Οι πιτσιρίκοι, Δημήτρης Ψαθάς

1 Νοεμβρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΙ

“Οι Πιτσιρίκοι” είναι το έργο του Δημήτρη Ψαθά από το οποίο προέρχεται το απόσπασμά μας. Στο έργο αυτό ο συγγραφέας καταγράφει τα γεγονότα της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Στα χρόνια της σκλαβιάς και της τυραννικής παρουσίας του κατακτητή, οι Έλληνες έκαναν τον αγώνα τους εναντίον των δυνάμεων κατοχής. Σε αυτόν τον αγώνα, γνωστό ως Εθνική Αντίσταση συμμετείχαν Έλληνες κάθε φύλου και ηλικίας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα βλέπουμε ότι ακόμα και μικρά παιδιά συμμετείχαν στον αγώνα. Διακρίνουμε στο απόσπασμα τον τυπικό τρόπο γραφής του Δημήτρη Ψαθά, τον οποίο χαρακτηρίζει η χιουμοριστική διάθεση, αλλά και η ζωντανή, ρεαλιστική απεικόνιση των γεγονότων.

ΟΙ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

1η “Γενάρης του 42….αστείο η ζωή του”:Η κατάσταση των Ελλήνων τον Γενάρη του 1942 .

2η “Βραδάκι…..έγιναν άφαντοι”: Η δολιοφθορά (σαμποτάζ).

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΤΟΥ  ’42

Είναι η χειρότερη περίοδος της γερμανικής κατοχής με χιλιάδες θανάτους από την πείνα, τον βαρύ χειμώνα και τις γερμανικές βιαιοπραγίες. Φαίνεται από την εικόνα των τριών συμφορών, την πείνα, το κρύο και το φόβο που δίνει ο αφηγητής.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Ο λαός όχι μόνο δεν γονατίζει από αυτά τα κακά,  αλλά  έχει το κουράγιο να αστειεύεται. Προβάλλεται έτσι ο ανυπότακτος, αγωνιστικός και γεμάτος αισιόδοξη διάθεση χαρακτήρας του ελληνικού λαού. Παράδειγμα, αποτελεί το μικρό παιδί που άφοβα γελά και πειράζει Γερμανούς και Ιταλούς.

ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΙ

Δεν κάνουν ανοιχτό πόλεμο γιατί θα ηττούνταν, αλλά χρησιμοποιούν πανουργία και δόλο. Η σκληρότητα του εχθρού μόνο με πονηριά και τεχνάσματα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ  ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Οι Γερμανοί αντιδρούν σκληρά και βίαια. Παρά τον χιουμοριστικό χαρακτήρα του κειμένου, ο συγγραφέας καταγράφει με ωμό και ρεαλιστικό τρόπο τη βαρβαρότητα των κατακτητών (ο Γερμανός που τσακίζει το χέρι του παιδιού στο γόνατό του).Έτσι καταλαβαίνουμε την κατάσταση που επικρατούσε στη σκλαβωμένη Ελλάδα.

ΠΟΙΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Αντίσταση έκαναν άνθρωποι κάθε ηλικίας ακόμη και μικρά παιδιά.

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ (παραλληλισμός)

Ο αφηγητής εξιστορώντας τα γεγονότα, παρομοιάζει τους πρωταγωνιστές με μυθικά πρόσωπα. Ο Γερμανός οδηγός παρομοιάζεται με τον Κύκλωπα Πολύφημο και ο μικρός δεκάχρονος σαμποτέρ παρομοιάζεται με τον Οδυσσέα. Με τον παραλληλισμό αυτό ο αφηγητής δηλώνει την παντοδυναμία των Γερμανών σε σχέση με την αδυναμία του δεκάχρονου παιδιού. Όμως ο μικρός με την πονηριά και την πανουργία του,  όπως ο Οδυσσέας, ξεγελάει τον γίγαντα και κερδίζει την άνιση μάχη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Αλληγορία είναι μια μεταφορική  έκφραση που κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φανερώνουν οι λέξεις της. Βλέπε και την  κατηγορία Σχήματα λόγου ή εκφραστικά μέσα στο ιστολόγιο ¨Πειραματισμοί”.

ΤΟ ΤΕΧΝΑΣΜΑ

Ο μικρός αποσπά την προσοχή του Γερμανού λέγοντάς του ότι θα ανάψει το τσιγάρο του από το φως του αυτοκινήτου και αστειεύεται μαζί του, ενώ η υπόλοιπη παρέα προκαλεί φθορές στο όχημά του.

