Τεστ αξιολόγησης στο 10ο κεφ. Ζωικής Παραγωγής με θέμα: την Διατροφή των Αγροτικών Ζώων

Κάτω από: Χωρίς κατηγορία | ΤΟΥΤΣΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ
Τετάρτη, 12 Ιουνίου 2024 8:08 μμ |

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να κάνετε τεστ αξιολόγησης στο κεφάλαιο 10 του μαθήματος Ζωική Παραγωγή.   https://docs.google.com/forms/d/e/1FAIpQLScHjy_XEm2ChOCGCoMLEEWr04b0l7MkjbQU4wsElL21WJRtqg/viewform  

Heat-Alarm: Νέο «112» για ακραία ζέστη

Κάτω από: Χωρίς κατηγορία | ΑΣΣΑΡΓΙΩΤΑΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
Σάββατο, 8 Ιουνίου 2024 8:37 πμ |

Το ισχυρό κύμα ζέστης με το οποίο ξεκίνησε με το «καλημέρα σας» ο Ιούνιος, σόκαρε τους κατοίκους των περιοχών όπου ο υδράργυρος ανέβηκε πάνω από τους 38 βαθμούς Κελσίου, κι αυτές δεν ήταν λίγες.

Την Τετάρτη το θερμόμετρο ξεπέρασε τους 40 βαθμούς Κελσίου σε διάφορες περιοχές της Κρήτης, της Ρόδου και της Μεσσηνίας. Την ίδια ώρα στην πρωτεύουσα, η θερμοκρασία έφτασε τους 38 βαθμούς Κελσίου, όμως στην Αθήνα η αίσθηση της θερμοκρασίας ήταν 41 βαθμοί Κελσίου.

«Χάσαμε την περίοδο του εγκλιματισμού στη ζέστη»

Σύμφωνα με τον Χρήστο Γιάνναρο, μεταδιδακτορικό ερευνητή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της ομάδας meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, υπάρχει λόγος που οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν αυτή την αίσθηση. Οπως εξηγεί: «Στην ουσία χάσαμε την περίοδο του εγκλιματισμού στη ζέστη. Την περίοδο δηλαδή της σταδιακής προσαρμογής του ανθρώπινου οργανισμού στις θερμότερες συνθήκες του καλοκαιριούΕτσι, ένα κύμα ζέστης σαν αυτό που βιώνουμε την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου είναι πιο επικίνδυνο για την υγεία από ένα που θα συμβεί τον Ιούλιο».

«Ηταν ένα πολύ θερμό ξεκίνημα για πρώτο δεκαήμερο Ιουνίου» τονίζει από την πλευρά του ο Γιώργος Παπαβασιλείου, διδάκτορας Μετεωρολογίας και ερευνητής της πυρομετεωρολογικής ομάδας Flame της μονάδας meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. «Οι μέσες μέγιστες θερμοκρασίες το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου σε πολλές περιοχές της χώρας μας κυμαίνονται μεταξύ 28 με 31 βαθμούς Κελσίου. Προχθές Tρίτη 4/6, στην Αττική ξεπεράσαμε τους 38 βαθμούς Κελσίου. Ανεβήκαμε δηλαδή σχεδόν 10 βαθμούς Κελσίου πάνω από τη μέση τιμή για αυτή την εποχή» εξηγεί ο ερευνητής κάνοντας λόγο για θερμή επιβάρυνση η οποία αναμένεται να συνεχιστεί με το νέο «σημαντικό κύμα ζέστης» που έρχεται την επόμενη εβδομάδα.

«Είναι βέβαιο πως μετά την Κυριακή σε αρκετές περιοχές το θερμόμετρο θα δείξει πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου. Πολύ πιθανόν αυτό να συμβεί και στην Αττική. Αρα, θα έχουμε δύο συνεχόμενες πολύ ζεστές πρώτες εβδομάδες του Ιουνίου, με θερμοκρασίες πολύ πάνω από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα. Η θερμή επιβάρυνση θα είναι σημαντική» υπογραμμίζει.

Ακραία ζέστη, μια σιωπηλή δολοφόνος

Οπως εξηγεί ο Χρήστος Γιάνναρος, ο ανθρώπινος οργανισμός λειτουργεί φυσιολογικά όταν διατηρεί μια σταθερή θερμοκρασία πυρήνα γύρω στους 37 βαθμούς Κελσίου. Η θερμή επιβάρυνση εμφανίζεται κατά την έκθεση του οργανισμού σε ένα θερμό περιβάλλον (π.χ. υψηλή θερμοκρασία) ή και κατά τη διάρκεια αυξημένης μεταβολικής δραστηριότητας (π.χ. εργασία στο χωράφι). «Πολλές μελέτες έχουν δείξει πως οι εργαζόμενοι οι οποίοι βιώνουν έντονη θερμή επιβάρυνση αναπτύσσουν διάφορα προβλήματα υγείας, όπως η νεφρική ανεπάρκεια» αναφέρει.

Σε συνθήκες αυξημένης ή και παρατεταμένης θερμής επιβάρυνσης, ο οργανισμός καταπονείται και όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η καταπόνηση τόσο υψηλότερη είναι και η πίεση που δέχονται ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού, όπως η καρδιαγγειακή. Συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες είναι πιο ευάλωτες στη θερμή επιβάρυνση και μπορούν να οδηγηθούν πιο εύκολα σε σχέση με άλλους ανθρώπους στη θερμική εξάντληση ή ακόμα και στον θάνατο λόγω θερμοπληξίας.

https://youtu.be/PbBZWcL5vck

Η θερμή επιβάρυνση είναι η πιο επικίνδυνη κατάσταση που προκαλεί αυτή τη στιγμή η κλιματική αλλαγή αφού οδηγεί σε πολύ περισσότερους θανάτους από κάθε άλλο καιρικό και κλιματικό φαινόμενο.

Πρόκειται για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, τα μικρά παιδιά, τις γυναίκες και ιδιαίτερα τις έγκυες, τους ανθρώπους με υψηλό σωματικό βάρος ή/και όχι καλή φυσική κατάσταση, τους εργαζόμενους σε εξωτερικούς χώρους αλλά και τους ανθρώπους που πάσχουν από χρόνιες παθήσεις (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης) ή/και λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή (π.χ. αντιυπερτασικά φάρμακα).

Δυστυχώς, όπως υπογραμμίζει ο κ. Γιάνναρος, η θερμή επιβάρυνση υποτιμάται στη χώρα μας γιατί οι επιπτώσεις της δεν είναι άμεσα ορατές και «χειροπιαστές» όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των πλημμυρών. Επίσης, δεν την αντιλαμβάνονται όλοι οι πολίτες το ίδιο –όσοι βρίσκονται σε κλειστούς χώρους με κλιματισμό, προφυλάσσονται.

«Σε κάθε περίπτωση, η θερμή επιβάρυνση είναι η πιο επικίνδυνη κατάσταση που προκαλεί αυτή τη στιγμή η κλιματική αλλαγή αφού οδηγεί σε πολύ περισσότερους θανάτους από κάθε άλλο καιρικό και κλιματικό φαινόμενο» αναφέρει. «Στη χώρα μας, ο ακραίος καύσωνας του Ιουλίου- Αυγούστου 2021 είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφούν περισσότεροι από 2.300 πρόωροι θάνατοι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Είναι χαρακτηριστικό πως η θνησιμότητα που σχετίζεται με ακραία θερμές συνθήκες έχει αυξηθεί κατά 30% τα τελευταία 20 χρόνια στο σύνολο σχεδόν της Ευρώπης. Η ακραία ζέστη είναι στη πραγματικότητα μια σιωπηλή δολοφόνος».

Το σύστημα προειδοποίησης Heat-Alarm

Για τους παραπάνω λόγους, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ και με την υποστήριξη του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), δημιούργησαν το βιομετεωρολογικό σύστημα προειδοποίησης Heat-Alarm, για τη θερμή επιβάρυνση (ή αλλιώς θερμό στρες).

Οπως εξηγεί ο συντονιστής του έργου κ. Γιάνναρος, το σύστημα που τρέχει πιλοτικά εδώ και έναν μήνα, αξιολογεί καθημερινά τον βαθμό και την επικινδυνότητα της θερμής επιβάρυνσης στην ανθρώπινη υγεία για τις επόμενες τρεις ημέρες σε κάθε περιφερειακή ενότητα της Ελλάδας. Συνδυάζει μετεωρολογικoύς παράγοντες (θερμοκρασία, υγρασία, άνεμο, ακτινοβολία – τα στοιχεία προέρχονται από το meteo.gr), με ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά (φύλο, ηλικία, βάρος, ύψος), αλλά και τη σωματική δραστηριότητα μέσων ανθρώπων διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας και εργαζομένων σε εξωτερικούς χώρους που ανήκουν στις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες.

Heat-Alarm: Νέο «112» για ακραία ζέστη-1

Στα κριτήρια έκδοσης προειδοποίησης περιλαμβάνεται και η απόκλιση της μέσης νυχτερινής θερμοκρασίας από την κανονική για την εποχή (1991-2020), σε κάθε περιφερειακή ενότητα της χώρας. Αυτός ο δείκτης έχει νευραλγική σημασία αφού, σύμφωνα με τον κ. Γιάνναρο, οι υψηλές νυχτερινές θερμοκρασίες δεν επιτρέπουν τη θερμική ανακούφιση, συμβάλλοντας και στην εμφάνιση διαταραχών του ύπνου, με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη καταπόνηση του οργανισμού. «Ειδικά οι Κρητικοί καταπονήθηκαν έντονα τον περασμένο μήνα και ένας από τους βασικούς λόγους που συνέβη αυτό ήταν πως οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες για μήνα Μάιο, οι οποίες σημειώνονταν επί πολλές ημέρες στο νησί, διατηρούνταν και κατά τη διάρκεια της νύχτας» εξηγεί.

Συνολικά, η θερμή επιβάρυνση και η επικινδυνότητά της για την ανθρώπινη υγεία κατηγοριοποιούνται σε τέσσερα επίπεδα (μέτριο, υψηλό, πολύ υψηλό και ακραίο). Οσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο, τόσο μεγαλύτερη είναι η θερμή επιβάρυνση και κατ’ επέκταση και το ρίσκο για την εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων υγείας (π.χ. θερμική εξάντληση) ή ακόμα και για την πρόκληση θανάτου λόγω θερμοπληξίας.

Μια προειδοποίηση του Heat-Alarm θα έπρεπε να κινητοποιεί για παράδειγμα άμεσα το προσωπικό μιας μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων να τους υπενθυμίζει συνεχώς να πίνουν πολύ νερό. Οι ηλικιωμένοι τείνουν να το αμελούν αυτό, καθώς το αίσθημα της δίψας ατονεί στις μεγάλες ηλικίες.

Οπως τονίζει ο κ. Γιάνναρος: «Χρειάζεται αύξηση της ευαισθητοποίησης γύρω από το θερμό στρες. Εκτός από το σύστημα των προειδοποιήσεων, πρέπει να καλλιεργηθεί παράλληλα το έδαφος για να αποκτήσουμε σχέδια αντιμετώπισης των επιπτώσεων της ακραίας ζέστης. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν ακόμα αυτά τα σχέδια ούτε σε περιφερειακό ούτε σε εθνικό επίπεδο. Αυτό που συμβαίνει τις ημέρες με έντονη ζέστη είναι να εκδίδονται κάποιες εγκύκλιοι για περιορισμό ή απαγόρευση εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους και να ανοίγουν κάποιες κλιματιζόμενες αίθουσες στους δήμους. Χρειάζονται όμως πολύ περισσότερα».

Ο κ. Γιάνναρος αναφέρει σε αυτό το σημείο τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. «Μια προειδοποίηση του Heat-Alarm θα έπρεπε να κινητοποιεί άμεσα το προσωπικό μιας τέτοιας μονάδας να υπενθυμίζει για παράδειγμα συνεχώς στους ηλικιωμένους να πίνουν πολύ νερό. Οι ηλικιωμένοι τείνουν να το αμελούν αυτό, καθώς το αίσθημα της δίψας ατονεί στις μεγάλες ηλικίες».

Ο μηχανισμός εγκλωβισμού της ζέστης στις  μεγάλες πόλεις

Οι κάτοικοι στις δύο μεγάλες πόλεις της χώρας στρεσάρονται πιο πολύ όταν επικρατεί έντονη ζέστη, σύμφωνα με τον κ. Γιάνναρο. Ετσι για το σύστημα προειδοποιήσεων του Heat-Alarm σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη λαμβάνονται υπόψη οι ενδοαστικές διαφορές του θερμικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα τη νύχτα.

«Στις μεγάλες πόλεις, οι υψηλές θερμοκρασίες διατηρούνται ακόμα κι όταν καταλαγιάζει το κύμα της έντονης ζέστης επειδή τα κτίρια και πολλές από τις επιφάνειες έχουν μεγάλη θερμοχωρητικότητα, διατηρώντας έτσι τις υψηλές θερμοκρασίες για πολλές συνεχόμενες μέρες. Η επιβάρυνση που νιώθει ένας κάτοικος της πόλης σε σχέση με έναν κάτοικο της υπαίθρου είναι παρατεταμένη» εξηγεί ο κ. Γιάνναρος.

Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον ίδιο, το θερμό στρες βιώνεται και σήμερα Πέμπτη 6/6 από τους Αθηναίους παρότι η θερμοκρασία στην Αττική είναι πιο χαμηλή από χθες.

Παγίδευση μικροσωματιδίων μέσα στον «θερμικό θόλο»

Συνήθως, όπως εξηγεί ο συντονιστής του Heat-Alarm, οι θερμές συνθήκες συνδυάζονται με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Κάποιες φορές αυτή η ρύπανση προέρχεται από την παρουσία αφρικανικής σκόνης, και άλλες φορές, από την παγίδευση των αιωρούμενων μικροσωματιδίων μέσα στον «θερμικό θόλο». Ετσι αποκαλείται επιστημονικά η κατάσταση κατά την οποία στάσιμες ατμοσφαιρικές συνθήκες ευνοούν την επίμονη καθίζηση θερμών αερίων μαζών.

«Το αποτέλεσμα είναι οι ρύποι να παγιδεύονται χαμηλά στην ατμόσφαιρα και ο συνδυασμός θερμής καταπόνησης μαζί με την εισπνοή βλαβερών μικροσωματιδίων να δημιουργεί ένα κοκτέιλ πολύ επικίνδυνο για την υγεία. Γι’ αυτό και αυτή τη στιγμή οι επιστήμονες επικεντρωνόμαστε στη μελέτη των λεγόμενων “συνδυαστικών φαινομένων”» σημειώνει ο κ. Γιάνναρος.

Προειδοποιήσεις μέσα από την πλατφόρμα του meteo

Το σύστημα προειδοποίησης Heat-Alarm θα λειτουργεί πιλοτικά καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκδίδοντας όμως προειδοποιήσεις μέσα από την πλατφόρμα του meteo, όταν θα κρίνεται απαραίτητο ή αν παρουσιαστεί κάποια έκτακτη κατάσταση. Από την επόμενη χρονιά, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιχειρησιακά ενώ οι ειδοποιήσεις θα ανανεώνονται διαρκώς στο meteo.

O κ. Γιάνναρος καλεί πάντως, όποιον φορέα τοπικής αυτοδιοίκησης, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, εθελοντική ομάδα σε επίπεδο Περιφέρειας, ή ομάδα εργαζομένων επιθυμεί να λαμβάνει τις ειδοποιήσεις του Heat-Alarm για μια συγκεκριμένη περιοχή, να το ζητήσει από την ερευνητική ομάδα που τρέχει το έργο, στέλνοντας ένα e-mail στη διεύθυνση cgiannaros@phys.uoa.gr.

Αειφορία και αειφόρος ανάπτυξη: μία (ακόμα) κριτική θεώρηση

Κάτω από: Χωρίς κατηγορία | ΤΣΑΚΩΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ
Παρασκευή, 7 Ιουνίου 2024 10:37 μμ |

Περίληψη

Οι έννοιες της αειφορίας και της αειφόρου ανάπτυξης δημιουργούν συχνά παρανοήσεις, λόγω και του σχετικά ασαφούς περιεχομένου τους. Η κριτική που έχει ασκηθεί από αρκετούς ερευνητές, τόσο στις προηγούμενες έννοιες, όσο και σε αυτή της εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη αποτελεί αντικείμενο του κειμένου αυτού. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή εξετάζει την εξέλιξή τους, μετά και την ολοκλήρωση της δεκαετίας της εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι φανερή η απουσία διαδικασιών συμμετοχικού διαλόγου από την κοινωνία των πολιτών ή την εκπαιδευτική κοινότητα, κατά τη φάση της εισαγωγής και προώθησής τους από διεθνείς οργανισμούς. Προτείνεται μια περισσότερο κριτική θεώρηση των εννοιών αυτών, έναντι της χωρίς όρους αποδοχής και χρήσης τους από την εκπαιδευτική κοινότητα στο πλαίσιο και της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης[1].

Εισαγωγή

Έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε που σε κάποια δημόσια εκδήλωση παρακολουθήσαμε τα αποτελέσματα εμπειρικής έρευνας για τον αειφορικό τουρισμό. Μεταξύ των ευρημάτων που ανακοινώθηκαν ήταν και η διαπίστωση ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων «δυστυχώς» δεν γνώριζε τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «αειφόρος ανάπτυξη». Η «αυθόρμητη» παρέμβαση συναδέλφου από το ακροατήριο: «ε, και λοιπόν;» αιτιολογήθηκε αργότερα από τον ίδιο, εξηγώντας ότι η άγνοια ενός τόσο ασαφούς όρου δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αβίαστες, αρνητικές κρίσεις.

Είναι αρκετές οι φορές που, ακούγοντας εκφράσεις που περιέχουν τους όρους «αειφορία», «αειφόρος ανάπτυξη» (ΑΑ) ή προσδιορισμούς όπως «αειφορική», «αειφορικό» κ.λπ. αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς εννοεί αυτός ή αυτή που τις χρησιμοποιεί. Η σχετικά πρόσφατη έκδοση του βιβλίου με τίτλο «Η επινόηση της αειφορίας» (Σμπώκος, 2015), μιας κριτικής προσέγγισης στην έννοια της αειφορίας και ειδικότερα στη γνωστή Ατζέντα 21, σε συνδυασμό με τους προηγούμενους προβληματισμούς οδήγησαν στη συγγραφή αυτού του κειμένου. Ο σκοπός της παράθεσής του δεν είναι να προσθέσει κάποια νέα στοιχεία στην ήδη πλούσια διαχρονική κριτική προσέγγιση των προαναφερόμενων εννοιών, αλλά, παρουσιάζοντας μια μικρή σύνοψη κάποιων από τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί στην Ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία, να συνεισφέρει στο σχετικό διάλογο και προβληματισμό για την προσέγγισή τους μέσα στο σχολείο. Ο βαθμός εμπέδωσης τους φαίνεται καταρχήν μικρός, παρά τις σχετικές προσπάθειες για ένταξή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, είτε μέσω διάχυσης στα αναλυτικά προγράμματα, είτε μέσω παραλλήλων προγραμμάτων που εφαρμόζουν μέσα στο σχολείο οι εκπαιδευτικοί, ή διάφοροι φορείς. Οι αντιφάσεις που δημιουργούνται από τη χρήση των σχετικών όρων, από το χώρο των επιχειρήσεων κυρίως, δημιουργούν προβληματισμούς και την ανάγκη υπενθύμισης των αρχικών στόχων.

Συγγραφείς που υπηρετούν την περιβαλλοντική εκπαίδευση στην Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν εκφράσει από παλιά τους προβληματισμούς, αλλά και την αισιοδοξία τους για την υιοθέτηση της αειφορίας από την εκπαίδευση.

Γνώση της αειφορίας και της αειφόρου ανάπτυξης

Είναι αρκετές οι περιπτώσεις ερευνών στην περιβαλλοντική εκπαίδευση στις οποίες τίθενται ερωτήματα σχετικά με τη γνώση της έννοιας της αειφορίας και που απευθύνονται συνήθως σε εκπαιδευτικούς ή και μαθητές. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, υπάρχει χαμηλός βαθμός εμπέδωσης της έννοιας τόσο στους εκπαιδευτικούς, όσο και στους μαθητές. Διαδικτυακή έρευνα σε σχολές ανθρωπιστικών σπουδών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της Γερμανίας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας και του Η.Β., ανέδειξε χαμηλό βαθμό γνώσης της αειφορίας γενικότερα και της εκπαίδευσης για την αειφορία, ειδικά (Jucker, 2002). Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε νηπιαγωγούς στην Ελλάδα (Μπαρμπέρη, 2005, στο Φλογαΐτη, 2006) διαπιστώθηκε άγνοια για την αειφορία. Οι Παπανικολάου κ.ά. (2009), σε πανελλαδική έρευνα με δείγμα εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το χώρο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, συμπεραίνουν ότι δεν υπάρχει σε αυτούς ικανοποιητικό πλαίσιο αναφοράς για τη έννοια της ΑΑ, ανεξαρτήτως βαθμίδας, ειδικότητας και μεταπτυχιακών σπουδών. Οι Φώκιαλη & Μουστάκας (2010) σε έρευνα με δείγμα μαθητές Λυκείου καταγράφουν σημαντικό ποσοστό άγνοιας του ίδιου όρου. Οι σπουδαστές κάποιων αμερικάνικών κολεγίων, μετά και την αυτοαξιολόγησή τους φαίνεται να γνωρίζουν την αειφορία σε μικρό σχετικά ποσοστό (Emanuel & Adams, 2011).Ακόμα και οι εκπαιδευτικοί που συμμετέχουν στο δίκτυο των οικολογικών σχολείων φάνηκε ότι δεν είναι σε θέση να προσεγγίσουν ικανοποιητικά το εννοιολογικό πεδίο της ΑΑ, της αειφορίας και των χαρακτηριστικών τους (Ευκολίδου κ.ά., 2014).

Αειφόρος ανάπτυξη-αειφορία: ορισμοί, προσεγγίσεις

Οι όροι «αειφορία» και «αειφόρος ανάπτυξη» χρησιμοποιούνται συχνά στην αρθρογραφία του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, σε ανακοινώσεις επιστημονικών ενώσεων, περιβαλλοντικών οργανώσεων, πολιτικών κομμάτων, επιχειρήσεων κ.ά. Ο όρος της αειφορίας εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη γερμανόφωνη δασική βιβλιογραφία στις αρχές του 18ου αιώνα (Ντάφης, 1994) και καθιερώθηκε έναν αιώνα αργότερα σχετιζόμενος με τη διαχείριση των δασών. Στην Ελλάδα, η διάδοση του όρου αειφορία άρχισε στη δεκαετία του ’70, οπότε άρχισε η ανάπτυξη της Οικολογίας και της Προστασίας του Περιβάλλοντος ως διακριτών ενοτήτων στα πανεπιστήμια, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη ενδιαφέροντος από διάφορες κοινωνικές ομάδες σχετικά με την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Η ίδια έννοια χρησιμοποιήθηκε από το περιοδικό «the Ecologist» τον Ιανουάριο του 1972, σε άρθρο με τίτλο «A Blueprint for Survival», στην πρώτη παγκόσμια διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, που έγινε στη Στοκχόλμη το ίδιο έτος (Basiago, 1995). Έως το 1996 είχαν διατυπωθεί τουλάχιστον 300 ορισμοί για την αειφορία και την ΑΑ, με τον αριθμό αυτόν να αυξάνεται συνεχώς (Dobson, 1996). Η ΑΑ προκύπτει από τη μετάφραση του όρου “sustainable development”, τον οποίο κάποιοι μεταφράζουν και ως «βιώσιμη ανάπτυξη» (Παπαδημητρίου, 1998), «αειφορική ανάπτυξη» (Γεωργόπουλος, 2004), «αξιοβίωτη ανάπτυξη» (Ρόκκος, 2001) κ.ά. Οι όροι «βιωσιμότητα» και «βιώσιμη ανάπτυξη» χρησιμοποιούνται περισσότερο και από τους Καλαϊτζίδη & Ουζούνη (2000).

Τα όρια που έπρεπε να τεθούν στην ανάπτυξη, λόγω των προκαλούμενων περιβαλλοντικών, κοινωνικών και άλλων προβλημάτων, δημιούργησαν την ανάγκη για μια ισόρροπη σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης, του φυσικού περιβάλλοντος και της κοινωνίας. Η προσπάθεια αυτή είχε ως στόχο την ανατροπή της μονοδιάστατης θεώρησης που υπήρχε πριν και βασιζόταν μόνο στην ανάπτυξη μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης. Έτσι οι παράγοντες που προστέθηκαν σε αυτόν της οικονομίας ήταν η κοινωνία και το περιβάλλον. Σύμφωνα με την ΑΑ, οι τρεις αυτοί παράγοντες θα πρέπει να έχουν μία ισορροπημένη σχέση αλληλεξάρτησης. Ευρύτερα γνωστός είναι ο ορισμός για την ΑΑ που παρέχεται από την έκθεση Brundtland, με τίτλο «Το κοινό μας μέλλον», ο οποίος αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την αξία της διαγενεακής αλληλεγγύης: «Αειφόρος ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπονομεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Στην έκθεση διασαφηνίζεται ότι: «ανάγκες θεωρούνται οι ουσιαστικές ανάγκες των φτωχών του κόσμου, για τις οποίες πρέπει να δοθεί προτεραιότητα» και υπονοούνται οι περιορισμοί που «πρέπει να επιβάλλονται στην τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση, ώστε το περιβάλλον να μπορεί να ικανοποιήσει τις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες». Αναφέρεται επίσης ότι «ένας κόσμος στον οποίο η φτώχεια και η ανισότητα είναι ενδημικές θα ρέπει πάντα προς οικολογικές και άλλου τύπου κρίσεις» (WCED, 1987:43,44).

Οι φορείς IUCN, WWF & UNEP (1991) στη διακήρυξη με τίτλο «Caring for the Earth» ορίζουν την ΑΑ ως την: «βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής, μέσα στο πλαίσιο της φέρουσας ικανότητας[2] των οικοσυστημάτων που υποστηρίζουν τη ζωή».

Στη διακήρυξη αυτή γίνεται προσπάθεια διασαφήνισης όρων με διαφορετικό νόημα, αφού συχνά παρατίθενται ως ταυτόσημοι, προκαλώντας σύγχυση. Η «αειφόρος ανάπτυξη» όπως φαίνεται και από τον προηγούμενο ορισμό, εκτός από τον άνθρωπο, αφορά και στα άλλα είδη του πλανήτη. Η «αειφόρος αύξηση» θεωρείται αντιφατική λόγω του ότι τίποτα φυσικό δεν αυξάνεται στο διηνεκές. Η «αειφορική χρήση» βρίσκει εφαρμογή μόνο στους ανανεώσιμους πόρους: σημαίνει τη χρήση τους σε ρυθμούς εντός της δυνατότητάς τους για ανανέωση. Η «αειφόρος οικονομία» είναι το προϊόν της ΑΑ, αφού διατηρεί τη βάση των φυσικών της πόρων. Μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται μέσω προσαρμογής και βελτίωσης της γνώσης, της οργάνωσης και της τεχνικής αποδοτικότητας. Μια «αειφορική κοινωνία» ζει με βάση εννέα διαφορετικές αρχές που είναι οι εξής:

Ο σεβασμός και η φροντίδα για την κοινότητα της ζωής (ανθρώπων και άλλων μορφών ζωής)
Η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων
Η διατήρηση της ζωής και της ποικιλότητας της γης
Η ελαχιστοποίηση της εξάντλησης των μη ανανεώσιμων πόρων
Η διατήρηση της φέρουσας ικανότητα της γης
Αλλαγή προσωπικών στάσεων και πρακτικών
Η παροχή της δυνατότητας στις κοινότητες να φροντίζουν το δικό τους περιβάλλον
Η παροχή ενός εθνικού πλαισίου για ενσωμάτωση της ανάπτυξης και της προστασίας
Η σφυρηλάτηση μιας παγκόσμιας συμμαχίας.
Το 1992, στο Rio de Janeiro της Βραζιλίας, στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον και την ανάπτυξη (UNCED,1992), χρησιμοποιήθηκε ο όρος της ΑΑ, με στόχο την εναρμόνιση της οικονομικής ανάπτυξης με την προστασία του περιβάλλοντος, καθιστώντας την έτσι μέσο αποφυγής εντάσεων μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Από τη διάσκεψη αυτή προέκυψε η γνωστή Agenda 21, η οποία έθεσε τις βάσεις για την εφαρμογή της ΑΑ για τον 21ο αιώνα.

Ο Rauch (2008), δανειζόμενος τη σκέψη του Καντ, περιγράφει την αειφορία ως μια «ρυθμιστική ιδέα», συστατικά στοιχεία της οποίας αποτελούν η ασάφεια και η αβεβαιότητα, με τρόπο ώστε να την καθιστούν ευρέως αποδεκτή. Τα ηθικά διλήμματα και οι αλληλοσυγκρουόμενοι στόχοι που εμπεριέχει πρέπει να τίθενται συνεχώς υπό επαναδιαπραγμάτευση και να συζητιούνται σε κάθε προσπάθεια εφαρμογής της αειφορίας.

