ΕΝΟΤΗΤΑ 8: Ένα μοιραίο λάθος
18 Ιανουαρίου 2025 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ
Δευτερόκλιτα επίθετα
Όπως και στη Νέα Ελληνική, τα επίθετα προσδίδουν μια ιδιότητα σε ένα ουσιαστικό. Στην Αρχαία Ελληνική υπάρχουν δευτερόκλιτα και τριτόκλιτα επίθετα. Στα δευτερόκλιτα περιλαμβάνονται επίθετα τρικατάληκτα (δηλ. με τρεις καταλήξεις, μία για κάθε γένος) και δικατάληκτα (δηλ. με δύο καταλήξεις, μία κοινή για το αρσενικό και το θηλυκό και μία για το ουδέτερο). Συγκεκριμένα:
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||
---|---|---|---|---|
τρικατάληκτα | -ος | -η -α |
-ον | ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόν ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τὸ δίκαιον |
δικατάληκτα | -ος | -ος | -ον | ὁ ἔνδοξος, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον |
ΠΡΟΣΟΧΗ:
- Στα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα το αρσενικό και το ουδέτερο γένος κλίνονται σύμφωνα με τη β′ κλίση των ουσιαστικών (βλ. Ενότητα 4), ενώ το θηλυκό κλίνεται σύμφωνα με την α′ κλίση των ουσιαστικών (βλ. Ενότητα 6).
- Το θηλυκό γένος των τρικατάληκτων δευτερόκλιτων επιθέτων κανονικά λήγει σε -η. Όταν, όμως, πριν από την κατάληξη -ος του αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή -ρ-, τότε λήγει σε -α (μακρό), π.χ. ἀγαθ-ός, ἀγαθ-ή, ἀγαθ-όν, αλλά πλούσι-ος, πλουσί-α (προσοχή στον τονισμό, η λήγουσα είναι μακρά), πλούσι-ον και μικρ-ός, μικρ-ά, μικρ-όν.
- Το θηλυκό των τρικατάληκτων δευτερόκλιτων επιθέτων στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου και όπως το αρσενικό στις αντίστοιχες πτώσεις, π.χ. πλούσιαι, πλουσίων (αρσ.: πλούσιοι, πλουσίων).
- Δικατάληκτα είναι κυρίως τα περισσότερα σύνθετα επίθετα σε -ος, π.χ. ὁ/ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον – ὁ/ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον.
α) Τρικατάληκτα με 3 γένη (σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον)
(θ. σοφο-, σοφη-, σοφο-)
(θ. δικαιο-, δικαια-, δικαιο-)
Ενικός αριθμός
ον. σοφὸς σοφὴ σοφὸν δίκαιος δικαία δίκαιον γεν. σοφοῦ σοφῆς σοφοῦ δικαίου δικαίας δικαίου δοτ. σοφῷ σοφῇ σοφῷ δικαίῳ δικαίᾳ δικαίῳ αιτ. σοφὸν σοφὴν σοφὸν δίκαιον δικαίαν δίκαιον κλ. σοφὲ σοφὴ σοφὸν δίκαιε δικαία δίκαιον Πληθυντικός αριθμός
ον. σοφοὶ σοφαὶ σοφὰ δίκαιοι δίκαιαι δίκαια γεν. σοφῶν σοφῶν σοφῶν δικαίων δικαίων δικαίων δοτ. σοφοῖς σοφαῖς σοφοῖς δικαίοις δικαίαις δικαίοις αιτ. σοφοὺς σοφὰς σοφὰ δικαίους δικαίας δίκαια κλ. σοφοὶ σοφαὶ σοφὰ δίκαιοι δίκαιαι δίκαια β) Δικατάληκτα με τρία γένη (σε -ος, -ον)
(θ. ἀφθονο-)
Ενικός αριθμός
ον. ὁ ἡ
ἄφθονος τὸ ἄφθονον γεν. τοῦ τῆς
ἀφθόνου τοῦ ἀφθόνου δοτ. τῷ τῇ
ἀφθόνῳ τῷ ἀφθόνῳ αιτ. τὸν τήν
ἄφθονον τὸ ἄφθονον κλ. (ὦ)
ἄφθονε (ὦ) ἄφθονον Πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ αἱ
ἄφθονοι τὰ ἄφθονα γεν. τῶν
ἀφθόνων τῶν ἀφθόνων δοτ. τοῖς ταῖς
ἀφθόνοις τοῖς ἀφθόνοις αιτ. τοὺς τὰς
ἄφθονους τὰ ἄφθονα κλ. (ὦ)
ἄφθονοι (ὦ) ἄφθονο ΠΗΓΕΣ:
Δημοσιευμένο στην κατηγορία ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ .
Πρόσφατα σχόλια