ΤΑ ΚΩΜΙΚΑ (ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΑ) ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Φαίνονται στους διαλόγους ανάμεσα στο πιτσιρίκι και τον Γερμανό. Το παιδί  χρησιμοποιεί γερμανικές λέξεις   και  λαϊκές φράσεις (μάπα) προκαλώντας το γέλιο μας. Κωμικό στοιχείο είναι ακόμη η ασυνεννοησία τους καθώς και τα περήφανα λόγια του Γερμανού για την ανωτερότητα της φυλής του ενώ την ίδια στιγμή αυτός ξεγελιόταν από το παιδί.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ  ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΝΤΟΣ

Έτσι ο αφηγητής προβάλλει την εξυπνάδα, την ψυχραιμία, την πονηριά και το ταλέντο του παιδιού να παραπλανήσει τον Γερμανό. Από την άλλη προβάλλεται η αφέλεια του Γερμανού που πέφτει θύμα του δεκάχρονου παιδιού, αλλά και η ρατσιστική ιδεολογία του, την οποία είχε διακηρύξει ο Χίτλερ. Ο αφηγητής ειρωνεύεται τον στρατιώτη και την ιδεολογία του, καθώς αποδεικνύεται  ότι ο παντοδύναμος γίγαντας είναι απονήρευτος και ανόητος, αφού εξαπατάται από ένα αδύναμο παιδί.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ

“Ένας ακήρυκτος πόλεμος υπάρχει ανάμεσα στα θηρία και τα πεινασμένα αλητάκια της Αθήνας”. Από τη μια ο παντοδύναμος εχθρός με τα ισχυρά όπλα και από την άλλη ο ανίσχυρος αντίπαλος με τα τεχνάσματα, τις δολιοφθορές και τον ανταρτοπόλεμο (δηλαδή χτυπά και εξαφανίζεται).

Η ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ  ΧΙΤΛΕΡ

Ο Χίτλερ με την προπαγάνδα του  είχε εμποτίσει τον γερμανικό λαό με τις ρατσιστικές απόψεις του περί ανωτερότητας της γερμανικής φυλής η οποία έπρεπε να κυβερνά όλους τους άλλους κατώτερους λαούς του κόσμου. Ο στρατιώτης, δηλαδή, πιστεύει ότι ανήκει σε έναν ανώτερο και εξυπνότερο λαό που έχει δεχθεί το χρίσμα από τον Θεό να κυβερνήσει όλον τον κόσμο.

ΠΩΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Έχουν άκαμπτο, αδούλωτο και άφοβο φρόνημα. Η σκληρότητα των Γερμανών δεν  έκαμψε τα παιδιά , αλλά συνέχισαν με ζήλο τον αγώνα να πλήξουν το γόητρο των Γερμανών.

ΠΩΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

Σκληροί, βίαιοι, απάνθρωποι ( δεν διστάζουν να βασανίσουν ακόμα και ένα παιδί), πανίσχυροι (γίγαντες), αφελείς, ανόητοι, ευέξαπτοι, ρατσιστές (θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο).

Η ΓΛΩΣΣΑ

Απλή, ζωντανή δημοτική γλώσσα με πολλές λαϊκές φράσεις και λέξεις της προφορικής, καθημερινής ομιλίας των παιδιών (μάγκα, καρπαζά, μάπας, κ.λπ.). Συναντούνται και πολλές γερμανικές λέξεις που κάνουν ρεαλιστικό και παραστατικό τον διάλογο ανάμεσα στο Ελληνόπουλο και τον Γερμανό. Το κείμενο αποκτά ζωντάνια, παραστατικότητα και θεατρικότητα εξαιτίας των σύντομων, κοφτών διαλόγων, τη χρήση του ενεστώτα και τη ζωντανή απεικόνιση της σκηνής. Ξεχωρίζουν επίσης τα ειρωνικά, τα χιουμοριστικά και τα αλληγορικά στοιχεία (Κύκλωπας – Οδυσσέας).

ΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

Εικόνες (” Ο πιτσιρίκος προπάντων….την περπατησιά τους”), μεταφορές (“σκελετωμένοι άνθρωποι”), παρομοίωση (” Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί”), προσωποποίηση (“το κρύο, η πείνα και ο φόβος αγωνίζονται ποιο από τα τρία αυτά κακά θα καταφέρει να γονατίσει τον λαό”), αλληγορία (“Παίρνει τα μέτρα του ο Πολύφημος…και ο Κύκλωπας απορεί”), ειρωνεία, υπερβολή (” ο φόβος του είναι πράγμα άγνωστο”), κλιμάκωση (“Ο πιτσιρίκος γελά, φλυαρεί, πειράζει”).

