, - μου ψόφησες και τ’ άλογα, φοράδες με πουλάρια,
αχ Σαρακατσιάνε μου,
μου σκόρπισες και τα παιδιά, ούλα μέσ’ στα σουκάκια - και γω ο πατέρα τους κοντα, όλο παρακαλώντας,
αχ Σαρακατσιάνε μου,
γυρνάτε πίσω, βρέ παιδιά, στα έρμα τα κονάκια, - εφτα χιλιάδες ψόφησαν και δεκαοχτώ σας παίρνω,
αχ Σαρακατσιάνε μου.
γαϊτάνι, του =λεπτό κορδόνι με το οποίο διακοσμώ τα ενδύματα.
γαϊτανάτα αφρύδια = φρύδια που είναι λεπτά σαν το γαΐτάνι.
γαϊτανώνου =διακοσμώ τα ενδύματα ή τα υφάσματα με γαϊτάνι,
γαλαζιάζου = γίνομαι στο πρόσωπο γαλάζιος από το κλάμα, το κρύο ή από δαρμό.
γαλάζιου σ’κώτι = έκφραση υπερβολής για το πολύ μαύρο:
= γαλάζιου σ’κώτι ου γαμπρός.
γαλάζιους, -α, -ου = γαλανός, κυανούς.
γαλαζούλα, η = θάμνος.
γαλανής, ου =γαλανομάτης.
Τι να σε κάνω γαλανή,
να γίνεις μαυρομάτα,να λεν΄ χαρά στα νιάτα.
Να σε ζηλεύω κούκλα μου, να σε ρωτώ στη στράτα
να σε ρωτώ στη στράτα,ποιανού ΄σαι μαυρομάτα.
Μη με ζηλεύεις, μάτια μου, και μη ρωτάς στη στράτα
και μη ρωτάς στη στράτα.
Εγώ θα γίνω ταίρι σου, θα γίνω μαυρομάτα
να λεν χαρά στα νιάτα.
γαλάρα, η = προβατίνα ή γίδα που την αρμέγω.
γαλαρεύου =αρχίζω να αρμέγω μια προβατίνα ή μια γίδα, δηλ. την κάνω γαλάρα είτε γιατί ψόφησε το μικρό της είτε γιατί το πούλησα .
γαλάρια θάλασσα = πολύ καθαρή.
γαλάρια, τα =πρόβατα ή γίδια που αρμέγονται και δίνουν γάλα.
γαλαριάρ’ς, ου =τσομπάνος που βόσκει τα γαλάρια, . Πολύπειρος και μάστορας τσομπάνος :
γαλαρο- ή γαλαρου- =πρώτο συνθετικό σε λέξεις :
γαλαρόγ’δα, γαλαρόκαμπους, γαλαρόκυπρους, γαλαρουκούδ’να, γαλαρουκουπή, γαλαρουτσιόκανου, γαλαρουκόπαδου, γαλαρουτόπι, γαλαρουλίβαδου, γαλαρουχόρταρου, γαλαρόκυπρους.
γαλαρουμπλιόρα, η = η τρίχρονη γεννημένη προβατίνα.
- ΓΑΛΑΤΑΙΟΙ
-
- Γεννήθηκα την άνοιξη του 1938 στις 14 Απριλίου λένε, έξω απ’ το Μοναστήρι, στην παλιά Σερβία. Ήταν άνοιξη και ακόμα οι δικοί μου ήταν κάτω δεν είχαν βγει στα βουνα. Πατέρας μου ήταν ο Θανάσης Γαλατάς και γεννήθηκε το 1900 ακριβώς. Ο παππούς μου λέγονταν Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1854 στη Συκιά Χαλκιδικής και πέθανε 91 χρονών, το 1945 στο χωριό στην Καρπερή Σερρών. Η γιαγιά μου ήταν απ’ τους Ζεκαίους και γεννήθηκε στη Βάβδο Χαλκιδικής. Ο παππούς μου ξεχειμώνιαζε στον Πολύγυρο.
-
.
- Δεξιά ο Κωνσταντίνος Γαλατάς με τον αδελφό της μητέρας του Νικόλαο Τζελέπη –1925
- Μητέρα μου ήταν η Ελένη Τζελέπη. Ο παππούς μου λέγονταν Κωνσταντίνος Τζελέπης και η γιαγιά μου ήταν απ’ τους Κλειτσιωταίους. Γεννήθηκαν στη Θράκη, ξεκαλοκαίριαζαν εδώ στην Κομοτηνή και ξεχειμώνιαζαν κάτω στη Μικρά Ασία, στην Προύσα. Η μάνα μου, γεννήθηκε το 1903 στη Βουλγαρία και δεκατεσσάρων χρονών το 1917 πέρασαν στη Σερβία και εκεί παντρεύτηκε με τον πατέρα μου.
γαλατένιους, -α, -ου =αυτός που το χρώμα του δέρματός του είναι άσπρο σαν το γάλα.
γαλατόπ’τα, η = πίτα που γίνεται με κύριο συστατικό το γάλα.
γαλατσάκι, του = 1. ασκί μέσα στο οποίο βάνω το γάλα του σπιτιού . 2. μικρό ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει μαζί του ο τσομπάνος και είναι γεμάτο ξινό γάλα .
γαλαχτιρή, η = προβατίνα ή γίδα που έχει πολύ γάλα.
γαλουκούρκουτα, η = χυλός που γίνεται με βρασμένο γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι.
γαλουμέτρημα, του = το μέτρημα της ποσότητας του γάλακτος, που βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή κάθε μέλους του τσελιγκάτου, ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο λογαριασμός με τον υπολογισμό των εσόδων αναλογικά.
γαλουτύρι, του = προϊόν του γάλακτος που γίνεται με ειδική επεξεργασία. Βάζουμε σε μια κάδη βρασμένο πρόβειο γάλα. Το αφήνουμε κάποιες μέρες. Το αλατίζουμε και το ανακατώνουμε συνέχεια. Αυτό σιγά-σιγά αρχίζει να γίνεται παχύρρευστο. Στη συνέχεια ρίχνουμε και άλλο γάλα και το ανακατώνουμε μέχρι να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Το καλοκαίρι φτιάχνουμε το γαλοτύρι.
γαμπρουβέλιντσα, η = βελέντσα πάνω στην οποίαν κάθεται ο γαμπρός, όταν πηγαίνει στο κονάκι της νύφης, κι από τότε γίνεται απαραίτητο εξάρτημα της αρματωσιάς του αλόγου του.
γάνα, η = αιθάλη που μαζεύεται κάτω από τα οικιακά σκεύη και τα μαυρίζει.
γάνους, ου = χιουμοριστικό σαρακατσιάνικο παιχνίδι που ο ένας μαυρίζει το πρόσωπο του άλλου με καπνιά από τη γάστρα ή από τα καμένα κάρβουνα .
γαργαλίδι, του = μικρό κλειστό κουδουνάκι για κατσίκια και αρνιά.
γάργαλους, -η, -ου γάργαρος:
= μόν’ νια ’λαφίνα ταπεινή δεν πάει κουντά στις άλλις,
κι οπού ’βρει γάργαλου νιρό, θουλώνει κι του πίνει .
γαργαρουλιμούσα, η =κοπέλα με όμορφο λαιμό:
= κι νια νιραντζουμάγουλη, νια γαργαρουλιμούσα,
ούηδι πεινάει ούηδι διψάει ούηδι παντρειά χαλεύει.
γαρδαλώνου =φτιάχνω κάτι πρόχειρο και όχι σταθερό.
- Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί,
αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους,
διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα
σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ.α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά
με τους Σαρακατσιάνους.
γαρούφαλα, τα = γαρίφαλα:
= τα τριαντάφυλλα πουτίζει, τα γαρούφαλα, του Λινάκι μ’.
γάστρα,γάστρος η = μεταλλικό κωνικό σκεύος, σαν ένα μεγάλο καπάκι, που το τοποθετώ πάνω από το ταψί με το φαγητό για να το ψήσω.
γατουξιέρασμα, του = ασήμαντο ανθρωπάκι (αδύνατο και κοντό), «μισή μερίδα».
γατσιασμένους, -η, -ου = κακομοιράκος.
γατσόμαλλα, τα =χνούδια στο μέτωπο, στο λαιμό, κτλ.
γατσόπ’λου, του = αυτός που παραφούσκωσε η κοιλιά του από το πολύ φαγητό:
= έφαγα κ’λιάστρα κι γίν’κα γατσόπ’λου σήμιρα.
γατσουμαλλιασμένους, -η, -ου = αυτός που του «σηκώθηκε» η τρίχα από το κρύο.
γ’δίσιου, του = γίδινο.
γειτουνεύου = 1. είμαι γείτονας με κάποιον. 2. επισκέπτομαι το γείτονά μου:
= θα πάου να γειτουνέψου σήμιρα.
γηρουκόμι, του =1. γερασμένο ή αδύνατο ζώο που έχει ανάγκη από φροντίδα . 2. γέροντας, αδύναμος άνθρωπος.
γηρουκουμάου =περιθάλπω, φροντίζω τους γέροντες.
γης = γη
για = ή: για ζούμι, για πιθαίνουμι, για σ’ άλλουν τόπου πάμι.
γιαλός, η = παραλία:
= πέντι μήνις γκιζιρούσα τα ψηλάι βουνά, του Λινάκι μ’,
κι άλλις πέντι σιριανούσα του γιαλό-γιαλό.
- ΓΙΑΝΝΕΛΑΙΟΙ
- Εμείς δεν είμαστε Γιαννελαίοι καθ΄αυτού, …είμαστε Γεωργανταίοι. Τον προσπαππού μ΄ τον έλεγαν Γιάννη, …Γιάννης, …Γιαννελάκης, …και γράφτηκε Γιαννέλης. Τον παππούλη μ΄ τον γνωρισα, …Βασίλη τον έλεγαν και είχε πατέρα τον Γιάννο τον Γιαννέλη.
