ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία
Έργο της κατοχής με δυνατές σκοτεινές εικόνες, αφηρημένες έννοιες και περιγραφές και δύναμη συναισθημάτων
δίχως ψωμί στο γυλιό δίχως σφαίρες.
Μονάχα με μικρά οργισμένα ποτάμια κλείναν τα περάσματα
πίσω τους.
Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σ’ άγνωστες πέτρες
πάνου στο χιόνι μαζί με τις ελιές τους και τ’ αμπέλια τους –
άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι ένα χέρι
άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ’ την ψυχή του
καθένας κ’ έναν ή πιότερους νεκρούς.
Ανάλυση ποιήματος
Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στην ποιητική σύνθεση “Η τελευταία π. α. εκατονταετία”. O Ρίτσος έγραψε το ποίημα το 1942, ως άμεση αντίδραση στα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα (πτώση του αλβανικού μετώπου, γερμανοϊταλική Κατοχή, προμηνύματα της Αντίστασης), το δημοσίευσε ωστόσο πολύ αργότερα, το 1961. Στο απόσπασμα αποτυπώνεται με ρεαλιστικό τρόπο η θλιβερή υποχώρηση του ελληνικού στρατού, κατά την οποία όμως, παρά τις δυσκολίες, διατηρούνται η ελπίδα και το αγωνιστικό φρόνημα.
Στους πρώτους στίχους ο ποιητής περιγράφει την επιστροφή των Ελλήνων στρατιωτών απ’ το αλβανικό μέτωπο, σε άσχημη κατάσταση και με αισθήματα οργής να τους κατακλύζουν, αφού ο υπεράνθρωπος αγώνας τους και η νίκη τους επί των Ιταλών πήγαν χαμένα, λόγω της επέμβασης των Γερμανών.
Έπειτα μας δείχνει τις θυσίες των αγωνιστών: εγκατάλειψη των οικογενειών και των καλλιεργειών τους, τραυματισμοί, ακρωτηριασμοί, ανεπανόρθωτα ψυχικά τραύματα, θάνατος…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΒΑΚΗΣ
Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, από τις θρυλικές μορφές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-1941).
Γεννήθηκε το 1897 στα Κεχριάνικα Λακωνίας και ήταν γιος του δασκάλου Δαβάκη. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1916. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του συμπλήρωσε τη στρατιωτική του κατάρτιση στη γαλλική Σχολή Αρμάτων και την Ανώτερη Σχολή Πολέμου των Παρισίων.
Όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Κωνσταντίνος Δαβάκης αντιμετώπισε με τους 2.000 άνδρες του την επίλεκτη 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζιούλια», που αριθμούσε πάνω από 10.000 στρατιώτες.
Στις πρώτες κρίσιμες στιγμές του πολέμου αναγκάστηκε να συμπτύξει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες ποσοτικά και ποιοτικά δυνάμεις του εχθρού και κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο, ενώ από την 1η Νοεμβρίου πέρασε στην αντεπίθεση, όταν έφθασαν οι ενισχύσεις από την 1η Μεραρχία Πεζικού. Την επομένη, κατά τη διάρκεια αναγνωριστικής επιχείρησης, ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος και τέθηκε εκτός μάχης.
Ο ηρωικός θάνατός του
Τον Δεκέμβριο του 1942 συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές κατοχής, ως ύποπτος συμμετοχής σε αντιστασιακή ομάδα μαζί με άλλους αξιωματικούς. Όλοι μαζί επιβιβάστηκαν στην Πάτρα στο ατμόπλοιο «Città di Genova» («Πόλη της Γένοβας»), με σκοπό να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία.
Το πλοίο, όμως, τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο στις 21 Ιανουαρίου του 1943 και βυθίστηκε στα ανοιχτά των αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι επιβαίνοντες. Το πτώμα του Δαβάκη αναγνωρίστηκε και τάφηκε στην Αυλώνα (Βλόρε) της Αλβανίας. Μεταπολεμικά τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στην Αθήνα.
Σε πανηγυρική συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών (Μάρτιος του 1948) τού απονεμήθηκε μεταθανάτια το αργυρό μετάλλιο της αυτοθυσίας. Το όνομά του φέρουν πλατείες (Καλλιθέα, Νίκαια) και δρόμοι σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Η επίθεση των Γερμανών κατά των οχυρών της Γραμμής Μεταξά άρχισε στις 05.15 τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, ημέρα Κυριακή, με σφοδρό βομβαρδισμό του πυροβολικού με βλήματα διαφόρων διαμετρημάτων. Από τις 06.00 και μετά αεροπλάνα Στούκας, τα οποία ήταν αναπτυγμένα σε σχηματισμούς, έριχναν συνεχώς βόμβες στα οχυρά. Στο Όρος Μπέλες πραγματοποιήθηκε η πρώτη χερσαία επίθεση των Γερμανών όπου η 6η Ορεινή Μεραρχία κινήθηκε μέσα από τους ορεινούς όγκους στο δυτικό τμήμα του όρους, στο οποίο τμήμα δεν υπήρχαν μόνιμες οχυρώσεις παρά μόνο ολιγάριθμες ελληνικές δυνάμεις κατανεμημένες σε διάσπαρτα πολυβολεία. Παρά την σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων μαχητών στα πυροβολεία οι Γερμανικές δυνάμεις διέσπασαν της Ελληνικές γραμμές. Κατά την διάρκεια της Γερμανικής επίθεσης, με την υποστήριξη 165 πυροβόλων διαφόρων διαμετρημάτων και από μεγάλο αριθμό αεροπλάνων, η γερμανική 5η Ορεινή Μεραρχία επιτέθηκε στο ανατολικό Μπέλες, από το Ρουπέσκο εώς το Οχυρό Καρατάς. Στον τομέα αυτό, που υπεράσπιζε η XVIII Μεραρχία, οι Γερμανοί κατάφεραν, έπειτα από σκληρούς αγώνες και σφοδρό βομβαρδισμό, να επικαθήσουν στη επιφάνεια των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκαγιά.
Ανατολικότερα, στη στενωπό του Ρούπελ, την Γερμανική επίθεση διεξήγαγε το 125ο Σύνταγμα Πεζικού (το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί στις επιχειρήσεις στη Γραμμή Μαζινό στη Γαλλία) μαζί με άλλες μονάδες και με ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού και αεροπλάνων Στούκας, επιτέθηκαν με σφοδρότητα στο οχυρό Ρούπελ, αλλά αποκρούστηκαν απο τα εύστοχα πυρά των Ελλήνων. Το ηθικό των Ελληνικών δυνάμεων συνέχισε να είναι ακμαίο παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς, οι οποίοι προκάλεσαν ελάχιστες ζημιές στα οχυρά.
Οι μάχες συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Στις 9 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη μέσω της κοιλάδας του Αξιού και το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας συνθηκολογεί. Την ίδια ώρα η μάχη των οχυρών στα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα συνεχίζεται. Στις 10 Απριλίου κάθε αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη είχε σταματήσει, με τους Έλληνες να έχουν 1.000 νεκρούς και τραυματίες και τους Γερμανούς με 645 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους. Μετά το τέλος των εχθροπραξιών, οι Γερμανοί απέδωσαν στρατιωτικές τιμές στους μαχητές των οχυρών, βεβαία οι Γερμανοί δεν συμπεριφέρθηκαν το ίδιο σε όλα τα οχυρά, στο οχυρό της Νυμφαία οι Γερμανοί φέρθηκαν εκδικητικά. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στις Σέρρες και αφέθηκαν ελεύθεροι με διαταγή του Χίτλερ.
Με το ξέσπασμα του πολέμου του 1940, γυναίκες από τις πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου άνοιξαν τα μπαούλα τους, ξήλωσαν τα προικιά τους, εκποίησαν τις βέρες τους, και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να βοηθήσουν τους στρατιώτες που βρίσκονταν στο μέτωπο. Στην επαρχία, μαζί με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, αντικαθιστούσαν τους άνδρες στις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές και, επειδή ακόμα και τα υποζύγια επιστρατεύτηκαν, ζώνονταν το αλέτρι, την αξίνα, το φόρτωμα.
Οι γυναίκες της Ηπείρου άνοιξαν τα σπίτια τους στους στρατιώτες, προσφέροντας τρόφιμα, κουβέρτες και ρούχα. Αγέλαστες και μαυροφορεμένες οι αγρότισσες των κακοτράχαλων βουνών, από την Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, τον Επτάλοφο, τη Βούρμπιανη σχημάτιζαν ατέλειωτες φάλαγγες, σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων, φορτωμένες πολεμοφόδια, όπλα και τρόφιμα στο ανέβασμα, και κουβαλώντας τραυματίες στο κατέβασμα. Όταν οι τραυματίες δεν τα κατάφερναν, εκτελούσαν και χρέη νεκροθάφτη.
7 Νοεμβρίου 1940.
Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΙΜΟΣ (1941-1944)
Λίγους μήνες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941), η πρωτεύουσα οδηγήθηκε σε αφανισμό λόγω της έλλειψης τροφίμων και η πείνα έπληξε τις ασθενέστερες τάξεις, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ημερολόγια της εποχής ζωντανεύουν την εικόνα της πόλης: «Στο δρόμο κυκλοφορούν φαντάσματα» θυμάται η Ελένη Βλάχου, «άνθρωποι με άτονο βλέμμα, με σκυμμένες πλάτες, κοκαλιασμένοι από το κρύο, αφανισμένοι από την πείνα. Καμιά φορά τους βλέπεις πεσμένους χάμω στο πεζοδρόμιο. Είναι ζωντανοί, πεθαμένοι;» «Η πείνα θερίζει» αναφέρει συγκλονισμένος και ο Ροζέ Μιλλιέξ, τότε διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου, «από Πανεπιστημίου ίσαμε το Ινστιτούτο είδα ακόμη δυο παιδάκια 14 – 15 χρονών το ένα, 7 – 8 το άλλο, να πέφτουν κάτω από την εξάντληση. Δεν υπάρχουν πια ούτε φέρετρα για τους νεκρούς».
Η ανελέητη λεηλασία και η οικονομική εκμετάλλευση της χώρας από τους Γερμανούς κατακτητές οδήγησε στην κατάρρευση της τροφοδοσίας και της οικονομίας. Όπως αναφέρει ο Μ. Μαζάουερ «Το Υπουργείο Τροφίμων και Γεωργίας [του Ράιχ] γνώριζε το μέγεθος της κατάστασης, αλλά ήταν ενάντια στο να δοθεί οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα». Τα στελέχη του υποστήριζαν ότι «δεν μπορούσαν να σταλούν σιτηρά στην Ελλάδα χωρίς να μπει σε κίνδυνο η τροφοδοσία της ίδιας της Γερμανίας». Η στάση τους μεθόδευσε τους μαζικούς θανάτους.
Στην πρωτεύουσα την περίοδο 1941 – 1942 πέθαναν από τον λιμό κατά προσέγγιση 45.000 άνθρωποι, ενώ στη Θεσσαλονίκη το χρονικό διάστημα 1942 – 1943 απεβίωσαν από ασιτία – σε συνδυασμό και με την ελονοσία – περίπου 5.000 άνθρωποι.