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τριτοπρόσωπος, παντογνώστης που παρουσιάζει την ιστορία με τρόπο ειρωνικό και κωμικό.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

α)Αφήγηση: Ο αφηγητής παρουσιάζει ρεαλιστικά την πραγματικότητα της εποχής δείχνοντας την ωμότητα και την αφέλεια των Γερμανών με γρήγορο ρυθμό.

β) Διάλογος: Ανάμεσα στον πιτσιρίκο-Οδυσσέα με το Γερμανό-Πολύφημο. Δίνεται με γοργότητα, ζωντάνια, παραστατικότητα και θεατρικότητα. Περιέχει χιούμορ και ειρωνεία.

γ) Σχόλια: Σχολιάζει ο αφηγητής, ειρωνεύεται τους Γερμανούς και εκφράζει θαυμασμό για τους Έλληνες.

δ) Σκέψεις: Είναι οι σκέψεις του Γερμανού για την ανωτερότητα του έθνους του.

ε) Εσωτερικός μονόλογος: Οι ενδόμυχες σκέψεις του στρατιώτη.

Στην παρακάτω διεύθυνση βρίσκεται το ψηφιακό βιβλίο των Κειμένων.Πατώντας στον πρώτο υπερσύνδεσμο,  που  εμφανίζεται κάτω από τις “Διαθεματικές εργασίες¨, θα βρείτε πολλές γελοιογραφίες και πρωτοσέλιδα του 1940.

 http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A107/391/2585,21840/

Πατήστε εδώ για να βρείτε και άλλες γελοιογραφίες και πρωτοσέλιδα του 1940.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
“ΣΥΣΣΙΤΙΟ” ΑΛΚΗ ΖΕΗ
[ Στα χρόνια της Κατοχής, 1941-1944, στην Αθήνα. ]Έγινε ακριβώς έτσι, όπως το ’λεγε ο Γιάννης κι ο Αχιλλέας […]. Γέμισαν τα ντουβάρια με μεγάλα κόκκινα και πράσινα γράμματα –πού και πού έβλεπες και μπλε– κι όταν η Αθήνα ολόκληρη είχε γίνει ένα απέραντο αλφαβητάριο, τότε κουβάλησαν στα σχολεία κάτι τεράστια μαύρα καζάνια.
Στου Πέτρου το σχολείο, το άδειο γκαράζ, άρχισαν πάλι τα μαθήματα, και τώρα δεν απουσιάζει σχεδόν κανένα παιδί, γιατί αν λείψει χάνει το ΣΥΣΣΙΤΙΟ. Κάθε μεσημέρι καταφθάνει ένα κάρο και ξεφορτώνει τον Δάμονα και τον Φιντία. Ο Δάμων και ο Φιντίας είναι δυο καζάνια μαύρα σαν πίσσα που αχνίζουν…
Την πρώτη μέρα που τα περίμεναν, κανένα παιδί δεν είχε νου για μάθημα, κι ο κύριος Λουκάτος άρχισε να τους διαβάζει κάτι ιστορίες από ένα βιβλίο:
«…Στα παλιά τα χρόνια, στην αρχαία Αθήνα υπήρχανε δυο αχώριστοι φίλοι. Ο Δάμων και ο Φιντίας…»
– Έρχονται! Έρχονται! ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα από την άκρη της τάξης.
Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που παραμόνευε από τη χαραμάδα της μεγάλης πόρτας, κι είδε να καταφτάνουν, όχι βέβαια ο Δάμων και ο Φιντίας, αλλά τα καζάνια με το συσσίτιο, που έτσι τους έμεινε το όνομα.
Όλα τα παιδιά βάλανε τα γέλια και πετάχτηκαν από τη θέση τους. Ο κύριος Λουκάτος πήγε αργά και σοβαρά κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έξω, στεκότανε ένα κάρο φορτωμένο με τα καζάνια. Δυο κυρίες καλοντυμένες και μια κοπέλα με μαύρο πουλόβερ και ξέθωρη γαλάζια μπλούζα, ρωτούσανε ποιος είναι ο δάσκαλος. Γύρω είχε μαζευτεί κόσμος. Έτσι όπως μαζεύεται πάντα στη γειτονιά άμα γίνεται κάτι. Δεν μιλούσανε, δεν λαλούσανε. Μονάχα μια γυναίκα σήκωσε τα δυο της χέρια ψηλά και φώναξε:
– Τα παιδάκια μας θα φάνε!
Οι κυρίες με το κορίτσι μιλούσανε με τον κύριο Λουκάτο. Κάτι άνθρωποι ξεφόρτωναν τα καζάνια, τα ’βαλαν μέσα στο σχολείο, κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε στα παιδιά και τους είπε με ύφος επίσημο, λες κι έβγαζε λόγο για την Εθνική γιορτή:
– Πάρτε τα κουτιά σας και μπείτε στη σειρά. Αρχίζει το συσσίτιο.
Βρόντηξαν τα τενεκεδάκια, σίγησαν ξανά, κι ο κύριος Λουκάτος έδινε τα παραγγέλματα όπως στην παρέλαση: «Οι μικροί μπροστά, οι μεγάλοι πιο πίσω, οι άλλοι στη μέση. Μη θορυβείτε…».
Ο Σωτήρης κι ο Πέτρος στεκόντανε στη μέση. Κοιτάνε όσο να φτάσει η σειρά τους, τις μεγάλες σιδερένιες κουτάλες, που βυθίζονται στα καζάνια, χάνονται για λίγο κι ύστερα ξανασηκώνονται βαριές βαριές κι αχνιστές κι αδειάζουν, μέσα σε κάθε τενεκεδάκι, μια πηχτουλή σούπα. Τα μικρά είναι τυχερά, που είναι μπροστά· πήραν κιόλας το συσσίτιό τους και φεύγουν γλείφοντας τις σταγόνες που έχουν περιχυθεί έξω από το τενεκεδάκι. Τη μια κουτάλα τη κρατάει μια δασκάλα και την άλλη το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ που το λένε Σοφία. Οι καλοντυμένες κυρίες έχουν στα χέρια τους κάτι χαρτιά, που πάνω είναι ζωγραφισμένος ο ερυθρός σταυρός. Σημειώνουν νούμερα και κουβεντιάζουν με τον κύριο Λουκάτο.
– Προβλέπουμε περίσσευμα ώς τριάντα μερίδες, λέει η μια.
– Ποια παιδιά έχουν περισσότερη ανάγκη; ρωτάει η άλλη.
– Όλα, απαντάει ο κύριος Λουκάτος. Αδενίτις εκατό τα εκατό.
– Μπα, σπρώχνει ο Σωτήρης τον Πέτρο, το ’ξερες πως έχουμε αδενίτιδα;
Ο Πέτρος δεν το ’ξερε, μα δεν πρόλαβε να του απαντήσει, είχε φτάσει η σειρά του.
Το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ βύθισε την κουτάλα.
Αυτό, λοιπόν, είναι το ΣΥΣΣΙΤΙΟ που τόσες φορές το ’γραφε στους τοίχους. Το ΣΥΣΣΙΤΙΟ που, σαν το πρόφερε ο Αχιλλέας, έπαιρνε τόσο επίσημο ύφος η φωνή του. «Πρέπει να οργανώσουμε τα ΣΥΣΣΙΤΙΑ.» Από εδώ και πέρα ο Πέτρος θα ξέρει πως όποια μαγική λέξη γραφτεί στον τοίχο θα γίνεται αλήθεια.
Η κουτάλα αδειάζει μέσα στο τενεκεδάκι του. Το τενεκεδάκι είναι ένα άδειο κουτί από φυτίνη, κίτρινο με μαύρα γράμματα. Ο παππούς φώναζε, πριν από τον πόλεμο, που μαγείρευε η μαμά με φυτίνη. Το βούτυρο, έλεγε ο παππούς, είναι πιο νόστιμο. Mα η φυτίνη είχε τη μισή τιμή. Κι η μαμά ήθελε να κάνει οικονομίες… Το κουτί βάρυνε, του ζεματάει σχεδόν τα χέρια. Το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ του χαμογελάει.
– Ευχαριστώ, μουρμουρίζει ο Πέτρος.
– Νά κι ένας που είπε ευχαριστώ, σκάει στα γέλια η κοπέλα και του βάζει γρήγορα γρήγορα ακόμη μισή κουταλιά.
– Ευχαριστώ! βροντοφώνησε ο Σωτήρης που ήτανε πίσω από τον Πέτρο και παρακολούθησε τη σκηνή. Ο Πέτρος ορκίστηκε να μην ξαναπεί «ευχαριστώ».
Ο Πέτρος πήρε μόνος του το δρόμο για το σπίτι. Ο Σωτήρης θα έμενε ώς το τέλος γιατί, λέει άμα τον έβλεπαν τόσο ζαρωμένο θα του έδιναν οπωσδήποτε περίσσευμα… Περπατάει και κρατάει στα χέρια του το τενεκεδάκι της φυτίνης. Η καυτή σούπα τον ζεσταίνει. Είναι πηχτουλή και, καθώς περπατάει, τρεμουλιάζουν στη επιφάνεια κάτι κηλίδες λάδι που μοιάζουν σα μικρά νησάκια. Αν δε ζεματούσε τόσο πολύ, θα ’πινε μια ρουφηξιά να δοκίμαζε τη γεύση της, μα πάλι καλύτερα που καίει, γιατί η μια ρουφηξιά θα ’φερνε την άλλη και θα κινδύνευε το κουτί της φυτίνης να μείνει άδειο. Έφτασε στο σπίτι κι ακούμπησε το τενεκεδάκι στο τραπέζι.
– Έφερα το ΣΥΣΣΙΤΙΟ! είπε, τόσο περήφανα, λες κι είχε βγει πρώτος στην τάξη.
Η μαμά πήγε κοντά, έκανε το σταυρό της κι έσκυψε και φίλησε το κίτρινο κουτί με τα μαύρα γράμματα, λες κι ήτανε εικόνισμα.
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