-
- Εκτός από εμάς, είχαμαν Χατζοπουλαίοι, Καραλαίοι και Ζυγουλαίοι, …όλοι συγγενείς.
- Μεγάλοι τσελιγκάδες στα βουνά της Δράμας ήταν ο Χατζηχρήστος, ο Γραβάνης, ο Βασίλης ο Τσιλιγγίρης, ο Μήτρος ο Τζελέπης και άλλοι πολλοί.
- Για εφτά χρόνια έκανα κι εγώ τη στράτα απ΄ τη Λευκίμη του Έβρου μέχρι τα σύνορα της Δράμας και τα θυμάμαι. Από τη Λευκίμη μέχρι το Παρανέστι την άνοιξη έκαναμαν ένα μήνα να πάμε.
-
.
- Στο Παλλάδιο είχαμε καλύβια. Σε σπίτια μπήκαμε το 1967-68. Πολύ αργά, οι τελευταίοι είμασταν, αναγκάσκαμαν για τα παιδιά να πάμε. Πήγαμαν μέσα στο χωριό και πήραμαν οικόπεδα. Έδωσαμαν είκοσι πέντε χιλιάδες και πήραμαν τέσσερα στρέμματα οικόπεδο και κτίσαμε τα σπίτια και αποθήκες. Κάναμε τέσσερα κοριτσια, όλα στα καλύβια τα κάναμε.
γιάνου, να γιάνου = να γίνω καλά, να θεραπευτώ.
- Ο ΓΙΑΝΝΟΣ
- Τρεις Τούρκοι, τρεις γιανίτζαροι κι οι τρεις μου τζελεπήδες* ,
Οι τρεις τον Γιάννο γύρευαν κι οι τρεις τον Γιάννο θέλουν.
Τον Γιάννο δε μπορούν να βρουν, βρίσκουνε την Καλή του,
Οπόπλενε τα χέρια της σ’ ολόχρυσο λεγένι*.
— «Μωρή κρουστάλα του γιαλού και πάχνη του χειμώνα
Μωρή, το πού ‘ν’ το άντρα σου, το πού ‘ναι το καλό σου;»
— «Θιαμαίνομαι* , λογίζομαι για ποιόνε άντρα που λέτε,
Που ‘γώ δεν επαντρεύτηκα και σαστικό* δεν έχω»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόπε,
Νάτος κι ο Γιάννος πόρχεται στον κάμπο καβαλάρης·
Σπιθοβολούν τα πέταλα κι ο μαύρος χλιμιτράγει,
Τα ‘μορφα στήθια της Καλής σαν το πουλί πετούσι.
— «Γεια σας, χαρά σας, μπέηδες, καλοί μου τσελεπήδες,
Θέτε φαγί, θέτε πιοτό, θέτε ψηλό τραγούδι;»
— ‘Μεις για φαγί δεν ήρταμιε κι αλλ’ ούτε για τραγούδι,
Για που φιρμάνι σόχομε, βασιλικό φιρμάνι*,
Ή σκοτωμένο ή ζωντανό στην Πόλη να σε πάμε,
Στην Πόλη να σε φέρομε, στην πόρτα του Σουλτάνου.
— «Σαν τι κακό τόκαμα ‘γώ, στην Πόλη να με πάτε;
Εγώ κακό δεν έκαμα, κανένα δε φοβούμαι.
Παιδιά μου, σταματήσετε να γένουμε χαζίρι*!»
Τραβιέται δυο πατήματα και παίρνει το σπαθί του·
Χύνεται σαν τη αστραπή, τους τρεις τους πετζοκόβει.
*τζελέπης = ζωέμπορος,ενοικιαστής του φόρου = τζελέπικο.
*λεγένι = πλατιά λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών, νιπτήρας.
*σαστικός = αρραβωνιαστικός.
*Θιαμαίνομαι = παραξενεύομαι, απορώ, θαυμάζω.
*φιρμάνι = σουλτανικό διάταγμα.
*χαζίρι = έτοιμος, να ετοιμαστούμε.
- ΓΙΑΝΝΙΩΤΑΙΟΙ
- Γεννήθηκα το 1938 στο Αναβρυτό Κιλκίς. Εμεις παλιά δεν λεγόμασταν Γιαννιωταίοι, ..λεγόμασταν Γκουβραίοι. Ο προσπάππος μου λέγονταν Αλέξης Γιαννιώτης και είχε γυναίκα την Αγγέλω Τέζα. Ο παππούς μου, ο Θόδωρος Γιαννιώτης, γεννήθηκε το 1852 ανάμεσα Στάρα Ζαγόρα και Φιλιππούπολη.
- Του πατέρα μου η μάνα, λεγόταν Βασίλω Κλειτσιώτη, κόρη του Μήτρου Κλειτσιώτη η Κουμπουρλή, το γένος Μπίκου και γεννήθηκε στο Σαμοκόβ το 1856. Πολίτισσα Βουλγαρ΄νή ήταν, όπως και ο παππούς μ΄, …και παντρεύτηκαν στη Βουλγαρία το 1883 με 85. Η βαβά μ΄ μ΄ έλεγε ότι κατάγονταν απ΄ τ΄ Αγραφα. Πέθανε το 1961 και ήταν 105 χρονών.
- Ο πατέρας μ΄ λέγονταν Γιάννος, γεννήθηκε στη Μ. Ασία το 1903 και είναι γραμμένος το 1904. Στην Αρχαία Τροία γεννήθηκε, …Παλιάπολη την έλεγαν τότε οι Σαρακατσαναίοι, …στα χαλάσματα απ΄ όξω ήταν. Η μάνα μου ήταν η Αικατερίνη Μπόλα και γεννήθηκε το 1908.
- Το 1883 με 85 έφυγαν απ΄ τη Βουλγαρία, πήγαν στην Ανδριανούπολη και μέσω Βοσπόρου, πέρασαν απέναντι στη Μ. Ασια. Έκατσαν τριάντα χρόνια εκει.
- Το 1914, με τον πρώτο διωγμό τους έδιωξαν – εξήντα περίπου οικογένειες. Τους έδιωξαν κακήν-κακώς, χωρίς να πάρουν τίποτα. Μιάς θειάς μ΄, πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου, όταν τους έδιωξαν, …ένας υπηρέτης, ο Γκαμίλ της έκοψε το δάχτυλο και της πήρε το δαχτυλίδι.(ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΙΑΝΝΙΩΤΗΣ)
- Ο Θεόδωρος Γιαννιώτης (η Ντούλιας) – 1925
-
Του Γιαννούλα ( τέλη του 18ου αι.)
Γιαννούλας βήκε κι έκατσε στην ήλιο στο προσήλιο.
Για λάμπ’ ο ήλιος – Γιάννη μ’, – το πρωί, λάμπουν κι τ’ άρματά του.
Πιάνει και γράφει μια γραφή κι ένα καμένο γράμμα:
«Σ’ εσάς γερόντοι απ’ τ’ Άγραφα, σ’ εσένα Χατζηστέργιο,
γλήγορα το μουρασαλέ* απ’ την Οξιά και κάτω.
Πέντε μερούλες καρτερώ και δέκα παντυχαίνω
κι από τις δέκα και ύστερα θαρθώ και μοναχός μου.
Φωτιά θα βάλω στ’ Άγραφα, φωτιά και στα Γραμμένα!*μουρασαλές = γραπτή άδεια, διορισμός ( τουρκ. λ. murasale)
Συνέχεια από 6ο στίχο.
«… Κι αν δε μπορείτε μοναχοί, να’ρθω και μοναχός μου
Όσο να μάθουν τη γραφή, να μάσουν τ’ δωδεκάδα,
να κι ο Γιαννούλας έρχεται ντυμένος την καπότα.
Άλλος τον λέει μπιστικό, κι άλλος τον λέει τσιομπάνο.
κι ο έρημος Τριαντάφυλλος, που ξέρει τα τερτίπια:
«Αυτός δεν είναι μπιστικός, δεν είν’ κανας τσιομπάνος.
Είν’ ο Γιαννούλας μοναχός, ντυμένος στη καπότα.»
Τρεις μπαταρούλες τόριξαν, τις τρεις αράδα, αράδα.
Η μια τον παίρνει στ’ άρματα κι άλλη στο γιλέκο.
Η τρίτη η φαρμακερή, ανάμεσα στα μάτια!
= Τους αρματολούς τους διόριζε ο πασάς με την συναίνεση και των προεστών της περιοχής, που φρόντιζαν για την πληρωμή του καπετάνιου και των παλικαριών του. - Ο Γιαννούλας, ξακουστός αρματολός των Αγράφων, έδρασε στα τέλη του 18ου αιώνα.
- Στο τραγούδι φοβερίζει τους κοτσαμπάσηδες των Αγράφων να του δώσουν τ’ αρματολίκι στέλνοντας «καμμένο γράμμα».
- Το καμμένο γράμμα ( καμμένο στις τέσσερεις άκρες του), σήμαινε φοβέρα, ότι από την ώρα που έπαιρνες ένα τέτοιο γράμμα έπρεπε να εκτελέσεις τις εντολές του. Στο συμπλήρωμα του τραγουδιού βλέπουμε πως δεν συμμορφώθηκαν με την εντολή του καπετάνιου και τον σκότωσαν
- Γιαννουτάκης
- Από το Μιχάλη Γιαννουτάκη πρέπει να ξεκινά το επίθετο της οικογένειας μου. Ο πατέρας του ονομάζονταν Γιάννος Βασιλούδης, και τα παιδιά του οι Σαρακατσαναίοι τα φώναζαν τα “Γιαννουτάκια”. Ο Μιχάλης παντρεύτηκε την Χρυσούλα και απέκτησαν δύο παιδιά στα χρόνια 1915-1920, τον παππού μου, Κώστα, και την Ελευθερία. Ο Μιχάλης και όλα τα αδέρφια του πέθαναν σε διάστημα λίγων ημερών γύρω στο 1920, πιθανότατα από την πανδημία ισπανικής γρίπης.
-
Μιχάλης Γιαννουτάκης
- Η οικογένεια περνούσε τους χειμώνες στη Χαλκιδική, ενώ τα καλοκαίρια στο Μπέη Μπουνάρ, μέχρι τις αρχές δεκαετίας του 1970 αν γνωρίζω καλά, όταν και πούλησαν τα πρόβατα, εγκατέλειψαν τη νομαδικήζωή και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής.
- .
- Φιντίνα Βερμίου το 1948 -Κλινές Φλώρινας 1938
- ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΡΙΜΗΣ
- Γεννήθηκα στα Κερδύλλια Σερρών το 1932. Είμαστε τέσσερις, τρία κορίτσια κι εγώ. Εγώ είμι ο τρίτος. Έφυγα από τα Κερδύλλια το 1936. Πέθανε ο πατέρας μου τοτε, μετά έφυγι, παντρεύκι η μάνα μ΄, πήρε τον Μπήλιο τον Κώστα, κι ήρθαμε στο Παρανέστι στη Δράμα.
-
- Ένας κοντακιανός, λιγοστός άνθρωπος, που δεν παίρνει το μάτι σου για τίποτα, ήταν μοιραίο ν΄ αλλάξει τη ζωή του αλλά και την πορεία της πολιτισμικής ροής στον τόπο μας.
- Από μικρός όπου άκουγα τραγούδι, πήγαινα και έβανα αφτί να ιδώ πως τραγ΄δάν, τι λεν,Και με την πρώτ΄ φορά που άκουγα ένα τραγούδ΄, δεν το ΄γραφα πουθενά.
- Φλοερούλα έπαιζα από μικρό παιδάκι, καλαμένια, μαναχός μ΄ τ΄ς έφκειανα.Κοντά το κοπάδ΄ … κι εκεί μάθαινα και τα γραμματάκια, εκεί μάθαινα και τη φλογέρα, εκεί μάθαινα και τα τραγούδια, … όλα !
- Είναι ίσως τρία πράγματα που δεν μπορεί ν΄ αγοράσει κάποιος :Μπόι, Κυμπαρλίκι και Χρόνο.
- Τον άκουγα από μικρός και μ΄άρεζε. Τον ζήλευα κιόλας λίγο, μπορώ να πω, για τις πρωτιές του. θα ευχόμουν :
- Μακάρι να είχαμε κι άλλους τέτοιους αγράμματους (Βασίλης Σερμπέζης)
- Κάπου βελάζουν πρόβατα-κάπου βροντάν κουδούνια
κάπου το λέει κι ο μπιστικός-το λέει με τη τζαμάρα.
Για στείλτε κανά δύο πηδιά-σι’ αυτόν τον ζυγουριάρη
και φέρτε κάνα δύο σφαχτά.
- Το έτος 1963,εμφανίζεται η πρώτη σαρακατσιάνικη
κομπανία.
- Την αποτελούσαν οι: Τάσος Γιαρίμης κλαρίνο, Κώστα Χαλκιάς
βιολί, Κ. Καρακατσούλης λαούτο, Στέργιος Τσιλιγγίρης τραγούδι.
- Η πρώτη κομπανία μετεξελίχθηκε και με τη συμμετοχή κι άλλων οργανοπαιχτών,
όπως οι Σπύρος Γιαννιός και Γιάννης Κούτρας στο κλαρίνο, ο Κώστας
Καραΐσκος στο βιολί, έγινε ακραιφνής σαρακατσάνικη και γνωστή σε όλη την
Ελλάδα.
- Χάρη στις ικανότητες και ερμηνευτικές δυνατότητες του Τάσου
Γιαρίμη, μέσω τις δισκογραφίας αλλά και της συμμετοχής στο σαρακατσάνικο
γλέντι, διασώθηκε σημαντικός μέρος απ’ τη σαρακατσιάνικη μουσική
παράδοση.
γιαρτίμι, του =βοήθεια στο συνάνθρωπο:
= κάμι κι κάνα γιαρτίμι για την ψ’χή σ’.
γιατάκι, του 1. τόπος για ανάπαυση, καταγύγιο, λημέρι, κατάλυμα . 2. φωλιά άγριων ζώων.
γιάτουια =να το μπροστά σου.
γιατρεύουμι =θεραπεύομαι.
γιατρικό, του = φάρμακο. γιατριμός, ου = θεραπεία.
γιάτρισσα, η = γιατρίνα:
= -Νίτσα μ’, γλήγουρα, Νίτσα κι γιάτρισσα.
γιατρουκουμάου =περιθάλπω άρρωστο ή άρρωστο ζώο.
γίγκει, = έγινε.
= γίγκεις όχτκας κι μ΄έφαγες.
- Οι Βουλγάροι δεν μας πείραξαν, …τ΄ς αντάρτες κυνήγαγαν πολύ.
Σ ένα καλύβι είχαμαν τ΄ς αντάρτες, σ΄ άλλο καλύβι είχαμαν τ΄ς Βουλγάροι.
Αλλά δεν γένονταν προδοσιές, …έτρωγαν, έπιναν κι έφευγαν.
- ΓΙΔΑΡΑΙΟΙ
- Οι Γιδαραίοι παλαιότερα ξεχείμαζαν κοντά στον Πολύγυρο. Το καλοκαίρι έβγαιναν στην παλιά Σερβία και το χειμώνα γύριζαν πίσω στη Χαλκιδική.
-
Παλιά Σερβία – 1926
- Το 1948 έγινε γενική απογραφή και έγινε και στους Σαρακατσάνους. Κατ’ ευθείαν μας έδωναν Σέρβικη υπηκοότητα χωρίς να μας ρωτήσουν. Και τότε άρχισαν να πηγαίνουν και φαντάροι. Θυμάμαι τον θείο μου να κατεβαίνει την κατηφόρα απ’ το Αλτσιάκι για να πάει φαντάρος και τη μάνα του πίσω να κλαίει. Τον Μάιο του 1948, ενα μήνα μετά που μας πήραν τα πρόβατα, μας έστειλαν εξορία. Μας πήγαν ανάμεσα Στιπ και Κότσιανη, ..για να είμαστε μακρυά απο τα Ελληνικά σύνορα. Εκει κάναμε καλύβια, …πέρασε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο μας πήγαν σε κάποιο χωριό στην περιοχή της Στρούμιτσας που ειχε κρατικοποιηθεί, Χάμζαλι το’ λεγαν. Απο κτηνοτρόφοι που είμασταν αναγκαστήκαμε να ασχοληθούμε με τη γεωργία, ….όλοι, γυναίκες και άντρες δουλεύαμε. Εκει εγκατασταθήκαμε σε σπίτια και ζήσαμε μέχρι το 1963 που φύγαμε και γυρίσαμε στην Ελλάδα.
- Γιδαραίοι και Μαργιουλαίοι – 1954
- Οι Σαρακατσαναίοι που έμεναν στην παλιά Σερβία κράτησαν την παράδοση και μάλιστα πιστά, παρ’όλο που τόσα χρόνια ζούσαν εκτός Ελλάδος. Ήταν πολύ θρήσκοι και θεοφοβούμενοι. Τότε δεν υπήρχε οικογένεια να μην έχει ΄΄ύψωμα΄΄, ..κουρμπάνι, τάμα. Συνήθως γίνονταν όταν είχαν μία παρά λίγο δυσάρεστη κατάσταση, π.χ. όταν αρρώσταινε κάποιος. Έλεγε η μάνα : να ζήσει το παιδάκι μου και θα γιορτάζω κάθε χρόνο, συνήθως στη γιορτή του, η όποια γιορτή ήταν πιο κοντά. Παρ’ όλο που στη Σαρακατσάνικη οικογένεια ο άντρας αποφάσιζε, ….στο μόνο πράγμα που δεν έφερνε αντίρρηση ο άντρας στη γυναίκα ήταν στο τάμα. Το αποφάσιζε η γυναίκα. Το τάμα θα το έκανε ….η μάνα, … η πεθερά, …η γυναίκα. Κάθε χρόνο έκανε κουρμπάνι, …σαν ευχή, ….και καλούσε όλο το μπατζιό. Και βέβαια τάμα χωρίς σφαχτό δεν γίνονταν. Το κουρμπάνι ξεκινούσε με δυο χαρακτηριστικά τραγούδια για το ύψωμα και μετά συνέχιζε το υπόλοιπο γλέντι.
-
1947
- Τα ρούχα τα Σαρακατσάνικα συνεχίσαμε να τα φοράμε μεχρι το 1953-54. Ο μόνος που δεν άλλαξε τα ρούχα του, μέχρι το θάνατο του, ήταν ο παππούς μου. Ήρθαμε το 1963 στην Ελλάδα και πέθανε μετά απο ένα χρόνο το 1964 …με τη φουστανέλλα του.
- Στις 6 Νοεμβρίου του 1963, με τραίνο περάσαμε τα σύνορα όλοι μαζί οικογενειακώς, …ο παππούς και η γιαγιά (ενενηντάρηδες), …τέσσερα αδέλφια οι Γιδαραίοι, …όλοι απο πέντε παιδιά, …περίπου τριάντα άτομα. Και άλλοι τόσοι Μαργιουλαίοι, συνολικά είμασταν περίπου εξήντα άτομα. Στη Θεσσαλονίκη στο σταθμό μας περίμενε ένας θείος μου Γίδαρης, αυτός που έχει τα τρακτέρ. Δύο βράδυα μείναμε στο σταθμό και την επόμενη μέρα μας κάλεσαν και πήγαμε στο Αλλοδαπών. Μας ρώτησαν διάφορα πράγματα και μετά με φορτηγά του στρατού μας πήγαν όλους στην Αγία Τριάδα στις εγκαταστάσεις του ΠΙΚΠΑ. Εκει βγάλαμε το χειμώνα.
- Εμείς οι Γιδαραίοι είμασταν οι πρώτοι που ήρθαμε στο Κορδελιό. Μετά ήρθαν οι Μπαρτζαίοι, οι Καλαίοι και ύστερα οι άλλοι οι συγγενείς, ο ένας με τον άλλον. Την ίδια χρονιά χτίσαμε.
……
γίδι, του = γίδα.
γιδιρά, τα = γίδια:
= πέρα ιδώ στουν Έλυμπου κι στου Γαλαρόκαμπου
βόσκουν χίλια πρόβατα κι άλλα τόσα γιδιρά.
γιε μ’ = έκφραση που βάνουμε ανάμεσα στις κουβέντες και ισοδυναμεί με το εσύ ή με το καλέ που λένε κάποιοι άλλοι Έλληνες.
= γιεμ Γιάννινα ,,τι κάνς; γνέθς;
γιελαντζούρι, του = πρώιμο ανοιξιάτικο χορτάρι.
γιεννουλίβαδου, του = μέρος του λιβαδιού με παστρικό χορτάρι στο οποίο βόσκουν μόνον οι γεννημένες προβατίνες.
γιένιστι, τι γιένιστι; = πώς είστε;
γιέννους, ου = χρόνος κατά τον οποίο γεννάνε τα πρόβατα.
γιένουμι = 1. γίνομαι. 2. γεννιέμαι:
= η Μαρία μας γίν’κι μι τουν πόλιμου.
= τι γιένιστι ,τι κάνετε, πώς είστε;
= «Πώς ν’ άταν πώς να γιέννονταν»
γιέρα, τα = γεράματα.
γιέρμα του ηλιού = ηλιοβασίλεμα:
= κι μες του γιέρμα του ηλιού, μες του βασίλιμά του,
βρίσκου νια κόρη ρουϊδουνιά, ξανθιά κι μαυρουμάτα .
γιέρνου = 1. κλίνω προς τα πλάγια. 2. (για τον ήλιο) δύω. 3. κοιμάμαι.
γιερουμπαμπαλής, ου =πολύ γέρος.
γιέρουντας, ου = 1. γέροντας 2. -ις αρνιά που γεννιούνται καθυστερημένα. 3. έτσι προσφωνεί η γριά Σαρακατσιάνα τον άντρα της:
!!!Το προξενιό
Ο γέροντας επέστρεψε από τα… ειδήσια. Είχε πάει να δει ένα κορίτσ’ απ’ προξένεψαν στο γιό τους. Η γυναίκα τ’, τον κατάλαβε τα μακριά ότι δεν τ’ άρεσε το κορίτσ’ και ρώτησε να μάθει.
– Δεν σ’ άρεσι του κορίτσ’ γέροντα;
– Ήταν αφύσ’κου’ γριά, δεν ωδείζ’ με το θ’κό μας του πιδί.
– Κατί που ωδείζ’; Σαν τ’ν Μήτραινα;
– Ωρέ, τ’ μωρφομήτραινα βάν’ς ισύ!
– Σαν ποια άλλ’; Σαν τ’ν Γιάννενα;
– Ωρέ τ’ μουρφο-Γιάννενα! Απαντάει πάλι ο γέροντας.
– Εμ τότε σαν ποια είνι; σαν τον κώλο μ;
– Ωρέ του μωρφοκώλους βάν’ς!
γιεύουμι =1. παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι 2. πικραίνομαι, δοκιμάζω ψυχικό πόνο.
γιλάδι, του = βόδι. γιλαδουβουνιά είνι = είναι βρόμα.
γιλαδουβύζ’κα, τα =πρόβατα ή γίδια που έχουν στο μαστάρι τέσσερις ρόγες
γιλάου =1. κοροΐδεύω:
= θα τουν ξικλήσουν τα κλαριά, θα τουν γιλάσουν τα πουλιά.
2. εξαπατώ.
γιλασούμινους, -η, -ου = εύθυμος άνθρωπος, πρόσχαρος.
γιννουβουλάου = γεννάω συνέχεια και πολλά παιδιά:
= γιννουβουλάει αράδα η Κατιρίνη.
γινουμένα, τα = 1. υφάσματα που τα έχουμε επεξεργαστεί στα μαντάνια, . 2. ώριμα φρούτα. 3. αυτά που έγιναν, οι πράξεις μας.
γίνουνταν = ωρίμαζαν
γιντάτους, -η, -ου =γεννημένος έτσι όπως είναι. Από τη γέννα του.
γιόκας, ου = γιος, χαϊδευτικά ή σκωπτικά:
= μάνα κι γιόκας μάλουναν για νια Βουργαρουϊπούλα.
γιόμ’σι του φιγγάρι = είναι πανσέληνος.
γιόμα, του = 1. μεσημέρι: 2. γεύμα, μεσημεριανό φαγητό .
= να σ’ φκιάνου δείπνου να δειπνάς, γιόμα να γιουματίζεις.
3. μεσουράνημα::
= όσου να σκάσει ου αυγιρινός να πάει η πούλια γιόμα
κι του φιγγάρι δειλινό κι ου ήλιους μισημέρι.
γιον = μόλις, όπως.
= γιον έκατσαν να φάν’ ψουμί, λίγου να γιουματίσουν.
γιουκλαμάς, ου = η περιπλάνηση του κοπαδιού από τόπο σε τόπο για κάποιο χρονικό διάστημα.
γιούλη μ’ =παιδί μου:
= στα ξιένα, γιούλη μ’, να μην πας, να κάτσεις να μι θαψεις .
γιουμάτα, τα = έθιμο του γάμου. Τα «γιουμάτα» είναι το επισφράγισμα του γάμου. Έχουν μεγάλη γραφικότητα και πρέπει να τηρηθούν και τα σχετικά με αυτά έθιμα. Στο τραπέζι φέρνουμε το κρασί, την κουλούρα και το ψημένο σφαχτό του νουνού. Γι’ αυτό και λέγεται του νουνού του γιουμάτου. Ορίζουμε κάποιον αρχηγό (πρόεδρο π.χ.) για να διευθύνει τα δρώμενα. Αυτός κάθε φορά καλεί (φωνάζει το όνομά του) κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία ποτήρια με κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν που πρέπει να τα πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι κρασί και λέει ευχές για τους νεόνυμφους, το νουνό ή την παρέα. Μετά ο πρόεδρος δίνει εντολή σε άλλον καλεσμένο να πιει το κρασί και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία. Τελευταίοι πίνουν οι νεόνυμφοι και ο νουνός . Το έθιμο αυτό έχει διάφορες παραλλαγές. Μία παραλλαγή είναι να προσφέρει το κρασί στον κάθε καλεσμένο ο νουνός. Αυτός που πίνει το κρασί πέρα από τις ευχές λέει και διάφορους γλωσσοδέτες .
γιουματίζου = γευματίζω:
= να σύρου του ντουφέκι σου, να σύρου τ’ άρματά σου,
να σ’ φκιάνου δείπνου να δειπνάς, γιόμα να γιουματίζεις .
γιουμάτους, -η, -ου = γεμάτος.
γιουμίζου = γεμίζω:
= του στόμα τ’ αίμα γιόμουσι, τα χείλια του φαρμάκια.
γιουμώνου =γεμίζω.
γιουρτάδις, οι =γιορτές.
γιουρτάσι, του =γιορτή, γλέντι.
γιουρτόπιασμα, του = ύβρις, παλιόπαιδο, παιδί που η σύλληψή του γίνεται τις γιορτινές μέρες.
γιρακουμύτ’ς, -α = αυτός που έχει τη μύτη κυρτή σαν του γερακιού, καμπουρομύτης, καμπουρομύτα.
γιράλαφους, ου = γέρικο ελάφι:
= πέρα ιδώ στουν ιέλατου κι στουν κουντουιέλατου
βόσκει ’νας γιράλαφους κι ούλου κλαίν’ τα μάτια του.
γιρεύου = θεραπεύομαι.
γιρουντάματα, τα = γεράματα.
γιρουντουϊέλατα, τα = γέρικα έλατα:
= αντάριασαν τα διάσιλα κι ταϊ βουνά κακιώσαν
κι τα γιρουντουϊέλατα τρίζουν αγριιμένα.
γιρουσύνη, η = γεράματα.
-
ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΩΡΓΗ `Μ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
- Σήμερα Γιώργη `μ Πασχαλιά Γιωργάκη `μ Γιωργάκη `μ
σήμερα πανηγύρι Γιωργάκη `μ και λεβέντη `μ - Σήμερα αλλάζουν τα παιδιά Γιωργάκη `μ Γιωργάκη `μ
και βγαίνουν στο σεργιάνι Γιωργάκη `μ και λεβέντη `μ - Κι εσύ Γιώργη `μ δε φάνηκες Γιωργάκη `μ Γιωργάκη `μ
να βγεις να σεργιανίσεις Γιωργάκη `μ και λεβέντη `μ -
Του Γιώτη (1787)
-Τι συλλογιόσι, Γιώτη μου, τι βάνεις με το νου σου
Φέτος δεν είναι για κλεφτιά, φέτος να σηκωθούμε,
τι τα ντερβένια κλείστηκαν, τα πήραν οι Αρβανίτες.
Και τα γιατάκια τα’ πιασαν, τα Γιάννινα τα πήραν.
Παρακαλάτε το Θεό και τους Αγίους όλους.
