ΦΡΑΝΤΖΑ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ

ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΤΑΙ ΣΤΟ Blogs.sch.gr

Ηθικές Αρχές, Αξίες και Δεοντολογία στην Πρακτική της Συμβουλευτικής

Κάτω από: Χωρίς κατηγορία | ΦΡΑΝΤΖΑ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ
Κυριακή, 14 Μαρτίου 2021 10:56 πμ |

 

1. Ορισμός της Συμβουλευτικής

Η ετυμολογία του όρου «συμβουλευτική» προέρχεται από την πρόθεση συν (μαζί) και το ουσιαστικό βουλή (σκέψη, απόφαση) ή το ρήμα βουλεύομαι (σκέφτομαι, κάνω σχέδια ή αποφασίζω μετά από σύσκεψη με κάποιο άλλο πρόσωπο) (Μπαμπινιώτης, 2002). Παρά το γεγονός ότι εμπεριέχει τη λέξη «συμβουλή», δεν ταυτίζεται με την σημασία που αποδίδεται στη λέξη αυτή στην καθημερινή της χρήση (Μαλικιώση-Λοίζου, 2012). Έτσι, στη συμβουλευτική δεν παρέχονται συγκεκριμένες συμβουλές. Αντίθετα, η συμβουλευτική έχει στόχο να υποστηρίξει το άτομο και να το βοηθήσει μέσω της συζήτησης «να ξεκαθαρίσει σκέψεις και συναισθήματα, να ξεπεράσει δυσκολίες, και να μάθει περισσότερα για τον εαυτό του» (Μαλικιώση- Λοίζου, 2011, σ. 267). Σύμφωνα με τον Kabir, 2017 η συμβουλευτική αποτελεί τέχνη και επιστήμη που αποσκοπεί στο να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο σκέψης και στη συμπεριφορά ενός ατόμου για δικό του όφελος. Επιπλέον, η συμβουλευτική έχει διάρκεια, είναι δηλαδή μια διαδικασία, η οποία διεξάγεται πάντα με την καθοδήγηση ενός ειδικού Συμβούλου (Μαλικιώση-Λοίζου, 2012).

2. Τα Είδη της Συμβουλευτικής
Η συμβουλευτική μπορεί να είναι είτε ατομική είτε ομαδική (Μαλικιώση-Λοίζου, 2012). Στην ατομική συμβουλευτική συμμετέχουν ο Σύμβουλος και ο Συμβουλευόμενος και η διαδικασία στοχεύει στην προαγωγή της ψυχικής υγείας του Συμβουλευόμενου μέσω της ανάπτυξης αποτελεσματικών στρατηγικών διαχείρισης των δυσκολιών που αντιμετωπίζει. Στην ομαδική συμβουλευτική εκτός από τον Σύμβουλο συμμετέχουν δύο ή περισσότεροι Συμβουλευόμενοι, οι οποίοι μοιράζονται κοινούς προβληματισμούς και η διαδικασία αποβλέπει στην τροποποίηση των στάσεων ή των συμπεριφορών τους, ώστε να ξεπεράσουν τα προβλήματα που τους ταλαιπωρούν (Καρολίδου, 2019). Ανάλογα με το θέμα της και το είδος της δυσκολίας που επιθυμεί να αντιμετωπίσει ο Συμβουλευόμενος η Συμβουλευτική μπορεί να διαχωριστεί σε επιμέρους κατηγορίες. Ορισμένες από αυτές είναι η συμβουλευτική ζεύγους, η οικογενειακή συμβουλευτική, η συμβουλευτική γονέων, η συμβουλευτική τρίτης ηλικίας, η συμβουλευτική επαγγελματικού προσανατολισμού και η συμβουλευτική παιδιών και εφήβων, η εργασιακή και η εκπαιδευτική συμβουλευτική (Κεφαλίδου, 2014).

3. Η Χρησιμότητα της Συμβουλευτικής

Συνήθως, τα άτομα αναζητούν τη βοήθεια ενός ειδικού Συμβούλου όταν έρχονται αντιμέτωπα με καταστάσεις που δυσκολεύονται να διαχειριστούν και που μπορεί να σχετίζονται με διάφορες περιστάσεις, όπως άγχος, θέματα εθισμού, προβλήματα επικοινωνίας, διαπροσωπικές σχέσεις, συναισθηματικές δυσκολίες ή δυσκολίες προσαρμογής (Stephen .F Austin State University, n.d.). Οι προβληματικές καταστάσεις που αδυνατεί ο Συμβουλευόμενος να αντιμετωπίσει πολλές φορές προκύπτουν από την αλλήλεπίδρασή του με τους «σημαντικούς άλλους», δηλαδή φίλους, γονείς ή οποιοδήποτε άτομο του κοινωνικού περίγυρου του Συμβουλευόμενου έχει ισχυρή επίδραση με την παρουσία ή τις απαιτήσεις του στη ζωή και στην αυτοαντίληψή του (Παπακωνσταντινοπούλου, 2011).

4. Ο Σύμβουλος

Ο Σύμβουλος είναι ένας καταρτισμένος επαγγελματίας, όχι απαραίτητα ψυχολόγος, ο οποίος διαθέτει υψηλού επιπέδου γνώσεις στους τομείς της Συμβουλευτικής, της Ψυχολογίας, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θρησκείας και επιπρόσθετα κατανόηση της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης του ανθρώπου (Κωνσταντινίδου, 2014· Σαλμοντ, 2004). Σε κάθε περίπτωση, «ο ρόλος του/της Συµβούλου είναι να διευκολύνει και να υποστηρίξει την προσπάθεια του ατόµου σεβόµενος/η τις προσωπικές του αξίες, τα προσόντα του, καθώς και τις ικανότητες του να προσδιορίζει τους ατοµικούς του στόχους” (Ελληνική Εταιρεία Συμβουλευτικής [Ε.Ε.Σ], 2020).

5. Η Σύναψη Συμβολαίου
Για την επιτυχή διεξαγωγή της Συμβουλευτικής είναι αναγκαίο πριν από την έναρξη της διαδικασίας να διευκρινιστούν λεπτομερώς ορισμένες παράμετροι της σχέσης Συμβούλου και Συμβουλευόμενου και να γίνουν κοινώς αποδεκτές από εκείνους (Καρολίδου, 2020). Οι λεπτομέρειες αυτές είναι απαραίτητο να ρυθμίζονται με ένα σαφές συμβόλαιο, το οποίο αποτελεί κοινή δεσμευση των συμμετεχόντων (Sills, 2006). Το συμβόλαιο αυτό δημιουργείται στην πρώτη συνάντηση και περιλαμβάνει τον καθορισμό των συγκεκριμένων στόχων της Συμβουλευτικής, τον προσδιορισμό του αριθμού των συναντήσεων, της διάρκειας και της συχνότητάς τους, ενώ διευθετεί και το θέμα της αμοιβής (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 2020).

6. Η Ηθική Διάσταση στην Πρακτική της Συμβουλευτικής
Η Συμβουλευτική ως επιστήμη και ως πρακτική οφείλει να βασίζεται σε κάποιες αξίες και ηθικές αρχές (Kabir, 2017). Ωστόσο, κάθε Σύμβουλος ενδέχεται να ενστερνίζεται διαφορετικές προσωπικές αξίες και ηθικές αρχές, οι οποίες αν δεν ελέγχονται θα μπορούσαν δυνητικά να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στον Συμβουλευόμενο (Rani et al., 2017). Για τον λόγο αυτό, διάφοροι επαγγελματικοί οργανισμοί δημιουργούν κώδικες δεοντολογίας, στους οποίους ενσωματώνονται αρχές, κανόνες και αξίες που σκοπό έχουν να καθοδηγούν τους Συμβούλους αναφορικά με τις βασικές τους υποχρεώσεις «προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια του πελάτη τους καθώς και η νομιμότητα του επαγγέλματος του συμβούλου» (Σιδηροπούλου- Δημακάκου, 2008, σ. 6). Η μη τήρηση του κώδικα δεοντολογίας είναι δυνατό να επιφέρει διαγραφή του επαγγελματία Συμβούλου από την επαγγελματική οργάνωση-σωματείο όπου ανήκει και ανάκληση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος που του έχει χορηγηθεί (Brous, 2016· Rani et al., 2017).

6.1 Οι Αξίες της Συμβουλευτικής
Σύμφωνα με τoν Σύλλογο Συμβούλων Νέας Ζηλανδίας (New Zealand Association of Counsellors [N.Z.A.C], 2020) oι θεμελιώδεις αξίες στις οποίες στηρίζεται η πρακτική της Συμβουλευτικής είναι ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο σεβασμός στην αυτονομία του Συμβουλευόμενου, η υποστήριξη του ατόμου για αυτοβελτίωση, η ανάπτυξη συνεργατικών σχέσεων, η ακεραιότητα του χαρακτήρα του Συμβούλου, η αμεροληψία του και η κοινωνική δικαιοσύνη. Οι ίδιες αξίες προβάλλονται ως βασικές από την Αμερικανική Συμβουλευτική Εταιρεία (American Counseling Association [ACA], 2014) και από την Ελληνική Εταιρεία Συμβουλευτικής (Ε.Ε.Σ., 2020).
Πιο συγκεκριμένα, ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια αναφέρεται στην υποχρέωση των Συμβούλων να συμπεριφέρονται σε όλους τους Συμβουλευόμενους ευγενικά, με θετική, μη επικριτική διάθεση, επιδεικνύοντας ενσυναίσθηση για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Επιπλεόν, ο σεβασμός στην αυτονομία αποτελεί εξαιρετικής σημασίας αξία στην Συμβουλευτική και συνίσταται στην αποδοχή του δικαιώματος των Συμβουλευόμενων να πραγματοποίουν τις επιλογές που οι ίδιοι κρίνουν ως κατάλληλες. Συν τοις άλλοις, ο Σύμβουλος οφείλει να αναγνωρίζει ότι για κάθε άτομο υπάρχουν προοπτικές αυτοβελτίωσης και να στηρίζει τους Συμβουλευόμενους σε αυτή τους την προσπάθεια με κάθε πρόσφορο μέσο. Για τον σκοπό αυτό, ο Σύμβουλος θα πρέπει να δημιουργεί σχέσεις συνεργασίας με τους Συμβουλευόμενους, αλλά και με άλλους επαγγελματίες με απώτερο σκοπό την παροχή ολόπλευρης στήριξης στα άτομα που ζητούν τις υπηρεσίες του. Η ακεραιότητα του χαρακτήρα του Συμβούλου συνεπάγεται την άσκηση της Συμβουλευτικής με επαγγελματισμό, οργάνωση και συνέπεια, αλλά και ειλικρινή διάθεση (Ybañez-Llorente, 2018). Τέλος, η άσκηση του επαγγέλματος της Συμβουλευτικής θα πρέπει να πραγματοποιείται αμερόληπτα και με σεβασμό στην κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, ο Σύμβουλος οφείλει να αποδέχεται και να σέβεται στοιχεία της διαφορετικότητας του κάθε Συμβουλευόμενου και να φροντίζει να μην επηρεάζεται η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει από τέτοια στοιχεία.

6.2 Οι Ηθικές Αρχές της Συμβουλευτικής
Από τις αξίες που προαναφέρθηκαν προκύπτουν οι ηθικές αρχές-κανόνες που διέπουν την πρακτική της Συμβουλευτικής. Εδώ περιλαμβάνονται η αρχή της αντικειμενικότητας, η αρχή της αυτονομίας, η αρχή της αποχής από επιβλαβείς πράξεις (non-maleficence) , η αρχή της ευεργεσίας (beneficence), η αρχή της τιμιότητας και η αρχή της λογοδοσίας (National Career Development Association [NCDA], 2015). Ειδικότερα, ο σεβασμός στην αρχή της αντικειμενικότητας συνεπάγεται ότι ο Σύμβουλος αντιμετωπίζει με δίκαιο τρόπο τα άτομα που αναζητούν την βοήθειά του, ενώ ο σεβασμός στην αυτονομία προϋποθέτει την αποδοχή του δικαιώματος των Συμβουλευομένων να αυτενεργούν. Η αρχή της αποχής από επιβλαβείς πράξεις και η αρχή της ευεργεσίας υποδηλώνουν την υποχρέωση του Συμβούλου να πράττει στην επαγγελματική του ζωή έχοντας πάντα κατά νου το συμφέρον των Συμβουλευόμενων και να αποφεύγει ενέργειες που μπορεί να τους βλάψουν. Επιπρόσθετα, ο σεβασμός στην αρχή της τιμιότητας συνεπάγεται ότι ο Σύμβουλος συμπεριφέρεται με ευθύτητα και ειλικρίνεια στους πελάτες του και τους συνεργάτες του. Συν τοις άλλοις, η αρχή της λογοδοσίας καθιστά τον Σύμβουλο υπεύθυνο για τον βαθμό εκπλήρωσης των επαγγελματικών του υποχρεώσεων και την τήρηση των δεσμεύσεών του απέναντι στους Συμβουλευόμενους.

6.3 Η Δεοντολογία στην Συμβουλευτική
Οι διάφοροι επαγγελματικοί οργανισμοί Συμβούλων επιθυμώντας να καθορίσουν το πλαίσιο της ηθικά αποδεκτής συμπεριφοράς και να θέσουν συγκεκριμένα πρότυπα ορθής επαγγελματικής πρακτικής συντάσσουν κώδικες δεοντολογίας (Harris & Engels, 2012). Οι κώδικες δεοντολογίας αφενός προστατεύουν τα άτομα που αναζητούν υπηρεσίες Συμβουλευτικής και αφετέρου προφυλάσσουν τους επαγγελματίες από τη λήψη λανθασμένων αποφάσεων. Στους κώδικες δεοντολογίας ενσωματώνονται κανόνες, οι οποίοι συντάσσονται με βάση τις αξίες και τις ηθικές αρχές της Συμβουλευτικής (NCDA, 2015). Αν και μπορεί να παρουσιάζουν κάποιες διαφορές από οργανισμό σε οργανισμό ή από χώρα σε χώρα αντανακλώντας διαφορετικές κοινωνικές και πολιτιστικές αντιλήψεις (Leach & Harbin, 2010· Boccone et al., 2015) εντούτοις υπάρχουν κάποιοι κανόνες, οι οποίοι είναι ευρέως αποδεκτοί (Βουτσινάς, 2013).

6.3.1 Εμπιστευτικότητα
Ο κανόνας της εμπιστευτικότητας αναφέρεται στην υποχρέωση του Συμβούλου να διασφαλίσει πως τα στοιχεία που προκύπτουν μέσα από τη Συμβουλευτική διαδικασία για τη ζωή του Συμβουλευόμενου παραμένουν απόρρητα και δεν γνωστοποιούνται σε τρίτους παρά μόνο μετά από την έγγραφη συγκατάθεσή του ίδιου του Συμβουλευόμενου (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., 2013). Για την διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας επισημαίνεται από την Αυστραλιανή Εταιρεία Συμβουλευτικής (Australian Counselling Association [ACA], 2019) ότι θα πρέπει τα αρχεία με τα στοιχεία της ταυτότητας των Συμβουλευόμενων να διατηρούνται ξεχωριστά από τα αρχεία σημειώσεων για κάθε υπόθεση. Επιπλέον, τονίζεται ότι οι συμβουλευτικές συναντήσεις δεν θα πρέπει να παρακολουθούνται ή να καταγράφονται από τρίτους χωρίς τη συγκατάθεση του Συμβουλευόμενου, ενώ θα πρέπει ο Σύμβουλος να προνοήσει και για την ασφαλή καταστροφή των σχετικών αρχείων σε περίπτωση θανάτου του. Σύμφωνα με την Αμερικανική Συμβουλευτική Εταιρεία (ACA, 2014) η διατήρηση της εμπιστευτικότητας και η διαβεβαίωση του Συμβουλευόμενου για αυτό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην οικοδόμηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης στη Συμβουλευτική. Η ενημέρωση του Συμβουλευόμενου αναφορικά με τις λεπτομέρειες της εμπιστευτικότητας είναι απαραίτητο να πραγματοποιείται με σαφήνεια στην πρώτη συνάντηση (Brous, 2016). Συν τοις άλλοις, θα πρέπει να γνωστοποιούνται στον Συμβουλευόμενο οι εξαιρέσεις που ισχύουν αναφορικά με τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και των στοιχείων του. Αυτές οι εξαιρέσεις καθορίζονται με βάση τους ισχύοντες κάθε φορά νόμους. Σε αυτές περιλαμβάνονται περιπτώσεις που ο Σύμβουλος αντιλαμβάνεται την ύπαρξη κινδύνου για τρίτα πρόσωπα ή για τον ίδιο τον Συμβουλευόμενο, ύπαρξη κακοποίησης ανηλίκων, ηλικιωμένων ή άλλων εξαρτώμενων προσώπων και όταν απαιτείται από εντάλματα έρευνας για δικαστικές υποθέσεις ή δικαστικές εντολές που αφορούν τη διερευνήση των αιτιών θανάτου κάποιου προσώπου (Brous, 2016). Ειδικά η διαχείριση αρχείων, στοιχείων και πληροφοριών που είναι πιθανόν να χρησιμεύσουν σε δικαστικές υποθέσεις κακοποίησης ανηλίκων, σεξουαλικής παρενόχλησης ή άσκησης βίας θα πρέπει να γίνεται με προσοχή και οι σχετικές σημειώσεις να καταστρέφονται από τους Συμβούλους μόνο μετά από πολύ προσεκτική αξιολόγηση της ενδεχόμενης χρησιμότητάς τους (ACA, 2014).
Από την άλλη, ακόμα και όταν από τον νόμο απαιτείται η κοινοποίηση πληροφοριών της συμβουλευτικής διαδικασίας, ο Σύμβουλος οφείλει να ενημερώνει σχετικά τον Συμβουλευόμενο και να εξασφαλίζει όπου είναι εφικτό τη συγκατάθεσή του (NCDA, 2015· ACA, 2019· NBCC, 2016). Στον κώδικα δεοντολογίας του ΕΟΠΠΕΠ (2013) τονίζεται ότι σε κάθε περίπτωση οι απαραίτητες πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνο στα αρμόδια κατά περίπτωση πρόσωπα ή φορείς. Η δε υποχρέωση του Συμβούλου για τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας και του απόρρητου των πληροφοριών της συμβουλευτικής διαδικασίας δεν υπόκειται σε χρονικά όρια και συνεχίζει να ισχύει για τους αποθανόντες Συμβολευόμενους (BACP, 2019· ACA, 2014). Επιπλέον, όταν η συμβουλευτική διαδικασία πραγματοποιείται εξ αποστάσεως με τη χρήση του διαδικτύου ο Σύμβουλος οφείλει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας και του απόρρητου των στοιχείων που προκύπτουν κάνοντας χρήση ασφαλιστικών δικλείδων, όπως είναι οι κωδικοί πρόσβασης ή τα λογισμικά κρυπτογράφησης πληροφοριών (Bolton, 2017· Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 2008).

6.3.2 Ισότητα
Ο κανόνας της ισότητας συνίσταται στην ηθική υποχρέωση του Συμβούλου να μην πραγματοποιεί ή ανέχεται μεροληπτικές διακρίσεις βάσει φύλου, φυλής, εθνικότητας, φυσικής ή νοητικής αναπηρίας, θρησκευτικών πεποιθήσεων, σεξουαλικής ταυτότητας, κοινωνικού, οικονομικού και εκπαιδευτικού επιπέδου ή οποιωνδήποτε προσωπικών χαρακτηριστικών των Συμβουλευόμενων (Ν.C.D.A., 2015). Ειδικότερα, ο Σύμβουλος οφείλει να καθιστά τις υπηρεσίες του προσβάσιμες για όλα τα άτομα (E.O.Π.Π.Ε.Π, 2013). Επιπρόσθετα, κατά τη συμβουλευτική διαδικασία είναι απαραίτητο να απέχει από την αναφορά σε «συγκεκριμένες ιδεολογίες, κοσµοθεωρίες, πολιτικά ή θρησκευτικά πιστεύω, σεβόµενος/η τις ιδιαιτερότητες (εθνικής, ταξικής καταγωγής, σεξουαλικών προτιµήσεων κλπ), ως αναφαίρετο δικαίωµα κάθε ατόµου» (Ε.Ε.Σ., 2020, σ. 2). Ακόμα, οι Σύμβουλοι υποχρεούνται να πραγματοποιούν αναστοχασμό των αξιών που οι ίδιοι υιοθετούν και να έχουν πλήρη επίγνωση πιθανών προκαταλήψεων και στερεότυπων που μπορεί να επηρεάσουν την επαγγελματική συμπεριφορά τους, ώστε να αποφύγουν τέτοιο ενδεχόμενο (ACA., 2014).

6.3.3 Αυτονομία
Ο σεβασμός στην αυτονομία είναι επίσης, ένας κανόνας μείζονος σημασίας στην πρακτική της Συμβουλευτικής. Ο Σύμβουλος πρέπει να σέβεται το δικαίωμα του Συμβουλευόμενου να αυτενεργεί και να επιλέγει ελεύθερα αυτό που θεωρεί ο ίδιος σωστό για τον εαυτό του (Canadian Counseling and Psychotherapy Association [C.C.P.A], 2007). Έτσι, ο Σύμβουλος οφείλει να στηρίξει τον Συμβουλευόμενο στην αναζήτηση λύσεων για ξεπεράσει το πρόβλημα που τον απασχολεί επιτρέποντας του όμως να λάβει ο ίδιος τις κατάλληλες αποφάσεις για τον εαυτό του και αποφεύγοντας να προσφέρει έτοιμες συμβουλές ή να επιβάλει τις απόψεις του (ΑCA, 2019). Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όσον αφορά άτομα τα οποία δεν είναι σε θέση αντιληφθούν πλήρως τις επιπτώσεις των αποφάσεών τους ή να αναλάβουν την ευθύνη για αυτές, όπως παιδιά ή άτομα με νοητικές αναπηρίες, τα οποία είναι απαραίτητο να προφυλάσσονται από τη λήψη αποφάσεων που μπορεί να βλάψουν τον εαυτό τους ή τρίτους (Forester-Miller & Davis, 2016).

6.3.4 Επάρκεια
Πριν ξεκινήσει να ασκεί το επάγγελμά του ο Σύμβουλος οφείλει να διασφαλίσει ότι κατέχει τις κατάλληλες ικανότητες και την επάρκεια γνώσεων για να το κάνει (ACA., 2019). Ο Σύμβουλος θα πρέπει επίσης, να μεριμνά για τη διατήρηση αυτής της επάρκειας συμμετέχοντας σε δραστηριότητες επαγγελματικής ανάπτυξης και διαρκούς εκπαίδευσης (E.Ο.Π.Π.Ε.Π., 2013). Επιπλέον, οφείλει να ενημερώνεται και να είναι ανοιχτός στη χρήση νέων μεθόδων και πρακτικών, ώστε να μπορεί να επιλέγει τις κατάλληλες για τον κάθε Συμβουλευόμενο (Α.C.A., 2014). Δεν επιτρέπεται στους Συμβούλους να επιχειρήσουν να παράσχουν επαγγελματικές υπηρεσίες για τις οποίες δεν είναι αρμόδιοι ή δεν έχουν εκπαιδευθεί κατάλληλα (N.B.C.C., 2016).

6.3.5 Παραπομπή
Σε περίπτωση που ο Σύμβουλος αντιληφθεί ότι οι γνώσεις του ή τα μέσα που διαθέτει δεν επαρκούν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του Συμβουλευόμενου, τότε υποχρεούται να τον παραπέμψει στον κατάλληλο συνάδελφο ή άλλο επαγγελματία (Academy for Coaching and Counselling [A.C.C.], 2020). Για παράδειγμα, εάν ο Σύμβουλος διαπιστώσει ότι ο Συμβουλευόμενος αντιμετωπίζει κυρίως θέματα ψυχικής υγείας, όπως κατάθλιψη, μετατραυματικό άγχος, αυτοκτονικές σκέψεις ή κατάχρηση ουσιών, τότε θα πρέπει πρώτα να τον παραπέμψει σε έναν ειδικό και αφού αυτά αντιμετωπιστούν να συνεχίστει η Συμβουλευτική (Hullinger & DiGirolamo, 2018). Θεωρείται ανήθικη η συνέχιση παροχής υπηρεσιών και η αποδοχή αμοιβής για αυτές, όταν ο Σύμβουλος έχει διαπιστώσει ότι δεν είναι αποτελεσματικές για τον Συμβουλευόμενο (Narwick, 2017). O Σύμβουλος θα πρέπει να ενημερώσει τον Συμβουλευόμενο για τους λόγους που η παραπομπή του σε άλλο συνάδελφο κρίνεται περισσότερο επωφελής για εκείνον, ενώ είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί και η συγκατάθεση του Συμβολευόμενου εάν απαιτείται κοινοποίηση απόρρητων πληροφοριών κατά τη διαδικασία της παραπομπής (N.Z.A.C., 2020). Συν τοις άλλοις, «όταν εκπρόσωπος άλλης ειδικότητας παραπέµπει ένα άτοµο για Συµβουλευτική σε ένα Σύµβουλο και χρειασθεί αυτό το ίδιο άτοµο να παραπεµφθεί σε επιστήµονα άλλης ειδικότητας, ο/η Σύµβουλος οφείλει να συνεννοηθεί µε τον συνάδελφο που αρχικά παράπεµψε τον Συµβουλευόµενο σ’ αυτόν» (Ε.Ε.Σ., 2020, σ.4).

7. Συμπεράσματα

Η Συμβουλευτική ως επάγγελμα που ασχολείται με την υποστήριξη των ανθρώπων κατά την προσπάθειά τους να ξεπεράσουν δυσκολίες που τους προβληματίζουν είναι απαραίτητο να βασίζεται σε αξίες, ηθικές αρχές και κανόνες δεοντολογίας. Παρά το γεγονός ότι οι αξίες και οι ηθικές αρχές παρουσιάζουν διαφορές ανάλογα με την χώρα και την κουλτούρα, εντούτοις κάποιοι κανόνες δεοντολογίας είναι ευρέως διαδεδομένοι και διεθυνώς αποδεκτοί. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι κώδικες δεοντολογίας δεν δύνανται να προβλέψουν κάθε περίπτωση ή πρόβλημα ηθικής φύσης που μπορεί να προκύψει κατά την πρακτική της Συμβουλευτικής. Παρέχουν όμως, ένα πλαίσιο, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν τους οι Σύμβουλοι, ώστε να αποφύγουν ενέργειες που μπορεί να πλήξουν την ευημερία των Συμβουλευόμενων, την μεταξύ τους σχέση και κατ’επέκταση το κύρος του επαγγέλματος. Πάρα ταύτα, όταν ο Σύμβουλος δεν είναι σε θέση να αποφασίσει με σιγουριά εάν κάποια ενέργεια του είναι συμβατή με τον ισχύοντα κώδικα δεοντολογίας, τότε θα πρέπει είτε να αναζητήσει τη συμβουλή συναδέλφων του για να βοηθηθεί είτε να απέχει εντελώς από αμφίβολες ενέργειες (N.C.D.A., 2015). Και αυτό γιατί παρόλο που όλες οι ηθικές αρχές στις οποίες βασίζεται η πρακτική της Συμβουλευτικής είναι εξίσου σημαντικές, η αρχή της αποχής από πράξεις που μπορεί να βλάψουν ή να θέσουν σε κίνδυνο τον Συμβουλευόμενο θεωρείται πολλές φορές η σημαντικότερη (Forester-Miller & Davis, 2016).

 

 

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Academy for Coaching and Counselling [A.C.C]. (2020). Code of Ethics. Ανακτήθηκε στις 14/11/2020 από https://www.counselling.nl/en/code-of-ethics/

American Counseling Association [ACA]. (2014). Code of Ethics. Alexandria, VA: Author. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.counseling.org/docs/default-source/default-document-library/2014-code-of-ethics-finaladdress.pdf?sfvrsn=96b532c_2

Australian Counselling Association [ACA]. (2019). Code of Ethics and Practice of the Australian Counselling Association. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.theaca.net.au/documents/ACA%20Code%20of%20Ethics%20and%20Practice%20Ver15.pdf

Βουτσινάς, I.( 2013). Πρόλογος. Στο Κώδικας Δεοντολογίας στην παροχή υπηρεσιών δια βίου Συμβουλευτικής επαγγελματικού προσανατολισμού και σταδιοδρομίας (σσ. 3). Αττική, Νέα Ιωνία: ΕΟΠΠΕΠ. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.eoppep.gr/images/SYEP/ENTYPO%20KODIKAS%20DEONTOLOGIAS%20SYEP.pdf

Boccone, P. J., & Campbell, J. A. (2015). Challenges to international ethics of counseling practice. The Global Center for School Counseling Outcome Research Evaluation & Development Chronicle. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://myemail.constantcontact.com/Challenges-to-International-Ethics-of-Counseling-Practice.html?soid=1116773069629&aid=26Ro3US5jIE

Bolton, J. (2017). The Ethical Issues which must be addressed in online counselling. Australian Counselling Research Journal, 11 (1), p 1-15. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από http://www.acrjournal.com.au/resources/assets/journals/Volume-11-Issue-1-2017/Ethical_issues_in_Online_Counselling_1-15.pdf

British Association for Counselling and Psychotherapy [BACP]. (2019). Good Practice in Action 014: Managing confidentiality within the counselling professions. Leicestershire: BACP House. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.bacp.co.uk/media/6305/bacp-managing-confidentiality-legal-resource-gpia014-july2019.pdf

Brous, E. (2016). Protecting your counselor license. Focus on Malpractice Prevention for Counselors (1)1, 1-11. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://alliedhealth.ceconnection.com/files/ProtectingYourCounselorLicense-1484916161638.pdf;jsessionid=270BB7AA39DE1D461E8E6207C84E087C

Canadian Counselling and Psychotherapy Association [CCPA]. (2007). Code of ethics. Ottawa, ON: Author. Ανάκτηση στις 14/11/2010 από https://www.ccpa-accp.ca/wp-content/uploads/2014/10/CodeofEthics_en.pdf

Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού [ΕΟΠΠΕΠ]. ( 2013). Κώδικας Δεοντολογίας στην παροχή υπηρεσιών δια βίου Συμβουλευτικής επαγγελματικού προσανατολισμού και σταδιοδρομίας. Αττική, Νέα Ιωνία: ΕΟΠΠΕΠ. Ανακτήση στις 14/11/2020 από https://www.eoppep.gr/images/SYEP/ENTYPO%20KODIKAS%20DEONTOLOGIAS%20SYEP.pdf

Ελληνική Εταιρεία Συμβουλευτικής [Ε.Ε.Σ]. (2020). Κώδικας δεοντολογίας & πρακτικής εξάσκησης για τους ασκούντας τη Συμβουλευτική. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://hapcea.weebly.com/uploads/5/2/5/8/52589603/_%CE%95%CE%95%CE%A3_%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B8%CF%89%CE%BC%CE%B5%CC%81%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CF%89%CC%81%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%82_%CE%B4%CE%B5%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CC%81%CE%B1%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82.pdf

Forester-Miller, H., & Davis, T. E. (2016). Practitioner’s guide to ethical decision making (Rev. ed.). Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.counseling.org/docs/default-source/ethics/practioner-39-s-guide-to-ethical-decision-making.pdf?sfvrsn=10

Harris, H. H., & Engels. D.W. (2012). Ethical and legal issues in career counseling. In D. Capuzzi & M. D. Stauffer (Eds.), Career counseling: Foundations, perspectives, and applications. (pp. 127-146). New York, NY: Routledge.

Hullinger, A. M. and DiGirolamo, J. A. (2018). Referring a client to therapy: A set of guidelines. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://coachfederation.org/app/uploads/2018/05/Whitepaper-Client-Referral.pdf
Καρολίδου. Σ. (2019). Είδη Συμβουλευτικής. Παρουσίαση PDF. Ανάκτηση στις 14/11/2020 https://sotiriakarolidou.files.wordpress.com/2019/02/1_-ce95ce99ce94ce97-cea3cea5ce9cce92ce9fcea5ce9bce95cea5cea4ce99ce9ace97cea3.pdf

Καρολίδου, Σ. (2020). Σύμβουλος: Ρόλος και Λειτουργίες. Συμβουλευτική σχέση. Συμβουλευτική διαδικασία. Παρουσίαση PDF. Ανάκτηση στις 14.11.2020 από https://eclass.aspete.gr/modules/document/?course=PESYP323

Κεφαλίδου, Δ. ( 2014). Είδη συμβουλευτικής. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.kefalidou.gr/counselling

Κωνσταντινίδου, Σ. (2013). Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός. Παρουσίαση PDF. Ανάκτηση στις 14.11.2020 από https://aspetekoz4.weebly.com/uploads/2/5/1/9/25197005/1o_mathima.pdf

Kabir, S.M.S. (2017). Ethics in counseling. In Essentials of Counseling. (pp. 45-54). Abosar Prokashana Sangstha. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.researchgate.net/publication/325844422_ETHICS_IN_COUNSELING

Kabir, S.M.S. (2017). Introduction to counseling. In Essentials of Counseling. (pp.21-46). Abosar Prokashana Sangstha. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.researchgate.net/publication/325844365_INTRODUCTION_TO_COUNSELING

Leach Μ.Μ & J. Harbin. J. (2010). Psychological ethics codes: A comparison of twenty-four countries. International Journal of Psychology (32)3, 181-192, Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.tandfonline.com/doi/pdf/10.1080/002075997400854

Μαλικιώση-Λοϊζου, Μ. (2011). Η συμβουλευτική ψυχολογία στην Ελλάδα σήμερα. Hellenic Journal of Psychology, 8, pp. 266-288. Ανάκτηση στις 14.11.2020 από https://pseve.org/wp-content/uploads/2018/03/Volume08_Issue3_Malikiosi-Loizou.pdf

Μαλικιώση–Λοίζου, Μ. (2012). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Πεδίο.

Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β΄ έκδοση). Κέντρο Λεξικολογίας, Ε.Π.Ε.
National Board for Certified Counselors [NBCC]. ( 2016) Code of Ethics. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.nbcc.org/Assets/Ethics/NBCCCodeofEthics.pdf

National Career Development Association [NCDA]. (2015). Code of Ethics. Broken Arrow, OK: Author. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.ncda.org/aws/NCDA/asset_manager/get_file/3395

Natwick, J. (2017, May). On the ethics of ending: Terminations and referrals. Counseling Today, 18–20. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.counseling.org/docs/default-source/ethics/ethics-columns/ethics_may_2017_terminations-and-referrals.pdf?sfvrsn=ea25522c_6

New Zealand Association of Counsellors [NZAC]. (2020). Code of Ethics: A framework for ethical practice. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://www.nzac.org.nz/assets/Ethics/NZAC-Code-of-Ethics-2002-Revised-2020.pdf

Παπακωνσταντινοπούλου, Α. (2011). Συμβουλευτική και Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική στο δημοτικό σχολείο: οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών (Μεταπτυχιακή εργασία). Πανεπιστήμιο Πατρών. Ανακτήθηκε 14/11/2020 από: http:// nemertes.lis.upatras.gr/ jspui/ bitstream/ 10889/5023/ 1/ Atremis%20pdf%20teliko.pdf.
Rani, N.H.M., Jaafar, W.M.W., Marzuki, W., Noah,M.S., Jais, S.M., & Bistamam, M.N. (2017). An overview of counselor ethical code and ethical principles in Malaysian setting. International Journal of Academic Research in Business and Social Sciences, 7 (2). pp. 862-868. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://hrmars.com/hrmars_papers/An_Overview_of_Counselor_Ethical_Code_and_Ethical_Principles_in_Malaysian_Setting1.pdf

Σάλμοντ, Ε. (2004). Συμβουλευτική οικογένειας ατόμων με ειδικές ανάγκες- Πρώιμη
παρέμβαση: Η περίπτωση της κώφωσης (Διδακτορική διατριβή, Παιδαγωγικό Τμήμα
Δημοτικής Εκπαίδευσης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα,
2004).

Σιδηροπούλου-Δημακάκου, Δ. (2008). Η εφαρμογή της επαγγελματικής συμβουλευτικής μέσω διαδικτύου: Βασικές αρχές δεοντολογίας. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 82-83, 163-174.
Σιδηροπούλου- Δημακάκου, Δ. ( 2020). Σύναψη συμβολαίου. Παρουσίαση PDF. Ανάκτηση στις 14/11/2020 από https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PPP467/%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CF%88%CE%B7%20%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85.pdf

Sills, C. (Ed.). (2006). Contracts in counselling and psychotherapy (2nd ed.). Sage Publications, Inc.

Stephen F. Austin State University. (n.d.). What is Counseling? Ανακτήθηκε στις 12/11/2020, από http://www.sfasu.edu/counselingservices/182.asp

“Ειδικό” παιδί και οικογένεια

 

Ειδικό παιδί και οικογένεια: Η πορεία των γονέων προς την αποδοχή της πραγματικότητας

 

Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους ενός μέλλοντα γονέα είναι το ενδεχόμενο να αποκτήσει ένα παιδί με αναπηρία ή ειδικές ανάγκες (Wright, 1976). Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι γονείς κάνουν σχέδια για το μέλλον του παιδιού τους διαμορφώνοντας προσδοκίες για τις μελλοντικές του επιτυχίες και αναμένοντας ότι κατά κάποιον τρόπο θα είναι η συνέχεια των δικών τους επιτευγμάτων (Kandel & Merrick, 2007). Αυτή  η φαινομενικά ναρκισσιστική και εγωκεντρική διαδικασία όχι μόνο είναι φυσιολογική, αλλά διευκολύνει τη δημιουργία δεσμών με το νεογέννητο (Barnett et al., 2003). Έτσι, όταν ένα «ειδικό» παιδί γεννιέται, οι γονείς υποχρεώνονται απότομα να αναπροσαρμόσουν τα όνειρά τους στη νέα πραγματικότητα (Kandel & Merrick, 2003).  Βέβαια, κάποιες φορές οι γονείς είναι ήδη ενημερωμένοι από την προγεννητική περίοδο ότι το παιδί που πρόκειται να αποκτήσουν θα έχει ειδικές ανάγκες. Άλλες φορές η διάγνωση των ειδικών αναγκών πραγματοποιείται απρόσμενα κατά τη γέννησή του, σε μια περίοδο που ούτως ή άλλως συνεπάγεται μεγάλη συναισθηματική αναταραχή, με τους γονείς να είναι εντελώς απροετοίμαστοι για κάτι τέτοιο (Wall, 2011). Άλλες φορές πάλι οι ειδικές ανάγκες του παιδιού δεν είναι εμφανείς κατά τη γέννηση και οι γονείς ενημερώνονται αργότερα για τη διάγνωση. Σε κάποιες περιπτώσεις οι γονείς έχοντας παρατηρήσει κάτι ασυνήθιστο στο παιδί τους απευθύνονται σε κάποιον ειδικό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι ο παιδίατρος που εντοπίζει κάποιες δυσκολίες ή αποκλίσεις από την τυπική ανάπτυξη και παραπέμπει τους γονείς για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος (Wall, 2011). Αν και κάθε γονέας ως μοναδικό άτομο μπορεί να βιώσει με διαφορετικό τρόπο το γεγονός της διάγνωσης των ειδικών αναγκών του παιδιού του, εντούτοις έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία κάποιες συχνές αντιδράσεις των γονέων και κάποια στάδια που συχνά βιώνουν μέχρι να φτάσουν στην αποδοχή της νέας πραγματικότητας (Blacher, 1984).

 

Το στάδιο της άρνησης

Σε αυτό το πρώτο στάδιο οι ειδικές ανάγκες του παιδιού διαγιγνώσκονται από κάποιον ειδικό, ο οποίος ενημερώνει τους γονείς σχετικά. Συναισθήματα που μπορεί να βιώσουν οι γονείς σε αυτό το στάδιο είναι σοκ, αμηχανία, ταραχή, σύγχυση, αποδιοργάνωση και φόβο (Blacher, 1984· Andreyko, 2016). Ενστικτωδώς αναζητώντας μια ισορροπία καταφεύγουν αρχικά στην άρνηση της κατάστασης, αμφισβητούν την ορθότητα της διάγνωσης, ενώ πολλές φορές ξεκινούν μια καταναλωτική, όπως την χαρακτηρίζει η Anderson (1974), περιπλάνηση από επαγγελματία σε επαγγελματία ελπίζοντας ότι έτσι θα αλλάξουν την πραγματικότητα ή θα ανακαλύψουν την μαγική ίαση για την κατάσταση του παιδιού τους. Σύμφωνα με τον Goldberg (2011) όσο μεγαλύτερος ο χρόνος που οι γονείς αναλώνονται στο στάδιο της άρνησης, τόσο δυσμενέστερες για το παιδί είναι οι συνέπειες δεδομένου ότι η πρώιμη παρέμβαση είναι εξέχουσας σημασίας για τη βέλτιστη διαχείριση της κατάστασης και την κοινωνική ενσωμάτωση του παιδιού. Σε αυτό το πρώτο στάδιο η αρχική ενημέρωση των γονέων για τη διάγνωση του παιδιού είναι απαραίτητο να πραγματοποιείται από τους επαγγελματίες με αντικειμενικότητα και ευθύτητα, αλλά πρωτίστως χωρίς υπερβολές, με ευαισθησία και σεβασμό διευκολύνοντας την αποδοχή της πραγματικότητας (Wall, 2011).

 

Το στάδιο του θυμού

Αφού ξεπεράσουν το στάδιο της άρνησης οι γονείς πολλές φορές αναπτύσσουν αισθήματα θυμού, καθώς αρχίζουν να συνειδητοποιούν την αλήθεια (Goldberg, 2011). Αισθανόμενοι ότι οι ίδιοι και το παιδί τους αδικούνται και καθώς αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα αναζητούν αρχικά την αιτία της κατάστασης (Barnett at al., 2003). Δεν αποκλείεται σε αυτό το στάδιο οι γονείς να κατευθύνουν τον θυμό και την οργή τους στους επαγγελματίες που τους υποστηρίζουν ή στους ειδικούς που πραγματοποίησαν τη διάγνωση ακόμα και με λεκτικές επιθέσεις επιχειρώντας να μεταφέρουν κάπου την ευθύνη για την κατάσταση που αντιμετωπίζουν (Healey, 1996·Kandel & Merrick, 2007). Ωστόσο, ακόμα και αυτό το στάδιο θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως φυσιολογικό από τους επαγγελματίες, αφού αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας για τους γονείς και έναν ενδιάμεσο σταθμό στον δρόμο για την αποδοχή του «ειδικού» παιδιού (Ziolko, 1991·Healey, 1996). Επιπρόσθετα, σε αυτό το στάδιο που οι γονείς αναζητούν τον υπεύθυνο για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί τους υπάρχει περίπτωση να ξεσπούν την πικρία τους στον άλλο γονέα ή ακόμα και στον εαυτό τους εμφανίζοντας μαζί με τον θυμό και ενοχικά συναισθήματα (Francisco, 2020). Η πίεση στη συζυγική σχέση είναι έντονη και δεν αποκλείεται κάποιες φορές να οδηγεί σε διαζύγιο, εντούτοις εάν οι γονείς υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον και μείνουν ενωμένοι ο μεταξύ τους δεσμός ενισχύεται (Goldberg, 2011).

 

Το στάδιο της θλίψης

Σε αυτό το στάδιο οι γονείς εγκαταλείπουν κάθε ελπίδα ότι το παιδί τους θα είναι μέρος της κανονικότητας, όπως την είχαν σχεδιάσει και αναπτύσσουν έντονα συναισθήματα θλίψης, άγχους και απόγνωσης (Andreyko, 2016). Τα συναισθήματα αυτά ενδέχεται να τροφοδοτήσουν την κοινωνική τους απόσυρση και την επιθυμία για απόκρυψη του παιδιού από φίλους, συγγενείς και την ευρύτερη οικογένεια (Ziapour & Khosravi, 2020). Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο οι επαγγελματίες που υποστηρίζουν τους γονείς να εξασφαλίσουν ότι οι γονείς αντιλαμβάνονται πως ακραίες συμπεριφορές κοινωνικής απόσυρσης ή απόκρυψης του παιδιού όχι μόνο δεν ωφελούν, αλλά αντιθέτα είναι βλαπτικές αφού αφενός του στερούν ευκαιρίες κοινωνικής ενσωμάτωσης και διασκέδασης και αφετέρου ενισχύουν τις αρνητικές προκαταλήψεις (Thind, 2019· Odongo, 2018).

 

Το στάδιο της αποδοχής

Σε αυτό το στάδιο οι γονείς αποδέχονται την διάγνωση του παιδιού, αναδιοργανώνονται και ανακατευθύνουν την ενέργειά τους στην ρεαλιστική επίλυση των δυσκολιών (Blacher, 1984). Πλέον, οι γονείς είναι σε θέση να αναγωρίσουν όχι μόνο τους περιορισμούς που υπάρχουν για το παιδί, αλλά και τις ιδιαίτερες ικανότητες του (Goldberg, 2011). Επιπρόσθετα, αντί να αναλώνονται στην άγονη αναζήτηση μιας μαγικής ίασης, οι γονείς μπορούν να εντοπίσουν τις κατάλληλες κοινωνικές υπηρεσίες και να τις αξιοποιήσουν προς οφελός του παιδιού και της οικογένειας (Kandel & Merrick, 2007).

 

Επισημάνσεις

Σχετικές έρευνες καταδεικνύουν ότι οι γονείς των «ειδικών» παιδιών βιώνουν μεγαλύτερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης σε σύγκριση με τους γονείς παιδιών που εμφανίζουν τυπική ανάπτυξη (Emerson, 2003· Lee, 2013· Singer, 2006). Εντούτοις, δεν θα πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων δεδομένο ότι οι γονείς που πληροφορούνται την διάγνωση του «ειδικού» παιδιού τους θα αναπτύξουν σοβαρό άγχος, αφού υπάρχουν και γονείς που εξ αρχής επιδεικνύουν πιο θετικές αντιδράσεις (Yau & Li-Tsang, 1999).  Συν τοις άλλοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η μετάβαση των γονέων από το ένα στάδιο στο άλλο σηματοδοτείται από την αλλαγή των συναισθημάτων και των αντιδράσεων τους, η οποία δεν ακολουθεί οπωσδήποτε μια εξελικτική γραμμική πορεία. Αντίθετα, υπάρχει πιθανότητα αλληλοεπικάλυψής των σταδίων ή οπισθοχώρησης σε πρότερο στάδιο (Blacher, 1984). Εντούτοις, η χρησιμότητα της περιγραφής των προαναφερθέντων σταδίων έγκειται στο γεγονός ότι διευκολύνουν τους επαγγελματίες να αναγνωρίσουν την πορεία των γονέων προς την αποδοχή και να κατανοήσουν καλύτερα τα συναισθήματά τους (Barnett et al., 2003). Έτσι, οι επαγγελματίες μπορούν να προσαρμόζουν την προσέγγισή τους ανάλογα παρέχοντας την κατάλληλη υποστήριξη στους γονείς. (Carpenter & Egerton, 2007).

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

Anderson, K. A. (1974). Mothers of Retarded Children Who Shop for Professional Help: Characteristics of the Mother and Child Related to the Mother’s Shopping. Clinical Pediatrics13(2), 159–161. https://doi.org/10.1177/000992287401300208

Andreyko, B. (2016). The emotional state of parents in the structure of the stages of the experience of having a child with developmentan disabilities. The Journal of Education, Culture, and Society7(2), 150-157.

Barnett, D., Clements, M., Kaplan-Estrin, M., & Fialka, J. (2003). Building new dreams: Supporting parents’ adaptation to their child with special needs. Infants & Young Children16(3), 184-200.

Blacher, J. (1984). Sequential stages of parental adjustment to the birth of a child with handicaps: Fact or artifact? Mental Retardation, 22(2), 55–68.

Carpenter, B., & Egerton, J. (2007). Working in partnership through early support: distance learning text: family structures. Ανάκτηση στις 27/2/2021 από https://dera.ioe.ac.uk/1926/1/family%20structures.pdf

Emerson E. (2003). Mothers of children and adolescents with intellectual disability: social and economic situation, mental health status, and the self-assessed social and psychological impact of the child’s difficulties. Journal of intellectual disability research : JIDR47(Pt 4-5), 385–399. https://doi.org/10.1046/j.1365-2788.2003.00498.x

Healey, B. (1996). Helping parents deal with the fact that their child has a disability. The CEC [Council for Exceptional Children] Today3(5).

Kandel, I., & Merrick, J. (2007). The child with a disability: parental acceptance, management and coping. The Scientific World Journal7, 1799-1809.

Kandel, I., and Merrick, J. (2003). The birth of a child with disability. Coping by parents and siblings. The Scientific World Journal 3, 741-750

Lee J. (2013). Maternal stress, well-being, and impaired sleep in mothers of children with developmental disabilities: a literature review. Research in developmental disabilities34(11), 4255–4273. https://doi.org/10.1016/j.ridd.2013.09.008

Odongo, G. (2018). Barriers to Parental/Family Participation in the Education of a Child with Disabilities in Kenya. International Journal of Special Education33(1), 21-33.

Singer G. H. (2006). Meta-analysis of comparative studies of depression in mothers of children with and without developmental disabilities. American journal of mental retardation : AJMR111(3), 155–169. https://doi.org/10.1352/0895-8017(2006)111[155:MOCSOD]2.0.CO;2

Thind, M. N. (2019, December 20). Accept your child’s disability and help them overcome it. The Indian Express. Ανάκτηση στις 28/2/2020 από https://indianexpress.com/article/parenting/blog/dont-hide-your-hide-your-childs-disability-help-them-overcome-it-6174792/

Wall, K. (2011). Special needs and early years: A practitioner’s guide. SAGE Publications Ltd. https://www.doi.org/10.4135/9781473957862

Wright, L. (1976). Chronic grief: The anguish of being an exceptional parent. Exceptional Children, 23, 160-169.

Yau, M. K. S., & Li-Tsang, C. W. (1999). Adjustment and adaptation in parents of children with developmental disability in two-parent families: A review of the characteristics and attributes. The British Journal of Development Disabilities45(88), 38-51.

Ziapour, A., & Khosravi, B. (2020). Lived experience of mothers of children with disabilities: A qualitative study of Iran. Journal of Public Health, 1-7.

Ziolko, M. E. (1991). Counseling parents of children with disabilities: A review of the literature and implications for practice. Journal of Rehabilitation57(2), 29.