Τα Πρόσωπα και τα γεγονότα είναι αληθινά. Είναι η ιστορία της προγιαγιάς μου της Αναστασίας και της αδελφής της της Σοφίας. Νέα της Γκιούλ δεν έχουμε εδώ και καιρό, τελευταία φορά που τη συνάντησα ήταν 12 χρονών. Θεωρώ πολύ πιθανό να έχει παντρευτεί Γερμανό. Ο Κιορ Σελίμ είναι κι αυτός υπαρκτό πρόσωπο. Μόνο η ιστορία του είναι πλαστή. Σκέφτομαι να πάω στο χωριό να ρωτήσω, κάποιος από του παλαιότερους θα τον θυμάται. Έχω καιρό να βράσω στάρι για τις ψυχές, την επόμενη φορά θα μνημονεύσω και το θείο Σελίμ.
Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ…
“Στη βαφτιση του μωρού μας, στην εκκλησία δεν μπήκε η ξαδέλφη μου. Και το φαγητό δεν το άγγιξε, λες και θα της έβαζα ποτέ μπροστά της χοιρινό. Αλλά ο μπαμπάς σου δε της χαλάει χατίρι… Και στο δικό της σπίτι όλα με το σταγονόμετρο”. Ο πατέρας μου ανάβει φλας και ακολουθεί την έξοδο Α6 προς Νυρεμβέργη. “Μοιάζει της γιαγιάς σου της Αναστασίας η ξαδέλφη Νεριμάν” της λέει διασκεδάζοντας. “Εσύ δε λες δεν έδινε τ’ αγγέλου της νερό”; Θυμώνει η μάνα μου. “Αυτά που τράβηξε η γιαγιά μου κανείς να μη τα τραβήξει. Δεκαπέντε χρονών, τη γιαγιά σου στην αγκαλιά…” μου λέει.
Τα ξέρω. Έλεγε η γιαγιά τις ιστορίες της προσφυγιάς στον Κιορ Σελήμ, άκουγα κι εγώ. Αυτός ο Κιορ Σελήμ, ένα υπέργηρο μελαμψό ανθρωπάκι με δυο κατακόκκινα τραχωματικά ματάκια, ήταν ολομόναχος στον κόσμο. Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70 ζούσε ακόμη. Το ’22 ακολούθησε μια ομάδα τουρκόφωνων Ελλήνων συγχωριανών του. Mπήκε μαζί τους στο καράβι να βρει τον έρωτά του, μια χήρα, την καρά Μαρίκ. Ερχόταν μεσημεράκι στο σπίτι μας, έπινε το ουζάκι του με τον παππού.
“Πες, γενγκετζίμ, Δέσποινα, την ιστορία της θείας σου της Σοφίας”.
Άνοιγε η γιαγιά μου ένα κουτί του καφέ, γράμματα, φάκελοι, καρτ ποστάλ με σφραγίδες από την Τουρκία. Σε μια φωτογραφία η θεία Σοφία με τα πέντε της παιδιά, δεξιά κι αριστερά της τα κορίτσια, πίσω όρθια τα τρία της αγόρια.
Το ραδιόφωνο πάντα συντονισμένο στα μεσαία. “Θα μεταδοθούν αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Παρακαλούνται όσοι γνωρίζουν δια τα εξής πρόσωπα…”. Άνοιγε ο παππούς την ένταση, έβγαζε ο θείος Σελίμ έναν αναστεναγμό, “αχ Μαρίκα”. Άκουγαν ευλαβικά. Ας μην υπήρχε κανείς πια να τους αναζητήσει.
Η ιστορία του παππού μου συνοψίζονταν σ’ ένα κιτρινισμένο πιστοποιητικό φυλλαγμένο στο ίδιο κουτί. “Πιστοποιούμεν ότι ο ορφανός Χαράλαμπος Παπανικολάου, διεσώθη εν Τουρκία υπό της Αμερικανικής Περιθάλψεως Εγγύς Ανατολής, μετεφέρθη εις την Ελλάδα και εφιλοξενήθη εις το Ορφανοτροφείο της Σύρου. Δια του παρόντος εντάσσεται στο πρόγραμμα Τοποθέτησις Ορφανών εις Θέσεις Αυτοσυντηρήσεως και μεταφέρεται εις Τσερέπλιανη Παγγαίου”. Μια στρογγυλή σφραγίδα επικύρωνε τη γνησιότητα, ένα αστέρι στο κέντρο και η ταυτότητα της οργάνωσης στην περιφέρεια του κύκλου Near East Relief.
“Ο θεός να ενώσει όλους τους ανθρώπους” έλεγε ο παππούς μου. “Ίνσαλλάχ”, συμπλήρωνε ο θείος Σελίμ, κι έκανε το σταυρό του. Ας μην είχε βαφτιστεί Χριστιανός.
“Έτσι που λες Σελίμ νταΐ”, έπιανε από την αρχή την ιστορία η γιαγιά. “Μας πήρε η μάνα μου και φύγαμε. Εμένα, τεσσάρων χρονών, απ’ το χέρι, την αδερφή μου σ’ έναν μποκτσά στην αγκαλιά. Τον πατέρα μου είχαμε να τον δούμε απ’ το ’19. Τότε, αν σε έπαιρνε ο στρατός, δε γύριζες πίσω. Έντεκα χρονών η μάνα μου, δεκαπέντε ο πατέρας μου είχαν παντρευτεί. Και ζήσαν σαν αδέλφια τρία χρόνια και μόλις γεννήθηκε η αδερφή μου, τον πατέρα μου τον επιστράτευσαν. Κι εκείνος να ’χει γίνει κατσάκης και να κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού μας. Κι όταν τελείωσαν τα αποθέματα, μια νύχτα ζήτησε βοήθεια από την Εμινέ. Αυτή τον φυγάδευσε. Κι εμείς τρία χρόνια πηγαίναμε από τόπο σε τόπο. Δούλευε η μάνα μου χαμάλισα. Μια χούφτα άνθρωπος, σήκωνε εξήντα κι ογδόντα κιλά. Μια φορά βρήκαμε δουλειά στις μαντήλες, τις βάφανε σε καζάνια με ζεματιστό νερό. Πώς έγινε, παίζαμε, έπεσε το μωρό στο καζάνι, τίποτα δε θυμάμαι. Πάει το μωρό μας. Τρεις μήνες κρυβόμασταν σε μια σπηλιά στο Καρά Καπάν. Μετά μπήκαμε στο καράβι. Απ’ τους δικούς μας είδηση καμιά. Φθάνουμε στη Θεσσαλονίκη. Κι ο πατέρας μου να έχει φθάσει πριν από μας. Έτρεχε η μάνα μου ρωτούσε να μάθει για την αδελφή της τη Σοφία. Τίποτα. Ύστερα, το ’30 υπόγραψε ο Βενιζέλος σύμφωνο φιλίας. Μας έδωσαν οικόπεδα. Τότε καταλάβαμε πως δε θα γυρίσουμε πια στις πατρίδες μας”.
Τη θεία Σοφία άρχισαν να τη μνημονεύουν με τους νεκρούς.
“Τέσσερα χρόνια ήταν τυφλή από το κλάμα η θεία Σοφία, η γιαγιά της Νεριμάν”, λέει η μάνα μου. “Μετά το πήρε απόφαση, έγινε Φατμά”. “Έκρυψε τον πόνο της, έκανε πέντε παιδιά. Ένας Τσερκέζος την ήθελε από παλιά γυναίκα του. Στη σφαγή τάχα την προστάτεψε”. “Αυτός ήταν που έριξε όλη την οικογένεια στο ποτάμι κι ήταν και Χότζας”, υποστηρίζει η μάνα μου. “Και 40 χρόνια μετά, έμαθε η θεία μου ότι κάπου στη γη ζούσε η αδελφή της και ήρθε να μας δει”.
“Πως σε λένε γιαγιά”, τη ρωτούσαμε. “Εδώ Σοφία. Τη Φατμά την άφησα στα σύνορα. Στην επιστροφή, θ’ αφήσω τη Σοφία εδώ και θα ξαναπάρω τη Φατμά”.
“Ήρθε και δεν ήθελε να μας αποχωρισθεί”, έλεγε η γιαγιά μου, συμπληρώνω εγώ.
“Ναι” σχολιάζει η μάνα μου, “αλλά μετά έστειλε ένα γράμμα και ρωτούσε αν δικαιούται από τον κλήρο των προσφύγων”. “Ποιον κλήρο”; “Ένα οικόπεδο και δέκα στρέμματα χωράφια ξηρικά”; Μας ’φαγαν τα καπνά. Χώρια που σ’ εκείνη έμεινε το πατρικό σπίτι στην Τουρκία”
Η θεία Σοφία δεν ξαναήρθε στην Ελλάδα. Το χειμώνα του ’63 ο παππούς μου ταξίδεψε στις ακτές της Παφλαγονίας. Αποκλείσθηκε εκεί τρεις μήνες. “Είχε κάνει “ένα βαθύ χιόνι εκείνη τη χρονιά”, λέει η μάνα μου. Πενήντα άτομα οικογένεια δε βρήκε κανέναν δικό του. Αφηγούνταν μόνο πώς τον φιλοξένησαν η θεία Σοφία και οι Τούρκοι που έμεναν στο σπίτι που γεννήθηκε, πώς προσκύνησε στον Άλυ ποταμό, πώς αντίκρυσε την κορυφή του Καρά Καπάν, το όρος Θήβη του Ξενοφώντα, απ’ όπου αναφώνησαν οι Μύριοι, Θάλαττα Θάλαττα. Είχε πάθος και…με την Κύρου Ανάβαση ο παππούς.
Η προγιαγιά μου η Αναστασία πέθανε το Φεβρουάριο του ’ 69, η αδελφή της, η θεία Σοφία το ’ 72. Η αλληλογραφία διακόπηκε. Στις αρχές του ’80 ο παππούς μου πήρε ένα γράμμα από τον Γιουσούφ, το γιο της Σοφίας, πως η κόρη του ζει μετανάστης στη Γερμανία, και μην έχει κι ο παππούς κανένα παιδί εκεί.
Και τώρα πηγαίνουμε στο γάμο της τριτοξαδέλφης μου της Γκιούλ, δισέγγονης της θείας Σοφίας. “…Και καλά όλα αυτά, αλλά μες στο σπίτι μου η Νεριμάν να μαλώνει την κόρη της, γιατί τόλμησε να πει κοιτώντας τηλεόραση, “das ist Gott”. “Θα σε σκοτώσω”, της φώναζε, “ ποιος σου είπε πως αυτός είναι θεός”; “Έτσι λένε” στο σχολείο ψέλισε το κορίτσι. Να τη δω τώρα, με το Γερμανό γαμπρό που κάνει …”
Ο παππούς μου συγχωρέθηκε το 1992, η γιαγιά μου πλήρης ημερών το 2004. Σ’ μένα άφησε ένα τεφτεράκι, γεμάτο ονόματα να τα μνημονεύω, όταν κάνω τα στάρια των ψυχών, Πλάτων ο πατέρας του παππού, ιερέας Νικόλαος ο παππούς του, Πλούταρχος αδελφός του, Ευτέρπη η μητέρα του, Σοφρώνιος ο πατέρας της γιαγιάς μου, Αναστασία η μητέρα της, Παρασκευή η αδελφή της … θεία Σοφία… Μάρκος-Μαχμούτ, τα αβάφτιστα… Καρά Μαρίκ, Σελίμ νταΐ…