ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Τα επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων, η ετυμολογία των λέξεων (παραγωγή και σύνθεση), τόνοι και πνεύματα, κανόνες τονισμού, δασυνόμενες λέξεις

5 Οκτωβρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ἀθηναῖοι, ὡς καὶ οἱ ἑτέρας πόλεις κατοικοῦντες, Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που κατοικούν στις άλλες πόλεις,
πολλὰ ἐν τῷ βίῳ ἐπιτηδεύουσιν , ασκούν πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους,
ἵνα τὰ ἀναγκαῖα πορίζωνται: για να εξασφαλίζουν τα αναγκαία:
Ναυσικύδης ναύκληρος ὤν περὶ τὴν τοῦ σώματος τροφὴν Ο Ναυσικύδης που ήταν πλοιοκτήτης για τη συντήρηση,
ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις ἐσπούδαζε,  του εαυτού του και των δικών του μεριμνούσε,
τοῦτ’ αὐτό δὲ ἐποίουν και το ίδιο ακριβώς έκαναν
Ξένων ὁ ἔμπορος καὶ Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος. ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής.
Πολύζηλος ἀπὸ ἀλφιτοποιίας, ἔτρεφεν ἑαυτόν καὶ οἰκέτας Ο Πολύζηλος συντηρούσε τον εαυτό του και τους οικιακούς του δούλους με την παρασκευή κριθάλευρου,
ἔτι δὲ πολλάκις τῇ πόλει ἐλειτούργει . και ακόμα μερικές φορές προσέφερε δημόσια υπηρεσία στην πόλη με δικά του χρήματα.
Γλαύκων ὁ Χολαργεύς ἐγεώργει καὶ βοῦς ἔτρεφε, Ο Γλαύκων από το Χολαργό ήταν γεωργός και έτρεφε βόδια,
Δημέας δὲ ἀπὸ χλαμυδουργίας, διετρέφετο ο Δημέας ζούσε από την τέχνη της κατασκευής χλαμύδων,
Μεγαρέων δ’ οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας. και οι περισσότεροι από τους Μεγαρείς από την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων.
Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν τέχνην τινά ἐξαμάνθανον, Αρκετοί από τους πολίτες μάθαιναν καλά κάποια τέχνη,
οἷον τὴν τῶν λιθοξόων, κεραμέων, τεκτόνων, σκυτοτόμων, όπως την τέχνη του μαρμαρά, του κεραμέα, του μαραγκού, του τσαγκάρη,
καὶ πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ ἐξειργάζοντο. και εξασφάλιζαν πάρα πολλά αναγκαία αγαθά για τη ζωή τους.

© Γιάννης Παπαθανασίου-Κατερίνα Πρανδέκου

Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ

1. Οι περισσότερες λέξεις σχηματίστηκαν από άλλες με παραγωγή ή με σύνθεση:

α) με παραγωγή: δίκη – δικάζω, δικαστής, δικαστικός·

β) με σύνθεση: (λόγος + γράφω) λογογράφος, (ξίφος + μάχαιρα) ξιφομάχαιρα.

2. Το μέρος της γραμματικής που εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους σχηματίζονται οι λέξεις λέγεται ετυμολογικό.

3. Κατά την παραγωγή και τη σύνθεση δεν παίρνονται συνήθως ακέραιες οι λέξεις, παρά θέματα λέξεων. Π.χ.

παραγωγή: από τη λέξη βαίνω (θέμα βα-) σχηματίζεται η λέξη βα-τός·

σύνθεση: από τις λέξη ναῦ-ς + πήγ-νυμι σχηματίζεται η λέξη ναυ-πηγ-ός.

4. α) Η λέξη που από το θέμα της σχηματίζεται με παραγωγή μια νέα λέξη λέγεται ως προς αυτή πρωτότυπη. Η νέα λέξη που παράγεται λέγεται παράγωγη: δίκη (πρωτότυπη) – δικάζω (παράγωγη).

β)   Το αρχικό θέμα που απ’ αυτό βγαίνει μια σειρά από παράγωγες λέξεις με διάφορους μετασχηματισμούς λέγεται ρίζα.