Φέτο θα γένει πόλεμος και ταραχή μεγάλη,
Θα κλαίν μανούλες για τα παιδιά, γυναίκες για τους άντρες,
Θα κλαίει και η Παναγία!Ο Γιώτης αρματολός της Θεσσαλίας, έζησε στα χρόνια του Κουρτ πασά.
- Όταν ο Αλής έγινε πασάς των Ιωαννίνων το 1788 άρχισε να καταδιώκει αμείλικτα τους κλέφτες.
- Σ’ αυτή την εποχή αναφέρεται το τραγούδι, όπου ο Γιώτης Μπαρτζώκης ή Μπασντέκης έχασε τ’ αρματολίκι του στα τέλη του 18ου αιώνα.
γκαβός, -ή, -ό = τυφλός.
γκαβουλόους, ου = οφθαλμίατρος.
γκαβράρους, ου =ο πρώτος, ο βασικός, ο κουμανταδόρος από τους δυο βοσκούς-συντρόφους που φυλάνε το ίδιο κοπάδι.
=Πρώτη φορά πήγα στα πρότα όταν ήμαν δέκα τρία χρονών. Ε, εκει απάν τα μπλούκιαζαν τα πρότα κι έστελναν έναν μεγάλο κι έναν μικρόν, τον γκαβράρο και το τσιράκι,… να μην κάνουν κουμάντο και οι δύο. Έκαναμε ένα κοπάδι όλο κριάρια, για να μην μαρκαλιόνται τα πρόβατα. Αρχές Αυγούστου τα χώρ΄ζαμαν. Κάθε ένας έπαιρνε τα θ΄κα τ΄. Έπαιρνε και τα κριάρια τ΄ και έλεγαμε, …βαρβατοπόλεμα. Εκει που είμασταν είχε και αρκούδες και λύκοι, αλλά και πολλά ζαρκάδια και πολλά αγριοκάτσικα που γκιζέραγαν απάν στις πέτρες.
γκαβώνουμι = τυφλώνομαι.
γκαγκαμάνια, τα = «άβγαλτοι» ανθρωποι, ανθρωπάκια :
= τι νουγάν’ τα θκάμας τα γκαγκαμάνια.
γκαϊδιάζου =αλληθωρίζω.
γκαΐδός, ου = αυτός που πάσχει από στραβισμό, αλλήθωρος.
γκαλιούρ’ς, ου=αλλήθωρος.γκάλιουρας, ου =αλλήθωρος:
= μι γκάλιουρα πλάιασις, γκάλιουρας θα ξημιρώσεις.
γκαλιουρίζου = αλληθωρίζω.
γκάλμπα, -ου =γίδα με κοκκινωπό χρώμα.
γκαμηλουψώρα, η = ψώρα που δε γιατρεύεται.
γκανιάζου =1. «σκάω» από το κλάμα. 2. καίγομαι από δίψα.
γκάντσι, τουν = γκάντσι ,τον αγανάχτησε ή τον ανάγκασε ή τον έπεισε:
= μι τα πουλλά τουν γκάντσι κι απουφάσισι ου Κώτσιους να πάει σ’ν ικκλησιά.
Γκαραγκούν’δις, οι = Αρβανιτόβλαχοι της Ηπείρου .
- Καραγκούνα πάει να πλύνει
- Καραγκούνα πάει να πλύνει κι ο βοριάς δεν την αφήνει.
Τα ποτάμια παγωμένα τα νερά κρυσταλλωμένα. - Άστηνε βοριά να πλύνει και νυφούλα θε να γίνει
να τα πλύνει να τα απλώσει να στεγνώσουν πριν νυχτώσει. - Πλεν’ την προίκα που ‘χει γνέσει, στον καλό της για ν’ αρέσει.
γκαρδιακός, ου = επιστήθιος φίλος.
γκαρδιώνου = ξεπαγιάζω:
= γκάρδιουσα, πιδάκι μ’, στα κρούσταλλα κι τ’ς γυαλουπαϊές.
- ΓΚΑΡΕΛΑΙΟΙ
- Οι Γκαρελαίοι ήταν παιδιά του Γρηγορίου Γκαρέλη, ο οποίος ήταν μικροκτηνοτρόφος στην περιοχή του Περτουλιου.Ξεχειμαζαν στο Σουφλάρι εκεί που τώρα είναι τα διόδια της Εθνικής στο Κιλελέρ της Λάρισας.
- 1919:Ξεκίνησαν καραβάνι περίπου 20 οικογένειες, με πρόβατα και τσομπαναραίους και βγήκαν απάνω. Μάιος του 1919. Από τη Θεσσαλία ξεκινούσαν νωρίτερα τα τσελιγκάτα, γιατι ο τόπος καίγονταν νωρίτερα.
-
- ΚΟΝΑΚΙΑ ΓΚΑΡΕΛΗ-ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ -ΘΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ(11 ΙΟΥΛΙΟΥ 1942)
γκαρσμένους, -η, -ου= ξεφωνημένος.
γκαστριά, η = εγκυμοσύνη.
γκαστριάρ’ς, ου =τσομπάνος που βοσκάει τα γκαστρωμένα πρόβατα.
γκαστρουλουιόμι = παρουσιάζω σημάδια εγκυμοσύνης ή κάνω προσπάθειες για να μείνω έγκυος.
γκαστρουχουρίζου = χωρίζω από το κοπάδι τις προβατίνες που θα γεννήσουν σε λίγο καιρό.
γκαφαλντί, του = επιδόρπιο:
= έτρουγι τρεις τσιανάκις ξ’νόγαλου κι του γάλα γκαφαλντί.
γκβάρι, του = κουβάρι:.
= μας έμασι του κρύου γκβάρι (κρυώνουμε πολύ).
= γκβαριάζου =1. κουβαριάζω, μαζεύω το νήμα σε κουβάρια. 2. –ουμι κουβαριάζομαι.
γκβαριάζουντι τα πρότα = συνωστίζονται.
γκβέντα, η =κουβέντα.
γκβιντιάζει η φουτιά=φλόγες από τη φωτιά βγάζουν τσιριξιές, ήχους.
γκβιντιάζου = 1. κουβεντιάζω. 2. στοχάζομαι:
= ανταμώθ’καμαν ικεί στου διάσιλου κι γκβέντιαζαμαν για ’κειά π’ πέρασαν κι για ’κειά π’ θανάρθουν.
να γκβιντιαστού = να ευχαριστηθώ κουβέντα:
= είχα χρόνια να τ΄ς ιδού κι πήγα νια βραδιά στου κουνάκι τ’ς να γβινταστούμι ους ’ν αυγή.
γκδούνα, η = μεγάλο κουδούνι που το κρεμάμε κυρίως στα γκεσέμια,
γκδούνι, του = κουδούνι.
γκδούνι δίχους γλουσσίδι = χωρίς περιεχόμενο, κενός.
γκζάνια, τα = μικρά παιδιά.
= Όταν ξεκινούσαμε απ’ τη Δοιράνη, οι μεγάλοι έκαναν τα καραβάνια και ξεκινούσαμε σ’απάν-σ’απάν. Τα γκζάνια τα ΄βαζε μια γιαγιά, μας έπαιρνε, … έλεγαν πού θα πάτε ; …σιά μπροστά, …έτσι το ΄λεγαμαν.
γκιέμι, του = χαλινάρι:
= πιάνει της νύφης τ’ άλουγου κι του γαμπρού του γκιέμι .
γκιέσα, η = 1. μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες ή καφέ γραμμές στο πρόσωπο. 2. μαύρη γίδα που έχει άσπριδερά τα πόδια της και το μούτρο της άσπρο. . 3. μαύρη γίδα με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα πόδια . 4. γίδα που έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και το τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο. 5. γίδα που έχει μαύρο σώμα με καφέ λωρίδες .
γκιεσουκάντα, η = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το μούτρο της είναι άσπρο .
γκιζιράου = περιπλανιέμαι, τριγυρνώ, τριγυρίζω άσκοπα.:
Αριστείδης
(Σαρακατσανέικο, καγκέλι)
- Σείρε γκιζέ- μωρ Αριστείδη μου-σείρε γκιζέρα στο ντουνιά
- και στον απάνω κόσμο Αριστείδη μου-και στον απάνω κόσμο μωρ τζοβαΐρι μου.
- Κι αν θα βρεις α- μωρ Αριστείδη μου-κι αν θα βρεις άλλη σαν και μένανε
- άλλη να σ’ αγαπάει βρ’ Αριστείδη μου-άλλη να σ’ αγαπάει τζοβαΐρι μου.
- Να πας και να, μωρ Αριστείδη μου-να πας και να ‘ρθεις γρήγορα
- απο τα μαύρα ξένα Αριστείδη μου-απο τα μαύρα ξένα τζοβαΐρι μου.
γκιζιρισμός, ου = περιπλάνηση, τριγυρισμός:
= τα Καστανιώτικαϊ βουνά γκιζιρισμούς δεν έχουν.
= «Άϊντε κι ‘ όλο τον κόσμο γκιζιρώ – κορή μ’ το ντέρτι σου τραβώ
γι’ε’μ κι όλο τον κόσμο φέρω – τον καημό/ς δεν υποφέρω …»
γκιζουφάηδις, οι =παραγκώμι Σαρακατσιαναίων, αυτοί που τρώνε γκίζα, προϊόν κατώτερης ποιότητας.
γκιόλι, του = γκιόλα, λιμνούλα.
γκιόξια, τα = στήθη.
γκιουβούρι, του = κιβούρι, μνήμα:
= κι τώρα μου ’ρθι θάνατους κι θέλου να πιθάνου
κι φκιάσι του γκιουβούρι μου πλατύ, ψηλό να γιένει.
γκιουρτινάτους, -η, -ου =πολύχρωμος στο λαιμό.
γκιουφύρι, του = γεφύρι.
=ανάθιμα τ-νώρα απ-πέρασα του γκιουφύρ.
= Στην Τουρκία ήταν, …όλοι στην Τουρκία ήταν, …Λάχανα Πασά λέγονταν ένα τσιφλίκι πέρα απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Το 1922 γύρ΄σαν καδώθε με πρόβατα, … τρεις χιλιάδες πρόβατα τα πέρασαν απ΄το γιοφύρι. Όλοι οι Σαρακατσαναίοι παρέμειναν στα Φέρραι, σε κείνα τα χωριά, …για να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα όπως έλεγαν, ..δεν έφευγαν μακρυά. Κι ο παππούς έπιασαν ένα χειμαδιό εκει στη Λευκίμη.
γκυρατζίδ’κα άλουγα = άλογα του αγωγιάτη.
γκισιέμι, του = ευνουχισμένο κριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι.
γκισιεμουκούδουνα, τα = μεγάλα κουδούνια που τα βάζουμε στα γκισιέμια,
γκλάνας, ου = τεμπέλης.
γκόλιους, ου = φαλακρός.
γκόρμπα, -ου = μαύρη γίδα.
γκόρτσα, τα = 1. μικρά άγρια απίδια. 2. μικρόσωμα άτομα:
= Α!, ρε γιαγιά, είσαι κοντούλα και θα γιένουμε και μεις γκόρτσα.
γκούβρας, ου = αμίλητος, άκριτος.
γκουλαβίνα, η = νωπή προβάτινη κοπριά.
γκουλαίμ’ς, ου =μακρυλαίμης.
γκουμαχάου = ανασαίνω βαριά από κούραση, αρρώστια ή πυρετό.
γκουμούλια, τα = μικρά καρβέλια από ψωμί ή από σκυλόψωμο:
= τότε έβγαλα κι εγώ απ’ τον τρουβά δυο τρανά γκουμούλια
και τ΄ς έρ’ξα, ένα στον καθένα. Εκειά τάφαγαν λιμασμένα .
- Το τσελιγκάτο του Γκουντάκου Χρ.: Είχε 30 οικογένειες, 50 άλογα και 2.500 γιδοπρόβατα. Μεταξύ των άλλων μέλη του τσελιγκάτου ήταν και ο Γκουντάκος Κώστας και τα παιδιά του Πέτρος (Πέτκος), Χρήστος (Πόρπη), Βουλγαρίδης Αντώνης και τα παιδιά του Γιάννης, Κώστας, Κίτσος (Διαλαμπή). Θανασούλας Κώστας (Μαρώνεια). Φλωροκάπης Κώστας (Πόρπη). Γεωργαντάς Δήμος, Γιάννος και Χρηστάκος (Γλυκονέρι). Οι Γκουντακαίοι μέχρι το 1935 λεγόταν Γεωργανταίοι.
- Το τσελιγκάτο του Δ. Γκουντόλια (Λεκάνη): Είχε 16 οικογένειες, 80 άλογα και 3.500 γιδοπρόβατα. Μέλος αυτού του τσελιγκάτου ήταν και ο Σκαμνός Σπύρος (Παλλάδιο) και Γιώργος (Σάλπη). Ο φίλος Γιάννης (Διαλαμπή), Ρέστας Γεώργιος και Νικόλας (Ίασμο), Μπίκος Νικόλαος (Παλλάδιο).
γκουργκόλια, τα = πατάτες
γκουρμπάνι, του =1. τάμα σε άγιο, και κυρίως ζώο, σφαχτό που θυσιάζεται. 2. γιορτή που συνοδεύεται με θυσία ζώου .
- Το «τάμα» γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα
του εορτάζοντα. Δηλαδή, το «γκουρμπάνι» δεν ήταν ονομαστική εορτή με την
σημερινή έννοια, αλλά τάμα σε κάποιον άγιο για να έχουν την εύνοιά του. Οι γιορτές,
που κατά κύριο λόγο έταζαν το γκουρμπάνι οι Σαρακατσάνοι, ήταν κατά προτίμηση
της Παναγίας, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Άη Δημήτρη και του
Άη Γιώργη.
- Στο τάμα έσφαζαν ένα αρσενικό αρνί που το έψηναν στο γάστρο και καλούσαν
τους γείτονες να το φάνε όλοι μαζί, πίνοντας κυρίως ρακί ή κατά δεύτερο λόγο κρασί.
Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη ποικιλία) τα έβαζαν σε τάβλες που
είχαν στρώσει μέσα στο καλύβι. Έστρωναν τις τάβλες κάτω, έβαζαν το ψητό κρέας,
τις ειδικά ζυμωμένες για την περίσταση κουλούρες. Οι καλεσμένοι καθόντουσαν
πίσω από τις τάβλες και το γλέντι άρχιζε με τραγούδια για το γκουρμπάνι.
γκουρμπανίσια = τραγούδια που λέμε στα γκουρμπάνια,
- Τα τραγούδια, που άρχιζαν το γκουρμπάνι, «τα γκουρμπανίσια
τραγούδια», όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον εορτάζοντα και ήταν καθορισμένα
- . «Καλώς μας ήρθε η σημερ’νή-σαν τον καλό τον χρόνο
- κάνει τους νιούς και χαίρονται-γέρους και καμαρώνουν
- κάνει και τα μικρά παιδιά-να παίζουν να γελάνε
- κάνει και τ’ ορφανό παιδί-να κλαίει να μη μερώνει».
…..
- «Εγώ τον ήλιο ν’ όμοσα-ποτέ μην τραγουδήσω
- και τώρα για τους φίλους μου-τους πολυαγαπημένους
- άνοιξε θλιμμένη μου καρδιά-τα πικραμένα χείλη
- πες μας τραγούδια θλιβερά-και παραπονεμένα
- να κάμεις τα βουνά να κλαιν’-τους κάμπους να δακρύσουν
- να κάμεις και την μάννα μου-να κλαίει για τ’ εμένα».
- Τσελιγκάτο Γκούρτσα: Είχε 4 οικογένειες, 15 άλογα και 1.000 γιδοπρόβατα.
γκουρτσιά, η = αγριοαπιδιά.
γκουρώνου = πεισματικά αρνούμαι, μουλαρώνω:
= ικεί τ’ γκούρουσι κι δεν τ’ αλλάζεις μι τίπουτα.
γκούσγκουνας, ου = αυτός που δε θέλει κόσμο, μοναχός, ερημίτης.
γκράδις, οι = παλιά όπλα οπισθογεμή.
Γκραίκους, -α = Έλληνας χωρικός, Ελληνίδα χωρική
= Θοδωράκη, τηράτι ισείς να του κρατήσιτι ικεί στη Γκρικιά,
ιμείς ιδώ λειώνουμε σαν τ΄ αλάτι΄΄.
γκράνας, ου = ξεροκέφαλος, χωρίς πνευματική ευστροφία.
γκρικεύου = γίνομαι χωριάτης. Κατοικώ σε χωριό και αφομοιώνομαι από τους κατοίκους του.
= Τουρκεύουμε κι δε γκρικεύου.
Γκρικιά, η = Ελλάδα. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούν οι Βουλγαρινοί Σαρακατσιαναίοι. για την Ελλάδα.
γκριμάου = κρημνίζω.γκριμός, ου = βάραθρο, απότομη κατωφέρεια.
γκριτζιάλα, η =γκρίνια.
γκριτζιαλεύουμι = γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ:
= γκριτζιαλεύισι του πιδί κι δεν κάν’ς καλά.
γκρίτζιαλους, -η, -ου = γκρινιάρης, μεμψίμοιρος.
γκρυμπιάζου = καμπουριάζω.
γκυρατζής, ου = αγωγιάτης.
γκώσμα, του = στενοχώρια, άγχος, πρόβλημα.
γλαβάνι, του =πηγή, αρχή από ρέμα.
γλαρά μάτια = λαμπερά, ζωηρά, χαρούμενα.
γλέντημα, του = διασκέδαση, ευχαρίστηση:
= του κέντημα ’νι γλέντημα κι η ρόκα ’νι σιριάνι .
γλέπου = βλέπω.
γληγουράτι = κάντε γρήγορα:
= για γληγουράτι, ουρέ πιδιά, κι στρώστι τα ψαλίδια.
γλιντιστού να γλεντιστώ, = να γλεντήσω, να διασκεδάσω:
= ξιέβγινα να σιριανήσου, Κουσταντή, βρε Κουσταντή
κι να γλιντιστού, μαρ’ Λένου μ’ κι Βασιλική.
γλουσσίδι, του = μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του κουδουνιού που προκαλεί τον ήχο.
γλυκάδια, τα = αδένες κάτω από το λαιμό του ζώου.
γλυκατζής, ου = ζαχαροπλάστης.
γλυκου = πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει μια εγκαρδιότητα, μια τρυφερότητα, μια ζεστή σχέση, μια «γλυκάδα», μια ευχαρίστηση: γλυκουγιουματίζου, γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια, γλυκουχαράζου, γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.
γλυκουμπλιά, η = μηλιά με γλυκά μήλα.
γλύνα, η = λίπα από χοιρινό.
γνέθου = μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.
γνισιό, του = τόπος στον οποίο μαζεύονται οι γυναίκες για να γνέσουν κυρίως, αλλά και να κουβεντιάσουν, να χωρατέψουν ή να τραγουδήσουν.
γνοιάζουμι =ενδιαφέρομαι, φροντίζω.
γνουμηρός, -ή, -ό = γνωστικός, μυαλωμένος.
γνώμη, η = νους, μυαλό:
= τόφκι η γνώμη (το ’χασε)
γνώρους, ου = 1.ικανότητα που έχει ο τσομπάνος να γνωρίζει τα πρόβατά του από τα χαρακτηριστικά τους .2. γνωριμία:
γόνας, ου = γόνατο.
- ΓΟΥΛΑΙΟΙ
- Γενήθηκα τον Γενάρη του 1933 στην Τριανταφυλλιά Σερρών. Το χειμώνα έρχομασταν εδώ και το καλοκαίρι πήγαιναμε στην Τσέκοβα, ένα βουνό πάνω από τη Ζίχνη. Ο πατέρας μου ήταν ο Χρήστος Γούλας που γεννήθηκε περίπου το 1900. Η μάνα μ΄ ήταν απ’ τους Τζελεπαίους, ..μεγάλη φάρα. Στην Τσέκοβα είμασταν σαράντα οικογένειες Σαρακατσάνοι. Τσέλιγκας ήταν ο Μήτρος Τζελέπης, ο πιο μεγάλος της περιοχής, πρώτος ξάδελφος της μάνας μ΄, εφτά αδέρφια ήταν αυτοί. Οι απόγονοι τους τώρα είναι στο Παλλάδιο Κομοτηνής. Σε καλύβια είμασταν και απάν και κατ’, αλλά μερικοί στο βουνό είχαν σπίτια με πέτρα και λαμαρίνες. Στο τσελιγκάτο ήταν Τζελεπαίοι, Γουλαίοι, Παρασκευαίοι, Βρυζαίοι, σαράντα οικογένειες και τρεις χιλιάδες πρόβατα.
- Οι Σαρακατσάνοι πρέπει να ήρθαν εδώ στην Ανατολική Μακεδονία γύρω στο 1800.
- Τα Σαρακατσάνικα τραγούδια μιλάν για εγκαταστημένους ανθρώπους. Στην αρχή δεν υπήρχαν νομάδες Σαρακατσαναίοι, ζούσαν σε χωριά. Προτού να φύγουν είχαν σπίτια και τραγούδαγαν για σπίτια. Κάποιοι που ζούσαν σε χωριά, σε σπίτια, κυνηγήθηκαν από τους Τούρκους και έκαναν μετακινήσεις, αυτοί ήταν οι Σαρακατσαναίοι. Προτού να φύγουν είχαν σπίτια στα χωριά των Αγράφων. Από κει έφυγαν και πήραν τα τραγούδια αυτά μαζί τους.
- ==.Να σε πω μερικά καθαρα Σαρακατσάνικα τραγούδια.
- Τα Καστανιώτικα βουνά, (κλέφτικος χορός, εχ μωρε, κάτσα).
- Ακόμα ετούτ’ την άνοιξη κι αυτό το καλοκαίρι
- Πέρα σε κείνο το βουνό το κορφανταριασμένο
- Θυμήθηκα την ξενητειά και θέλω για να φύγω
- Κλαίν όλα τα δέντρα κι όλα τα κλαριά
- Μάνα μ’ με κακοπάντρεψες και μ’ έδωσες στον κάμπο
- Απόψε στο σπιτάκι μου είχα χαρά μεγάλη
- Αφέντη μου στην τάβλα σου χρυσή καντήλα καίει
(ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΟΥΛΑΣ)
.
- Οι γονείς Χρήστος Γούλας και Γιαννούλα Τζελέπη – 1950……..
γούλια, τα = ούλα.
γουμαρ’νά = γαϊδουρινά:
=όποιους κάν γουμαρ’νά, πουρεύει ανθρουπ’νά κι ου καλός καλό δε γλέπ.
γουμαράγκαθα, τα = γαΪδουράγκαθα.
γούμινους, ου =ηγούμενος του μοναστηριού:
= κι’ γω του χώμα του’ θιλα να φκιάσου μαναστήρι,
να βάλου μέσα καλουγριές, να βάλου καλουϊέρους,
να βάλου κι ιέναν γούμινου να τους ξουμουλουγάει.
- Προτού ν’ ανθίσουν τα κλαριά
Προτού ν’ ανθίσουν τα κλαριά κι βγάλουνε τα φύλλα
ου Κατσιαντών’ς αρρώστησε βαριά για να πεθάνει.
Στου μαναστήρι ν-έκατσι μήπως και ξαναγειάνει.
Κι ου γούμινος τουν πρόδουσι στ’ Αλή πασιά του στόμα.
Γιουσούφ Αράπης έφτασι μι δώδικα χιλιάδις,
κι του Αντώνη ν-έπιασαν στα Γιάννινα τουν πάνι.
Τουν πήραν κι τουν πάιναν στ’ Αλή πασιά την πόρτα.
Κάτου απ’τα χαλάσματα κι αντίκρια στα Τζουμέρκα,
ου Κατσιαντώνης φώναξι κι τουν Τούρκου προυστάζει:
-Σταμάτα, Τούρκε, τ’ άλογο, λίγου να ξανασάνου,
κι ν’ αγναντέψου τάι βουνά κι τις κρύες βρυσούλες,
ν’ αφήκου διάτα στα πιδιά, σ’αυτόν τουν Λιπινιώτη,
να πάει να κάψει τ’ Άγραφα κι ούλου του Καρπινήσι
κι τα μιγάλα φράγκικα, τα τρία μαναστήρια.
Μη πρόδουκι ου καλόγηρος απού του μαναστήρι.Την άνοιξη, «προτού ν’ ανθίσουν τα κλαριά» αρρώστησε ο Κ., σύμφωνα με τους στοίχους του τραγουδιού και πήγε στο μοναστήρι ν’ αναρρώσει. - Πρόκειται για το μοναστήρι του Αϊ-Γιαννού κοντά στο Παλιοκάτουνο της Ευρυτανίας.
- Λένε πως τον πρόδωσε ο γούμενος του μοναστηριού. Υπάρχει μια σύγχυση στο θέμα αυτό της προδοσίας.
- Το τραγούδι βέβαια εδώ μας λέει τη μισή αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως ο Αντώνης όταν αρρώστησε πήγε στο μοναστήρι.
- Η θέση του όμως εκεί ήταν επισφαλής, γιατί στα μοναστήρια πήγαιναν όλοι, κλέφτες και Τούρκοι.
- Γι’ αυτό και πήγε στη σπηλιά που βρίσκεται κοντά στο Μοναστηράκι. Εκεί τον έπιασε ο Άγιος Μουχουρντάρης και όχι ο Γιουσούφ Αράπης.
γουνέοι = γονείς.γουνήδις, οι = γονείς.
γουνής, ου = γονιός:
= τέτοιου γουνή δεν είχα ιδει σαν του χουρσούζη του Γιάννη Καραλή.
γουνικά, τα = γονείς:
= σι κλαίου κι’ γώ απόκρυφα, κρυφά απ’ τα γουνικά μου.
γουνουλίθια, τα = δυο ορθογώνιες λίθινες πλάκες που βάνουμε από τις δυο πλευρές του πυρουμάχου ) και κάθετα προς αυτόν για να προστατεύουν τη φωτιά . Τα γουνουλίθια τα λέμε και πυρομάχους.
γουργουμαραγκιάζου = κάνω κάτι να μαραθεί πριν από την ώρα του:
= Μην του παίρνεις, μην τ’ αφήνεις, μην του γουργουμαραγκιάζεις.
ν’ άπλουσα να πάρου μήλα κι μαράθηκαν τα φύλλα.
γουρμάζου = ωριμάζω :
= τότε καρτέρα να γουρμάσεις. Σε τούτην τ΄ «δ’λεια» ή πας μαναχός ή δεν πας ντιπ .
γούρμους, ου = ώριμος.
γούρνα, η = φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα στο έδαφος, λάκκος.
γουρνάσκι, του = ασκί που γίνεται από δέρμα γουρουνιού:
= του γουρνάσκι κρασάσκι δε γίνιτι .
γουρνουμυτιάζου = κατεβάζω το κεφάλι κάποιου και το βάζω μέσα σε γούρνα, τον υποτάσσω.
γράβα, η = σχισμή στο βράχο.
γραβανή, η = είδος από φαγητό (κουρκούτη).
Τσελιγκάτο του Βασίλη Γραβάνη: Είχε 60 οικογένειες, 300 άλογα και 17.000 γιδοπρόβατα.
γραβανός, -ή, -ό = αυτός που έχει πολλά χρώματα ανακατωμένα (άσπρο και μαύρο αλλά και γκρι ή και καφέ).
γραδώνουμι =σφηνώνομαι σε μια σχισμή ή σε ένα πολύ στενό μέρος.
γραίνου =ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως, ξαίνω τα μαλλιά.
γραμμένους, -η, -ου = πολύ όμορφος:
= ν-αυτά τα μάτια σ’, Δήμου μ’, τα ’ μουρφα, τ’ αφρύδια σ’ τα γραμμένα.
- Που ήσουν πέρδικα γραμμένη
- Που ήσουν πέρδικα γραμμένη κι ήρθες το πρωί βρεμένη;
-Ήμουνα πέρα στα πλάγια, στις δροσιές και στα χορτάρια!
-Τι έτρωγες πέρα στα πλάγια, στις δροσιές και στα χορτάρια;
-Έτρωγα το Μάη χορτάρι και τον Αλωνάρη στάρι!
Και τον Τρυγητή σταφύλι που είμαι κόκκινη στα χείλη!
ή - -Έτρωγα το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι!
Και τον Τρυγητή ρογούλα και είμαι ροϊδοκοκκινούλα!
γράν’δις, οι = οι Σαρακατσιαναίοι κάποιους Σαρακατσιαναίους. που έχουν πολλά γίδια τους ονομάζουν περιφρονητικά γράν’δις.
γρασιρός, -ή, -ό = υγρός
γραφή, η = γράμμα, επιστολή.
γραφτό, του= μοίρα, πεπρωμένο.
γρέκι, του = μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα πρόβατα και είναι περιφραγμένο, μαντρί.