Οι Verstegen & Hanekamp (2005), κατηγοριοποιούν τις διαφορετικές απόψεις για την αειφορία, διακρίνοντας το «πεσιμιστικό» από το «οπτιμιστικό» ρεύμα. Το πρώτο, που χαρακτηρίζεται και ως «ιδεαλιστικό», βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις κυρίαρχες πολιτικές. Το δεύτερο, το «κομφορμιστικό» στηρίζεται στην τεχνολογική πρόοδο, η οποία διευρύνει τα όρια της φύσης, μέχρις σημείου εξάλειψής τους. Παρόμοια, οι Rees (1990) και Orr (1992), διακρίνουν δύο κυρίαρχες τάσεις: την τεχνοκρατική και την οικοκεντρική. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν τέσσερις επιμέρους τάσεις (κλιμακωτά): οι κυνικοί και καιροσκόποι, οι υποστηρικτές της τεχνολογικής προσέγγισης και ρύθμισης, η ομάδα της αναδιάρθρωσης της οικονομικής ανάπτυξης και, τέλος, η ομάδα της ανάπτυξης με ισότητα. Στη δεύτερη περίπτωση (οικοκεντρική τάση) προϋποτίθενται ριζικές αλλαγές σε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συστήματα, σε ήθος, αντιλήψεις και πρακτικές ( Παπαδημητρίου, 1998). Εναλλακτικά χρησιμοποιούνται και οι όροι «ήπια» και «ισχυρή» αειφορία, υποδηλώνοντας το βαθμό εφαρμογής της (Φλογαϊτη 2005, Δημητρίου 2009).

Όλες αυτές οι σημαντικές διατυπώσεις και οι ορισμοί θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οδηγούν σε μια ομαλή πορεία τη σχέση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, αφού θέτουν περιορισμούς και προϋποθέτουν ισορροπίες. Η πραγματικότητα όμως δείχνει ότι απαιτείται μεγάλη προσπάθεια, δεδομένου ότι η εισαγωγή και μόνο ενός όρου, όπως η αειφορία, δεν αρκεί για την επίτευξη των μεγάλων αλλαγών. Η ισορροπία των τριών πυλώνων της αειφορίας (περιβάλλον-κοινωνία-οικονομία) φαντάζει δυσεπίλυτο πρόβλημα, αφενός λόγω της άρνησης του κυρίαρχου παγκόσμιου κοινωνικοοικονομικού συστήματος να την εφαρμόσει και αφετέρου, ίσως, λόγω και των ίδιων των εγγενών της αντιφάσεων. Τα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής παραμένουν σταθερά ανεπίλυτα. Αν ανατρέξουμε σε κάποιες πρωτοβουλίες διεθνών οργανισμών, όπως π.χ. η Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος, που ακολούθησε το Ρίο, και το συνακόλουθο της πρωτόκολλο του Κιότο, δεν φαίνεται να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο κατεξοχήν αυτός μηχανισμός της αγοράς προσπάθησε με οικονομικά μέτρα να λύσει ένα τεράστιο περιβαλλοντικό πρόβλημα, προβλέποντας τη δυνατότητα αγοράς δικαιωμάτων για εκπομπές ρύπων. Η λειτουργία του ήταν εξαρχής προβληματική. Όσον αφορά στην αποτελεσματικότητά του, ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός μας πληροφόρησε ότι οι συγκεντρώσεις CO2 κατά την περίοδο μεταξύ 2012 και 2013 αυξήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, από το 1984, και 142% από την εποχή πριν τη βιομηχανική επανάσταση[3]. Η τελευταία συμφωνία στο Παρίσι[4], ίσως αφήνει κάποια περιθώρια αισιοδοξίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, παρότι υπάρχουν πολλές επιφυλάξεις για την εφαρμογή της.

Η κριτική σε αειφορία, ανάπτυξη και αειφόρο ανάπτυξη

Στην προσπάθεια για ερμηνεία του όρου της αειφορίας γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για μια πολυσύνθετη έννοια η οποία, λόγω αυτής ακριβώς της πολυσυνθετότητάς της, προκαλεί σύγχυση για το τι πραγματικά είναι αειφορικό και τι όχι. Το πρόβλημα έγκειται στις διαφορετικές αντιλήψεις για την ερμηνεία της. Απουσιάζει δηλαδή μια ομοφωνία, παρά τις πολλές και ενδιαφέρουσες προτάσεις, στην ίδια τη φύση μιας τέτοιου είδους ανάπτυξης (Huckle, 2006). Αρκετοί συγγραφείς διακρίνουν αντιφάσεις στη φύση της σχέσης οικονομίας-περιβάλλοντος. Ο Jacobs (2004) π.χ. διακρίνει τρεις διαφορετικούς τύπους όσων αντιδρούν στον όρο της Α.Α.: Ο πρώτος, αυτός της απογοήτευσης, τη θεωρεί ως διαμαρτυρία, αφού δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως πολιτικός στόχος, λόγω του ότι δε διευκρινίζεται και δεν συμφωνείται το ακριβές νόημά της. Ο δεύτερος τύπος αντίδρασης είναι η απόλυτη απόρριψη της Α.Α. λόγω του ότι η ασάφεια του νοήματος της αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του σκοπού της. Θεωρείται δηλαδή ως ένα προπέτασμα καπνού από τις επιχειρήσεις και τα οικονομικά συμφέροντα του πλούσιου Βορρά για να συσκοτίσουν τη διαμάχη μεταξύ της οικολογικής ακεραιότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης, ώστε να μη διαταραχθούν οι θεμελιώδεις διεργασίες της καπιταλιστικής βιομηχανικής εκμετάλλευσης. Ο τρίτος τύπος προέρχεται από το χώρο της κριτικής διανόησης, κυρίως από κάποιους ακαδημαϊκούς κύκλους, οι οποίοι θεωρούν την Α.Α. ως ακατάλληλη απάντηση στην περιβαλλοντική προβληματική. Η τάση αυτή προέρχεται από το νεωτερισμό, τον επιστημονικό θετικισμό, το ρεαλισμό και την τεχνοκρατική σοσιαλδημοκρατία.

Η κριτική που ασκείται στην οικονομική ανάπτυξη-σε αρκετές περιπτώσεις έντονη-αναδεικνύει τον πολιτικό χαρακτήρα του ζητήματος. Η Φλογαΐτη (2005) τονίζει την άνιση στήριξη των τριών πυλώνων της αειφορίας, αφού μόνο αυτός της οικονομίας ενισχύεται, αφήνοντας το περιβάλλον και την κοινωνία να υποχωρούν. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η οικονομία προορίζεται για την κοινωνία και εξαρτάται από τη σχέση της τελευταίας με το περιβάλλον.

O Trainer (1990) θεωρεί την Έκθεση Brundtland (WCED, ο.π.) εξαιρετικά οπισθοδρομική, αφού δεν διατυπώνει την ανάγκη για ριζικές αλλαγές σε μια παγκόσμια οικονομία που οδηγείται από τις δυνάμεις της αγοράς και του κέρδους, μέσω μιας ανάπτυξης χωρίς διακρίσεις, ούτε προτείνει δραστική αναδιανομή του πλούτου στον κόσμο. Οι συστάσεις της Έκθεσης για ανάληψη δράσης (Κεφ. 12) επικεντρώνονται μόνο σε θεσμικό και νομικό επίπεδο με εξορθολογισμό της λειτουργίας των φορέων προστασίας του περιβάλλοντος, μέσω αποτελεσματικότερων θεσμικών ρυθμίσεων.

Ως πολιτικό ναρκοπέδιο χαρακτηρίζουν την ΑΑ οι Mannion & Bowlby (1992), θέτοντας ως κυρίαρχο ζήτημα έναν καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των ισχυρών κατοχυρωμένων συμφερόντων, που, διαφορετικά, θα αισθάνονταν ότι απειλούνται από τις δομικές αλλαγές. Αν δεν απαντηθεί αυτό το ερώτημα-δίλημμα, οι καλύτερες προθέσεις είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, αφού η αειφόρος ανάπτυξη αφορά κυρίως σχέσεις εξουσίας.

Οι Καλαϊτζίδης & Ουζούνης (ό.π.) θεωρούν τη «βιώσιμη ανάπτυξη» αμφισβητούμενη έννοια, ανοιχτή σε αντικρουόμενες ερμηνείες, οι οποίες γίνονται αντιληπτές μέσω των αντιφάσεων της βιώσιμης μεγέθυνσης και του πρασινίσματος του καπιταλισμού, αφενός, ή της βιώσιμης ανάπτυξης και πρασινίσματος του σοσιαλισμού, αφετέρου. Ο διαχωρισμός αυτός θεωρεί τη βιώσιμη μεγέθυνση ως μια ρεφορμιστική έννοια, ενώ τη βιώσιμη ανάπτυξη ως το μέσο περιορισμού των δυνάμεων της αγοράς που προτάσσει ως αξία τον άνθρωπο.

Για πολυσημία της έννοιας της ΑΑ, κάνει λόγο σε παλαιότερο άρθρο του ο Γεωργόπουλος (2004), λόγω της συμβολής της στην αποδοχή της αειφορικής εκδοχής της έννοιας της ανάπτυξης, ως εργαλείο αντιμετώπισης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων του πλανήτη. Η πολυσημία αυτή επιτρέπει την άσκηση κριτικής λόγω της απουσίας ενσωμάτωσης κοινωνικών και πολιτικών παραμέτρων αφενός και της ανθρωποκεντρικής άποψης για την ανάπτυξη, αφετέρου.

Οι Mudacumura et al (2006) σχολιάζοντας τις εφαρμοζόμενες πολιτικές για την ΑΑ συμπεραίνουν ότι οι σχετικές πρωτοβουλίες των παγκόσμιων οργανισμών για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης υπήρξαν ιδιαίτερα αναποτελεσματικές. Ιδιαιτέρως οι βιομηχανικές χώρες απέτυχαν να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους για οικειοθελή περιορισμό δραστηριοτήτων όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, που αποτελούν παγκόσμια απειλή για την αειφορία. Έτσι η επανεξέταση της ΑΑ δεν μπορεί να εξαντλείται σε διοργανώσεις παγκοσμίων συναντήσεων και συνεδρίων ή δημοσιεύσεις, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, αλλά θα πρέπει να ενσωματωθεί σε μια συλλογική παγκόσμια προσπάθεια εξάλειψης των μη αειφορικών δραστηριοτήτων. Η πρόοδος που έχει συντελεστεί στη θεωρία και στην πρακτική της εφαρμογής των πολιτικών της ΑΑ σε βορρά και νότο θεωρείται ακόμα ανεπαρκής. Η αποτυχία εφαρμογής της ΑΑ φαίνεται και στον τομέα του περιορισμού της φτώχειας και των ανισοτήτων, προβλημάτων που πρέπει να επιλυθούν σε ένα συγκεκριμένο εύρος, με σκοπό τη διασφάλιση μιας ουσιαστικής μορφής της ΑΑ σε όλα τα κράτη και τις γεωγραφικές περιοχές.

Ο Sachs (1992:23), αντιμετωπίζοντας κριτικά την ίδια την έννοια της ανάπτυξης, την χαρακτηρίζει ως «ένα συντηρητικό ή και αντιδραστικό μύθο», αφού δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο γνωστό, άπληστο τρόπο με τον οποίο οι αγορές καθορίζουν την οικονομία. Αρκετοί είναι επίσης εκείνοι που προτιμούν τη χρήση μόνο του πρώτου συνθετικού του όρου της ΑΑ, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσουν τον όρο «ανάπτυξη», θεωρώντας ότι υπονοεί το γνωστό τρόπο ανάπτυξης, αυτόν δηλαδή που λαμβάνει υπόψη μόνο την οικονομική διάσταση (Harribay, 1998).

Το αίτημα για μείωση του ρυθμού ανάπτυξης με δεδομένες τις σχέσεις παραγωγής θεωρείται προκλητικό από τον Αράπογλου (2007). Αυτό, διότι το συγκεκριμένο αίτημα προέρχεται από τις αναπτυγμένες χώρες, η ευημερία των οποίων θεμελιώθηκε σε βάρος της φύσης. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών προέρχεται από πολυεθνικές επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται φθηνό εργατικό δυναμικό και τεράστιες ποσότητες φυσικών πόρων. Οι προτάσεις για περιορισμό της ανάπτυξης θα πλήξουν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αφού η μείωση της παραγωγής θα επιφέρει μεγαλύτερη ανεργία και φτώχια.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδέα της «αποανάπτυξης» την οποία προτείνουν κάποιοι ριζοσπάστες οικολόγοι. Η αποανάπτυξη δηλώνει με εμφατικό τρόπο την εγκατάλειψη του στόχου της μεγέθυνσης, κινητήρας του οποίου είναι η αναζήτηση του κέρδους από τους κατόχους του κεφαλαίου. Ο όρος αυτός δεν υποδηλώνει την αρνητική μεγέθυνση, αλλά την αποσύνδεση της βελτίωσης της κατάστασης κάποιων ιδιωτών από τη στατιστική άνοδο της υλικής παραγωγής: τη μείωση δηλαδή του «ευ έχειν» με την παράλληλη βελτίωση του «ευ ζην» για όλους (Λατούς, 2008:185-187). Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης χαρακτηρίζουν την ΑΑ ως «οξύμωρο σχήμα» ή και. «λεκτικό τερατούργημα» και το περιεχόμενό της «αποθήκη αχρήστων» που κυμαίνεται ανάμεσα στη «ρεαλιστική» προσέγγιση του κόσμου των επιχειρήσεων και την «ανθρωπιστική» των ονειροπόλων, των αφελών και των ιδεολόγων. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι προέκυψε ως τέχνασμα μέσω της αλλαγής κάποιων λέξεων από αυτούς που δεν θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Ο Γεωργόπουλος (2010) προτείνει την αποανάπτυξη ως υπέρτατο καθήκον προς τη βιόσφαιρα, θεωρώντας το τρέχον μοντέλο ανάπτυξης περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά μη βιώσιμο.

Ο Σμπώκος (2015) θεωρεί τη «συνεκφορά» της ΑΑ ως συνειδητή επινόηση διεθνών οργανισμών με σκοπό την παροχή διεξόδου στο παρωχημένο καπιταλιστικό μοντέλο. Αυτό που πραγματικά προστατεύεται μέσω της ΑΑ δεν είναι το περιβάλλον, αλλά η αέναη οικονομική δραστηριότητα από κάθε τι που θα μπορούσε να την περιορίσει. Η κριτική του εστιάζει στην Agenda 21 και ιδιαίτερα στο τμήμα 4 (μέσα εφαρμογής), όπου το περιβάλλον αποτιμάται με μονεταριστικούς όρους. Ο συγγραφέας δεν θεωρεί την εν γένει θετική στάση απέναντι στην ΑΑ συνειδητή επιλογή, πεπεισμένος ότι οι αρχές της επιβάλλονται μέσω ενός συστήματος επιβολής «από τα πάνω» και μιας διαδικασίας «δημοσίων σχέσεων». Σε μικρό χρονικό διάστημα, σημειώνει, κατάφερε να επιβληθεί ειρηνικά ένας μηχανισμός μεταφροντίδας και ένα παρατηρητήριο νομοθεσίας, προκειμένου να ελέγχεται σε παγκόσμιο επίπεδο ο βαθμός ενσωμάτωσης της αειφορίας στις εθνικές πολιτικές (σ. 95).

