ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 2ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

Είναι γνωστό ότι η Οδύσσεια αποτέλεσε πηγή εμπνευσης για καλλιτέχνες και λογοτέχνες ανά τον κόσμο. Εδώ θα προσπαθήσω να συγκεντρώσω τραγούδια,ποιήματα και έργα τέχνης που σχετίζονται με πρόσωπα και γεγονότα της Οδύσσειας. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διδασκαλία της Οδύσσειας ως αφόρμηση ή ως διακειμενική προσέγγιση κάποιων θεμάτων. Ξεκινάω με στίχους τραγουδιών:

                                                                      
Ο   εφιάλτης του Οδυσσέα      
Φεύγει το πλοίο και μας χαιρετά

 κλείνει το μάτι του και χαμογελά

αλλάξαν λέει τα σημεία της γης

κι ο χρόνος τώρα είναι πια συμπαγής

Ίδια η θάλασσα χωρίς μια σκιά

λες και έχει πάψει πια του κόσμου η καρδιά

λευκό μαντήλι, ματωμένη σιωπή

στην νηνεμιά μια γυμνή αστραπή

Πάει χαμένο σε σπονδή το κρασί

ποιος φεύγει το καράβι ή το νησί;

έχω γεράσει και δεν βλέπω από ‘δω

ποια είναι η Πηνελόπη, ποια η Καλυψώ

Είχα δει καπνό μα πού έχει κρυφτεί;

γλυκιά πατρίδα είσαι γλυκιά φυλακή

βρήκα μονάχος μου για μένα χρησμό

καλύτερη η πορεία από τον προορισμό

Τέλειωσε η μπόρα και βγήκες στεγνός

κλειστός λόγω έργων ο παράδεισος

ένα κορμί δίχως γη κι ουρανό

τα χρόνια κυλήσανε σαν το νερό

Και να που Όμηρε το βλέπεις κι εσύ

δεν φαίνεται στον χάρτη αυτό το νησί

ποιος ξέρει ποιος σαλπάρισε στο γιαλό;

ο Οδυσσέας ή μήπως η Καλυψώ;

Και να που Όμηρε το βλέπω κι εγώ

ο Οδυσσέας ή μήπως η Καλυψώ;

ποιος ξέρει ποιος σαλπάρισε στο γιαλό;

ο Οδυσσέας ή μήπως η Καλυψώ;

 
 
  

  

 

Στην Καλυψώ – 2007      

Μουσική:   Μίκης Θεοδωράκης 

Σαν ένας παίκτης που μοιράζει τα χαρτιά  

σ’ ένα καρέ χωρίς καθόλου να χει ρέντα

εσύ με ρέστα ένα πάσο μου ζητάς

κι εγώ ποντάρω τη ζωή μου για μια κέντα.

Μη με κρατάς στη αγκαλιά σου με τα μάγια

άσε με ελεύθερο να φύγω κι ας χαθώ.

Εμένα η μοίρα μου όταν έριχνε τα ζάρια

είχε μαλώσει το πρωί με το θεό.

Μη μου ζητάς λοιπόν να μείνω να σωθώ

μην προσπαθείς με κόλπα εδώ να με κρατήσεις

εγώ στους δρόμους έχω μάθει να γυρνώ

κι εσύ γυρεύεις ένα ώμο να ακουμπήσεις.

Σαν το θηρίο που είναι μέσα στο κλουβί

και σε κοιτάζει με δυο μάτια λυπημένα

εσύ νομίζεις πως του σώζεις τη ζωή

κι αυτό το λειώνει το μαράζι κάθε μέρα.

 

Στίχοι:   Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Μουσική:   Μιλτιάδης Πασχαλίδης

  1. Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Μου λες κουράστηκες δε θες να περιμένεις

είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα να υφαίνεις

κι εγώ που γύρισα τον κόσμο δίχως χάρτη

άκου τι έμαθα δεμένος στο κατάρτι

Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι

κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη

Σε σένα πάντα θα γυρνώ κι αν δε σου φτάνει

καράβι γίνε να γινώ εγώ λιμάνι

να δούμε μάτια μου στο τέλος ποιος θα αντέξει

και ποιος καλύτερα το ρόλο του θα παίξει

Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι

κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη

Κι όσα δεν έγιναν μην τρέχεις να προλάβεις

αφού δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις

πως ήσουν πάντα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος

εσύ η ασπίδα μου το τόξο και το βέλος

Κι όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι

κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη

Μου λες κουράστηκες δε θες να περιμένεις

είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα να υφαίνεις

 

Πηνελόπη

Στίχοι:   Μιχάλης Γκανάς

Μουσική:   Ευανθία Ρεμπούτσικα

Δέκα χρόνια άφαντος

κι ούτε μια φωνή,

Πηνελόπη έγινα

σ’ άγονη γραμμή.

Δέκα χρόνια πέρασα

στην Παροναξιά

κι ούτε γνώμη άλλαξα,

ούτε μοναξιά.

Δέκα χρόνια πάνε που γυρνάς

κι ακόμα να φανείς,

σίγουρα θα `ρχόσουν πιο νωρίς

με πλοίο της γραμμής.

Ναυαγό να σ’ έβρισκα,

σαν τη Ναυσικά,

δέκα χρόνια να `σβηνα

κι όνειρα κακά.

Και γυμνό να σ’ άφηνα

μες στη φυλλωσιά,

δέκα νύχτες έρωτα

για μια φορεσιά.

Δέκα χρόνια πάνε που γυρνάς

κι ακόμα να φανείς,

σίγουρα θα `ρχόσουν πιο νωρίς

με πλοίο της γραμμής.

 

Αφήνοντας την Καλυψώ

 
Στίχοι:   Γιώργος Γκίνης 

 

 

Όταν ήρθε η ώρα να αποχωριστώ την Καλυψώ
μου `δωσε ρούχα άσπρα δικά της να φορώ 

Έστησα καράβι σάλπαρα μες τη συμφορά  

κόντρα στη λύσσα του βοριά

το πρόσωπο σου το άφθαρτό

για να δω θεριά πολεμώ

Σαν επιστρέφω ουρανό και γη δεν τα χωρίζει πια γραμμή

θεέ μου όσα γυρεύω

ανυπόμονα σμίγουν γιατί

μονάκριβέ μου έζησες εσύ μαζί

Μες στην τρικυμία γίναν τα ρούχα της βαριά

θεία ουσία μ’ έσπρωχνε πάλι στα βαθιά

Άγριο το κύμα πόσο ακόμα θα μοχθώ

πόσο ν’ αντέξει η καρδιά

το πρόσωπό σου το θνητό

μέσα στα στήθια να κρατώ, νοσταλγώ

Σαν επιστρέφω θάλασσα κι ακτή δε τις χωρίζει πια γραμμή

θέε μου όσα γυρεύω

ανυπόμονα σμίγουν γιατί

μονάκριβέ μου έζησες εσύ μαζί

 

 

 

Συγγραφέας: στις 27 Φεβρουαρίου 2013 στις 18:45 και με ετικέτα ,


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *