Με βάση τις κείμενες διατάξεις τα παιδιά με ήπια νοητική υστέρηση -και όχι μόνο- φοιτούν σε γενικά σχολεία. Μέσα στα πλαίσια της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης γίνεται προσπάθεια ώστε τα παιδιά αυτά να έχουν όσο το δυνατόν ίδιες και ίσες ευκαιρίες με τους «υγιείς» συνομηλίκους τους.
Η εκπαίδευση των παιδιών με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση πρέπει να ξεκινά από πολύ νωρίς, από την προσχολική ηλικία, καθώς η νοητική ηλικία τους υπολείπεται της χρονολογικής κατά το ήμισυ. Κατά την περίοδο αυτή το παιδί μαθαίνει βασικές συμπεριφορές όπως να υπακούει στο δάσκαλο, να ακολουθεί συγκεκριμένες οδηγίες, να κρατά το μολύβι, να αυτοεξυπηρετείται, να επικοινωνεί με τους συνομηλίκους του κα. Επομένως η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να ξεκινά νωρίς προκειμένου το παιδάκι με ήπια νοητική υστέρηση να έχει το χρόνο να αποκτήσει τις απαιτούμενες για την ηλικία του δεξιότητες, καθώς ένα τέτοιο παιδί μπορεί να χρειάζεται δύο με τρία χρόνια για να αποκτήσει όλες αυτές τις δεξιότητες τη στιγμή που ένα άλλο κανονικό παιδί χρειάζεται μόνο ένα.
Το παιδί με ήπια νοητική υστέρηση στα πρώτα χρόνια του δημοτικού συνεχίζει την προσπάθεια πρόσκτησης δεξιοτήτων ετοιμότητας (βασικές συμπεριφορές). Επίσης στην ηλικία αυτή τίθενται και τα θεμέλια για την καλλιέργεια των βασικών δεξιοτήτων της γλώσσας καθώς επίσης και της κοινωνικοποίησής του. Όσο δηλαδή μεγαλώνει το παιδί και οδεύει προς τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, ο ρόλος του δασκάλου είναι πολύ σημαντικός καθώς θα πρέπει να οργανώσει ένα πρόγραμμα μάθησης βασισμένο στις δυνατότητες του παιδιού. Θα πρέπει δηλαδή να μεθοδεύσει τη διδασκαλία του σε ένα αυστηρά δομημένο πρόγραμμα, με ξεκάθαρους διδακτικούς στόχους για την κάθε ενότητα, με συνεχείς επαναλήψεις, με επιβραβεύσεις για κάθε μικρή ή μεγάλη κατάκτησή του. Επιπλέον θα πρέπει να κρατά φάκελο αξιολόγησης της εξέλιξης του παιδιού, προκειμένου να αντιληφθεί ποια μέθοδος διδακτικής προσέγγισης λειτουργεί καλύτερα για το κάθε παιδί και αναλόγως να την εφαρμόζει. Εξάλλου το φύλλο αξιολόγησης λειτουργεί ως «χάρτης» για τη μαθησιακή εξέλιξη του παιδιού.
Όταν το παιδί με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση φτάνει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τότε αλλάζει εντελώς ο προσανατολισμός και η φύση της διδασκαλίας. Τώρα πλέον δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην απόκτηση κοινωνικών και επαγγελματικών δεξιοτήτων. Δίνεται δηλαδή η δυνατότητα σε αυτά τα παιδιά να ενταχθούν σ’ ένα πρόγραμμα εργασίας και παράλληλα με τη φοίτησή τους στο σχολείο να εργάζονται και να αποκτούν εμπειρία σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά αυτά να διερευνήσουν τις διάφορες εργασιακές δραστηριότητες που τους προσφέρονται, να κατανοήσουν τις ανάγκες της κάθε μιας, να αξιολογήσουν τόσο τα ίδια όσο και οι εργοδότες τους τις δυνατότητές τους και τέλος να επιλέξουν αυτή που θα είναι η καλύτερη για εκείνα.
Πέρα όμως, από οποιοδήποτε διδακτικό στόχο τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού πρέπει να δώσουν έμφαση στην ψυχολογία του. Η ενθάρρυνση, ο έπαινος, η αποδοχή από δασκάλους, συμμαθητές, κοινωνία λειτουργούν καταλυτικά στην ομαλή εξέλιξη του παιδιού. Είναι χρέος της επίσημης πολιτείας να «διδάσκει» στους πολίτες της κανόνες σωστής συμπεριφοράς απέναντι σε άτομα με οποιαδήποτε μορφή και οποιουδήποτε βαθμού νοητικής ανεπάρκειας, προκειμένου αυτά να ενταχτούν ομαλά μέσα στην κοινωνία και να προσθέσουν το δικό τους λιθαράκι στην εξέλιξή της.