Αειφόρος ανάπτυξη: οι αντιφάσεις

Θέλοντας να αναδείξει την ευκολία με την οποία χρησιμοποιείται ο όρος της ΑΑ από ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα και κοινωνική θέση ο Sharachandra Lélé (1991) παρατηρεί ότι μπορεί να ενώσει τους πάντες: από το βιομήχανο μέχρι τον αγρότη που αγωνίζεται να επιβιώσει, από τον κοινωνικό λειτουργό που αναζητά την ισότητα μέχρι το σχεδιαστή πολιτικών για την ανάπτυξη , από τον ευαισθητοποιημένο για τη ρύπανση και την προστασία της άγριας ζωής ακτιβιστή μέχρι τον στοχοπροσηλωμένο γραφειοκράτη και από το χαμηλόμισθο υπάλληλο μιας εταιρείας μέχρι τον πολιτικό- συλλέκτη ψήφων. Φαίνεται τελικά ότι οι τόσες πολλές και διαφορετικές ερμηνείες του όρου δίνουν το δικαίωμα σε πολλούς να τον χρησιμοποιούν χωρίς πολλή σκέψη.

Με μια ματιά σε ιστοσελίδες μεγάλων εταιρειών μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό αυτόν. Μια εταιρεία εξόρυξης και εμπορίας πετρελαίου[5] π.χ. συντάσσει κάθε χρόνο έκθεση για την αειφορία. Η ίδια εταιρεία πριν από μερικά χρόνια προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές, με τη μεγάλη διαρροή πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει αρκετές από τις εννέα αρχές της «αειφορικής κοινωνίας» που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ένα δεύτερο παράδειγμα που παρατίθεται είναι μιας εταιρείας παραγωγής τσιμέντου[6], με έκθεση «αειφόρου ανάπτυξης» αυτή τη φορά. Ο Μομπιότ (2008) σημειώνει σχετικά ότι για την παραγωγή τσιμέντου τύπου πόρτλαντ – του γνωστού κοινού τσιμέντου, εκλύεται 1 τόνος διοξειδίου του άνθρακα ανά τόνο τσιμέντου και για της κατασκευή μιας μέσης κατοικίας απαιτούνται συνολικά 5 τόνοι. Η χρήση τσιμέντου ευθύνεται για το 5-10% των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Επιπλέον η παραγωγή τσιμέντου θεωρείται από την ICCP ένας από τους 3 παράγοντες της οξίνισης των ωκεανών, μέσω του παραγόμενου ανθρακικού οξέως και της αποξυγόνωσης τους μαζί με την καύση ορυκτών καυσίμων και την αλλαγή χρήσης γης (με υψηλό βαθμό βεβαιότητας) (IPCC, 2014)[7].Οι ετήσιες εκπομπές CO2 από ορυκτά καύσιμα και παραγωγή τσιμέντου αυξήθηκαν κατά 54% από το 1990 έως το 2011. Δεν έχουμε πειστεί λοιπόν για το ότι αυτή η αειφόρος ανάπτυξη της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και της τσιμεντοβιομηχανίας λαμβάνει υπόψη τις «ανάγκες των φτωχών του κόσμου», όπως περιγράφηκαν νωρίτερα στην έκθεση Brundtland.

Η συχνή χρήση της έννοιας της ΑΑ από μεγάλες επιχειρήσεις έχει συνδεθεί με τον όρο «οικολογικό ξέπλυμα» («greenwashing»). Σύμφωνα με έναν ορισμό, greenwashing θεωρείται η επιλεκτική δημοσιοποίηση θετικών πληροφοριών για το περιβαλλοντικό ή κοινωνικό πρόσωπο μιας επιχείρησης, χωρίς την πλήρη έκθεση των πιθανών αρνητικών παραμέτρων αυτών των διαστάσεων, ώστε να δημιουργηθεί μια υπερβολικά θετική εικόνα για την επιχείρηση (Bowen, 2014). Η ιδέα αυτή βασίζεται στην εκμετάλλευση της επιθυμίας των καταναλωτών να αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες φιλικότερα προς το περιβάλλον, από τις εταιρείες, ώστε αυτές να προωθούν τα δικά τους προϊόντα. Οι επαγγελματίες των δημοσίων σχέσεων γνωρίζουν πολύ καλά πως να περνούν τα «πράσινα» μηνύματα και τις εικόνες με επιδέξιο τρόπο. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε μεγάλες εταιρείες πετρελαιοειδών στη χώρα μας, που υποστηρίζουν ως χορηγοί προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για μαθητές. Εκτός των άλλων η κατάσταση αυτή μπορεί να δημιουργήσει παρανοήσεις ή και σύγχυση στους μαθητές για το σκοπό των προγραμμάτων αυτών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αντιλήψεις κάποιων στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων για την αειφορία, του «κόσμου της βιομηχανίας της αειφόρου ανάπτυξης», όπως χαρακτηριστικά τους αναφέρει ο ερευνητής (Springett, 2003). Η κατανόηση της ιστορίας, των θεμάτων και των βασικών αρχών που υποστηρίζουν την έννοια της ΑΑ, από αυτούς, φαίνεται να είναι αποσπασματική. Φαίνεται επίσης να γνωρίζουν κάποιες πτυχές της περιβαλλοντικής διαχείρισης, αλλά γενικά δεν έχουν διαβάσει ή διδαχθεί κάτι σχετικό, δεν εκφράζουν καμία κριτική διάθεση βεβαίως, και χρησιμοποιούν ένα περιορισμένο και ελεγχόμενο λόγο για τις σχετικές με τα ζητήματα αυτά προσωπικές τους αντιλήψεις.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η εφαρμογή πολιτικών που υποστηρίζουν ως μόνη λύση για την οικονομική ύφεση τη σκληρή λιτότητα που πλήττει τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα, περιλαμβάνει στα σχετικά κείμενα-συμφωνίες πολύ συχνά τον όρο ΑΑ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση μεγάλων διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Έτσι, η ΑΑ δε θα μπορούσε να απουσιάζει , με την έννοια της μεγέθυνσης αυτή τη φορά (“sustainable growth”), από το πρόσφατο μνημόνιο (memorandum of understanding) [8] που συνήφθη μεταξύ του Ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας, της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδας. Στη συζήτηση για τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership) (TTIP), που έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, η ΑΑ κυριαρχεί ως κεντρική έννοια σε σχετικές-θετικά διακείμενες-εισηγήσεις[9] σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Kοινοβουλίου. Οι αντιδράσεις από την κοινωνία των πολιτών εστιάζουν στο γεγονός ότι η συμφωνία αυτή απειλεί τη Δημοκρατία, το περιβάλλον, την ασφάλεια των τροφίμων, το δημόσιο τομέα και τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα[10].

Εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη

Η μετεξέλιξη της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης (Π.Ε.) σε εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη (ΕΑΑ) θεωρήθηκε, σύμφωνα με πολλούς, το βήμα εκείνο που θα συνέβαλε στην προώθηση μιας καινοτόμου προσέγγισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων και των σχετικών με την αντιμετώπισή τους παιδαγωγικών διεργασιών (UNESCO,1997). Η έννοια της ΕΑΑ εισήχθη από διεθνείς οργανισμούς, (όπως ακριβώς και αυτή της ΑΑ), κομίζοντας ένα νέο, ελπιδοφόρο πνεύμα στο χώρο της εκπαίδευσης. Έτσι, ήδη από το 1990 σε σεμινάριο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) τέθηκε ο τίτλος «Διδάσκοντας για μια αειφόρο ανάπτυξη» (Gough, 1997). Στη γνωστή παγκόσμια διάσκεψη του Ρίο το 1992 και στο κεφάλαιο 36 της Ατζέντας 21 ορίστηκε ο αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης προς την αειφόρο ανάπτυξη, με παράλληλη στόχευση στην αύξηση του βαθμού ευαισθητοποίησης του κοινού και την παροχή σχετικής επιμόρφωσης του. Η UNESCO-UNEP το 1996 για την προώθηση αυτής της κατεύθυνσης πρότεινε να δοθεί έμφαση στο ρόλο της EAA.

To 1997 οργανώθηκε από την επιτροπή για την αειφόρο ανάπτυξη (CSD) της UNESCO η διεθνής διάσκεψη της Θεσσαλονίκης, που είχε ως θέμα την εκπαίδευση για την αειφορία. Στο κείμενο που προέκυψε από τη συνάντηση αυτή αναφέρεται η αντιμετώπιση βασικών παγκόσμιων ζητημάτων, όπως η φτώχεια, η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αύξηση του πληθυσμού, η ασκούμενη πίεση στο περιβάλλον και η έννοια της ανάπτυξης. Όλα αυτά εντάχθηκαν στο πλαίσιο της αειφορίας.

Η αειφορία αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της Διεθνούς Διάσκεψης για την Αειφόρο Ανάπτυξη το 2002, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Σε αυτή δίνεται έμφαση στις σχέσεις μεταξύ της φτώχειας, του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.

Υλοποιώντας τις αποφάσεις της Διάσκεψης αυτής ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) κήρυξε τη δεκαετία 2005-2014 ως «Δεκαετία της εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη» (ΔΕΑΑ) με συντονιστικό όργανο την UNESCO. Οι αντιδράσεις από ανθρώπους της Π.Ε. σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο σχετικά με την επιβολή αυτή και η ανάλογη κριτική που ασκήθηκε παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Οι Λιαράκου και Φλογαίτη (2007) τονίζουν, αφενός την απουσία διαλόγου στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής κοινότητας για την μετάβαση προς την ΕΑΑ (σελ.17) και αφετέρου τον περιορισμό της χρήσης την έννοιας του περιβάλλοντος, τη θέση του οποίου κατέλαβε η οικονομία. Ως προς το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία δε φάνηκε να υπάρχουν σημαντικές αλλαγές, αφού τα στοιχεία της διεπιστημονικότητας, της συστημικής προσέγγισης και της διάχυσης στο αναλυτικό πρόγραμμα π.χ. δεν αποτελούσαν κομμάτια μιας καινοτόμου διαδικασίας. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά υποστηρίζονταν ήδη επί τρεις δεκαετίες από την Π.Ε (σ. 74). Μεταξύ των πολλών γεγονότων που παραθέτουν οι συγγραφείς σημειώνεται αυτό της συνάντησης του δικτύου της Π.Ε. ENSI, το 2005, στο Ελσίνκι, όπου τέθηκε επιτακτικά η ανάγκη να συμπεριληφθεί στον τίτλο ο όρος της αειφόρου ανάπτυξης ως προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση από τον ΟΟΣΑ και την UNESCO (σ.32). Από το Γιοχάνεσμπουργκ και μετά καθιερώθηκε σε όλα τα κείμενα του ΟΗΕ και των διεθνών οργανισμών ο όρος της ΕΑΑ. (σ.160). Τέλος, στο διεθνές Σχέδιο Εφαρμογής της UNESCO, το 2005, δεν υπήρχαν διατυπωμένες προτάσεις για πιθανή αλλαγή του παρόντος οικονομικού συστήματος. Σε καμία περίπτωση δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι δομές ελέγχου και εξουσίας του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου. Δικαίως οι συγγραφείς αναρωτιούνται: «Κατά πόσο είναι εφικτό να ευδοκιμήσουν νέες αξίες χωρίς να συμβαδίζουν με ένα αντίστοιχο διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό όραμα, το οποίο να στηρίζεται από την κοινωνία;» (σ.76).

Ο Jickling (2005) παρότι θεωρεί την ΑΑ σημαντική ιδέα, πιστεύει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη και προσοχή. Δεν την θεωρεί σκοπό της εκπαίδευσης και τονίζει ότι είναι λάθος να εκλαμβάνεται ως μια οργανωτική έννοια. Η ΕΑΑ, όσο δελεαστική κι αν φαίνεται σαν ιδέα, πιστεύει ότι δεν φτάνει τη δυναμική της Π.Ε.: τη δυνατότητα δηλαδή να υπερβεί το παρόν, τη δυνατότητα να διαταράξει την καθεστηκυία τάξη. (Ας σημειώσουμε εδώ βέβαια ότι οι παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση δεν περιορίζονται μόνο στο πλαίσιο της Π.Ε. και ας αναρωτηθούμε αν τελικά η Π.Ε. στην εφαρμογή της έχει να επιδείξει μια τέτοιου είδους δυναμική.)

Οι Huckle & Wals (2015), αποτιμώντας τη Δεκαετία της UNESCO για την ΕΑΑ (ΔΕΑΑ), χαρακτηρίζουν τη δεκαετία ως «μια απ’ τα ίδια» («business as usual»), σημειώνοντας ότι η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποτελεί ένωση κρατών και όχι των πολιτών του κόσμου. Δεν μπορεί, άρα, να αντιπροσωπεύει τα κοινά τους συμφέροντα (των πολιτών) στην ΑΑ, επειδή τα συμφέροντα των περισσοτέρων ισχυρών κρατών είναι στενά συνδεδεμένα με αυτά του παγκόσμιου κεφαλαίου. Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο της Διάσκεψης της Τιφλίδας και τη Χάρτα του Βελιγραδίου, οι δύο συγγραφείς τονίζουν ότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε σχεδόν σαράντα χρόνια πριν ήταν περισσότερο ξεκάθαρη από αυτή της ΔΕΑΑ της UNESCO, όταν αναφερόταν στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική τάξη και την ανάγκη για αλλαγή. Παραθέτουν στη συνέχεια ένα απόσπασμα από το παλιό κείμενο: «Οι πολιτικές που στοχεύουν στη μεγιστοποίηση της οικονομικής απόδοσης χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις στην κοινωνία και τους διαθέσιμους πόρους για βελτίωση της ποιότητας ζωής, πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση» (UNESCO-UNEP, 1975: 2), για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι «…ούτε το ενιαίο πλαίσιο της ΕΑΑ ούτε η ιστορία της ΑΑ συνδέονται επαρκώς με την πολιτική οικονομία του πραγματικού κόσμου». Αναρωτιούνται, τέλος, γιατί στο πλαίσιο της ΔΕΑΑ δόθηκε τόσο μεγάλη έμφαση στην προσωπική ενδυνάμωση και παρέμβαση, ενώ η δύναμη των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών κινημάτων, ως φορέων αλλαγής αντιμετωπίστηκε ως παράγοντας ήσσονος σημασίας.

Οι Selby & Kagawa (2010) χαρακτηρίζουν την ΕΑΑ ως σκόπιμα θολή και ασαφή στον ορισμό της, με σκοπό να θολώσει περισσότερο, παρά να αποσαφηνίσει ασάφειες και να γεφυρώσει ασυμβατότητες. Η φαινομενικά ευχάριστη σχέση της με την παγκοσμιοποίηση έχει επιτρέψει τον εναγκαλισμό με τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της. Με αυτό τον τρόπο η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης υπεισέρχεται σιωπηρά συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μιας διαχειριστικής οπτικής για τη φύση. Δίνεται έτσι περισσότερο έμφαση στο τεχνικό και το απτό κομμάτι της παρά στο αξιολογικό και το άυλο.