γρεκουτόπι, του = τοποθεσία που είναι κατάλληλη για γρέκι,
γρέντζιλα, τα =αγριοστάφυλα.
ΓΡΙΒΑΙΟΙ
Γεννήθηκα στις 20 Απριλίου του 1946 στα καλύβια έξω απ΄ τη Σωζόπολη. Τον πατέρα του προσπάπου μου τον έλεγαν Δημήτρη και ζούσε εδώ γύρω, στο Κότελ. Εμεις παλιά είμασταν Μποναίοι. Άσπρισαν τα μαλλιά τ΄ όταν ήταν μικρός ο Δημήτρης και είπαν …το Γριβάκι, …κι έτσι βγήκαμε Γριβαίοι.
ΓΡΙΒΑΙΟΙ-ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ-1938
Μέχρι το 1936 οι Σαρακατσαναίοι απ΄ τη Βουλγαρία, πήγαιναν και ξεχείμαζαν στην Τουρκία, κάτω απ΄ την Αδριανούπολη. Λέει και το τραγούδι :
Πολλά κονάκια κόνεψαν στον Αντιρνέ από πέρα – Δεν ήταν Μπαμπαλαίικα.
Για κάθε γεγονός ο Σαρακατσάνος έβγανε τραγούδι. Κι ακόμα ένα : Αγάπησε μόνο μίνια Σαρακατσάνα έναν Τούρκο και έφταιγε ο πατέρας της, …επειδή την έβανε ν΄ αρμέγουν τα πρόβατα με τον Τούρκο. Όταν είσαι στη στρούγκα, το πόδι το δικό σ΄ πρέπει ν΄ ακουμπάει με τον άλλον, …πώς να μην τον αγαπήσει ! Το τραγούδι την άλλη μέρα ήταν έτοιμο, …το΄βγαλε ο Γιώργος ο Μπατάκος to 1956 :
- Γίνκι ρεζίλι η βλαχιά, ρεζίλι το Ντερέκιο
- νιά βλαχοπούλα Τούρκεψε, του Ντούκα η διχατέρα
- κι ξέντυσε τα ρούχα της, τα μορφοφρετζομένα
- και πήρε δίπλα ταϊ βουνά, ψηλά τα κορφοβούνια
- κατάρα αφήνει στην εκκλησιά, σ΄ ούλα τα μαναστήρια
- κι προσκυνάει το τζαμί, τα Τούρκικα τα φέσια
- δεν πέθαινες Μαρία μου, για να σε χωματώσω,
- μον έκανες ρεζίλι ούλη τη φαμπελιά μου.
Το μάθατε τι έγινε στο Βιτσαρό από πάνω – Χαίρονται οι μάνες τα παιδιά κι οι πεθερές τις νύφες
– Κι η δόλια η Αποστόλαινα, κλαίει και δε μερώνει – Τι μόκανανε τα σκυλιά και τα παλιοζντραβάκια !!
- Δάσκαλο στα καλύβια δεν έφερναν, επειδή, …που θα τον βρουν να τον φέρουν για τα Ελληνικά. Εδώ κάθε μεγαλύτερος γένονταν δάσκαλος στον μικρότερο, …έτσι μάθαιναν τη γλώσσα. Εγώ, ..ο πατέρας μ΄ μ΄ έμαθε την Αλφαβήτα στα Ελληνικά. Γραμματική δεν ήξερε κανένας Σαρακατσάνος. Όταν πήγα πρώτη τάξη στο σχολειό δεν ήξερα ούτε μία λέξη Βουργάρικη, …μία λεξη δεν ήξερα, …και έγινε ανάγκη να πάω πάλι ακόμα μία χρονιά. Ο παππούς μ΄ ήθελε να είναι μορφωμένα τα αγγόνια τ΄.
- Τα ονόματα μας τα΄βαλαν κι εμάς δεν μας ρώτησαν. Η λήγουσα ..ωφ, ..οβα, …δεν είναι Ελληνικό αυτό, είναι Ρώσικο. Από πολύ παλιά τα άλλαξαν τα ονόματα, από τότε που ήρθαν εδώ. Από παλιά τα΄βαναν …ωφ, …Γρίβωφ, για να χαθεί το αίσθημα που είσαι Έλληνας.
..
γρίβας, -α, = άλογο με λευκόφαιο χρώμα, φοράδα:
Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς,
– Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς, όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς.
– Σαν τι με θέλει ου κιαρατάς, oύλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς.
– Ωρ’ αν με θέλει για κακό, να ζώσω τα, τ΄ άρματα κι γω.
– Ωρ’ αν με θέλει για καλό, ν΄ αλλάξω και, και να στολιστώ.
– Μωρέ σε θελ’ να δώκεις τ’ άρματα, να προσκυνήσεις βασιλιά.
– Γρίβας δε δίν΄τ’ άρματα, δεν προσκυνάει τον ΚΙΑΡΑΤΑ.
γριβιάζου = γίνομαι σιγά-σιγά ασπρομάλλης.
γριβίζου = ασπρίζουν τα μαλλιά μου .
= πιδί ανύπαντρου κι γρίβ’σι.
γρίβους, ου = γκριζομάλλης, αυτός που του ασπρίζουν συνέχεια τα μαλλιά.:
= δε θα νά΄ρθι ικειό του γρίβου του κιφάλ.
= ΚΛΕΦΤΙΚΟΣ
Στον Κίσαβο στον πλάτανο-και στις κρυοβρυσούλες
πιάσαν τον Γρίβα ζωντανό-και τον τουρκοπαιδεύουν
προσκύνα Γρίβα μ’ τον Πασά-προσκύνα τον Βεζύρη
Γρίβας δεν είναι νιόνυφη-κορίτσι συβασμένο
να προσκυνήσει τον Πασά-τον κακομαθημένο
ψιλή φωνούλα απόρησε-ψιλή κι αμπιστεμένη
που είστε παιδιά του Κοκαλιά-παιδιά του γέρο Γρίβα
για πάρτε ζώστε τ’ άρματα-και την Τουρκιά φαλάγγι
κι εγώ θα πάρω τον Πασά-σαν το τραγί απ’ τα γένια.
γρικιάζου = οδηγώ το κοπάδι στο γρέκι.
γριντζιλά λόια = λόγια που λέγονται διπλωματικά:
= ου Νικου- Γιώργους άλλα σ’ λέει, άλλα θέλει να σ’ πει κι άλλα καταλαβαίν’ς.
γριντζιλά μαλλιά = κατσαρά μαλλιά.
γριντζίλα, η = στριμμένο σκοινί.
γρόθους, ου =γροθιά, μπουνιά..
γρουμπούλι, του =1. όγκος στο σώμα. 2. βόλος από χώμα .
γρουμπουλιάζου = γίνομαι γρουμπούλια.
γρουν, του = γουρούνι.
= γρουν κρασουδέρματου δε γένετι.
= Στο δρόμο είχαμε και κρέας από γ’ρούνια, το δεματίζαμε και τ’ αλατίζαμε. Πρόβατο όμως δεν έτρωγαμε, …άμα ψόφαγε κανένα κιό έτρωγαμε.
γρυμπός, -ή, -ό =1. καμπούρης . 2. αυτός που έχει αετίσια μύτη
γυαλί του γρέκι = δεν έμεινε τίποτα, χάθηκαν όλα.
γυαλί, του = καθρέφτης.γυαλιά, τα = ποτήρια.
γυαλιένια, η = όμορφη γυναίκα αυτή που αστράφτει σαν το γυαλί:
= κάθιτι η Μάρου μ’ κάθιτι, γυαλιένια, κρουσταλλιένια.
γυαλιένιους, -α, -ου =γυάλινος.
γυαλίσιους, -α, -ου = γυαλιστερός.
γυαλουπαϊά, η = παγωνιά, με το χιόνι παγωμένο σαν γυαλί
γυάργυρου, του = υδράργυρος.
γυάργιρου ,έγινε= δεν έμεινε τίποτα,καταστράφηκε.
γύρ’σμα, του = 1. στέκι, τόπος φιλοξενίας:
= πάει να βαφτίσει ιένα πιδί, να κάμει ιέναν κουμπάρου να το ’χει ου μαύρους γύρισμα.
2. αμοιβή που παίρνει ο τσομπάνος, όταν βοσκάει περισσότερα πρόβατα από αυτά που πρέπει.
γυρ’σμένα πρότα = αυτά που ζευγαρώνουν για δεύτερη φορά την ίδια περίοδο.
γυρίζου = μετανιώνω:
= κι οι βλάχοι του γυρίσανι, την κόρη δεν τη δίνουν .
γυρίσματα του τραγουδιού = λαρυγγισμοί και τσακίσματα που κάνει στη φωνή του ο τραγουδιστής για να ομορφύνει το τραγούδι.
γυρουβουλιά, η = 1. κυκλική κίνηση. 2. στροφή γύρω από τον εαυτό μας, χορευτική φιγούρα.
τήρα γυρουβουλιά =κοίτα ολόγυρά σου.
γυρουβουλιάζου =φέρνω το κοπάδι γύρα γύρα, το κρατάω στο ίδιο σημείο:
= τσιούπρα ήταν τα φύλαγι κι τα γυρουβόλιαζι μ’ ικατό βλαχόσκυλα.
γυρουτρόυρα = ολοτρόγυρα.
γυφτόπλου, του = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι.
γυφτουκούνια, η = πρόχειρη τεχνητή κούνια, αιώρα.
γυφτουσάκ’λου, του = 1. φιλάργυρος. 2. αναξιοπρεπής. 3. ζήτουλας.
γυφτουτσικουριά, η = γυναικείο γεννητικό όργανο:
= κι αυτό δεν είνι λάιου αρνί μούηδι λαγός κοιμάτι,
μόν’ είνι γυφτουτσικουριά που ισιώνει τα στειλιάρια.