Τα κόκκινα λουστρίνια, Ειρήνη Μάρρα

24 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΑΡΡΑ

Η Ειρήνη Μάρρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Ακολούθησε εμπορικές σπουδές και γαλλική φιλολογία. Από την εφηβεία της ήδη έκανε τις πρώτες εμφανίσεις στα γράμματα με δημοσιεύσεις κειμένων της, πεζών και ποιητικών, καθώς και μεταφράσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Με την παιδική λογοτεχνία ασχολήθηκε συστηματικά μετά το 1972. Έγραψε παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα, θέατρο. Μετέφρασε Γάλλους συγγραφείς και μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις. Για πολλά χρόνια έγραφε και παρουσίαζε εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Δίδαξε λογοτεχνία και μυθοπλασία σε σχολεία και σε σεμινάρια. Πέθανε το 1998. «Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου».

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

1η «Το είχε βάλει….και παραμόνευε την ώρα»: Η αγορά του κόκκινου λουστρινιού και η κατασκευή των παπουτσιών.

2η «Η κόρη του δασκάλου….ποιος ξέρει..»: Η κόρη του δασκάλου.

3η «Την κρίσιμη μέρα…με το τραγούδι»: Η προσφορά των παπουτσιών στην αδερφή.

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Σύντομο αφήγημα, με γρήγορη εξέλιξη, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο, από τη ζωή του οποίου παρατηρούμε ένα σημαντικό γεγονός.

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Κεντρικό θέμα αρχικά είναι ο αγνός, δειλός νεανικός έρωτας ενός μικρού παιδιού αλλά στη συνέχεια κυριαρχεί η δύναμη και η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης που αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή από οτιδήποτε άλλο.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο αγνός νεανικός έρωτας, η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης και γενικότερα η ανθρωπιά και η ευαισθησία.

ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΙΕΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ

Η δράση του κειμένου κινείται ανάμεσα σε δύο κύριους πόλους, οι οποίοι ασκούν ψυχολογική πίεση στον βιοπαλαιστή. Από τη μια είναι η αγάπη του για την κόρη του δασκάλου, που είναι όμορφη και την ερωτεύεται. Από την άλλη είναι η αγάπη για την αδερφή του που τώρα μόλις αναγνωρίζει την ύπαρξή της. Καθώς περιμένει να κοιμηθούν τα αδέρφια του, για πρώτη φορά την παρατηρεί. Του φαίνεται άχρωμη και άσχημη. Ως εδώ κυριαρχούσε ο έρωτας. Μόλις, όμως, παρατηρεί τα μάτια της συνειδητοποιεί ότι η φτώχεια και η πολυκαιρία των ρούχων της τα κάνει ξεθωριασμένα. Τα γυμνά της πόδια κάνουν τη ζυγαριά της αγάπης να  γείρει προς την αδερφή. Για την κόρη του δασκάλου, τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο. Η ζυγαριά έχει γείρει. Το οικογενειακό καθήκον και η αδερφική αγάπη βαραίνουν περισσότερο μέσα του. Έτσι κατακτά την ωριμότητα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ

Εργατικός, δραστήριος φιλότιμος, έντιμος και ικανός διαπραγματευτής. Αγαπά τη δουλειά του κι αυτό φαίνεται όταν τραγουδάει μαντινάδες και τραγούδια, ενώ δουλεύει. Είναι υπεύθυνος και γι’ αυτό τον εμπιστεύεται το αφεντικό του. Βοηθάει   τη μητέρα του στις εργασίες και τη σέβεται. Δεν θέλει να κάνει κάτι χωρίς να την ενημερώσει και να συζητήσει μαζί της. Είναι αγνός και αθώος. Αν και είναι ερωτευμένος, παραμένει ντροπαλός και συνεσταλμένος και γι΄ αυτό δεν έχει το θάρρος να μιλήσει στο κορίτσι. Είναι αρκετά ώριμος για να καταλάβει τις ανάγκες της αδερφής του, την οποία αγαπά και συμπονά. Βλέπουμε ότι σταδιακά  αρχίζει να ξεπερνά την παιδική ηλικία και να ωριμάζει (Για την κόρη του δασκάλου τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο).

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ

Η  αδερφή του πρωταγωνιστή είναι ένα πλάσμα κουρασμένο (καταπονημένο),  χωρίς την ομορφιά και τη χάρη της κόρης του δασκάλου. Τα μαλλιά της είναι δεμένα και τα ρούχα της φθαρμένα και ξεθωριασμένα Είναι μετρημένη και αμίλητη, περπατά σκυφτή, σιωπηλή και αφανής. Έτσι ήταν η εικόνα όλων των κοριτσιών της κατώτερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης. Η άλλη είναι όμορφη, καλοντυμένη και περπατά καμαρωτή, έχοντας επίγνωση της ανώτερης κοινωνικής της θέσης. Η αδερφή του δεν έχει λάβει ποτέ δώρα, όπως η κόρη του δασκάλου. Η ζωή της είναι γεμάτη φτώχεια και χωρίς χαρές. Τα πόδια της είναι γυμνά καθώς φορά εξώφτερνα παπούτσια. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με την άλλη. Ο πρωταγωνιστής, όταν τα συνειδητοποιεί αυτά, ξεχνά τον αρχικό σκοπό του.

Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ

Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά την αντίδραση της αδερφής, όταν έλαβε τα παπούτσια. Με πολλές μεταφορές (χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια…κ.α.) δίνει την ένταση της χαράς της. Τα γοβάκια είχαν μαγική δύναμη. Έγιναν πηγή ευτυχίας, αισιοδοξίας, γέλιου και έδωσαν χρώμα στην ως τότε άχρωμη και ξεθωριασμένη εμφάνιση αλλά και ζωή της αδερφής του πρωταγωνιστή.

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Α) ΕΝΔΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (ο χρόνος που διαρκούν τα γεγονότα)

Είναι μερικές εβδομάδες ή και μήνες, ώσπου ο ήρωας να αγοράσει το δέρμα και να κατασκευάσει τη λουστρίνια.

Β) ΕΞΩΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ (σε ποια εποχή συνέβησαν όσα αναφέρει το διήγημα)

Δεν τον γνωρίζουμε. Τα γεγονότα συνέβησαν στο παρελθόν, ίσως στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο δάσκαλος ήταν αυθεντία και τα παιδιά εργάζονταν από νωρίς για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ  ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Το διήγημα ξεκινάει απότομα από τη μέση της ιστορίας in media res  και στη συνέχεια ενημερωνόμαστε για όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Όταν ξεκινάει η ιστορία δεν γνωρίζομε για ποιον μιλάει ο αφηγητής. Όσο προχωράει  το διήγημα,  οι πληροφορίες έρχονται σταδιακά και αποκαλύπτεται το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ο χαρακτήρας του, η οικονομική του κατάσταση, ο λόγος για τον οποίο θέλει τα παπούτσια, κ.τ.λ.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ  ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Το διήγημα ξεκινά in media res, τη στιγμή που ο ήρωας συγκεντρώνει χρήματα να αγοράσει  το κόκκινο λουστρινένιο δέρμα για τα παπούτσια.

Με αναδρομές στο παρελθόν, αναφέρεται ο χρόνος που το είχε δει και είχε σκεφτεί πως ήταν κατάλληλο για τα παπούτσια του κοριτσιού, η αγορά του δέρματος, η αναζήτηση του σχεδίου, η κατασκευή των παπουτσιών και η γνωριμία με την κόρη του δασκάλου.

Μετά τη σύλληψη του σχεδίου για τα γοβάκια, ακολουθούν προλήψεις θα της έφτιαχνε, θα περίμενε, θα πήγαινε, θα τα ‘δινε, θα πηδούσε, θα χαιρότανε θα τον συμπάθαγε..»). Από την κρίσιμη μέρα που θα μιλήσει στη μητέρα του, ο χρόνος κυλάει γραμμικά.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Είναι τριτοπρόσωπος, παντογνώστης και με τη φωνή του επικαλύπτει τις φωνές των άλλων ηρώων. Δεν συμμετέχει στη δράση. Απλώς παρακολουθεί και μεταφέρει όσα συμβαίνουν στον αναγνώστη.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή και περιγραφές που και πάλι δίνονται από τον αφηγητή (του λουστρινιού, της αδερφής κ.τ.λ.). Απουσιάζει τελείως ο διάλογος.

ΓΛΩΣΣΑ

Είναι απλή δημοτική,  λιτή και με πολλές καθημερινές εκφράσεις (το είχε βάλει στο μάτι, είχε κάνει κουμάντο κ.λπ). Επίσης, υπάρχει ειδικό λεξιλόγιο με λέξεις σχετικές με το επάγγελμα του τσαγκάρη (κοπίδι, καλαπόδι κ.α.).

ΥΦΟΣ

Είναι απλό, λιτό, συγκινητικό και διδακτικό.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Μεταφορές (ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του), επαναλήψεις (σκιά…σκιές…σκιά..), υπερβολή (που όμοιά τους δεν φορέθηκαν ποτέ), εικόνες οπτικές, απτικές 9δηλαδή αφής), κινητικές, οπτικοακουστικές.

ΤΟΠΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Εναλλάσσονται σε ανοιχτό (η αγορά δέρματος, το σεργιάνι της κόρης του δασκάλου) και κλειστό (το σπίτι,το τσαγκαράδικο, το σπίτι του δασκάλου).

ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ  TΣΑΓΚΑΡΗ

Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Παλαιότερα όμως ο τσαγκάρης κατασκεύαζε τα παπούτσια. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα λεπτά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.

Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες (δηλαδή μεγάλες βελόνες), σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.

Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.

Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση.  Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΠΟΥΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Παγωτατζής , γανωτής ή γανωματής,  λούστρος, πλανόδιος μανάβης, νερουλάς, υαλοποιός,  εφημεριδοπώλης, σαμαρτζής ή σαμαράς, αλμπάνης  (από το τουρκικό nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής), βαρελάς , αγωγιάτης, ντελάλης, καλαθάς, γανωτής , ομπρελάς, καρεκλάς, ξυλοκόπος, ρετσινοσυλλέκτης,  εργάτης σε καμίνι.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Δημήτρη Χατζή, «Το βάφτισμα»

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2228/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Gymnasiou_html-empl/extras/texts/index10_01_parallilo_chatzis.html

Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους — γερασμένη κιόλας εκείνη, το παιδί δεν είχε πατήσει τα δεκατρία. Το παιδί γύριζε με τη φοράδα στ’ αλώνι, η μάνα ερχόταν μάζευε τον καρπό, μάζευε το σανό. Η χρονιά είταν κακή, το γέννημα λιγοστό και πλαγιασμένο. Και χρεωμένο. Ο πατέρας τη δεύτερη μέρα απ’ τ’ αλώνισμα τους άφησε κι έφυγε. Παρακάτω απ’ το χωριό είχαν αρχίσει και φτιάχνανε πάλι τους δρόμους κι οι χωριάτες, όσοι μπορούσαν, τελειώνοντας με το θέρισμα, αφήναν τις άλλες δουλειές στις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατεβαίναν εκεί — για τα μεροκάματα. Έτσι κάναν κάθε καλοκαίρι. Και πήγε κι αυτός — ο πατέρας.

Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. Πήγε κοντά, στάθηκε ορθός και το κοίταξε μια φορά. Γύρισε τα μάτια του, κοίταξε και τη γυναίκα. Αυτή του ’γνεψε με το κεφάλι κουνώντας το καναδυό φορές πάνω και κάτω — ήθελε να του πει, ναι. Έκατσε να φάει, σήκωσε τα μάτια του και πάλι κοίταξε τη γυναίκα.

— Και πώς τα πήγε;

— Αψύ παιδί… Και φιλότιμο.

Αυτός σκούπισε τα μουστάκια του για να κρύψει το χαμόγελο.

— Απόστασε κι αυτό και την παίδεψε και τη φοράδα πολύ.

— Τη φοράδα — όχι… Μην τον αφήσεις.

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι.

— Και τί να του κάνω;… Όλη μέρα ασταμάτητα… Με το ζόρι να τον σταματήσω για το ψωμί.

Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και πάλι σκούπισε τα μουστάκια του.

— Μα τη φοράδα — όχι. Μην τον αφήνεις… Και τα κατάφερε ο κερατάς;

— Όλα για σένα… Να σ’ ευχαριστήσει.

— Και το πουλάρι;

— Ε, τί θέλεις εσύ; Από πίσω κι αυτό.

— Κι αλωνίζει κι αυτό;

— Παίζει, μωρέ.

Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και δε σκούπισε αυτή τη φορά τα μουστάκια του. Καλά είταν έτσι. Και τ’ αλώνισμα με τη φοράδα και το παιδί — και το μεροκάματο το δικό του στο δρόμο. Έπεσε δίπλα στο παιδί και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.

Το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας ξαναβρήκε το παιδί κοιμισμένο. Ξαναστάθηκε και το κοίταξε λίγο. Κοίταξε και τη γυναίκα μα δεν είπε τίποτα. Έκατσε να φάει και πάλι δε ρώτησε τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά της. Κάτι είχε στο νου του — συλλοή, στενοχώρια. Η γυναίκα δε μίλησε — περίμενε.

— Και πώς τα πήγατε;

Η γυναίκα σήκωσε τις πλάτες.

— Και πότε λες να τελειώσετε;

— Ξέρω; Πέντε μέρες ακόμα;

Σώπασαν.

— Θα σας πάρω, λέω, τη φοράδα, είπε τέλος αυτός.

— Για το δρόμο;

— Είπαν, θέλουν και κάρα… Πέντε μέρες όσο να τελειώσετε εσείς — πέντε μεροκάματα για τη φοράδα, άλλα πέντε το κάρο…

— Και στ’ αλώνι;

Την κοίταξε στα μάτια. Γύρισε κοίταξε και το παιδί που κοιμόνταν.

— Το πουλάρι.

— Μικρό δεν είναι ακόμα, Βαγγέλη;

— Θα βαστάξει, βαστάει αυτό…

— Κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο… κι ακαλλίγωτο, μουρμούρισε η γυναίκα… Αυτό είναι να παίζει μονάχα…

— Δε θα παίζει όλο τον καιρό…

— Και ζάπι — ποιος θα το κάνει;

— Από μένα καλύτερα αυτός.

Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε — κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε, τ’ άρπαξε το κεφάλι και το ’σφιξε μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε πάνω και πήγε και στο παιδί που κοιμόταν το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.

Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ’βγαζε έξω. Το ’παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ’κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ’δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δεν μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ’παιρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει.

— Να το καβαλήσω, πατέρα;

— Όχι ακόμα, είναι μικρό…

— Αυτό, πατέρα;

— Σε σκότωσα, κερατά.

Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες — γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα, και τραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί — βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότε στην πόρτα, κοίταζε γύρω — πού χαθήκανε πάλι;

— Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στύλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του — τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δυο.

Όταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τούς έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε το λαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το ‘σφιγγε, το ’σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.

— Κοίτα, πατέρα…

— Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.

— Εγώ, πατέρα;

— Σιγά να το πας… Είναι αμάθετο ακόμα…

Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ’ αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κι ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ’ αλώνι. Το παιδί το χάιδεψε στο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρουθούνια, τινάχτηκε λίγο — το δέχτηκε. Το ’δεσε στο στυλιάρι τ’ αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δε στενοχωρήθηκε και πολύ. Μπήκε μπροστά του — χωρίς να πάρει την τριχιά απ’ το καπίστρι.

— Άιντε, Στέργιο…

Άρχισε να τρέχει γύρω τ’ αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στάθηκε — δεν τ’ άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά, του χάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.

— Κοίτα, Στέργιο… Πόσα δεμάτια… Και ποιος θ’ αλωνίσει;

Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που το πουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοινιά τ’ ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά — ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν και ούτε τα πρώτα δεμάτια δεν είχαν τελειώσει.

Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ’ τ’ αλώνι. Δυο μέρες με την φοράδα δεν το ’χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ’ το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε…

Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούργια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.

— Έλα, Στέργιο μου… έλα.

Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ’ το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν’ αλαφρώνει. Τ’ άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.

— Άιντε, Στέργιο… Στέργιο μου…

Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.

— Στέργιο… Στέργιο… Κοίτα, πατέρα.

Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειαζόνταν καινούργια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.

— