Αρχική » Άρθρα με ετικέτα 'προσφυγια'
Αρχείο ετικέτας προσφυγια
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Αναστασία Φιλτσόγλου
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ (40 χρονών)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ (σύζυγος της Δέσποινας)
ΘΕΙΟΣ ΣΕΛΙΜ (85 χρονών)
ΣΟΦΙΑ (52 χρονών)
ΘΕΙΑ ΜΕΙΛΗΧΙΑ (50 χρονών σύζυγος του Σάββα)
ΘΕΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ (55 χρονών)
(Ανοιχτό χαγιάτι, ένα δωμάτιο προέκταση της αυλής σε αγροτικό σπίτι. Στο βάθος γύρω γύρω χτιστά μεντέρια κι ένας χώρος διαμορφωμένος με οτζάκι για μαγειρείο. Αριστερά ένα μαγγανοπήγαδο και δεξιά μια κληματαριά. Είναι μεσημέρι καλοκαίρι και τρεμοπαίζει η αντηλιά).
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Μέρχαμπα. Ποιος είναι εδώ και ποιος δεν είναι;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (κρατώντας ένα μεγάλο καρπούζι αγκαλιά το βάζει σ’ έναν κουβά και το κατεβάζει στο πηγάδι) Καλώς το θείο Σελίμ! Πόσο καιρό έχεις να μας έρθεις!
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Έχουν βαρύνει πια τα χρόνια πάνω μου γιενκγετζίμ κι είναι μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Μα με τον νταϊτζίμ Χαράλαμπο πίνουμε τα ουζάκια μας στο καφενείο.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Αλλά κάθησε να σου ψήσω το καφεδάκι σου.
(Καθώς η Δέσποινα ψήνει τον καφέ ο Σελίμ κάθεται κάτω από την κληματαριά Η Δέσποινα βάζει τον καφέ και φέρνει μια στάμνα με νερό. Βάζει του Σελίμ)
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: (Πίνει σκουπίζεται) Αα! τη δροσιά του να ’ χεις. Elhamdulillah.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ποιος καλός αέρας σ’ έφερε σήμερα Σελίμ νταΐ. Σήμερα που λείπει κι ο Χαράλαμπος;
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Είναι αλήθεια αυτό που άκουσα γιενκγετζίμ Δέσποινα; Έρχεται η θεία σου η Σοφία από την Τουρκία;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έτσι είναι θείε Σελίμ. Μα φαίνεται πως άργησε το τρένο.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Ποτέ δεν έρχονται στην ώρα τους τα τρένα.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Σαν όνειρο τη θυμάμαι.. Πώς θα τη γνωρίσω μου λέει ο Χαράλαμπος, φοβόταν μη γελαστεί, μη δεν την ξεχωρίσει μέσα στον κόσμο. Κοίτα του λέω, όποια μοιάζει της μάνας μου αυτή θα είναι.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Σαράντα χρόνια μετά!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Τα ξέρεις θείε, πόσες φορές ετοιμάστηκε να έρθει μα δεν τα κατάφερε. Τι κι αν υπογράψανε φιλίες; Εύκολο ήταν; Κι ύστερα μέχρι να πάρουμε μια ανάσα μας βρήκε ο δεύτερος πόλεμος, μετά… το 55 εκείνη η βόμβα στο σπίτι του Κεμάλ κι οι δολοφονίες των δικών μας στην Πόλη. Χώρια που ο Τσερκέζος όσο ζούσε, είχε φόβο μην έρθει η θεία μου και μείνει εδώ για πάντα.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Δε σου το ’ λεγα χρόνια τώρα; Αν πιστεύουμε σε κάτι μπορεί να γίνει.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μόνο η μάνα μου, θείε δε σταμάτησε ποτέ να περιμένει και συγχωρέθηκε με τον καημό πως δεν ξανασυνάντησε ποτέ την αδελφή της.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Κισμέτ. Και η Μηλείχια; Πώς το πήρε;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Πού να τολμήσει κανείς να της το πει; Ο θείος Σάββας της το ’ χε ξεκαθαρίσει. Και δέκα παιδιά να κάνουμε, αν έρθει η Σοφία, εκείνη θα πάρω…
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Κι ο Σάββας;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ο θείος; Μήπως είχε ησυχάσει ποτέ; Από τότε που πήραμε το γράμμα πως συγχωρέθηκε ο άντρας της θείας Σοφίας, δεν έβρισκε ησυχία. Και τώρα απ’ το πρωί τον βλέπω πίσω απ’ το χαγιάτι, πάει, έρχεται, κάνει πως μαστορεύει την αυλόπορτα, κρυφοκοιτάζει κατά το δρόμο. Μα εδώ να πλησάσει δεν τόλμησε.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Και μήπως μπορεί κανείς να τον παρεξηγήσει γι’ αυτό;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Δεν έρχεται για πάντα η Σοφία, τον προειδοποιήσαμε, τρεις μήνες μόνο… όσο κρατάει η ταξιδιωτική βίζα…αλλά ούτε ν’ ακούσει… αυτός πετάει στα σύννεφα.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Ξεχνιέται η πρώτη αγάπη;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ξεχνιέται θείε Σελήμ…πώς δεν ξεχνιέται.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Αχ πόσο τον καταλαβαίνω…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μα τι καταλαβαίνεις θείε Σελήμ. Σαράντα χρόνια μετά τον ξεριζωμό; Με γυναίκα… και παιδιά παντρεμένα και εγγόνια;
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Τι είναι η πατρίδα κόρη μου; Το σώμα της γυναίκας… όσο και να σε ξεριζώσουν πάλι εκείνο θ’ αποζητάς…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Αχ θείε Σελίμ, να το ’ παιρνες απόφαση κι εσύ…
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Ας εύρισκα κι εγώ τη Μαρίκα… Άλλο τίποτα δεν ήθελα. Ίσως να ξέρει κάτι η Σοφία, κάτι να θυμηθεί.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ακόμη περιμένεις θείε; Περίμενες με την ανταλλαγή… τόσες αναζητήσεις με τον Ερυθρό Σταυρό…επιστολές για τους εγκλωβισμένους…τίποτα.
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Μόνο η Μαρίκα μου άνοιγε την πόρτα της κρυφά τα βράδια κι εύρισκα παρηγοριά.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Τι αποκοτιά μπάρμα Σελίμ εμείς να ξερριζωνόμαστε κι εσύ να στέλνεις μόνος σου τον εαυτό σου εξορία. Έμεινες μόνος στη ζωή …
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Μα πάντα μόνος ήμουν αλλιώτικος. Και τον Αλλάχ και την Παναγία. Κι εκεί κι εδώ μόνος και κακορίζικος.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μα και να την εύρισκες θείε Σελίμ… ήταν τόσο ανάρμοστο πώς θα μπορούσατε να ζήσετε μαζί;
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Μα ξέρεις κατι; Να γύριζε ο χρόνος πίσω…και πάλι θα ’ μπαινα ανάμεσά σας στη βάρκα στον ξεριζωμό… Όχι δε μετάνιωσα… μα τουλάχιστον να μάθαινα πού ανασαίνει η ψυχή της…
(Ακούγεται η φωνή της θείας Μειλήχια)
ΘΕΙΑ ΜΕΙΛΗΧΙΑ: Δέσποινα … Μα τι κάνεις σήμερα κόρη μου; Τι ετοιμασίες είναι αυτές; Γιορτή ετοιμάζεις; Ξεσήκωσες το σπίτι. Άναψες το φούρνο… μην έρχονται τα παιδιά από τη Γερμανία;
(Η Δέσποινα κάνει απεγνωσμένα νοήματα στον Σελίμ να σωπάσουν)
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έλα, έλα θεία Μειλήχια. Αχ, ας καθήσω λίγο, κουράστηκα …όχι… όχι πού τα παιδιά; Λένε το ερχόμενο καλοκαίρι. Μας γράφουν εμάς να πάμε τώρα το χειμώνα για λίγο, σαν τελειώσουν οι δουλειές με τα καπνά. Μα ξέρεις πού να αφήσουμε το σπίτι, τα ζωντανά…και τόσα έξοδα…
ΘΕΙΑ ΜΕΙΛΗΧΙΑ: Κι εσύ εδώ Σελίμ ααμπί;
(ακούγεται ο ήχος αμαξιού πάνω σε καλντερίμι)
ΚΙΟΡ ΣΕΛΙΜ: Έρχονται…έρχονται… Σαν να ακούω αμάξι να πλησιάζει.
ΘΕΙΑ ΤΑΜΑΜΑ: Μα ποιοι έρχονται; Πείτε μου κι εμένα…
(η Δέσποινά κοιτάζει με απόγνωση τον Σελίμ)