ΕΑΑ: η αισιόδοξη ματιά

Παρόλη την κριτική που έχει ασκηθεί, τόσο στην έννοια της αειφορίας, όσο και σε αυτή της ΕΑΑ θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε τα θετικά χαρακτηριστικά και τη δυνατότητα που περιέχουν ώστε να συμβάλλουν στην προσπάθεια για αλλαγή στο σχολείο και την κοινωνία. Η συμμετοχή με κριτικό πνεύμα, αλλά με συναινετική διάθεση στο σχετικό διάλογο έχει αρκετές πιθανότητες να οδηγήσει σε μια λογική δημιουργικής σύνθεσης. Ίσως ακριβώς γι αυτό το σκοπό είναι χρήσιμη η πρόταση του Γεωργόπουλου (2004) για αντιμετώπιση των δύο ρευμάτων, του οικοκεντρικού και του τεχνοκεντρικού (αν τελικά περιοριστούμε σε αυτά τα δύο), ως συμπληρωματικών συστατικών του ίδιου περιβαλλοντικού προβληματισμού. Ίσως ακόμα θεωρήσουμε ως πλεονέκτημα το γεγονός ότι η ΕΑΑ βοηθά στη σύναψη συμμαχιών ανάμεσα σε πολύ ενδιαφέρουσες εκπαιδευτικές προσεγγίσεις ώστε μαζί να συνθέσουν ένα αποφασιστικό μετασχηματιστικό αποτέλεσμα στη δομή της συμβατικής εκπαίδευσης. Αν δεν ακολουθήσουμε έναν τέτοιο δρόμο, αν δηλαδή απορρίψουμε την έννοια της αειφορίας υπάρχει ο κίνδυνος, όπως αυτός εκφράζεται από τη Φλογαΐτη (2006), να προσλαμβάνει άκριτα κάθε φορά τις σημασίες και τις πρακτικές που θα της δίνουν τα διάφορα κέντρα εξουσίας, αντί να τη νοηματοδοτούν οι ίδιοι οι πολίτες. Η αειφορία άλλωστε (ως βιωσιμότητα και πάλι) εξυμνείται από τους Καλαϊτζίδη και Ουζούνη (ό.π.) ως ηθική αρχή ταυτιζόμενη με την ισότητα μεταξύ των γενεών, που υλοποιείται μέσω της δημοκρατίας και του κοινωνικού ελέγχου. Ως προϋπόθεση για τη βιώσιμη κοινωνία θεωρείται η αναδόμησή της με σκοπό την εξάλειψη των ιεραρχικών δομών, των ταξικών σχέσεων και της οικονομικής εκμετάλλευσης, που υποβαθμίζουν τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η δε εκπαίδευση για τη «βιωσιμότητα» αφορά στη δημιουργία και την έγερση της συνείδησης. Στο ίδιο θετικό πνεύμα βρίσκεται και η θέση των Fien & Tilbury (2002) για το ότι η εκπαίδευση που στοχεύει στην επίτευξη της αειφορίας διαφοροποιείται από την ΠΕ εστιάζοντας στην ανάπτυξη διασυνδέσεων μεταξύ της ποιότητας του περιβάλλοντος, της ισότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ειρήνης και των πολιτικών απειλών που αυτά αντιμετωπίζουν.

Ας υπενθυμίσουμε εδώ τις προσδοκίες κάποιων σημαντικών ανθρώπών της Π.Ε. που ρωτήθηκαν παλιότερα για τα χαρακτηριστικά της ΕΑΑ σε σχέση με την Π.Ε.(Hesselink et al, 2000). Ο John Huckle θεώρησε την ΕΑΑ βαθύτερα και περισσότερο εστιασμένη στην κριτική προσέγγιση σε σχέση με την Π.Ε. Θεώρησε επίσης ότι έχει περισσότερο ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνική και πολιτική εκπαίδευση. Ο Peter Poschθεώρησε ως προϋπόθεση τη διαμόρφωση της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον με μια πνευματική, υλική, κοινωνική και συναισθηματική αίσθηση ώστε να επιτευχθεί μια διαρκής ποιότητα ζωής για όλους. Αν ερμηνευτεί έτσι η ΑΑ, ισχυρίστηκε, τότε δίνει ένα χρήσιμο προσανατολισμό στην ΠΕ.

Επίλογος

Μέσω της παράθεσης απόψεων με έντονο το στοιχείο της κριτικής, είτε για την έννοια της ΑΑ, είτε για την ΕΑΑ, δεν προσπαθούμε να αναπτύξουμε μια ακόμα θεωρία συνομωσίας, (όπως σημειώνει και ο Σμπώκος (ό.π.) ) για τη λειτουργία θεσμών και παγκόσμιων οργάνων. Και για τις δύο περιπτώσεις, όμως (ΑΑ,ΕΑΑ), παρατηρούμε κάποιες κοινές ανησυχίες αναφορικά με τις προσεγγίσεις των διεθνών οργανισμών. Οι «από τα πάνω» (top-down) πρωτοβουλίες, εκτός από την αποτελεσματικότητά τους θα έπρεπε να κριθούν και για τις ίδιες τις διαδικασίες που ακολουθούν, παρά τις δηλωμένες τους αγνές προθέσεις.

Η δυσκολία του εγχειρήματος της ισορροπίας μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης, της προστασίας του περιβάλλοντος και της κοινωνικής δικαιοσύνης φαίνεται να είναι εγγενής σε ένα παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, που αποδεδειγμένα δεν θέτει παρόμοιες προτεραιότητες.

Τα παγκόσμια αυτά προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την εισαγωγή νέων εννοιών και όρων, παρά με πολιτικές που πρέπει να αποφασισθούν και να εφαρμοστούν. Πρόκειται, άρα, για ένα καθαρά πολιτικό ζητούμενο, το οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί από διεθνείς οργανισμούς. Η ρητορική για την αειφορία και την ΑΑ, μπορεί να γεννά προβληματισμό, δεν μπορεί όμως να αποτελέσει ένα αυτόνομο εργαλείο για την επίλυση προβλημάτων που θεωρούνται σύμφυτα σε ένα παγκόσμιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα, όπου κυριαρχεί η συνεχής, αλόγιστη και άνιση κατασπατάληση των φυσικών πόρων, η κοινωνική ανισότητα, η φτώχια, οι περιορισμοί στην εργασία, στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση κ.ά. Η αέναη και χωρίς όρια καπιταλιστική ανάπτυξη, που γεννά αυτά τα προβλήματα, χρειάζεται να αντιμετωπιστεί με πολιτικές οι οποίες θα την σταματήσουν. Η αειφορία σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο, υπό την προϋπόθεση της δέσμευσης για άμεση εφαρμογή της σε παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς υπαναχωρήσεις και αστερίσκους.

Η συζήτηση για την αειφόρο ανάπτυξη και η πιθανή αμφισβήτησή της δεν γίνεται παρά επειδή οφείλουμε να κάνουμε αυτό που γνωρίζουμε από την Π.Ε.: να «βλέπουμε πίσω από τα πράγματα». Να αναπτύσσουμε μαζί με τους μαθητές μας την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Αυτή την αναγκαία διαδικασία στο πλαίσιο της εκπαίδευσης για την αειφορία, που στοχεύει στην καλλιέργεια ατόμων ικανών να κατανοούν τις συγκρούσεις που εμπεριέχονται στον τρόπο θεώρησης των προβλημάτων και της αντιμετώπισής τους από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (Δημητρίου, ο.π.). Σε πολιτικό επίπεδο να αναγνωρίζουν τα συμφέροντα από τα οποία εκπορεύονται οι ομάδες αυτές. Η κριτική ΕΑΑ στοχεύει στην καλλιέργεια προσωπικής και συλλογικής δέσμευσης και στην ενδυνάμωση των ατόμων ώστε να καταστούν παράγοντες κοινωνικής αλλαγής στο πλαίσιο της αειφορίας. Με βάση αυτές τις αρχές μπορεί να αναπτυχθεί ο διάλογος με μαθητές και εκπαιδευτικούς για ανάλογα ζητήματα, αναζητώντας όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες και προσεγγίζοντάς τα ολόπλευρα. Με αυτή την έννοια δε μας μένει παρά να συμφωνήσουμε με τον Jickling (1994) που, παρότι δε θα ήθελε οι μαθητές του να «εκπαιδευτούν για την αειφόρο ανάπτυξη», θα επιθυμούσε όμως «να γνωρίζουν ότι ο όρος αυτός αμφισβητείται, να αξιολογούν την κριτική που γίνεται και να συμμετέχουν σε αυτή αν το αντιλαμβάνονται ως ανάγκη». Να επιτραπεί τελικά στους μαθητές να συζητήσουν, να αξιολογήσουν και να κρίνουν τις σχετικές δυνατότητες αμφισβήτησης, αποφεύγοντας τον καθοδηγητικό ρόλο της επιβολής της ΕΑΑ. Είναι προτιμότερο τελικά, αντί να θέτουμε ερωτήσεις για τον ορισμό της αειφόρου ανάπτυξης, να προσπαθήσουμε να την νοηματοδοτήσουμε αναζητώντας σταθερά τις θετικές πλευρές της αειφορίας.

Χωρίς να δαιμονοποιούμε έννοιες που, παρόλη τη στρεβλή αντίληψη και εφαρμογή τους, περιέχουν θετικό φορτίο, θα υπενθυμίσουμε (υιοθετώντας την) την πρόταση της Φλογαίτη (2006)-αναφέρεται και στο Λιαράκου & Φλογαίτη (ό.π.)-για τη χρήση του όρου «εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία», αντί αυτού της «εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη», θεωρώντας ότι αδικεί λιγότερο την ίδια την αειφορία.

Τέλος, έχοντας κατά νου ότι ένα από τα βασικά συστατικά της Π.Ε. είναι η αισιοδοξία, ας ακολουθήσουμε την παρότρυνση του Σμπώκου (ό.π.) για διαφορετικό σκοπό εδώ: ας κλείσουμε για λίγο τα μάτια και ας σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνει για μας η αειφορία. Επικοινωνώντας νοερά ας μοιραστούμε δικούς μας ορισμούς και συμπεράσματα, με θετική πάντα διάθεση. Μια πιθανή πολυχρωμία ελπιδοφόρων απαντήσεων μπορεί να είναι χρήσιμη για εμάς, για τους μαθητές μας και ίσως για το μέλλον.

Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση

Basiago, Α. (1995). Μethods of defining ’sustainability’. Sustainable Development, 3, 109-119.

Bowen, F. (2014). After Greenwashing. Symbolic Corporate Environmentalism and Society. London:Cambridge University Press.

Dobson, Α.(1996). Environment sustainabilities: An analysis and a typology. EnvironmentalPolitics, 5(3), 401-428.

Emanuel, R. & Adams, J.N. (2011). College students’ perceptions of campus sustainability. International Journal of Sustainability in Higher Education, 12, 1, 79-92.

Gough, A. (1997). Education and the environment: Policy, Trents and the Problems of Marginalization. Melbourne: The Australian Council for Research.

Harribay, M.(1998). Ledeveloppementsoutenable. Paris: Economica.

Hesselink, F., Van Kempen, P. P. & Wals, A. (2000). ES Debate: International On-line Debate on Education for Sustainable Development. Retrieved from IUCN (International Union for the Conservation of Nature) website: https://portals.iucn.org/library/efiles/edocs/2000-034.pdf .

Huckle, J.(2006). Citizenship Education for Sustainable Development in Initial Teacher Training [πανεπιστημιακές σημειώσεις]. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Π.Μ.Σ. Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Χειμερινό εξάμηνο 2005-2006. Ρόδος.

Huckle, J. & Wals, E.J. (2015). The UN Decade of Education for Sustainable Development: business as usual in the end. Environmental Education Research, 21, 3, 491–505.

IUCN, WWF, UNEP (1991). Caring for the Earth – Sustainability: a question of definition Chapter 1. Box 1. Retrieved from University of Wollongong website: http://www.uow.edu.au/~sharonb/STS300/sustain/meaning/defarticle2.html .

Jacobs, M.(2004). Sustainable development as a contested concept. In Dobson,A.(ed)Fairness and futurity. Essays on environmental sustainability and social justice. (pp. 21-45) NY: Oxford University Press. ¶

Jickling, Β. (1994). Studying Sustainable Development: Problems and Possibilities. Canadian Journal of Education, 19, 3, 231-240.

Jickling, B. (2005). Sustainable Development in a Globalizing World: a few cautions. Policy Futures in Education, 3, 3, 251-259.

Jucker, R. (2002). “Sustainability? Never heard of it”. Some basics we shouldn’t ignore when engaging in education for sustainability. International Journal of sustainability in Higher Education, 3,1, 8-18.

Lélé, S. (1991). Sustainable Development: A Critical Review. World Development. 19 (6) 607–21.

Mannion, A.M. and Bowlby, S.R. (1992). Environmental Issues in the 1990s. Chichester: Wiley & Sons.

Mudacumura, G., Mebratu, D. & Haque, S. (2006) Sustainable Development Policy and Administration. New York: CRC Press Taylor & Francis.

Orr, D. (1992). Ecological Literacy. Education and the transition to a postmodern world. Albany N.Y.: State University of New York Press.

Rees,W. (1990). The ecology of sustainable development. TheEcologist, 20 (1), 18-23.

Sachs, W.( 1992) The Development Dictionary: A Guide to Knowledge as Power. London : Zed Books.

Selby, D., and Kagawa, F. (2010). Runaway Climate Change as Challenge to the ‘Closing Circle’ of Education for Sustainable Development. Journal of Education for Sustainable Development, 4 (1), 37–50.

Springett, D. (2003). Business conceptions of sustainable development. Business Strategy and the Environment, 12, 71–86.

Trainer, T.(1990). A rejection of the Brundtland Report., Infa Dossier 77, May-June, p. 77-78.

UNESCO (1975). The Belgrade Charter. A Global Framework for Environmental Education. Retrieved from UNESCO website: http://portal.unesco.org/education/en/files/33037/10935069533The_Belgrade_Charter.pdf/The+Belgrade+Charter.pdf

UNCED (United Nations Conference on Environment & Development) (1992). AGENDA 21. Retrieved from UN website: https://sustainabledevelopment.un.org/content/documents/Agenda21.pdf .

UNESCO (1997). Educating for a Sustainable Future: a Transdisciplinary Vision for
Concerted Action. Retrieved from UNESCO website: http://www.unesco.org/education/tlsf/mods/theme_a/popups/mod01t05s01.html .

Verstegen, S. & Hanekamp,J. (2005). The sustainability debate: Idealism versus conformism-the controversy over economic growth. Globalizations, 2, 3 , 349-362.

WCED (World Commission on Environment and Development) (1987). Our Common Future. Oxford: Oxford University Press.

Ελληνόγλωσση

Αράπογλου, Π. (2007) Οι Μύθοι για την Οικολογική Κρίση. Υπάρχει Λύση;. Περιεκτική Δημοκρατία, 15, Γενάρης-Μάρτης. http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is15/issue_15_pantelis_ecological.htm#_edn5

Γεωργόπουλος, Α. (2004) «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση: Μερικά Κομβικά Ζητήματα/Προκλήσεις Μπροστά στον 21ο Αιώνα». Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ. 134, 128-142

Γεωργόπουλος, Α. (2010). Το υπέρτατο καθήκον προς τη βιόσφαιρα: Αποανάπτυξη. Στο Παπανικολάου, Ε. (επιμ.) Περιβάλλον Κοινωνία Ηθική. 2η Διεθνής Ημερίδα Περιβαλλοντικής Ηθικής (σ. 98-127). Αθήνα: Εκδόσεις Αειφορία.