 

“ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ” ΑΛΚΗ ΖΕΗ

(απόσπασμα από το μυθιστόρημα ¨Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου”

Το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου αναφέρεται στη γερμανική κατοχή, στην Αθήνα του 1941-44. Ο λαός μέσα από τις οργανώσεις αντιστεκόταν όπως μπορούσε, με απεργίες, διαδηλώσεις, καταστροφές σε εγκαταστάσεις ή υλικά του εχθρού. Ορισμένες φορές αντιστέκονταν και τα παιδιά με το δικό τους τρόπο.

Με το σχολείο του Πέτρου ήτανε χειρότερα τα πράματα. Το είχανε επιτάξει οι καραμπινιέροι και τώρα τα μαθήματα γινόντανε σ’ ένα πρώην γκαράζ. Χάμω ήτανε πατημένο χώμα σκληρό, γεμάτο ξεραμένα λάδια. Από την τεράστια σιδερένια πόρτα, ακόμα κι αν ήτανε κλειστή, έμπαινε κρύο. Σε κάθε γωνιά έκανε μάθημα κι από μια τάξη του Δημοτικού και πολλές φορές, σαν έλειπε κανένας δάσκαλος, κάνανε και δυο και τρεις τάξεις μαζί. Τελειώνανε στις δώδεκα, γιατί μετά ερχότανε το Γυμνάσιο. Πολλές φορές, σα σχολνούσε, συναντούσε το Γιάννη, που πήγαινε για μάθημα. Από τα εβδομήντα παιδιά της τάξης του Πέτρου ήτανε ζήτημα αν ήταν παρόντα κάθε μέρα τα είκοσι. Ο κύριος Λουκάτος δε διάβαζε πια τον κατάλογο για να βάλει «απών», κι ούτε ρωτούσε κανέναν, «γιατί άργησες;» σαν έφτανε στη μέση του μαθήματος. Δεν κρατούσε πια βέργα, δεν έλεγε «σκασμός» κι ούτε την αγαπημένη του φράση, που την ξέρανε πια απέξω κι ανακατωτά: «Θα σε στείλω να κόβεις ξύλα». Την πρώτη μέρα που πήγανε για μάθημα, τρομάξανε να τον γνωρίσουνε. Τους είπε «καλά μου παιδάκια» και τους ρώτησε αν φάγανε το πρωί. Σήκωσε το χέρι της μονάχα η Νιούρα, η κόρη του φούρναρη.

Από τη μέρα που τους είπε ο Γιάννης, την ώρα που σχολούσανε, «Σας θέλω», πήρανε τη συνήθεια να έρχονται στις πέντε να τον περιμένουνε να σχολάσει. Στην αρχή ο Πέτρος νόμιζε πως θα τον θέλει πάλι κάτι να του πει για την Αντιγόνη, μα ο Γιάννης, τούτη τη φορά, ούτε τον ρώτησε τι κάνει η αδελφή του. Τους έπιασε από τους ώμους, εκείνον και το Σωτήρη, και πήρανε κάτι σοκάκια, ώσπου βγήκανε στη μεγάλη λεωφόρο… Στάθηκαν σ’ ένα υψωματάκι και χάζευαν τα τεράστια γερμανικά φορτηγά που περνούσανε και θαρρείς κι έλειωνε η άσφαλτος από το βάρος τους.

– Τι διάολο κουβαλάνε; ρωτάει ο Σωτήρης.

– Πολεμικό υλικό, το πάνε στο Κέντρο χημικού πολέμου, απάντησε ο Γιάννης και κάτι ψαχούλευε μέσα στομπλουζόν του.

Ύστερα τους κοίταξε πονηρά.

– Τι λέτε, τους σκάμε κανένα λάστιχο;

– Πώς; Πετάχτηκαν κι οι δυο μαζί.

Ο Γιάννης έβγαλε από το μπλουζόν του μια χαρτοσακούλα. Ήτανε γεμάτη κοντόχοντρες πρόκες με μεγάλο κεφάλι. Βάλθηκαν να τις πετάνε με φόρα, λες κι ήτανε χαρτοπόλεμος, κατά την άσφαλτο. Κούρνιασαν μετά και περίμεναν το πρώτο αυτοκίνητο που προχωρούσε αργά και βαριά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ξερός κρότος σαν πιστολιά. Ο Σωτήρης κι ο Πέτρος κόλλησαν στη γη. Ο Γιάννης τους σφύριξε στο αυτί:

– Έσκασε, έσκασε…, και το μπαλάκι χοροπηδούσε χαρούμενα στο λαιμό του.

Με πολλή προφύλαξη κοιτάζανε κι οι τρεις τους το βαρύ φορτηγό που είχε σταματήσει λίγο πιο κάτω κι η μηχανή του λαχάνιαζε. Κατέβηκε από μέσα ένας Γερμανός κι ύστερα άλλοι δυο και καταπιάστηκαν ν’ αλλάξουνε τη ρόδα.

– Έχουνε δουλειά για ώρα, λέει ο Γιάννης. Τούτο δω είναι ολόκληρο φρούριο.

– Οι δικές μου πρόκες ήτανε, είπε ο Σωτήρης, εγώ τις πέταξα κατά κει.

– Τρέχα να το κοκορευτείς, τον ψευτομάλωσε ο Γιάννης.

Πέρα από την ανηφόρα, ξεπρόβαλε η μούρη ενός άλλου φορτηγού.

Ο Γιάννης όμως τους πήρε βιαστικά από το χέρι και φύγανε. Σαν είχανε φτάσει στα σοκάκια, ακούστηκε πάλι ο ξερός κρότος.

– Τώρα ήτανε οι δικές μου πρόκες, γέλασε ο Γιάννης.

Από τότε, ο Πέτρος κι ο Σωτήρης πήγαιναν κάθε τόσο στο υψωματάκι που κοίταζε τη μεγάλη λεωφόρο, αλλάζοντας πάντα στέκι να μην τους επισημάνουν οι Γερμανοί. Ο Γιάννης τους είχε μάθει πώς να πετάνε τις πρόκες ακριβώς, δίχως να τις σπαταλάνε, κι ο ίδιος δεν ερχότανε πια μαζί τους. Την τελευταία φορά πήγανε μ’ όλη την ομάδα τού φουτμπόλ και το βρήκανε πως είναι πολύ πιο διασκεδαστικό. Φουτμπόλ παίζεις κάθε μέρα. Έσκασε, όμως, μόνο ένα λάστιχο και κοντέψανε να δαρθούνε, γιατί ο καθένας έλεγε πως ήτανε το δικό του καρφί. Δεν μπορέσανε να ξαναπάνε, άρχισε να φυσάει για μέρες τόσο δυνατός αέρας, που οι πρόκες δεν έφταναν εκεί που τις πετούσανε. Κι ύστερα ο Γιάννης δεν μπορούσε να βρει άλλα καρφιά.

– Να τινάξουμε ένα γερμανικό τρένο, είπε ο Σωτήρης, δε χρειάζονται πρόκες.

Ο Γιάννης δε γέλασε καθόλου, σαν τ’ άκουσε, ούτε τον κορόιδεψε.

– Για το τρένο θα πάρω μονάχα τον Πέτρο, του είπε σοβαρά. Εσύ είσαι ζαβολιάρης και θα λογαριάζεις όλα τα τρένα για δικά σου.

 

 

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ .

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.


Πρόσφατα άρθρα

Πρόσφατα σχόλια

    Ιστορικό

    Kατηγορίες

    Μεταστοιχεία


    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση