Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση – Ο μαθητής
Στο Δημοτικό ήμασταν για κάποιες τάξεις μαζί με τον Γιάννη Σ. Ένα παιδί ψηλότερο απ’ όλους τους υπόλοιπους του τμήματος, ίσως γιατί είχε μείνει ένα ή δυο (κάποιοι λέγανε και τρία) χρόνια στην ίδια τάξη. Φαινόταν μεγαλύτερος και οι περισσότεροι τον φοβόμασταν. Το βλοσυρό του βλέμμα καθώς κυκλοφορούσε -μόνος του ή με “άλλους σαν κι αυτόν”- στο προαύλιο, τον απομόνωνε ακόμα πιο πολύ απ’ τους υπόλοιπους “φυσιολογικούς” συμμαθητές. Ο Γιάννης όμως μεταμορφωνόταν με το που χτύπαγε το κουδούνι κι έμπαινε στην τάξη.
Ο τρομακτικός συμμαθητής μαζευόταν στο θρανίο του (πίσω στη “γαλαρία” πάντα), όπου περνούσε όλη την διδακτική ώρα κοιτάζοντας κάτω, την επιφάνεια του μικρού επίπλου. Στην Ε’ τάξη ο Γιάννης δεν ήξερε να διαβάζει, πόσο μάλλον να γράφει. Το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί ήταν να τον ρωτήσει κάτι, ο,τιδήποτε ο δάσκαλος. Τότε κάρφωνε ακόμα πιο έντονα το βλέμμα στο θρανίο λες και ζητούσε απ’ το άψυχο ξύλο την απάντηση. Τις περισσότερες φορές παρέμενε σιωπηλός, όσο και να επέμενε ο δάσκαλος. Καμιά φορά τολμούσε να ψελλίσει κάτι που συνήθως προκαλούσε το γέλιο σ’όλους στην τάξη που δεν ήμασταν “σαν κι αυτόν”, με αποτέλεσμα ένα βούρκωμα απ’ τη μεριά του και πιο έντονο κάρφωμα του βλέμματος στο θρανίο.
-Πότε περίπου έγινε η μάχη του Μαραθώνα Γιάννη;
-Πέρυσι κύριε; (Και το θρανίο τρύπαγε λες απ΄ το βλέμμα)
Στο σχολείο μας ήρθε από αλλού. Γράφτηκε στην Ε’ τάξη και αν και η αλφαβητική κατάταξη τον είχε για άλλο τμήμα, μπήκε στο Ε1. Πιθανώς να ήμασταν λιγότερα τα παιδιά εκεί. Ευτυχώς, ο δάσκαλος ασχολήθηκε ξεχωριστά μαζί του και, μέχρι να τελειώσει και το ΣΤ1, κατάφερε να μάθει γραφή κι ανάγνωση. Ίσως και κάποια αριθμητική. Για την οικογένεια γνωρίζαμε ελάχιστα: Πατέρας εργάτης, μάνα “οικιακά”, μια μικρότερη αδερφή. Πιθανότατα αναλφάβητοι όλοι. Μέναν κοντά στο σπίτι μου. Ζούσαν σ’ ένα πλίθινο κατασκεύασμα που έλεγες πως αν φυσούσε λίγο δυνατότερα, θα έπεφτε. Μια χρονιά, τα Χριστούγεννα, είχαμε πάει η παρέα και σ’αυτό το σπίτι (παραδόξως σώζεται ακόμα) για να πούμε τα κάλαντα, αλλά όταν είδαμε τη μάνα να βγαίνει από μέσα και να μας δίνει δυο μονόδραχμα κερματάκια να τα … μοιράσουμε στα τρία (ή στα τέσσερα, δεν θυμάμαι), ντραπήκαμε και δεν ξαναπήγαμε. Ο ίδιος ο Γιάννης δεν θυμάμαι ποτέ να έλεγε τα κάλαντα. (Άραγε θα τα ήξερε; )
Τον ξαναθυμήθηκα τότε που περίπου τέλειωνα την Γ’ Γυμνασίου, στο σπίτι ενός άλλου Γιάννη. Ας τον πούμε Γιάννη Λ. Θυμάμαι μόνο ότι ψάχναμε στην εγκυκλοπαίδεια του Γιάννη Λ. για ένα λήμμα που άρχιζε από “πο”, οπότε εγώ τράβηξα τον τόμο στου οποίου τη ράχη έγραφε: “Παλαιολόγος – Ρωψ”. Με σταμάτησε ρωτώντας με πώς αλήθεια περιμένω να βρω αυτό που θέλουμε εκεί. Νόμιζε ότι ο εν λόγω τόμος περιείχε είτε μόνο δύο λήμματα, είτε τέτοια που να ξεκινούν από “ΠΑ-” ή από “ΡΩ-”. Κι έτσι θυμήθηκα τον Γιάννη τον γείτονα (που στο μεταξύ είχε εξαφανιστεί οικογενειακώς απ’ την περιοχή μας) και σκέφτηκα ότι αποκλείεται να είχε ούτε μισό ράφι βιβλιοθήκης στο σπίτι του. Εν ολίγοις: Γονείς αναλφάβητοι και θεόφτωχοι απ’ τη μια. Απ’ την άλλη μαθητές όπως εγώ: Με δυο γονείς να έχουν τελειώσει το εξατάξιο Γυμνάσιο και μια σούπερ βιβλιοθήκη στο σπίτι, στην οποία μεταξύ άλλων έβρισκα, πέρα από Λογοτεχνία (άπαντα Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη κλπ) και όλη την εγκυκλοπαίδεια του “Χάρη Πάτση”, την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” του Παπαρρηγόπουλου, την Ελληνική Μυθολογία του Ζαν Ρισπέν, την Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου του Καρτιέ, μετάφραση του “Αλεξάνδρου Ανάβασις” (Αρριανός) κ.α.
Πόσο πιθανό ήταν ο Γιάννης Σ., ο γιος του αναλφάβητου εργάτη να μπορέσει να αποκτήσει τα εφόδια που θα τον έσπρωχναν κάποια μέρα έξω απ’ τον βάλτο μιας ζωής σαν του πατέρα του; Και πόσο πιθανό ήταν ένας μαθητής όπως εγώ να βρεθεί μια μέρα σε πολύ καλύτερη οικονομική και κοινωνική κατάσταση (και κατάταξη) σε σχέση μ’ αυτήν των γονιών του; Λοιπόν, κάτι μου λέει ότι ο προαναφερθείς Ιωάννης τελικά ΔΕΝ είναι σήμερα Εισαγγελέας Πρωτοδικών, ούτε μηχανικός ή γιατρός και μάαλλον δεν έφταιξαν γι’ αυτό ούτε οι δάσκαλοί του, ούτε το σχολείο που πήγαινε. Αντιθέτως, στο σχολείο έγινε τιτάνια προσπάθεια απ’ τους δασκάλους να ανεβάσουν όσο μπορούσαν τις πιθανότητες επιτυχίας τού εν λόγω. Μόνο που φοβάμαι ότι η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν συμφωνεί μ’ αυτό.
Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση – Η δασκάλα
Η κα Κωνσταντία ήταν η δασκάλα μου στην Α’ τάξη του Δημοτικού. Στο Α1 που αριθμούσε τότε πάνω από 30 μαθητές. Θυμάμαι πως ήταν μονίμως βραχνιασμένη. Στην καλύτερη περίπτωση ερχόταν το πρωί χωρίς βραχνάδα, την οποία όμως αποκτούσε μετά από μια δυο διδακτικές ώρες. Περιέργως, αυτό δεν συνέβαινε μόνο όταν έκανε κρύο. Κάτι άλλο που δεν ξεχνιέται εύκολα, είναι η μυρωδιά που πλανώνταν στην αίθουσα την επόμενη ώρα μετά τη Γυμναστική ή προς το μεσημέρι όταν έκανε ζέστη. Και δεν ξεχνιέται πως την επόμενη χρονιά, πηγαίνοντας πια στη Β’ τάξη, το πρόβλημα της φασαρίας είχε σχεδόν λυθεί. Ήμασταν αισθητά λιγότερα παιδιά αφού κάποιους φίλους απ’ το Α1 τους ξανάβλεπα μόνο στο … Α1. Άλλοι πάλι φύγαν εντελώς απ’ το σχολείο.
Κρίμα που τότε δεν είχε αξιολογήσει κανείς σοφός την κα Κωνσταντία ώστε να της δείξει με ποιον τρόπο αυτές οι “απώλειες” θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Τουλάχιστον στην περίπτωση που δεν έφταιγαν οι μαθητές αλλά η δασκάλα. Διότι καμια φορά φταίνε -όπως λένε σήμερα- και οι μαθητές. Δεν είναι βλέπεις όλοι γεννημένοι για να τελειώσουν το Δημοτικό.
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση – Η μαθήτρια
Η Αθανασία Κ. ήταν μαθήτριά μου στην Α’ τάξη του τότε Τεχνικού Επαγγελματικού Εκπαιδευτηρίου (ΕΠΑΛ σήμερα). Ο -μακαρίτης πια- συνάδελφος Κώστας (άλλος “τεμπέλης” κι αυτός), μου είχε πει τηλεγραφικά: “Δεν ξέρω πως πάει στα μαθήματα η Αθανασία, αλλά να δεις και να θαυμάσεις πως σηκώνει και κουβαλάει τα δεμάτια τα ξύλα! Ούτε γομάρι να ήταν. Πρόσεχέ την σε παρακαλώ.” Όμως η Αθανασία δεν είχε ανάγκη καμιας προνομιακής μεταχείρισης. Από μυαλό είχε ξουράφι και προσπαθούσε πραγματικά να το αξιοποιήσει όσο περισσότερο. Άλλο αν νύσταζε μονίμως. Κι άλλο αν υπολογιστή έβλεπε μόνο στο εργαστήριο κι από βιβλία είχε μόνο τα σχολικά. Όχι τίποτε άλλο, αλλά ήταν και στην Ειδικότητα Πληροφορικής. Όπως ήταν κι ο Ηλίας των άπειρων οικογενειακών προβλημάτων που ο πατέρας του μας είχε πει να του τηλεφωνούμε όταν δεν έρχεται το παιδί στο σχολείο για να τον ξυπνάει ο ίδιος και να τον στέλνει. Ή ο Κώστας που δεν θα ερχόταν για μάθημα όταν μάζευαν το βαμβάκι κι αν θα “μπορούσαμε να του χαρίσουμε καμια απουσία”. Ή εκείνη η κοπέλα που καθόταν και μετά την τελευταία ώρα στο σχολείο ως να την διώξει ο επιστάτης. Δεν ήθελε να πάει σπίτι γιατί -όπως μάθαμε- την έδερνε ο πατέρας της. Μα όλες και όλοι είχαν πολύ μυαλό και -κυρίως- φιλότιμο!
Σίγουρα αν αξιολογούσαν τον εκπαιδευτικό που είχε τις περισσότερες ώρες μαζί τους ανά εβδομάδα, θα έβρισκαν πού σφάλλει αυτός και γιατί δεν μπορεί να τους μάθει τα της διδακτέας ύλης όπως: Μετασχηματισμό Fourier, χρονοπρογραμματισμό στα Λειτουργικά Συστήματα, κανονικοποίηση Βάσης Δεδομένων, προγραμματισμό σε Pascal κλπ. Κι επιτέλους, ας έπαυε αυτός ο εκπαιδευτικός και ο κάθε συνάδελφός του “να βολεύονται πίσω από τις ελλείψεις των σχολείων κι ας πάλευαν με αυτά που είχαν”. Μα όλα ο πρόεδρος του ΙΕΠ θα τα λέει πια;
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση – Ο καθηγητής
Ο κος Βασίλης Μ. (από πολλά χρόνια συγχωρεμένος) μας έκανε Άλγεβρα στην Α’ και Β’ Λυκείου. Στη μικρή κοινωνία όπου ζούσαμε, αν και δεν έπρεπε, όλοι γνώριζαν τα πολύ σοβαρά οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο άνθρωπος. Στην πραγματικότητα, η προσωπική του ζωή τον είχε καταστήσει σκέτο ράκος. Συχνά, με το που έμπαινε στην αίθουσα μας έλεγε: “Τώρα, εγώ οφείλω να κλειδώσω τα προβλήματά μου έξω απ’ αυτήν την πόρτα και να αφοσιωθώ στο μάθημά μας εδώ μέσα”. Κι αλήθεια, πόσο φαινόταν ότι αυτό ακριβώς προσπαθούσε τόσο σκληρά να καταφέρει! Και κάπου το μπορούσε. Μας έδειχνε ό,τι πιο απλό υπήρχε από ασκήσεις, πιθανότατα γιατί φοβόταν μην εξωκείλει το μυαλό του στα προσωπικά προβλήματα και μας διδάξει λάθη. Κάποτε λοιπόν με είχε συλλάβει να έχω βοηθήσει πιο “αδύνατο” συμμαθητή μου να γράψει στο διαγώνισμα. Στην πραγματικότητα του είχα λύσει όλα τα θέματα και διεκδίκησε ο απίθανος το “άριστα 20”. Ήμουν σίγουρος πως μας περίμενε τουλάχιστον ημερήσια αποβολή και μηδενισμός και των δύο. Ο κος Βασίλης με ρώτησε γιατί το έκανα. Εγώ απάντησα πως δεν μπορούσα να πω όχι στον συμμαθητή μου που ζήτησε βοήθεια. Θυμάμαι πεντακάθαρα την ανταπάντησή του:
“Είναι δική μου δουλειά να βοηθήσω τον συμμαθητή σου. Κάτι που φυσικά και θα κάνω”.
Εντάξει, ο Θωμάς (το όνομα του συμμαθητή) δεν βαθμολογήθηκε με 20. Όμως πέρασε στην Άλγεβρα. Δεν σκόπευε δα να σπουδάσει κάτι. Οδηγός έγινε. Υποθέτω πως σήμερα οι εύκολες ασκήσεις του κ. Βασίλη θα οδηγούσαν στη χαμηλή του αξιολόγηση ώστε να αποκτήσει κάποιο κίνητρο για να βελτιωθεί. Και στην περίπτωσή του, δεν θα υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει όπως αυτός τους μαθητές του. Άλλωστε, μήπως είναι κατάλληλοι για την τάξη άνθρωποι που έχουν κι άλλα στο μυαλό τους;
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση – Ο φοιτητής
Ο Στέργιος υπήρξε φοιτητής στις αρχές των ‘90s και μάλιστα αρκετά μακριά απ’ τον τόπο του. Το εξαιρετικά χαμηλό οικογενειακό τους εισόδημα, αποδείχθηκε και μια φορά πως ήταν για … καλό: Δικαιούταν διαμονή στις φοιτητικές εστίες της πόλης, δηλαδή διαμονή για λιγότερο από εννιά (9) μήνες τον χρόνο (πλην δηλ. του θέρους) σε δίκλινο δωμάτιο ξενοδοχείου μ’ έναν ακόμη συγκάτοικο. Τουτέστιν υπνοδωμάτιο και μπάνιο. Άντε κι ένα μπαλκονάκι ίσα-ίσα για να απλώνουν κανένα ρούχο. Τυχόν “συμπράγκαλα” του νοικοκυριού τους θα έπρεπε να βρίσκουν κάπου-κάπως χώρο για να τα αφήνουν κάθε καλοκαίρι που στο δωμάτιο θα ερχόντουσαν οι τουρίστες. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν ότι καθώς ο Στέργιος σπούδαζε “την Επιστήμη του μέλλοντος” (παρεμπιπτόντως, στην Ελλάδα έτσι την λένε ακόμη) κάπου θα έπρεπε να περισσέψει χώρος για τον δικό του υπολογιστή και ενδεχομένως του συγκατοίκου του.
Υπήρχαν και οι υπολογιστές του τότε εργαστηρίου της Σχολής, αλλά για ποιον να πρωτοφτάσουν και πόσην ώρα να περάσεις πια εκεί, μέσα στην περιβόητη “Πτέρυγα Γ”, η οποία (ευτυχώς) ήταν τουλάχιστον ανοιχτή και εν λειτουργία 24/7 που λέμε. Μάλιστα, όλες οι κτηριακές υποδομές του Πανεπιστημίου ήταν από αμίαντο, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την υγεία των εκεί ενδιαιτούντων. Ας είναι καλά τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) πάντως. Τέλος, ο φίλος μας δεν είχε δει υπολογιστή (κομπιούτερ) πουθενά στη μέχρι τότε ζωή του και τώρα θα ξεκινούσε, “με το καλωσήρθατε” που λέμε να μαθαίνει πώς να τους προγραμματίζει. Χρησιμοποιώντας μάλιστα Αγγλικές λέξεις και συντομογραφίες.
Στην ίδια σχολή είχε περάσει (μαζί με τον Στέργιο) κι ο Γιάννης, ο γιος του χονδρέμπορα από Αττική. Αυτός πάλι έμενε σε δυάρι όπου είχε ήδη φέρει έναν υπολογιστή, ο οποίος παίζει και να είχε περισσότερες δυνατότητες από εκείνους των εργαστηρίων του Πανεπιστημίου. Μάλιστα γνώριζε εξαιρετικά Αγγλικά και επιπλέον είχε κιόλας γράψει κάμποσα προγράμματα για τους υπολογιστές που του αγόραζαν οι γονείς του όσο μεγάλωνε. Ο Γιάννης σχεδόν κάθε εβδομάδα πήγαινε Αθήνα “να δει την κοπελιά”. Αφού σε 20’ ήταν εκεί. Με το αεροπλάνο βέβαια.
Παρ’ όλα αυτά, το ακαδημαϊκό προσωπικό αγωνιζόταν σκληρά για να δώσει στους δυο φοιτητές τα ίδια πνευματικά εφόδια, ώστε αυτοί να έχουν ίσες ευκαιρίες στη ζωή. Όμως αν η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών τους τύχαινε να είναι σαν τον Στέργιο, πόσο εύκολα θα τα κατάφερναν; Τι είδους papers και πόσα να σου φτιάξει ένας τέτοιος; Ενώ απ’ την άλλη, αν έμπαιναν δίδακτρα στις Πανεπιστημιακές σπουδές και κατά προτίμηση υψηλά; Πόσους “Στέργιους” θα είχαν να μορφώσουν; Δηλαδή εκείνοι οι ακαδημαϊκοί σε ιδρύματα όπως το Harvard και το Cambridge ανόητοι είναι; Πώς δηλαδή να αξιολογηθούν θετικά οι εγχώριοι “καθηγητάδες” όταν δεν σκέφτονται τόσο απλά πράγματα κι έτσι χάνουν τον χρόνο τους με τον κάθε φουκαρά που πρέπει να εκπαιδεύσουν;
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση – Ο καθηγητής
Ο καθηγητής Τ. δίδασκε (μεταξύ άλλων) Ψηφιακή Σχεδίαση και Ηλεκτρονικά Κυκλώματα στο Πανεπιστήμιο. Το ότι ήταν επιστήμονας εγνωσμένου κύρους (και μάλιστα και σε άλλη ήπειρο) σήμαινε -τουλάχιστον- πως ήταν πάρα πολύ έξυπνος. Κι αυτό πάλι καμια φορά σημαίνει ότι υστερείς σε “μεταδοτικότητα” που λένε. Πράγματα δηλ. που στον ίδιο φαινόντουσαν πασιφανή με τετριμμένες αποδείξεις, μπορεί να φάνταζαν ασύλληπτης δυσκολίας σ’εμάς τους -πρωτοετείς μάλιστα- φοιτητές του. Κι έτσι, ο καθηγητής μας φυσούσε και ξεφυσούσε στον πίνακα, ίδρωνε και λαχάνιαζε, αλλά όταν στο τέλος ρωτούσε: “Εντάξει τώρα; Το καταλάβατε ότι έτσι γλιτώνουμε τρεις πύλες NAND;” έβλεπε δεκάδες απορημένες φάτσες να τον κοιτούν με γουρλωμένα μάτια. Δεν τα … παρατούσε πάντως. Απλά έβγαζε έναν αναστεναγμό και ξεκινούσε απ’ την αρχή: “Κάνουμε τον εξής μετασχηματισμό…”
Στις εξετάσεις έβαζε θέματα “διαβαθμισμένης δυσκολίας” ώστε να μπορεί ο υποτυπωδώς “διαβασμένος” να πάρει την πολυπόθητη βάση (ή και λίγο παραπάνω), αλλά χρειαζόταν υπερπροσπάθεια ή ακόμη και χάρισμα για να αριστεύσεις στα μαθήματά του. Πλην όμως ποτέ δεν αρνούνταν βοήθεια σε κανέναν: Είτε αυτό αφορούσε επίλυση αποριών, είτε “κάπως να βρούμε μια δουλειά μέσα στο Πανεπιστήμιο να βοηθήσουμε το σπίτι”, είτε μια κολακευτικότατη συστατική επιστολή και κανένα τηλέφωνο στον “φίλο που είναι ΔΕΠ στο τάδε Τμήμα” (Τμήμα που μπορεί να ήταν και στις ΗΠΑ) “για να σε δουν με καλύτερο μάτι” (κι ας ήσουν ο μέτριος φοιτητάκος).
Πιθανώς σήμερα ένας επιθεωρητής/αξιολογητής της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.) να έμενε στο πλήθος των πρωτοετών που εγκατέλειψαν ομαδικά το Αμφιθέατρο όταν κάποτε άκουσαν πως “στην Άλγεβρα Boole 1+1=0 και ένα το κρατούμενο”. Ή ότι “για κάθε δυαδικό αριθμό x, x+1=1”. Κι έτσι να κατέληγε (ο αξιολογητής) στο: “Δεν έχει μεταδοτικότητα”/“δεν τον καταλαβαίνουν οι φοιτητές”. Αγνοώντας εντελώς την επιμονή του να εξηγήσει, μ’ άλλα λόγια να βοηθήσει (με κάθε τρόπο) τους τελευταίους.