Δημητρίου, Α. (2009) Περιβαλλοντική εκπαίδευση: Περιβάλλον, αειφορία. Θεωρητικές και παιδαγωγικές προσεγγίσεις. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Ευκολίδου, Α., Ράγκου, Π. & Καΐλα, Μ. (2014). Δυσκολίες και εμπόδια για την προώθηση της εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη στο ελληνικό σχολείο. Πρακτικά 5ου Περιβαλλοντικού Συνεδρίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 14-16 Μαρτίου.

Θεριανός, Κ. (2013). Κριτική Παιδαγωγική: τι είναι και τι δεν είναι. Κριτική Παιδαγωγική. Ανακτημένο από το δικτυακό τόπο http://criticeduc.blogspot.gr/2013/02/blog-post_4154.html στις 25-2-2015.

Καλαϊτζίδης, Δ. & Ουζούνης, Κ. (2000). Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Θεωρία και πράξη. Ξάνθη: Εκδόσεις Σπανίδη.

Λατούς, Σ.(2008). Το στοίχημα της αποανάπτυξης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Λιαράκου, Γ.& Φλογαΐτη, Ε. (2007). Από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη. Αθήνα: Νήσος.

Μονμπιότ, Τ. (2008). HEAT. Πώς να σώσουμε τον πλανήτη από τον φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αθήνα: Εκδ. Ψυχογιός

Μπαρμπέρη, Π. (2005). Οι αντιλήψεις των νηπιαγωγών για την αειφορία. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. ΠΜΣ «Θεωρία, πράξη και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», Τμήμα Φιλοσοφίας, παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ντάφης, Σ. (1994). Αειφορία και αειφορική ανάπτυξη. Αμφίβιον. τ. 7.

Παπαδημητρίου, B. (1998). Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και Σχολείο. Μια διαχρονική θεώρηση. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Παπανικολάου, Α., Ράγκου, Π., Καραμέρης, Α. (2009). Διερεύνηση των αντιλήψεων εκπαιδευτικών Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης για θέματα σχετικά με την αειφόρο ανάπτυξη. Στο Καίλα, Μ., Κατσίκης, Α., Φώκιαλη, Π., Ζαχαρίου, Α. (2009) Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη: νέα δεδομένα και προσανατολισμοί. (σ. 465-494). Αθήνα: Ατραπός.

Rauch, F. (2008). Η σύνδεση της έρευνας με την εκπαίδευση. Μια διεπιστημονική πρόκληση στην εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη. Στο Φλογαίτη, Ε.& Λιαράκου, Γ. Η έρευνα στην εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη. (σ.57-76). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ρόκος, Δ.( 2005). Από τη “Βιώσιμη” ή “Αειφόρο” στην Αξιοβίωτη Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη. Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη

Σμπώκος (2015). Η επινόηση της αειφορίας. Πώς επικράτησε το δόγμα της αέναης προόδου. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.

Φλογαΐτη, E.(2005). Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφορία.. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.

Φώκιαλη, Π., Μουστάκας, Λ. (2010). Γνώσεις των μαθητών Λυκείου για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και την αειφόρο ανάπτυξη: μελέτη περίπτωσης στην πόλη της Ρόδου. Στο Κανελλάκη, Σ., Μαριδάκη, Παπαβασιλείου, Β. (2010) Διεργασίες σκέψης στο σχολείο και το περιβάλλον. Αθήνα: Πεδίο.

Σημειώσεις

[1] Ο Θεριανός (2013) διαχωρίζει τη γενική και αόριστη «ανάπτυξη της κριτικής σκέψης» που συνήθως περιλαμβάνεται σε σχετικές εκθέσεις νομοσχεδίων ή στους στόχους των νέων αναλυτικών προγραμμάτων, από την κριτική παιδαγωγική. Η πρώτη περίπτωση θεωρεί ότι υπηρετεί τη νεοφιλελεύθερη άποψη που συνδέεται με την αξιοποίηση των δεξιοτήτων του ατόμου από την αγορά εργασίας, ενώ η δεύτερη στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό.

[2] Ο Μπλιώνης (2009)[2] συνδέει την αειφορία με την έννοια της φέρουσας ικανότητας, δηλαδή το μέγιστο πληθυσμιακό μέγεθος που μπορεί να στηρίξει ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Ο προσδιορισμός βέβαια της έννοιας αυτής προϋποθέτει ότι κάθε μονάδα θεωρείται ως έχουσα την ίδια περίπου βαρύτητα, γεγονός που περιπλέκει την κατάσταση στην περίπτωση των ανθρώπινων κοινωνιών, όπου υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Για το λόγο αυτό σημαντικό ρόλο για την εκτίμησή της φέρουσας ικανότητας παίζει το κριτήριο που κάθε φορά επιλέγεται, ενώ για τους ανθρώπινους πληθυσμούς εξαρτάται από το επίπεδο διαβίωσής τους.

[3] The Guardian, 9 September 2014. Greenhouse gas emissions rise at fastest rate for 30 years http://www.theguardian.com/environment/2014/sep/09/carbon-dioxide-emissions-greenhouse-gases

[4] UN (2015). FCCC/CP/2015/L.9/Rev.1 http://unfccc.int/resource/docs/2015/cop21/eng/10a01.pdf

[5] BP Sustainability Report (2015) https://www.bp.com/content/dam/bp/pdf/sustainability/group-reports/bp-sustainability-report-2015.pdf

[6] Italcementi Group (2010) Έκθεση Αειφόρου Ανάπτυξης http://www.halyps.gr/NR/rdonlyres/EBD4F724-189C-4DDA-8618-F6E3B5859A39/0/SDreportexecutivesummarygreek.pdf

[7] IPCC(2014). Climate Change 2014: Impacts, Adaptation, and Vulnerability. Part A:
Global and Sectoral Aspects. Contribution of Working Group II to the Fifth Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change https://ipcc-wg2.gov/AR5/images/uploads/WGIIAR5-PartA_FINAL.pdf (accessed 3 February 2016)

[8]MEMORANDUM OF UNDERSTANDING, 19 Αυγούστου 2015 http://ec.europa.eu/economy_finance/assistance_eu_ms/greek_loan_facility/pdf/01_mou_20150811_en.pdf

[9] Έγγραφο εργασίας της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (9.1.2015) http://www.europarl.europa.eu/meetdocs/2014_2019/documents/inta/dt/1045/1045492/1045492el.pdf

[10]Hilary, J. (2016) Διατλαντική εταιρική σχέση εμπορίου και επενδύσεων http://rosalux.gr/sites/default/files/publications/rosa_final_gr_updated_edition_apr2016_web.pdf

Κλιματική Αλλαγή: Απειλεί αγροτική παραγωγή και τουρισμό στη Νότια Ευρώπη

Κάτω από: Χωρίς κατηγορία | ΑΧΘΟΦΟΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ
Παρασκευή, 7 Ιουνίου 2024 9:54 μμ |

Ανεβαίνουν συνεχώς οι θερμοκρασίες ιδιαίτερα σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα

04.05.2024 | 20:45

Ξηρασία

Σημαντικές προκλήσεις αντιμετωπίζουν πολλοί κλάδοι της οικονομίας στην Ευρώπη και ειδικά στο Νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται κυρίως για προκλήσεις στην αγροτική παραγωγή λόγω έντονων καιρικών φαινομένων, τα οποία δημιουργούν τις προϋποθέσεις να επηρεαστεί και ο τουρισμός ο οποίος αποτελεί σημαντικό συστατικό ανάπτυξης τέτοιων οικονομικών. Από την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι την Ιταλία και την Ελλάδα αλλά και στην κεντρική και βόρειο Ευρώπη τα παραδείγματα της κλιματικής αλλαγής είναι πολλά με πολύ υψηλότερες από τις συνηθισμένες θερμοκρασίες, αλλά και έντονες βροχές που προκαλούν πλημμύρες και άλλα προβλήματα.

 

Κλιματική αλλαγή: «Καμπανάκι» ειδικών για δραματικές συνέπειες στο κοντινό μέλλον

Οι υψηλές θερμοκρασίες και η ξηρασία καταγράφονται ιδιαίτερα έντονα στην Ιβηρική χερσόνησο. Η Καταλονία, η δεύτερη μεγαλύτερη περιφερειακή οικονομία της Ισπανίας που περιλαμβάνει και τον ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμός της Βαρκελώνης, επενδύσει τώρα 2,6 δις ευρώ μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τη λειψυδρία. Οι επενδύσεις περιλαμβάνουν μονάδες αφαλάτωσης και αποτελούν πλέον επιτακτική ανάγκη καθώς η περιφέρει κινδυνεύει να αναγκαστεί να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης για το νερό.

Ήδη από τις αρχές του έτους κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι τα επίπεδα σε πολλές δεξαμενές σε όλη την περιοχή είχαν πέσει κάτω από το 16%. Πρόκειται για κρίσιμη εξέλιξη μετά από σχεδόν σαράντα συνεχείς μήνες χαμηλών βροχοπτώσεων και μετά από δύο χρόνια ζέστης ρεκόρ. Ήδη στη Βαρκελώνη αρχίζουν να σκέφτονται εάν θα πρέπει να φέρουν νερό με πλοία.

Ξηρασίες

Στην Ανδαλουσία, περιοχή που παραδοσιακά παράγονται μεταξύ άλλων μεγάλες ποσότητες ελαιολάδου, η ανάπτυξη αναμένεται ότι θα είναι χαμηλότερη από αυτή της υπόλοιπης Ισπανίας λόγω των εκτεταμένων ξηρασιών που καταγράφονται εκεί. Σύμφωνα με έκθεση της BBVA Research, λόγω των συνθηκών αυτών η περιφέρεια αναμένεται για το 2024 να αναπτυχθεί με 1,7% τη στιγμή που η ανάπτυξη σε όλη της χώρα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,1%. Όπως αναφέρει η έκθεση της τράπεζας, η αγροτική παραγωγή στα νότια της χώρας συνεχίζει να επηρεάζεται από τις κλιματικές συνθήκες οδηγώντας σε χαμηλότερη ανάπτυξη τις περιοχές Ανδαλουσία, Καστίγια Λα Μάντσα, Εστρεμαδούρα και Μουρσία.

Στην Πορτογαλία έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για τον εκσυγχρονισμό συστημάτων άρδευσης και διανομής νερού. Στοιχεία του 2023 έδειχναν ότι το 80% του νερού της χώρας καταναλώνεται από τη γεωργία και πως σχεδόν το 10% από το πόσιμο νερό χάνεται λόγω σπατάλης. Σχεδόν το 90% του εδάφους της χώρας είναι ξηρό και το 40% έχει πληγεί πιο σημαντικά από μεγάλες ξηρασίες.

Στην Ιταλία πέρσι είχε καταγραφεί μεγάλη ξηρασία σε περιοχές γύρω από τον ποταμό Πάδο στα βόρεια της χώρας, πλήττοντας τη γεωργική παραγωγή. Η χώρα όπως και η Ελλάδα έχουν δει τα τελευταία χρόνια μεγάλες αλλαγές στις κλιματολογικές συνθήκες με πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες από ότι στο παρελθόν.

Η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας

Σε όλο τον κόσμο η μέση θερμοκρασία το 2023 ήταν 1,45 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη από τα προβιομηχανικά επίπεδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του World Meteorological Organization-WMO, προκαλώντας στη συνέχεια μεγάλες βροχοπτώσεις. Η Ευρώπη στο σύνολό της επλήγη από περίπου 7% περισσότερες βροχοπτώσεις από το συνηθισμένο. Τον Αύγουστο, η Σλοβενία επλήγη από πλημμύρες, δημιουργώντας μια από τις πιο μεγάλες φυσικές καταστροφές για μια χώρα της ΕΕ, με ζημιές δισεκατομμυρίων ευρώ.

Τα ευρήματα παρουσιάζουν ανησυχητική εικόνα για την ήπειρο, καθώς οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου στην ατμόσφαιρα συνεχίζουν να αυξάνονται και ο ρυθμός ανόδου της θερμοκρασίας είναι περίπου 0,4C ανά δεκαετία στην Ευρώπη, διπλάσιος από τον παγκόσμιο μέσο όρο, σύμφωνα με στελέχη της Υπηρεσίας Κλιματικής Αλλαγής Copernicus.

«Καίγεται» η Ευρώπη

Το 2023 ήταν η πιο θερμή χρονιά στην ιστορία κατά μέσο όρο για την Ευρώπη, με έντονη ξηρασία, μεγάλες πυρκαγιές αλλά και σημαντικές πλημμύρες από τις απότομες μεταβολές του καιρού. Σε μια ήπειρο που φαίνεται να υπερθερμαίνεται με τη μεγαλύτερη ταχύτητα από οποιαδήποτε άλλη, τώρα αυξάνονται οι ανησυχίες και για το 2024 ειδικά καθώς το καλοκαίρι είναι προς των πυλών. Εκτός από τις σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή, υπάρχουν μεγάλες απειλές και για την ευρωπαϊκή οικονομία αφού συντελούνται μεταξύ άλλων μεγάλες αλλαγές στο μοτίβο της αγροτικής παραγωγής αλλά και του τουρισμού.

https://www.ot.gr/2024/05/04/green/klimatiki-allagi/klimatiki-allagi-apeilei-agrotiki-paragogi-kai-tourismo-sti-notia-eyropi/

Πηγή: Οικονομικός ταχυδρόμος

Υψόμετρο και θρεπτική αξία ελαιόλαδου

Κάτω από: Χωρίς κατηγορία | ΜΑΣΤΡΟΓΙΩΡΓΑΚΗ ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ
Κυριακή, 4 Φεβρουαρίου 2018 9:01 μμ |

 

Μία έρευνα Ισπανών και Πορτογάλων επιστημόνων που δημοσιεύτηκε στο Journal of Food Composition and Analysis και αναρτήθηκε διαδικτυακά στο ScienceDirect επιβεβαιώνει την άμεση σχέση ανάμεσα στο υψόμετρο στο οποίο γίνεται η καλλιέργεια της ελιάς και στη συγκέντρωση ωφέλιμων θρεπτικών συστατικών.

 

Η έρευνα έγινε σε εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο από ελιές ποικιλίας Arbequina που καλλιεργήθηκαν σε 11 περιοχές της Ισπανίας και της Βραζιλίας. Η ανάλυση του ελαιολάδου έγινε από ανεξάρτητα εργαστήρια, τα οποία εξέτασαν τα επίπεδα CoQ10, τοκοφερολών και φαινολικών ενώσεων στα ελαιόλαδα.

Από την ανάλυση των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι όσο μεγαλύτερο είναι το υψόμετρο καλλιέργειας του ελαιόδενδρου, τόσο μεγαλύτερα είναι τα επίπεδα CoQ10, τοκοφερολών και φαινολικών ενώσεων στα ελαιόλαδα που παράγονται από τους καρπούς τους. Τα συγκεκριμένα συστατικά είναι γνωστά και αναγνωρισμένα για τις θετικές τους επιδράσεις στην υγεία.

Πηγές :http://www.olivenews.gr

https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0889157517302028

 

«Κομποστοποίηση οικιακών απορριμμάτων»

Κάτω από: Εισαγωγή στη Βιολογική Γεωργία | ΑΧΘΟΦΟΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ
Κυριακή, 28 Ιανουαρίου 2018 11:11 μμ |

 

Ποιότητα ζωής στην πόλη μας – Κομποστοποίηση στο σπίτι

Τι είναι το κόμποστ ; Το κόμποστ είναι μερικώς αποσυντεθειμένη οργανική ύλη. Ένα σκούρο φυτόχωμα, με οσμή γης μετά από καλοκαιρινή μπόρα.

Επομένως…Κομποστοποίηση είναι: Η φυσική διαδικασία κατά την οποία τα οργανικά απορρίμματα (φρούτα, λαχανικά, φύλλα, κλαδέματα κ.α.) μετατρέπονται σε ένα πλούσιο οργανικό μείγμα που λειτουργεί ως εδαφοβελτιωτικό και λίπασμα.

Από πού προέρχεται; Από τα φυτικά υπολείμματα του κήπου και τα οργανικά απορρίμματα της κουζίνας μας. Η ίδια η φύση μετατρέπει τα απορρίμματα αυτά σε ένα πλούσιο φυτόχωμα που χρησιμεύει ως λίπασμα και εδαφοβελτιωτικό αγνό, καθαρό και φυσικό. Είναι ο πιο πρακτικός, εύκολος και αποτελεσματικός και τρόπος να εκμεταλλευτούμε τα οικιακά και κηπευτικά μας απορρίμματα ενώ ταυτόχρονα παράγουμε πολύτιμο οργανικό λίπασμα. Με τη χρήση του προϊόντος της κομποστοποίησης αυξάνουμε τη γονιμότητα των εδαφών.

Γιατί να κάνουμε κομποστοποίηση;

1) Είναι ο πιο πρακτικός, εύκολος και αποτελεσματικός τρόπος να εκμεταλλευτούμε τα οικιακά και κηπευτικά μας απορρίμματα ενώ ταυτόχροανα παράγουμε πολύτιμο οργανικό λίπασμα

2) Με την χρήση του προϊόντος της κομποστοποίησης αυξάνουμε τη γονιμότητα των εδαφών.

Το κόμποστ:

– Βελτιώνει το χώμα à Βελτιώνει τα φυτά

– Υγιή φυτά = καθαρότερος αέρας, προστασία εδάφους à à Υγιέστερο περιβάλλον

3) Περιορίζουμε τη ρύπανση του εδάφους, των υπόγειων υδάτων και της ατμόσφαιρας καθώς μειώνουμε το ποσοστό απορριμμάτων που οδηγείται στους ΧΥΤΑ

4) Μειώνουμε το κόστος διάθεσης των απορριμμάτων. Η κομποστοποίηση είναι φθηνότερη και ευκολότερη από το να πακετάρουμε τα σκουπίδια και να τα οδηγούμε στους Χ.Υ.Τ.Α.

5) Μειώνουμε τη περιβαλλοντική μόλυνση που προκαλείται από τα απορριμματοφόρα οχήματα

6) Κάνουμε οικονομία στις σακούλες σκουπιδιών

7) Με σωστή εφαρμογή του κόμποστ στις καλλιέργειές μας εξοικονομούμε ενέργεια, χρήμα και εργασία καθώς διευκολύνονται ή περιορίζονται ορισμένες καλλιεργητικές παρεμβάσεις όπως βοτανίσματα, σκαλίσματα, άρδευση.

8) Μπορούμε να προσθέσουμε την προσωπική μας σφραγίδα στη συλλογική προσπάθεια για τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος

Το ξέρετε ότι…     Τα οργανικά οικιακά απορρίμματα αποτελούν περίπου το 40-60% του συνόλου των απορριμμάτων που παράγουμε στο σπίτι μας;  Από αυτά το 70% περίπου είναι κομποστοποιήσιμα.

Αυτό σημαίνει ότι …      Κάνοντας κομποστοποίηση μπορούμε να μειώσουμε το σύνολο των οικιακών απορριμμάτων μας κατά 35% περίπου.
Πώς μπορούμε να κάνουμε κομποστοποίηση;

– Στον κήπο με τη χρήση ενός απλού κάδου κομποστοποίησης ή με τη δημιουργία ενός αυτοσχέδιου σωρού.

– Πλέον μπορούμε να κομποστοποιήσουμε τα απορρίμματά μας και κοντά ή μέσα στην κουζίνα μας χρησιμοποιώντας τον ειδικά σχεδιασμένο κάδο από την ερευνητική ομάδα της μονάδας Τεχνολογίας και Επιστήμης Περιβάλλοντος του Ε.Μ.Π..

Τι μπορούμε να κομποστοποιήσουμε;

– Οτιδήποτε ήταν κάποτε ζωντανό

– Οτιδήποτε μεγαλώνει στον κήπο μας

– Ότι περισσεύει από το φαγητό μας

  • Υπολείμματα φαγητού
  • Αλλοιωμένα τρόφιμα
  • Υπολείμματα καφέ και βοτάνων
  • Κελύφη αυγών
  • Λαχανικά και φρούτα
  • Φύλλα
  • Χαρτοπετσέτες, χαρτί κουζίνας
  • Χόρτα

Τι δε μπορούμε να κομποστοποιήσουμε;

  • Πλαστικά
  • Κουτιά από χυμούς και γάλατα
  • Δοχεία και καπάκια δοχείων
  • Γυαλί
  • Πορσελάνη, κεραμικά
  • Υπολείμματα τσιγάρων
  • Κόκαλα
  • Σακούλες από ηλεκτρικές σκούπες
  • Λάστιχα
  • Υφάσματα
  • Επικίνδυνα απορρίμματα

Ποιος κάνει την περισσότερη δουλειά;

Μέσα στο κόμποστ δισεκατομμύρια οργανισμών τρέφονται, αναπτύσσονται, αναπαράγονται και πεθαίνουν, μετατρέποντας τα οργανικά απόβλητα του νοικοκυριού, του κήπου και της γειτονιάς σε εξαίρετο οργανικό λίπασμα.

  • Βακτήρια: Είναι οι πιο πολυάριθμοι αλλά και οι πιο αποτελεσματικοί εργάτες.
  • Μύκητες και άλλοι μικροοργανισμοί
  • Μακροοργανισμοί όπως τα σκουλήκια

 Βλαστός – Αγγειακό σύστημα

Κάτω από: Φυτική παραγωγή | ΑΧΘΟΦΟΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ
Κυριακή, 28 Ιανουαρίου 2018 11:09 μμ |  Με ετικέτα |

Βλαστός είναι το τμήμα του φυτού που φέρει φύλλα, άνθη, καρπούς και αναπτύσσεται σε αντίθετη προς τη ρίζα κατεύθυνση. Το σημείο διαχωρισμού του από τη ρίζα λέγεται λαιμός.

 

Ο βλαστός μεταφέρει στα φύλλα, με τα αγγεία που τον διατρέχουν, το νερό και τα θρεπτικά στοιχεία του εδάφους (ακατέργαστος χυμός), ενώ προς τη ρίζα και τα άλλα μέρη του φυτού τον κατεργασμένο στα φύλλα χυμό για διατροφή ή αποθήκευση.

Στα σημεία από όπου εκφύονται τα φύλλα και ονομάζονται γόνατα, βρίσκονται οι οφθαλμοί, που διακρίνονται σε ξυλοφόρους και ανθοφόρους. Οι πρώτοι δίνουν βλάστηση και οι δεύτεροι άνθη. Ο οφθαλμός που βρίσκεται στην άκρη του βλαστού λέγεται επάκριος. Σε πολλά φυτά υπάρχουν και κοιμώμενοι οφθαλμοί που βλαστάνουν μόνο όταν βρουν ευνοϊκές συνθήκες, πολλές φορές μετά από πολλά χρόνια.

Η ανάπτυξη του βλαστού μπορεί να είναι όρθια, έρπουσα ή αναρριχώμενη και γίνεται με το σχηματισμό νέων κυττάρων στο μεριστωματικό ιστό που βρίσκεται στην κορυφή του. Από τον ίδιο ιστό σχηματίζονται τα φύλλα καθώς και τα αναπαραγωγικά όργανα του φυτού, δηλαδή τα άνθη. Ανάλογα με τη σύσταση διακρίνουμε βλαστούς ξυλώδεις, ποώδεις, καλάμους (κοίλους βλαστούς) και κληματώδεις (ξυλώδεις βλαστούς που περιελίσσονται).

 

Τα κύτταρα του βλαστού αναπτύσσουν παχιά τοιχώματα που τον βοηθούν να στηρίζεται όρθιος. Η σταθερότητα αυτή οφείλεται επίσης στην περιεκτικότητά του σε νερό. Όταν όλα τα κύτταρα περιέχουν όσο νερό μπορούν να συγκρατήσουν λέμε ότι το φυτό είναι σε κατάσταση σπαργής. Αντίθετα όταν το φυτό στερείται μιας ποσότητας νερού, τα φύλλα και ο βλαστός δεν μπορούν να κρατηθούν στην κατάλληλη θέση και το φυτό μαραίνεται.

Η μορφή του φυτού καθορίζεται κυρίως από το βλαστό του. Ο κύριος βλαστός σε πολλά φυτά ονομάζεται κορμός. Έτσι τα φυτά ανάλογα με τη μορφή διακρίνονται σε:

  • δέντρα, όταν έχουν κορμό ο οποίος διακλαδίζεται σε ορισμένο ύψος πάνω από το έδαφος,
  • θάμνους, όταν δεν έχουν κορμό και η διακλάδωση αρχίζει από το έδαφος και
  • πόες, όταν έχουν βλαστό μη ξυλώδη – τρυφερό. Οι πόες μπορεί να είναι μονοετείς (φασολιά), διετείς (λάχανο) και πολυετείς (μηδική).

Υπάρχουν παραλλαγές – μεταμορφώσεις της τυπικής μορφής του βλαστού. Οι κυριότερες από αυτές είναι:

  1. Ρίζωμα. Είναι υπόγειος, παχύς, κυλινδρικός βλαστός. Είναι πολυετής και αυξάνει οριζόντια μέσα στο έδαφος, φέρει γόνατα, μεσογονάτια διαστήματα και οφθαλμούς. Τέτοιους βλαστούς έχουν η αγριάδα, το σπαράγγι κ.ά.
  2. Κόνδυλος. Είναι υπόγειος διογκωμένος βλαστός γεμάτος με αποταμιευτικές ουσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πατάτα.
  3. Βολβός. Υπόγειος αποθησαυριστικός βλαστός. Ο πραγματικός βλαστός είναι μικρός, βρίσκεται στη βάση του βολβού και περιβάλλεται από σαρκώδη παχιά φύλλα. Φυτά με τέτοιους βλαστούς είναι το κρεμμύδι, η τουλίπα, ο κρίνος κ.ά.
  4. Στόλωνες. Είναι λεπτοί, επιμήκεις βλαστοί που αναπτύσσονται οριζόντια πάνω στην επιφάνεια του εδάφους. Από τα γόνατα που έρχονται σε επαφή με το έδαφος μπορεί να δημιουργηθούν ρίζες και από τους οφθαλμούς κλαδιά. Έτσι δημιουργούνται νέα φυτά όπως στη φράουλα.
  5. Κλαδόφυλλα. Είναι βλαστοί που κάνουν την δουλειά των φύλλων, π.χ. φραγκοσυκιά.
  6. Αγκάθια. Είναι πλάγιοι βλαστοί που παύουν να αναπτύσσονται και μετατρέπονται σε αγκάθια. Παράδειγμα η πορτοκαλιά.
  7. Έλικες. Αναπτύσσονται κυρίως στα αναρριχώμενα φυτά, π.χ. κληματαριά.

Ανατομία του βλαστού

Σε εγκάρσια τομή ο βλαστός ενός ποώδους δικότυλου φυτού παρουσιάζει τις παρακάτω στρώσεις κυττάρων, από έξω προς τα μέσα:

  • την επιδερμίδα, η οποία περιβάλλει το βλαστό. Αποτελείται συνήθως από μία στρώση κυττάρων με πάχος που διαφέρει στα διάφορα είδη
  • το φλοιό που βρίσκεται κάτω από την επιδερμίδα και φέρει πολλούς ιστούς όπως το παρέγχυμα, το κολέγχυμα, το ξυλέγχυμα κ.ά.
  • τον κεντρικό κύλινδρο ή αγωγό ιστό ο οποίος βρίσκεται εσωτερικά του φλοιού και χρησιμεύει για την μεταφορά του νερού και των διάφορων οργανικών και ανόργανων ουσιών. Η μεταφορά του νερού και των ανόργανων ουσιών γίνεται με ειδικά αγωγά κύτταρα που ενώνονται σε ομάδες και σχηματίζουν τα αγγεία του ξύλου, ενώ για την μεταφορά των οργανικών ουσιών ευθύνονται εξειδικευμένα επιμήκη κύτταρα που σχηματίζουν τον ηθμό
  • το κάμβιο, που είναι ένας δακτύλιος που βρίσκεται ανάμεσα στον ηθμό και τα αγγεία του ξύλου. Στα πολυετή φυτά σχηματίζεται ένας δακτύλιος κάθε χρόνο. Από τον αριθμό των δακτυλίων βρίσκουμε την ηλικία του δένδρου (ετήσιοι δακτύλιοι)
  • την εντεριώνη, που βρίσκεται στο κέντρο του βλαστού και εξυπηρετεί αποταμιευτικούς σκοπούς.

Στα δικότυλα φυτά οι ηθμαγγειώδεις δεσμίδες  ενώνονται και σχηματίζουν δακτύλιο, με τον ηθμό προς το εξωτερικό και τα αγγεία του ξύλου προς το εσωτερικό. Αυτά χωρίζονται με το κάμβιο. Στα μονοκότυλα φυτά οι ηθμαγγειώδεις δεσμίδες δε βρίσκονται σε κύκλο, όπως στα δικότυλα, αλλά διασκορπισμένες σε όλο το βλαστό. Δεν υπάρχει κάμβιο και το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει σαφής διάκριση φλοιού από τον κεντρικό κύλινδρο και την εντεριώνη.

 

 

 

 

 

 

Πολλαπλασιασμός των φυτών

Κάτω από: Φυτική παραγωγή | ΑΧΘΟΦΟΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ
Τετάρτη, 24 Ιανουαρίου 2018 8:29 μμ |  Με ετικέτα |

Η φύση μας έχει δείξει έως τώρα ποικίλλους τρόπους με τους οποίους πολλαπλασιάζονται τα φυτά. Ο πιο διαδεδομένος είναι μέσω των σπόρων (αποτέλεσμα της ένωσης δύο γαμετών ενός θηλυκού και ενός αρσενικού), που όταν βρεθούν σε κατάλληλες συνθήκες, βλαστάνουν και παράγουν ένα νέο φυτό . Το καινουργιο φυτό έχει στοιχεία και από τους δύο γονείς και είναι ουσιαστικά κάτι νέο. Ο τρόπος αυτός πολλαπλασιασμού λέγεται και εγγενής.

