ΕΝΟΤΗΤΑ6: Η ομορφιά δεν είναι το παν
15 Δεκεμβρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
῎Ελαφος εὐμεγέθης ὥρᾳ θέρους | Ένα μεγαλόσωμο ελάφι σε εποχή καλοκαιριού, |
διψῶν παραγίνεται | καθώς διψούσε, φτάνει κοντά |
ἐπί τινα πηγὴν διαυγῆ καὶ βαθεῖαν | σε κάποια καθαρή και βαθιά πηγή |
καὶ πιὼν ὅσον ἤθελεν | και, αφού ήπιε όσο (νερό) ήθελε, |
προσεῖχεν τῇ τοῦ σώματος ἰδέᾳ. | παρατηρούσε τη μορφή του σώματός του. |
Καὶ μάλιστα μὲν ἐπῄνει τὴν φύσιν τῶν κεράτων | Και κυρίως επαινούσε τη φύση των κεράτων του |
ὡς κόσμος εἴη παντὶ τῷ σώματι. | με την ιδέα ότι αυτά ήταν στολίδι για όλο το σώμα του. |
Ἔψεγεν δὲ τὴν τῶν σκελῶν λεπτότητα | Αντίθετα, κατηγορούσε τα λεπτά του πόδια, |
ὠς οὐχ οἵων τε ὄντων φέρειν πᾶν τὸ βάρος. | επειδή, κατά τη γνώμη του, δεν μπορούσαν να αντέξουν όλο το βάρος του. |
Ἐν ᾧ δὲ πρὸς τούτοις ἦν, | Και ενώ ασχολούνταν με αυτά, |
ὑλακή τε κυνῶν αἰφνιδίως ἀκούεται | ξαφνικά ακούγεται γάβγισμα σκυλιών |
καὶ κυνηγέται πλησίον. | και κυνηγοί το πλησιάζουν. |
Ὁ δὲ πρὸς φυγὴν ὥρμα | Αυτό άρχισε να τρέχει ορμητικά, για να ξεφύγει, |
καὶ μέχρις ὅπου διὰ πεδίου ἐποιεῖτο τὸν δρόμον, | και όσο έτρεχε σε ομαλό έδαφος, |
ἐσῴζετο ὑπὸ τῆς ὠκύτητος τῶν σκελῶν. | σωζόταν από την ταχύτητα των ποδιών του. |
᾽Επεὶ δὲ εἰς πυκνὴν καὶ δασεῖαν ὕλην ἐνέπεσεν, | Όταν όμως έφτασε σε αδιαπέραστο και πυκνό δάσος, |
ἐμπλακέντων αὐτῷ τῶν κεράτων ἑάλω, | επειδή του μπλέχτηκαν τα κέρατα, παγιδεύτηκε |
πείρᾳ μαθὼν | και έμαθε εξ ιδίας πείρας |
ὅτι ἄρα ἄδικος ἦν τῶν ἰδίων κριτὴς | ότι πράγματι ήταν άδικος κριτής των ατομικών του γνωρισμάτων, |
ψέγων μὲν τὰ σῴζοντα, | γιατί κατηγορούσε αυτά που το έσωζαν, |
ἐπαινῶν δὲ τὰ προδόντα αὑτόν. | ενώ επαινούσε αυτά που το πρόδωσαν. |
© Ελληνικός Πολιτισμός – Γιάννης Παπαθανασίου-Κατερίνα Πρανδέκου
ΠΗΓΗ: https://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/oles%20oi%20metafraseis%20a.htm
Β2 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
Παραγωγή ουσιαστικών από ρήματα
Τα ουσιαστικά που παράγονται από ρήματα σημαίνουν:
1) το πρόσωπο που ενεργεί. Παραγωγικές καταλήξεις τους είναι οι ακόλουθες:
-εὺς | γράφ-ω: γραφ-εύς, νέμ-ω: νομεύς, τίκτ-ω: τοκ-εὺς κτλ. |
-ὸς | τρέφ-ω: τροφ-ός, πέμπ-ω: πομπ-ός, ᾄδ-ω (θ. ἀειδ-): ἀοιδ-ὸς , τάσσ-ω (θ. ταγ-): ταγ-ός κτλ. |
-μὼν | ἡγέομαι –οῦμαι (θ. ἡγε-): ἡγε-μών, κήδ-ομαι (θ. κηδ-, κηδε-): κηδε-μὼν κτλ. |
-ὰς | φεύγ-ω (θ. φευγ-, φυγ-): φυγ-άς, νέμ-ω: νομ-ὰς κτλ. |
-της | ποιέ-ω -ῶ: ποιη-τὴς (θηλ. ποιή-τρια), αὐλέ-ω -ῶ: αὐλη-τὴς (θηλ. αὐλη-τρίς), ἐργάζομαι: ἐργά-της (θ. ἐργά-τις) κτλ. |
-τὴρ | καλέ-ω -ῶ (θ. καλε-, κλη-): κλη-τήρ, σῴζω: σω-τήρ (θηλ. σώ-τειρα) κτλ. |
-τωρ | λέγ-ω (θ. ῥη-, ῥη-θήσομαι): ῥή-τωρ, συλ-λαμβάνω (θ. λαβ-): συλ-λήπ-τωρ (θηλ. συλ-λήπ-τρια), πράττω (θ. πραγ-): πράκ-τωρ κτλ. |
2) την ενέργεια, το πάθος ή την κατάσταση: παραγωγικές καταλήξεις:
–σις | λύ-ω: λύ-σις, παύ-ω: παῦ-σις, γεύ-ομαι: γεῦ-σις, κρού-ω: κροῦ- σις· στέφ-ω: (στέφ-σις=) στέψις, τρέφ-ω: (τρέφ-σις =) θρέψις, λαμβάνω (θ.λαβ-, ληβ-): (λῆβ-σις =) λῆψις· μείγνυμι: (μεῖγ-σις =) μεῖξις, ψύχ-ω: (ψῦχ-σις =) ψῦξις· αἴρ-ω (θ. ἀρ-): ἄρ-σις, καθαίρω (θ. καθαρ-):κάθαρ-σις, ἐγείρομαι (θ. ἐγερ-): ἔγερ-σις, κλίνω: κλί-σις, κρίνω: κρί-σις · γεννά-ω -ῶ: γέννη-σις, δρά-ω -ῶ: δρᾶ-σις, αἰτιά-ομαι -ῶμαι: αἰτία-σις, ὁρά-ω -ῶ: ὅρα-σις· αἱρέ-ω -ῶ: αἵρε-σις, ποιέ-ω -ῶ: ποίη-σις· δηλό-ω -ῶ: δήλω-σις, ἀρό-ω -ῶ: ἄρο-σις γ, 1)· ἁλίσκομαι (θ.ἁλω-): ἅλω-σις, χρή-ομαι -ῶμαι (θ. χρη-): χρῆ-σις· ἵ-στη-μι (θ. στη-, στᾰ-): στά-σις, τί-θη-μι (θ. θη-, θε-):θέ-σις, ἀφ-ί-η-μι (θ. ἡ-, ἑ): ἄφ-ε-σις, ἐν-ί-η-μι: ἔν-ε-σις, δί-δω-μι (θ. δω-, δο-): δό-σις κ.ά. |
-σία | δοκιμάζω: δοκιμα-σία, ἐργάζομαι: ἐργα-σία, θύ-ω: θυ-σία, ξηραίνω: ξηρα-σία, σημαίνω: σημα-σία, ὑγραίνω: ὑγρα-σία κ.ά. |
-ὴ | γράφ-ω: γραφ-ή, ἀμείβ-ω: ἀμοιβ-ή, πέμπ-ω: πομπ-ή, θάπτ-ω: ταφ-ή, στρέφ-ω: στροφ-ή, φυλάττω (θ. φυλακ-): φυλακ-ή, σφάτ- τω (θ. σφαγ-) σφαγ-ή, ταράττω (θ. ταραχ-): ταραχ-ή, ἀρήγ-ω (= βοηθῶ): ἀρωγ-ή κ.ά. |
-ὰ | (όταν προηγείται ρ): ἀγείρω (θ. ἀγερ-): ἀγορ-ά, φθείρω (θ. φθερ-): φθορ-ά, χαίρω (θ. χαρ-): χαρ-ὰ κ.ά. |
-ία | μαίνομαι (θ. μαν-): μαν-ία, ἀγγέλλω: ἀγγελ-ία, ὁμιλέ-ω: ὁμιλ-ία, μαρτυρέ-ω -ῶ: μαρτυρ-ία κ.ά. |
–εία | (ιδίο)ς από ρήματα σε –εύω): ἀριστεύω: ἀριστεία, βασιλεύω: βασιλεία, δουλεύω: δουλεία, θεραπεύω: θεραπεία, κολακεύω: κολακεία, λατρεύω: λατρεία, μαντεύω: μαντεία, παιδεύω: παιδεία κ.ά. |
Σε τέτοια παράγωγα η κύρια παραγωγική κατάληξη είναι -ία (όπως στα προηγούμενα)· αλλά η κατάληξη αυτή μαζί με το προηγούμενο φωνήεν του θέματος παρουσιάζεται σαν –εία: βασιλε-ία – βασιλεία. |
|
-ος | (αρσ. της β΄ κλίσης): τρέμω: τρόμ-ος, τρέπω: τρόπ-ος, ψέγω: ψόγ-ος· πλέω: πλό-ος – πλοῦς, ῥέ-ω: ῥό-ος – ῥοῦς κ.ά. |
–μὸς | ἀγείρω (θ. ἀγερ-): ἀγερ-μός, δέω – δῶ (= δένω), (θ. δεσ-): δεσμός, ὀδύρομαι: ὀδυρ-μός, σείω (θ. σεισ-): σεισ-μός |
-(ε)τός | τρυγά-ω -ῶ: τρυγη-τός, κωκύω: κωκυ-τός, κόπτω: κοπ-ετός, νείφει (= χιονίζει· από θ. νιφ-): νιφ-ετός, πήγ-νυμι (θ. πηγ-, παγ-): παγ-ετός, τίκτω (θ. τεκ-, τοκ-): τοκ-ετός, ύω (= ρίχνω βροχή, βρέχω): ὑ-ετὸς κ.ά. |
3) το αποτέλεσμα της ενέργειας: παραγωγικές καταλήξεις:
-μα | βουλεύω: βούλευ μα, ἱδρύω: ἵδρυ-μα, μηνύω: μήνυμα· πταίω (θ. πταισ-): πταῖσ-μα, χρίω (θ. χρισ-): χρῖσ-μα· τιμάω -ῶ: τίμη-μα, ποιέω -ῶ: ποίη-μα, ζημιόω -ῶ: ζημίω-μα· βλέπω: βλέμ-μα, τρίβω: τρῖμ-μα, γράφω: γράμ-μα· πλέκω: πλέγ-μα, πράττω (θ. πραγ-): πρᾶγ-μα, ὀρύττω (θ. ὀρυχ-): ὄρυγ-μα· πλάττω (θ. πλαθ-): πλάσ-μα· ἀγγέλλω: ἄγγελ-μα, σφάλλω: σφάλ-μα, καθαιρώ: κάθαρ-μα, ὑφαίνω (θ. ὑφαν-): ὕφασμα, τέμνω (θ. τεμ-, τμη-) τμῆ-μα, βαίνω (θ. βα-, βη-): βῆ-μα κ.ά. |
-μη | γράφω: γραμ-μή, ῥήγνυ-μι (θ. ῥηγ-, ῥωγ-): ῥωγ-μή· φη-μί: φή-μη, γι-γνώ-σκω: γνώ-μη κ.ά. |
-ος | (ουδ. γ΄ κλίσ.): λανθάνω (θ. λαθ-): λάθ-ος, πάσχω (θ. παθ-): πάθ-ος, ψεύδομαι: ψεῦδ-ος κ.ά. |
4) το όργανο ή το μέσο μιας ενέργειας: παραγωγικές καταλήξεις:
–τρον
ή -θρον |
ἀρόω -ῶ: ἄρο-τρον, πλήττω (θ. πληγ-): (πλῆγ-τρον =) πλῆκ-τρον, σείω (θ. σεισ-): σεῖσ-τρον, σημαίνω (θ. σημαν-): σήμαν-τρον, σκήπτω (= στηρίζω): σκῆπ-τρον, φοβέω -ῶ: φόβη-τρον· κλείω: κλεῖ-θρον κ.ά. |
Πολλά τέτοια παράγωγα στον πληθυντικό σημαίνουν αμοιβή για τη σχετική ενέργεια: διδάσκω: δίδακ-τρα, λύω: λύ-τρα, τρέφω: θρέπ-τρα (= αμοιβή για την τροφή) κ.ά. |
|
-τρα
ή –θρα |
ξύω (θ. ξυσ-): ξύσ-τρα, χέω (θ. χυ-, πβ. ἐ-χύ-θην): χύ-τρα· ἀποβαίνω (θ. βα-): ἀπο-βά-θρα κ.ά. |
-τήρ | ζώννυμι (θ. ζωσ-): ζωσ-τήρ, καίω (καυ-): καυ-τήρ, λάμπω: λαμπ-τήρ, λούω: λου-τήρ, νίπτω: νιπ-τήρ κ.ά. |
-τηρία | βαίνω (θ. βα-): βα-κ-τηρία κ.ά. |
-τήριον | πίνω (θ. πο-): πο-τήριον, ἐγείρω (θ. ἐγερ-): ἐγερ-τήριον, αἰσθάνομαι (θ. αἰσθε-): αἰσθη-τήριον κ ά. |
-ανον | γλύφω (= σκαλίζω): γλύφ-ανον, δρέπω: δρέπ-ανον κ.ά. |
-άνη | σκάπτω: σκαπ-άνη, χέω (= χύνω): χο-άνη κ.ά. |
-όνη | ἄγχω (= σφίγγω το λαιμό, πνίγω): ἀγχ-όνη, πείρω (= τρυπώ) (θ. περ-): περ-όνη κ.ά. |
-ίς | (γεν. –ίδος) γράφω: γραφ-ίς, γλύφω: γλυφ-ίς, προβόσκω: προβοσκ-ὶς κ.ά. |
-εὺς | σφάττω (θ. σφαγ-): σφαγ-εὺς (= ξίφος), τέμνω: τομ-εὺς (= όργανο με το οποίο κόβομε) κ.ά. |
5) τον τόπο όπου γίνεται μια ενέργεια· παραγωγικές καταλήξεις:
-τήριον | βουλεύω: βουλευ-τήριον, δικάζω: δικασ-τήριον, ἐργάζομαι: ἐργασ-τήριον, ὁρμάομαι -ῶμαι: ὁρμη-τήριον κ.ά. |
-τρα | ὀρχέομαι -οῦμαι: ὀρχήσ-τρα, παλαίω: παλαίσ-τρα κ.ά. |
-τρον | θεάομαι -ῶμαι: θέα-τρον, λέχ-ομαι (ποιητ. = κοιμοῦμαι): λέκ-τρον (= κλίνη) κ.ά. |
-θρον | βαίνω (θ. βα-): βά-θρον, ῥέω (θ. ῥεε-): (ῥέε-θρον =) ῥεῖθρον. |
Γ΄ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
Α′ κλίση ουσιαστικών
Κατά την πρώτη κλίση κλίνονται ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα αρσενικά λήγουν σε –ας ή σε –ης και τα θηλυκά σε –α ή σε –η.
Παραδείγματα αρσενικών σε -ας και σε -ης
θ. νεανιᾱ | θ. Ἀτρειδᾱ– | θ.στρατιωτᾱ | θ. ποιητᾱ | ||
Ενικός αριθμός |
|||||
ον. | ὁ | νεανίας | Ἀτρείδης | στρατιώτης | ποιητὴς |
γεν. | τοῦ | νεανίου | Ἀτρείδου | στρατιώτου | ποιητοῦ |
δοτ. | τῷ | νεανίᾳ | Ἀτρείδῃ | στρατιώτῃ | ποιητῇ |
αιτ. | τὸν | νεανίαν | Ἀτρείδην | στρατιώτην | ποιητὴν |
κλ. | (ὦ) | νεανία | Ἀτρείδη | στρατιῶτᾰ | ποιητὰ |
Πληθυντικός αριθμός |
|||||
ον. | οἱ | νεανίαι | Ἀτρεῖδαι | στρατιῶται | ποιηταὶ |
γεν. | τῶν | νεανιῶν | Ἀτρειδῶν | στρατιωτῶν | ποιητῶν |
δοτ. | τοῖς | νεανίαις | Ἀτρείδαις | στρατιώταις | ποιηταῖς |
αιτ. | τοὺς | νεανίας | Ἀτρείδας | στρατιώτας | ποιητὰς |
κλ. | (ὦ) | νεανίαι | Ἀτρεῖδαι | στρατιῶται | ποιηταὶ |
β) Παραδείγματα θηλυκών σε -ᾱ και -ᾰ (γεν. -ᾱς)
(θ. πολιτειᾱ) (θ. στρατιᾱ-) (θ. ἀληθειᾰ-) (θ. σφαιρᾰ-)
Ενικός αριθμός |
|||||
ον. | ἡ | πολιτεία | στρατιὰ | ἀλήθειᾱ | σφαίρᾰ |
γεν. | τῆς | πολιτείας | στρατιᾶς | ἀληθείας | σφαίρᾱς |
δοτ. | τῇ | πολιτείᾳ | στρατιᾷ | ἀληθείᾳ | σφαίρᾳ |
αιτ. | τὴν | πολιτείαν | στρατιὰν | ἀλήθειᾰν | σφαῖρᾰν |
κλ. | (ὦ) | πολιτεία | στρατιὰ | ἀλήθειᾰ | σφαῖρᾰ |
Πληθυντικός αριθμός |
|||||
ον. | αἱ | πολιτεῖαι | στρατιαὶ | ἀλήθειαι | σφαῖραι |
γεν. | τῶν | πολιτειῶν | στρατιῶν | ἀληθειῶν | σφαιρῶν |
δοτ. | ταῖς | πολιτείαις | στρατιαῖς | ἀληθείαις | σφαίραις |
αιτ. | τὰς | πολιτείας | στρατιὰς | ἀληθείας | σφαίρας |
κλ. | (ὦ) | πολιτεῖαι | στρατιαὶ | ἀλήθειαι | σφαῖραι |
γ) Παραδείγματα θηλυκών σε ᾰ- (γεν. -ης)
(θ. τραπεζᾰ-) (θ. γλωσσᾰ-)
Ενικός αριθμός |
Πληθυντικός αριθμός |
|||||
ον. | ἡ | τράπεζᾰ | γλῶσσᾰ | αἱ | τράπεζαι | γλῶσσαι |
γεν. | τῆς | τραπέζης | γλώσσης | τῶν | τραπεζῶν | γλωσσῶν |
δοτ. | τῇ | τραπέζῃ | γλώσσῃ | ταῖς | τραπέζαις | γλώσσαις |
αιτ. | τὴν | τράπεζᾰν | γλώσσᾰν | τὰς | τραπέζας | γλώσσας |
κλ. | (ὦ) | τράπεζᾰ | γλώσσᾰ | (ὦ) | τράπεζαι | γλῶσσαι |
δ) Παραδείγματα θηλυκών σε –η
(θ. κωμᾱ) (θ. τιμᾱ-)
Ενικός αριθμός |
Πληθυντικός αριθμός |
|||||
ον. | ἡ | κώμη | τιμὴ | αἱ | κῶμαι | τιμαὶ |