Π.χ. ρίζα γραφ-: γράφ-ω, γραφ-εύς, γραφ-εῖον, γραφ-ή, γραφ-ίς (γεν. γραφ-ίδος), γραφ-ίδ-ιον, γραφ-ικός, γραπ-τός, γραμ-μή, γραμ-μ-ικός, γράμ-μα (γεν. γράμματ-ος), γραμματ-ίζω (= διδάσκω γράμματα), γραμματ-ιστής, γραμματ-εύς, γραμματεύ-ω κτλ., όπου από τη ρίζα γραφ- βγαίνουν τα θέματα γραφ-, γραφίδ-, γραπ-, γραμ-, γραμματ-, γραμματευ- κτλ.

γ)   Η λέξη που δεν παράγεται από άλλη, παρά σχηματίζεται απευθείας από κάποια ρίζα, όταν προστεθεί σ’ αυτή μια κατάληξη, λέγεται ριζική λέξη.

Π.χ. γράφ-ω, φη-μί, (ἐσ-μί) εἰ-μί, ναῦ-ς, φλόγ-ς, λίθο-ς κ.ά.

5. α) Η λέξη που σχηματίζεται από δύο άλλες (ριζικές, πρωτότυπες ή παράγωγες) με την ένωση των θεμάτων τους, λέγεται σύνθετη λέξη. Έτσι π.χ. από το φιλῶ και τιμὴ έγινε η σύνθετη λέξη φιλότιμος· από το ναῦ-ς και μάχ-ομαι έγινε η σύνθετη λ. ναυμάχος.

β) Κάθε λέξη που δεν είναι σύνθετη λέγεται απλή λέξη. Η απλή λέξη μπορεί να είναι ριζική (δίκη, γράφω) ή παράγωγη (δίκαιος, γραφεύς).

6. Οι δύο λέξεις που ενώνονται και σχηματίζουν μια σύνθετη λέξη λέγονται συνθετικά μέρη. Η πρώτη απ’ αυτές λέγεται πρώτο συνθετικό (μέρος) και η δεύτερη λέγεται δεύτερο συνθετικό (μέρος). Έτσι π.χ. της σύνθετης λέξης βιβλιοπώλης συνθετικά μέρη είναι οι λέξεις βιβλίον (α΄ συνθετικό) και πωλῶ (β’ συνθετικό).

ΠΗΓΗ:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2340/Grammatiki-Archaias-Ellinikis_Gymnasiou-Lykeiou_html-apli/index_03_01.html

ΤΟΝΟΙ 

1.Σε κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές μία από αυτές τονίζεται, δηλ. προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Για να φανερώσουμε στο γραπτό λόγο ποια είναι η συλλαβή που τονίζεται, γράφουμε πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής αυτής ένα σημάδι που λέγεται τόνοςφέ-ρω, φε-ρό-με-θα, φε-ρο-μέ-νη, φεῦ-γε, ἀ-πό-φευ-γε, ἀ-γα-θός, ἀ-νήρ.

 2.Οι τόνοι είναι τρεις: η οξεία (′), η βαρεία (‵) και η περισπωμένη(~): Ἀρταξέρξης καὶ Κῦρος.

3. Ονομασία των λέξεων από τον τόνο τους: Σε κάθε λέξη πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής που τονίζεται σημειώνουμε κάθε φορά έναν ορισμένο τόνο. Κατά τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και κατά το είδος του η λέξη αυτή λέγεται:

α) οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα: πατήρ·

β) παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ·

γ) προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: λέγομεν·

 Τονισμός. Γενικοί κανόνες τονισμού

Ο τονισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική γίνεται κατά τους εξής γενικούς κανόνες:

α) Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα (όπως και στην κοινή νέα ελληνική): λέγομεν, ἐλέγομεν, ἐλεγόμεθα, ἐπικίνδυνος, ἐπικινδυνότατος.

β) Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξείατιμώμεθα, παρήγορος, πείθομαι.

γ) Κάθε βραχύχρονη συλλαβή (ε, ο), όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξείανέφος, τόπος, ἀγαθός.

δ) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία εμπρός από μακρόχρονη λήγουσαθήκη, κώμη, παιδεύω, κλαίω.

ε) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσακῆπος, χῶρος, φεῦγε, κῶμαι.

Πνεύματα

1. Κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο ή από το σύμφωνο ρ παίρνει πάνω σ’ αυτό ένα ιδιαίτερο σημάδι, που λέγεται πνεύμα.

2. Τα πνεύματα είναι δύο, η ψιλή (‘) και η δασεία (‛): ἀήρ, εἰκὼν – ἁγνός, εὑρίσκω· ῥέω.

3. Λέξεις με ψιλή και λέξεις με δασεία: Από τις λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο οι περισσότερες παίρνουν ψιλή. Δασύνονται (δηλ. παίρνουν δασεία) κανονικά:

α) Οι λέξεις που αρχίζουν από υ ή από ρὑβρίζω, ῥόδον.

β) Τα άρθρα ὁ, ἡ, αἱ και οι δεικτικές αντωνυμίες ὅδε, ἥδε, οἵδε, αἵδε· οὗτος, αὕτη.

γ) Οι αναφορικές αντωνυμίες και τα αναφορικά επιρρήματα (εκτός από τα ἔνθα, ἔνθεν): ὅς, ἥ, ὃ κτλ., ὅπου, ὅθεν κτλ..

δ) Οι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας ἡμεῖς, ἡμῶν κτλ., οι αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και οι λέξεις που σχηματίζονται από αυτές (ἡμέτερος, ἑαυτοῦ, ἑτέρωθεν, ἑκάστοτε κτλ.).

ε) Οι σύνδεσμοι ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὅποτε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε.

στ) Τα αριθμητικά εἷς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν· επίσης τα παράγωγα από αυτά· ἕνδεκα, ἑξακόσιοι, ἑβδομήκοντα, ἑκατοντάκις κτλ.

ζ) Οι ακόλουθες λέξεις (και όσες είναι παράγωγες από αυτές ή σύνθετες με α΄ συνθετικό τις λέξεις αυτές):

Α.- ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, ᾍδης, ἁδρός, ἁθρόος (στην αττική διάλεκτο), αἷμα, Αἷμος, αἱρέω-ῶ, αἱ ἁλαὶ (= η αλυκή), ἅλας, Ἁλιάκμων, γεν. –ονοςἉλίαρτος, ἁλιεύω (μτγν.), Ἁλικαρνασσός, ἅλις (= αρκετά), ἁλίσκομαι- ἅλωσις, ἅλλομαι (= πηδῶ), Ἁλόννησος, ἁλουργίς, γεν. –ίδος (μτγν.), ὁ ἅλς, γεν. τοῦ ἁλὸς (= αλάτι· συχνά σε πληθ. οἱ ἅλες = αλάτι, αλυκή), ἡ ἅλς, γεν. τῆς ἁλὸς (= θάλασσα), ἁλτήρ, πληθ. ἁλτῆρες, ἅλυσις, ἡ ἅλως (= αλώνι), ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἅμμα (= δέσιμο, κόμπος· από το ἅπτω), ἁνύτω (αλλά και ἀνύ(τ)ω), ἁπαλός, ἅπαξ, ἁπλοῦς, ἅπτω-ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἁρμός, ἅρπαξ – ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίκορος, ἁψίς, γεν. –ιδος.

Ε.– (Ἑβραῖος), τὸ ἕδος (= θρόνος, ναός, άγαλμα), ἕδρα, ἑδώλιον, ἕζομαι (= κάθομαι), εἱλόμην (αόρ. β΄ του αἱροῦμαι), εἵμαρται – εἱμαρμένη, εἵργνυμι και εἱργνύω (= εμποδίζω την έξοδο, κλείνω μέσα· ενώ εἴργω = εμποδίζω την είσοδο, αποκλείω), εἱρκτή, Ἑκάβη, ἑκάς (= μακριά), Ἑκάτη, ἑκών, Ἑλένη, Ἑλικών (γεν. –ῶνος), ἡ ἕλιξ, ἑλίττω (= τυλίγω, στρέφω), ἕλκος, ἕλκω (μεταγ. ἑλκύω), Ἑλλάς, Ἕλλην, ἡ ἕλμινς (γεν. –ινθος = σκουλήκι των εντέρων), τὸ ἕλος, ἕνεκα ή ἕνεκενἑξής, ἕξω (μέλλ. του ρ. ἔχω), ἑορτή, ἕρκος (= φραγμός), ἕρμα, ἑρμηνεύω, Ἑρμῆςἕρπω, ἑσπέρα, ἕσπερος, ἑσπόμην (αόρ. β’ του ἕπομαι), ἑστιάω-ῶ, ἑταῖρος, ἕτοιμος και ἑτοῖμοςεὑρίσκω, ἑφθός (= βραστός· για τα μέταλλα = καθαρισμένος με φωτιά, καθαρός), ἕψω (= βράζω), ἕωλος (= παλιός, όχι πρόσφατος), ἡ ἕως (= πρωί).

Η.- Ἥβη, ἡγέομαι –οῦμαι, ἥδομαι, ἥκιστα, ἥκω, ἧλιξ (= συνομήλικος, σύντροφος), Ἡλιαία, ἥλιος, ἧλος (= καρφί), ἡμέρα, ἥμερος, ἡμι- (αχώριστο μόριο), ἥμισυς, ἡ ἡνία και τὰ ἡνία (= χαλινός), ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρακλής, Ἡρόδοτος, ἥρως, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, ἡττάομαι -ῶμαι, ἥττων, Ἡφαιστος.

Ι.- ἱδρύω, ἱδρώς, ἱέραξ, ἱερός, ἵημι, ἱκανός, ἱκέτης, ἱκνέομαι –οῦμαι, ἱλάσκομαι, ἱλαρός, ἵλεως, ἱμάς, ἱμάτιον, ἵμερος (=.πόθος), ἵππος, (μεταγεν. ἵπταμαι), ἵστημι, ἱστός – ἱστίον, ἱστορία, ἱστορέω -ῶ, ἵστωρ (γεν. –ορος = έμπειρος, γνώστης).

Ο.– ὁδός, ὁλκάς (= πλοίο που ρυμουλκείται, φορτηγό), ὁλκή (= έλξη, εισπνοή, βάρος), ὁ ὁλκός (= μηχάνημα με·το οποίο έσερναν τα πλοία, λουρί, χαλινός, τροχιά, αυλάκι), ὅλμος, ὅλος, ὁρμαθός, ὁρμή, ὁ ὅρμος, ὁ ὅρος, τὸ ὅριον, ὁρίζω, ὁράω -ῶ, ὅσιος.

Ω.– ὥρα, ὡραῖος, ὥριμος.

4. Θέση του τόνου και του πνεύματος

α) Στα απλά φωνήεντα και τους καταχρηστικούς διφθόγγους, όταν γράφονται με μικρά γράμματα, ο τόνος ή το πνεύμα σημειώνεται από πάνω: ἀρετή, ἑορτή, τῷ ἀνθρώπῳ, ἠώς, ᾠδεῖον· όταν είναι κεφαλαία, σημειώνεται εμπρός και προς τα πάνω: Ἁθηνᾷ, Ἑλλάς, Ἠώς, Ὠιδεῖον ή Ὠδεῖον.

β) Στους κύριους διφθόγγους ο τόνος ή το πνεύμα σημειώνεται πάνω στο δεύτερο φωνήεν: αὐτός, αἱρετός, εὑρίσκω, ναύτης, σφαῖρα, Αἰγεύς.

γ) Όταν ο τόνος και το πνεύμα βρίσκονται στην ίδια συλλαβή, τότε η οξεία ή η βαρεία σημειώνεται ύστερ’ από το πνεύμα και η περισπωμένη από πάνω του: ἄνθρωπος, Ἕλλην, αὔριον, Αἴας ὅς ἥρως ἦν, εὖρος, Ἥρα, ἧπαρ.

δ) Ο τόνος και το πνεύμα παραλείπονται σε λέξεις που γράφονται ολόκληρες με κεφαλαία: ΕΛΛΑΣ, ΑΙΓΙΝΑ, ΠΑΡΘΕΝΩΝ.

ΠΗΓΗ:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2340/Grammatiki-Archaias-Ellinikis_Gymnasiou-Lykeiou_html-apli/index_01_03.html

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ .

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.


Πρόσφατα άρθρα

Πρόσφατα σχόλια

    Ιστορικό

    Kατηγορίες

    Μεταστοιχεία


    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση