Α) ΓΕΝΙΚΑ
Η αντιμετώπιση του κάθε προβλήματος ξεκινά αρχικά από την αναγνώριση και την αποδοχή του. Η πιο σωστή προσέγγιση του προβλήματος είναι αρχικά η διαταραχή αυτή να γίνει γνωστή και κατανοητή από τους γονείς του παιδιού. Πρώτα εκείνοι πρέπει να μάθουν τα χαρακτηριστικά της εν λόγω διαταραχής, να την αποδεχθούν και από κοινού με τους ειδικούς επιστήμονες να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα για την άμεση και ουσιαστική αντιμετώπισή του.
Οι γονείς επομένως θα πρέπει να συμβουλεύονται τους ειδικούς για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το παιδί τους, να παρακολουθήσουν ενδεχομένως κάποια σεμινάρια ή να κάνουν κάποιες συνεδριάσεις με συγκεκριμένους γιατρούς όπως παιδίατρο, παιδοψυχολόγο προκειμένου να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την καλύτερη αντιμετώπιση της διαταραχής. Κάποιες φορές ενδεχομένως να χρειαστεί και φαρμακευτική υποστήριξη το παιδί προκειμένου να ξεπεράσει τα όποια προβλήματα. Τα φάρμακα αυτά έχει αποδειχθεί ότι καταστέλλουν το πρόβλημα κάτι που επιβεβαιώνει ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ έχουν βιολογικό υπόβαθρο (Παπάνη, Γιαβρίμη, Βίκη). Ωστόσο, όμως, πριν τη χορήγησή τους καλό θα είναι να εξαντλούνται άλλοι τρόποι και αφού διαπιστωθεί ότι δεν είναι εποικοδομητικοί και δε φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα τότε να γίνεται χρήση φαρμάκων .
Β) ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Η αντιμετώπιση από το σχολείο των παιδιών με την εν λόγω διαταραχή πρέπει να είναι συστηματική και στοχευμένη. Βασικός στόχος πρέπει να είναι η δυνατότητα της αναπροσαρμογής του προγράμματος ώστε να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις εκείνες που θα βοηθήσουν το εν λόγω παιδί να αποδώσει τα μέγιστα. Πρωταρχικό ρόλο στην υιοθέτηση της οποιασδήποτε μεθόδου πρέπει να είναι η διασφάλιση της συγκέντρωσης του παιδιού. Μια πρώτη κίνηση, λοιπόν, του δασκάλου είναι να φέρει το παιδί κοντά του, στα πρώτα θρανία έτσι ώστε αυτό να έχει λιγότερες πιθανότητες να αποσπαστεί από τους συμμαθητές του.
Η αντιμετώπιση και η βελτιστοποίηση του παιδιού με ΔΕΠ-Υ προϋποθέτει να υπάρχει στο σχολείο ειδικός παιδαγωγός. Αυτός θα καθορίσει ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα μάθησης βασισμένο σε εστιασμένες ασκήσεις που θα βοηθήσουν το παιδί. Είναι σημαντικό να διατηρεί βλεμματική επαφή με το παιδί, να του δίνει απλές και ξεκάθαρες οδηγίες τις οποίες να απαιτεί να τις επαναλαμβάνει για να διαπιστώνει αν το παιδί τις κατάλαβε, να το επαινεί όσες φορές χρειάζεται και να το επιπλήττει κατ’ ιδίαν όταν η συμπεριφορά του ξεπερνά τα εσκαμμένα, και τέλος να του καταστήσει σαφές ότι το πρόβλημα είναι η συμπεριφορά του και όχι το ίδιο. Όταν το παιδί βρίσκεται σε συμπεριφορικό υποτροπιασμό δε θα πρέπει να προσπαθεί να το νουθετήσει με λόγια αλλά με νεύματα. Να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να εκτονώσει την όποια άβολη κατάσταση δημιουργήθηκε.