γεν. | τῆς | κώμης | τιμῆς | τῶν | κωμῶν | τιμῶν |
δοτ. | τῇ | κώμῃ | τιμῇ | ταῖς· | κώμαις | τιμαῖς |
αιτ. | τὴν | κώμην | τιμὴν | τὰς | κώμας | τιμὰς |
κλ. | (ὦ) | κώμη | τιμὴ | (ὦ) | κῶμαι | τιμαὶ |
ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΚΛΙΣΗΣ
Ενικός |
Πληθυντ. |
||||||
Αρσενικό |
Θηλυκό |
Αρσ. Θηλ. |
|||||
ον. |
-ᾱς |
-ης |
-ᾱ |
-ᾰ |
-η |
-αι |
|
γεν. |
-ου |
-ου |
-ᾱς |
-ᾱς ή -ης |
-ης |
-ων |
|
δοτ. |
-ᾳ |
-ῃ |
-ᾳ |
-ᾳ ή -ῃ |
-ῃ |
-αις |
|
αιτ. |
-ᾱν |
-ην |
-ᾱν |
-ᾰν |
-ην |
-ᾱς |
|
κλ. |
-ᾱ |
-η (ή-ᾰ) |
-ᾱ |
-ᾰ |
-η |
-αι |
Παρατηρήσεις
Α. Στα πρωτόκλιτα ουσιαστικά:
1) οι καταλήξεις του πληθυντικού των αρσενικών και των θηλυκών είναι οι ίδιες·
2) το α στην κατάληξη -ας (σε οποιαδήποτε πτώση) είναι πάντοτε μακρόχρονο: ὁ Αἰνείᾱς, τῆς χώρᾱς, τοὺς στρατιώτᾱς
3) η γενική του πληθ. τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη: τῶν νεανιῶν, τῶν θαλασσῶν. .
Β. Από τα πρωτόκλιτα αρσενικά σε –ης σχηματίζουν την κλητική του ενικού σε -ᾱ και όχι σε -η:
α) τα εθνικά: ὦ Πέρσᾰ, ὦ Σκύθᾰ.
β) όσα λήγουν σε -της και τα σύνθετα (με β΄ συνθ. ρήμα) σε -άρχης, -μέτρης, -πώλης, -τρίβης, -ώνης κτλ.: ὦ στρατιῶτα, ὦ γυμνασιάρχα, ὦ βιβλιοπῶλα, ὦ παιδοτρίβα, ὦ τελῶνα.
Γ. Στα πρωτόκλιτα θηλυκά που λήγουν σε –α:
1) αν πριν από την κατάληξη α υπάρχει σύμφωνο (εκτός από το ρ), τότε το α αυτό λέγεται μη καθαρό, είναι κανονικά βραχύχρονο και στη γενική και δοτική του ενικού τρέπεται σε η: ἡ μοῦσα, τῆς μούσης, τῇ μούσῃ κτλ. – ἡ μᾶζα, τῆς μάζης, τῇ μάζῃ κτλ.
2) αν πριν από την κατάληξη α υπάρχει φωνήεν ή ρ, τότε το α αυτό λέγεται καθαρό, είναι κανονικά μακρόχρονο και φυλάγεται σε όλες τις πτώσεις του ενικού: ἡ πολιτεία, τῆς πολιτείας, τῇ πολιτείᾳ κτλ. – ἡ ὥρα, τῆς ὥρας, τῇ ὥρᾳ κτλ.
3) το α της κατάληξης στην αιτιατική και την κλητική του ενικού είναι μακρόχρονο ή βραχύχρονο, ανάλογα με το τι είναι στην ονομαστική: (ἡ πολιτείᾱ) τὴν πολιτείᾱν, ὦ πολιτείᾱ – (ἡ μοῦσᾰ) τὴν μοῦσᾰν, ὦ μοῦσᾰ.
Δημοσιευμένο στην κατηγορία ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ .
Πρόσφατα σχόλια