 

Δείτε το στο slideshare.net

 

Εκτός όμως από τον εγγενή τρόπο, υπάρχει και ο αγενής πολλαπλασιασμός των φυτών κατά τον οποίο φυτά αναπαράγονται χρησιμοποιώντας ως πολλαπλασιαστικό υλικό κάποιο μέρος τους. Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα νέο φυτό όμοιο με το μητρικό (φυτό από όπου προήλθε το πολλαπλασιαστικό υλικό). Ο αγενής πολλαπλασιασμός των φυτών περιλαμβάνει τις εξής μεθόδους:

Φυσικός αγενής πολλαπλασιασμός:

Παραφυάδες (Suckers)
Είναι βλαστοί που αναπτύσσονται στη βάση του φυτού, στο ήδη υπάρχον ριζικό του σύστημα και σταδιακά αναπτύσσουν δικό τους ανεξάρτητο ριζικό σύστημα. Αυτοί είναι δυνατόν να αποχωριστούν από το μητρικό φυτό μαζί με τις ρίζες τους και να καλλιεργηθούν σαν ανεξάρτητα φυτά.

Στόλωνες (Stolons)
Είναι τροποποιημένοι βλαστοί οι οποίοι αναπτύσσονται οριζόντια στην επιφάνεια του χώματος (Βλαστοί ‘δρομείς’ / Runners) ή αμέσως κάτω από αυτή και έχουν τη δυνατότητα να σχηματίζουν νέα ανεξάρτητα φυτά στο άκρο τους ή στα σημεία των οφθαλμών που διαθέτουν.

Βολβοί (Bulbs), Κόνδυλοι (Tubers), Κορμοί (Corms), Ριζώματα (Rhizomes)
Είναι τροποποιημένα αποθηκευτικά και αναπαραγωγικά τμήματα του ριζικού συστήματος συγκεκριμένων ειδών φυτών.

Παράφυτα (Adventitious plants)
Είναι μικρά πλήρη φυτά που αναπτύσσονται επάνω στο μητρικό φυτο, τα οποία σταδιακά αναπτύσσουν δικό τους ριζικό σύστημα και μπορούν να αναπτυχθούν αυτόνομα. Παρατηρείται χαρακτηριστικά σε είδη του γένους Kalanchoe, Tillandsia και ορισμένα είδη ορχιδεών και υδρόβιων φυτών. (Διαβάστε περισσότερα…)

Τεχνητός αγενής πολλαπλασιασμός:

Μοσχεύματα (Cuttings)
Είναι τμήματα του φυτού (φύλλα ή βλαστοί) τα οποία κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να σχηματίσουν ριζικό σύστημα και να αναπτυχθούν σε νέα φυτά. (Διαβάστε περισσότερα…)

Διαίρεση (Division)
Αφορά σε φυτά που αναπτύσσουν κονδύλους, βολβούς, κορμούς και ριζώματα. (Διαβάστε περισσότερα…)

Καταβολάδες (Layering)
Μέθοδος κατά την οποία τμήμα του φυτού φυτεύεται ενώ παραμένει ακόμα συνδεδεμένο στο φυτό, μέχρι να σχηματίσει δικό του ριζικό σύστημα, οπότε και αποχωρίζεται από το μητρικό φυτό. Στις εναέριες καταβολάδες, η διαδικασία ριζώματος του επιλεγμένου στελέχους γίνεται με συγκεκριμένες μεθόδους, σε σημείο του φυτού που δεν έρχεται σε επαφή με το έδαφος. Οι καταβολάδες αποτελούν επίσης μέρος του φυσικού αγενούς πολλαπλασιασμου, μιας και σε πολλα, κρεμοκλαδή κυρίως, φυτά παρατηρείται δημιουργία ριζών σε κλαδιά που ακουμπούν στο έδαφος. (Διαβάστε περισσότερα…)

Εμβόλια (Grafting)
Τεχνική που εφαρμόζεται ευρέως σε εμπορικά καλλιεργούμενα φυτά, κατά την οποία ένα τμήμα του προς καλλιέργεια φυτού ‘μεταμοσχεύεται΄ σε ένα ριζωμένο φυτό και στη συνέχεια αναπτύσσεται επάνω σε αυτό. (Διαβάστε περισσότερα…)

Καλλιέργειες ιστού (Tissue culture)
Είναι η διαδικασία αναπαραγωγής του φυτού από κύτταρα μη αναπαραγωγικών τμημάτων του, με τη χρήση συγκεκριμένων και εξειδικευμένων εργαστηριακών τεχνικών.

Ναι ή όχι στα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα;

Κάτω από: Ανακοινώσεις | ΑΧΘΟΦΟΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ
Τρίτη, 16 Ιανουαρίου 2018 1:54 πμ |

Η διχογνωμία γύρω από τα γενετικά μεταλλαγμένα (GM) τρόφιμα 

Το πρώτο εμπορικά εμφανιζόμενο μεταλλαγμένο τρόφιμο ήταν η ντομάτα (FlavrSavr), η οποία είχε την ιδιότητα να καθυστερεί να μαλακώσει –ωριμάσει. Η παραγωγή της ξεκίνησε από την Calgene, θυγατρική της Monsanto. H Calgene πήρε έγκριση από τον αμερικανικό FDA για την παραγωγή αυτού του τύπου προϊόντος, χωρίς τη χρήση ειδικής σήμανσης που να προειδοποιεί τον αμερικανό καταναλωτή για το τι ακριβώς είναι αυτό το προϊόν.

Στην αρχή, το προϊόν γνώρισε μεγάλη αποδοχή από τον αμερικανό καταναλωτή, ειδικά λόγω της τιμής του. Η συνέχεια όμως δεν ήταν και τόσο καλή. Κάποια προβλήματα που εμφανίστηκαν στην παραγωγή του προϊόντος, αλλά και ο έντονος ανταγωνισμός με τα συμβατικά, δεν επέτρεψαν την συνέχιση της παραγωγής του.

Μια βασική και θεμελιώδης διαφορά μεταξύ συμβατικών καλλιεργειών και GM τροφίμων είναι ότι τα μεν συμβατικά τρόφιμα, μπορούν να προέλθουν από συμβατικές διασταυρώσεις συγγενών βοτανολογικών ειδών, ενώ στα GM προϊόντα, μπορούν να εμφανίζονται γονίδια τόσο από συγγενή είδη, όσο και από μη συγγενή είδη, αλλά και από βακτήρια και ιούς.

Το παράδειγμα του βάμβακος INGARD 6 είναι ένα τυπικό δείγμα GM προϊόντος το οποίο περιέχει γονίδια από το βακτήριο Bacillus Thuringensis (Bt) με τελικό αποτέλεσμα το βαμβάκι να καθίσταται ανθεκτικό σε ζιζάνια (heliothis caterpillar) και άρα να έχουμε λιγότερη ζημία για τον παραγωγό.

Η μια πλευρά λοιπόν επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι οι GM καλλιέργειες είναι ανθεκτικές στα ζιζάνια, άρα οι αγρότες μπορούν να ψεκάσουν λιγότερο και πιο αποτελεσματικά και για τους ιδίους (οικονομικότερα) αλλά και για το περιβάλλον.

Από την άλλη πλευρά, όμως, τα επιχειρήματα είναι τα εξής: Τα όποια πειράματα έχουν γίνει με τις GM καλλιέργειες, έχουν εστιαστεί στις βραχυχρόνιες επιπτώσεις αυτών. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν στοιχεία για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις. Μέσα σε 40 – 50 χρόνια, τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που έχουν τεθεί και στους οποίους δεν έχουν δοθεί επαρκείς απαντήσεις είναι:

Μήπως τα ζιζάνια τα οποία αντιμετωπίζουμε αποκτήσουν κάποια στιγμή αντίσταση σε αυτές τις καλλιέργειες;
Μήπως κάποια στιγμή δεν θα μπορούμε να καταστρέψουμε τις GM καλλιέργειες με συμβατικά χημικά;
Μήπως αυτή η αντοχή περάσει και σε αλλά είδη ( φυτικού ή ζωικού βασιλείου);

Έχει αναφερθεί επίσης, αρκετές φορές, διατάραξη της οικολογικής αλυσίδας είτε άμεσα με είδη που δεν αντέχουν την κατανάλωση των GM καλλιεργειών, είτε έμμεσα, από την καταστροφή διατροφικών πηγών αυτών των ειδών.

Ο προβληματισμός για τις αλλεργίες και τις τοξίνες έχει τεθεί αρκετές φορές, μέχρι στιγμής όμως δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να στηριχτεί με βεβαιότητα η άποψη ότι τα GM προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις. Αυτό που σίγουρα έχει τεθεί, είναι η ανησυχία για την εμφάνιση νέων ασθενειών (στη λογική της μακροχρόνιας κατανάλωσης) και η πιθανή επίδραση την αντιβιοτικών γονιδίων (που περιέχονται στα GM τρόφιμα), στο ανοσοποιητικό σύστημα του καταναλωτή. Τα οικονομικά συμφέροντα γύρω από το θέμα αυτό είναι πραγματικά μεγάλα.

Οι ΗΠΑ προσπαθούσαν εδώ και αρκετά χρόνια να εισάγουν τέτοια προϊόντα στην Ευρώπη, η ευρωπαϊκή νομοθεσία όμως είχε θέσει αρκετούς περιορισμούς σε αυτό το θέμα, προκαλώντας μεγάλη οικονομική ζημία στις εξαγωγές των Αμερικανών. Οι πιέσεις που ασκούνται πάνω σε αυτό το θέμα είναι πολύ μεγάλες και σύντομα αναμένονται αλλαγές και στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, πάνω στο θέμα εισαγωγής των μεταλλαγμένων.

γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί

Τι είναι η Οργανική Γεωργία;

Κάτω από: Εισαγωγή στη Βιολογική Γεωργία | ΑΧΘΟΦΟΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ
Τρίτη, 16 Ιανουαρίου 2018 1:26 πμ |  Με ετικέτα |

Οργανική Γεωργία

Οργανική Γεωργία είναι ένα σύστημα παραγωγής που αποφεύγει ή αποκλείει κατά ένα μεγάλο μέρος τη χρήση συνθετικών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ρυθμιστών αύξησης και πρόσθετων ουσιών στις τροφές του ζωικού κεφαλαίου. Όσο το δυνατό στηρίζεται πάνω στις αμειψισπορές, τα υπολείμματα καλλιεργειών, τα ζωικά λιπάσματα, την καλλιέργεια των ψυχανθών, τις χλωρές λιπάνσεις, τα εκτός γεωργικής εκμετάλλευσης γεωργικά απόβλητα και το βιολογικό έλεγχο των  παρασίτων ώστε να διατηρηθεί η παραγωγικότητα του εδάφους, να παρασχεθούν οι θρεπτικές ουσίες στις καλλιέργειες και να ελεγχθούν τα έντομα, τα ζιζάνια και άλλα παράσιτα» (Bateman & Lampkin, 1986).

Σύμφωνα με ένα νεώτερο ορισμό του Εθνικού Συμβουλίου Οργανικών Προτύπων (NOSB-National Organic Standards Board) του USDA (NOSB, 1995 in Iowa State University Organic Agriculture website) «η Οργανική Γεωργία είναι ένα ολιστικό σύστημα διαχείρισης της παραγωγής που προωθεί και ενισχύει την υγεία του αγροοικοσυστήματος συμπεριλαμβανομένης της βιοποικιλότητας, των βιολογικών κύκλων και της εδαφικής βιολογικής δραστηριότητας. Βασίζεται στην ελάχιστη χρήση των εξωγεωργικών εισροών και στις διοικητικές πρακτικές που αποκαθιστούν, διατηρούν ή ενισχύουν την οικολογική αρμονία. Ο αρχικός στόχος τους είναι να βελτιστοποιηθεί η υγεία και η παραγωγικότητα των αλληλοεξαρτώμενων κοινοτήτων των οργανισμών του εδάφους, των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων».

Αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η Οργανική Γεωργία

Κατά τη Διεθνή Ομοσπονδία των Κινημάτων Οργανικών Γεωργίας (IFOAM– International Federation of Organic Agriculture Movements) τέσσερις είναι οι αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η Οργανική Γεωργία, αποκαλούμενες και ηθικές αρχές και εκφράζουν τόσο τη συμβολή που η Οργανική Γεωργία μπορεί να έχει στον κόσμο, όσο και ένα όραμα για τη βελτίωση της γεωργίας σε διεθνές επίπεδο:

  1.  Αρχή της υγείας: η Οργανική Γεωργία πρέπει να στηρίξει και να ενισχύσει την υγεία του εδάφους, των φυτών, των ζώων, των ανθρώπων και του πλανήτη σαν ένα και αδιαίρετο σύνολο.
  2. Αρχή της οικολογίας: η Οργανική Γεωργία πρέπει να βασιστεί στα οικολογικά συστήματα και τους κύκλους ζωής, να συνεργαστεί μαζί τους, να τους μιμηθεί και να βοηθήσει να διατηρηθούν.
  3. Αρχή της δικαιοσύνης: η Οργανική Γεωργία πρέπει να στηριχθεί στις σχέσεις που εξασφαλίζουν δικαιοσύνη όσο αφορά το περιβάλλον και τη ζωή.
  4. Αρχή της φροντίδας: η Οργανική Γεωργία πρέπει να προστατεύει, τώρα και στο μέλλον, την υγεία και ευημερία τόσο του ανθρώπου όσο και του περιβάλλοντος.

 Βασικοί στόχοι της Οργανικής Γεωργίας σύμφωνα με την IFOAM είναι:

  • να παράγει τροφή υψηλής θρεπτικής αξίας σε επαρκή ποσότητα.
  • να υποβοηθήσει τους βιολογικούς κύκλους στο αγρόκτημα δείχνοντας σεβασμό σε όλα τα στοιχεία που το συνθέτουν (μικροοργανισμούς, φυτά, ζώα).
  • να διατηρεί και να αυξάνει τη γονιμότητα του εδάφους. Να εργάζεται, όσο το δυνατό μέσα σε κλειστά συστήματα σε σχέση με την οργανική ουσίακαι τα θρεπτικά στοιχεία.
  • να χρησιμοποιεί, όσο το δυνατό, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Να εργάζεται με υλικά και ουσίες που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ή να ανακυκλωθούν.
  • να προσφέρει στα εκτρεφόμενα ζώα συνθήκες ζωής τέτοιες που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη των βασικών πλευρών της έμφυτης συμπεριφοράς τους.
  • να περιορίζει όλες τις μορφές ρύπανσης που προέρχονται από τη γεωργική πρακτική.
  • να διατηρεί τη γενετική ποικιλομορφία των γεωργικών οικοσυστημάτων, όπως και να προστατεύει τα άγρια φυτά και ζώα.
  • να προσφέρει στους παραγωγούς διαβίωση σύμφωνη με τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών, να καλύπτει τις βασικές ανάγκες τους και να τους παρέχει επαρκές εισόδημα και ικανοποίηση από την εργασία τους σε ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον.