no rotate image set no rotate image set no rotate image set no rotate image set

Άρθρα σχετικά με Ιστορία

   Η άφιξη των Ποντίων στις Νέες Πατρίδες ήταν η απαρχή μιας δύσκολης, αλλά και συνάμα δημιουργικής πορείας για τον ποντιακό ελληνισμό. Στην Ελλάδα η μοίρα των Ποντίων συνδέθηκε άρρηκτα με τη μοίρα των υπολοίπων προσφύγων. Τα πρώτα χρόνια της ζωής στη νέα πατρίδα δεν ήταν σίγουρα και τα πιο ευχάριστα.
   Το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης ήταν τεράστιο και η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να το αντιμετωπίσει από μόνη της. Για το λόγο αυτό προσέφυγε στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας. Πραγματικά διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις, κυρίως αγγλικές και αμερικάνικες, όπως η Αmerican Bible Society, η Save the Children Fund και η All British Appeal προσέφεραν σημαντικά στην ανακούφιση των προσφύγων. Παράλληλα, η Ελλάδα προχώρησε στη σύναψη δανείων με ξένες τράπεζες, για να εγκαταστήσει παραγωγικά τους πρόσφυγες.
    Την όλη διαχείριση των χρημάτων, καθώς και την πρόοδο του εποικιστικού έργου, ανέλαβε μια διεθνής επιτροπή που συστάθηκε υπό την κηδεμονία της Κ.Τ.Ε., η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, γνωστότερη ως Ε.Α.Π. Πρώτος πρόεδρος της Ε.Α.Π. διορίσθηκε ο Αμερικανός Henry Morgentau, πρεσβευτής λίγο αργότερα στην Αθήνα.
   Η εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε προς δύο βασικές κατευθύνσεις, α) την αγροτική και β) την αστική εγκατάσταση. Η αγροτική εγκατάσταση αποδείχθηκε σαφώς πιο εύκολη από την αστική, γιατί η διαθέσιμη γη που υπήρχε ήταν αρκετή, ιδίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η Ε.Α.Π. αναλάμβανε να χορηγήσει στους αγρότες-πρόσφυγες σπίτια, συνήθως αντιστοιχούσε 1 σπίτι σε κάθε 2 ή 3 οικογένειες.Επίσης, τους προμήθευε και με τον απαραίτητο εξοπλισμό, για να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τη γη. Η αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και το 1930 είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Αντίθετα, η αστική εγκατάσταση συναντούσε μεγαλύτερες δυσχέρειες, κι αυτό γιατί οι πρόσφυγες έπρεπε όχι μόνο να εγκατασταθούν στις πόλεις, αλλά παράλληλα να έχουν τη δυνατότητα να βρουν δουλειά. ’λλωστε, οι αστοί αποτελούσαν το 42% μεταξύ των προσφύγων, ενώ την ίδια εποχή ο συνολικός αστικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε το 23%. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν γύρω από τις μεγάλες πόλεις προσφυγικοί συνοικισμοί από χαμόσπιτα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν κυριολεκτικά άθλιες. Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων προχώρησε τελικά με πολύ αργούς ρυθμούς και ουσιαστικά παρέμεινε ανολοκλήρωτη. Μάλιστα, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, υπολογίζεται πως υπήρχαν περίπου 3.000 πρόσφυγες που ήταν ακόμη άστεγοι.
   Παρά τα προβλήματα που αναφύονταν, όμως, η εγκατάσταση των προσφύγων στη μητροπολιτική Ελλάδα κρίνεται τελικά ικανοποιητική. Η μαζική άφιξη χιλιάδων προσφύγων προκάλεσε ισχυρό σοκ σε μια κοινωνία με απαρχαιωμένους θεσμούς και σε μια ουσιαστικά καθυστερημένη οικονομία. Οι θετικές αλλαγές της άφιξης των προσφύγων εντοπίζονται σε διάφορες πτυχές του οικονομικού και κοινωνικού βίου. Ας τις εξετάσουμε λοιπόν ξεχωριστά.
   Στον εθνολογικό τομέα. Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%.Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση 300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της Ε.Α.Π., Morgentau, Eddy και Howland.
   Στον οικονομικό τομέα. Κι εδώ η προσφορά των προσφύγων ήταν τεράστια. Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι πρόσφυγες ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών κσι των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοϊα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης , στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν.
   Στον πνευματικό τομέα. Κι εδώ η συμβολή των προσφύγων υπήρξε τεράστια. Επιστήμονες, διανοούμενοι και διάφοροι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι από τη Μ.Ασία λάμπρυναν με την παρουσία τους τον χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα ονόματα. Ο αξέχαστος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, η Διδώ Σωτηρίου, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Κάρολος Κουν, ο Πάνος Κατσέλης, ο Μανώλης Καλομοίρης. Όσον αφορά, ειδικότερα, στην πνευματική συνεισφορά των Ποντίων είναι σημαντικό ότι το 1927 ιδρύθηκε η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών από ομάδα Ποντίων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Επίσης, κυκλοφόρησαν τα εξής περιοδικά: Ποντιακά Φύλλα, Χρονικά του Πόντου, Ποντιακό Θέατρο, Ποντιακή Εστία, Φίλοι της Ποντιακής Μουσικής και φυσικά το περιοδικό “Αρχείον Πόντου”. Αλλά τα βάσανα των ξεριζωμένων ενέπνευσαν και πάρα πολλούς καλλιτέχνες. Ολόκληρη η μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή είναι σφραγισμένη από την τραγωδία της Ασίας. Δεν έλειψαν, επίσης, και οι διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές. Αναφέρονται ενδεικτικά η ταινία του Νίκου Κούνδουρου ”Μαγική Πόλη”, γυρισμένη το 1955, η ”Τραγωδία του Αιγαίου” του Βασίλη Μάρου (1961), η ”Ξεριζωμένη Γενιά” του Απόστολου Τεγόπουλου (1968) και το ”1922” του Παντελή Βούλγαρη (1978).

Πηγή: Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων

κάτω από: Νεότερη Ιστορία
Ετικέτες:, , ,

Οι Σλάβοι, που οι βυζαντινές πηγές αποκαλούν: Σκλαβηνούς, Σθλαβηνούς, Σκλάβους και Σθλάβους, χωρίζονται στους Ανατολικούς (: Ρώσους, Λευκορώσους, Ουκρανούς), στους Δυτικούς (: Πολωνούς, Τσέχους, Σλοβάκους) και στους Νότιους Σλάβους των Βαλκανίων (: Σλοβένους, Κροάτες, Σέρβους, Βουλγάρους).

    Οι Σλάβοι, που ήρθαν και παρέμειναν μόνιμα στον πελοποννησιακό χώρο, αλλά και σε άλλες ελλαδικές περιοχές, όπως στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Θεσσαλία. την Ήπειρο, την Ακαρνανία, την Αττική και αλλού, ήταν λαός γεωργικός και ποιμενικός, τον οποίον χαρακτήριζε η μόνιμη εγκατάσταση. Η καύση των νεκρών, η χειροποίητη κεραμική, η πασσαλόπηκτη ημιυπόγεια οικία, η λεγόμενη poluzemljanka, που αποτελείται από έναν τετράγωνο χώρο σκαμμένον μέσα στη γη, του οποίου η ξύλινη στέγη εφάπτεται στην επιφάνεια του εδάφους, καθώς και η καλλιέργεια της γης με τη μέθοδο της διά πυράς εκχέρσωσης (: slush and burn) είναι κοινά στοιχεία γιο όλον το σλαβικό κόσμο κατά την πρώιμη περίοδο της ιστορίας του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ – έστω και με κάποια επιφύλαξη – ότι μερικά από τα πρώτα σλαβικά τοπωνύμια της Πελοποννήσου προέρχονται από τη σημασιολογική σφαίρα της διά πυράς εκχέρσωσης, και σχηματίστηκαν – ίσως – κατά την πρώιμη άφιξη στην περιοχή Σλάβων, που αναζητούσαν εγκαταλειμμένες και χέρσες γαίες για καλλιέργεια.

  Πυρήνας της πρωτοσλαβικής κοινωνίας ήταν η πατριαρχική οικογένεια, που αργότερα απαντά στις πηγές με τον όρο Zadrouga. Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στον πελοποννησιακό χώρο προτιμούσαν ως τόπους διαμονής τις κοιλάδες των ποταμών όπως την Ολυμπία, ή περιοχές κοντά σε έλη, σε υψώματα ή πλαγιές βουνών. Απέφευγαν, στην αρχή τουλάχι- στον, να κατοικήσουν σε ανοικτές πεδιάδες ή στις ακτές κοντά στη θάλασσα. Ο Σλάβος έπηλυς καλλιεργούσε τη γη με τα ίδια αγροτικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε και ο γηγενής Έλληνας γεωργός της βυζαντινής υπαίθρου. Έλληνες και ξενόφερτοι αγρότες είχαν μια κοινή μοίρα, καθώς βάσιζαν την ύπαρξη και την ευημερία τους στην ευφορία των αγρών και στην εύνοια της φύσης, που προσπαθούσαν, να δαμάσουν. Η σβάρνα, το αγροτικό αυτό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβώλων της οργωμένης γης. ήταν ασφαλώς γνωστό στον βυζαντινό αγρότη πολύ πριν από την έλευση των Σλάβων. Ο βωλοκόπος, όπως ονομάζεται Ελληνικά η σβάρνα, ήταν ευρύτατα γνωστός στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αφού μάλιστα έχουν σωθεί και περιγραφές του σε γεωπονικά συγγράμματα. Στην εξελιγμένη μορφή του ήταν ένα ορθογώνιο ξύλινο πλαίσιο, στο οποίο είχαν προσαρμοσθεί χοντροί κώνοι από μέταλλο. Η φωνητική μορφή με την οποία είναι απολιθωμένος ο όρος ως γλωσσικό δάνειο στην Ελληνική, μαρτυρεί ότι η λέξη πέρασε στη γλώσσα μας πριν από τις αρχές του 8ου αιώνα, προτού δηλαδή συντελεσθεί η μετάθεση των υγρών συμφώνων στις σλαβικές γλώσσες.

    Τα σλαβικά τοπωνύμια του πελοποννησιακού χώρου δείχνουν – κυρίως – ένα λαό γεωργικό. Τα περισσότερα έχουν σχέση με την ονοματοθεσία του χώρου που ζούσαν, αν δηλαδή ο τόπος τους ήταν πετρώδης (όπως οι Καμενιάνοι Καλαβρύτων), βαλτότοπος ή άνυδρος, δασώδης (όπως η Παλιομπουκοβίνα Ηλείας, κοντά στο δάσος της Κάπελης), βοσκοτόπι ή γεμάτος ιτιές (όπως το Βελβίσκον-Βελβίτσι Πατρών), αν έχει υποστεί εκχέρσωση διά πυράς (όπως η Τοπόριστα και το Ζυγοβίστι Αρκαδίας) ή αν έχει άφθονα πηγαία ύδατα (όπως το Σοποτό Καλαβρύτων). Εξετάζοντας λοιπόν τη σλαβική διείσδυση και παρουσία στην Πελοπόννησο κατά τους μέσους χρόνους, ας δούμε τι στοιχεία μας παρέχουν, εκτός από τα σλαβικά τοπωνύμια, οι ιστορικές πηγές, δηλαδή τα κείμενα, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα.

    Ο σταδιακός εξελληνισμός των σλαβικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν σε πελοποννησιακά εδάφη συντελέστηκε με τη βοήθεια της Εκκλησίας, που φρόντισε για τον εκχριστιανισμό τους, αλλά και της Πολιτείας, που, με την ανοχή της, τους στρατολογούσε στο βυζαντινά στρατό ως μισθοφόρους, αξίωνε απ’ αυτούς την αναγνώριση της εξουσίας τον Βυζαντινού αυτοκράτορος, την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων και επέβαλλε καταστολή κάθε ανταρσίας.

Πηγή: Άρθρο από το περιοδικό “Αρχαιολογία και Τέχνες” της αρχαιολόγου κ. Α.Μουτζάλη

κάτω από: Βυζαντινή Ιστορία
Ετικέτες:, , ,

Κατηγορίες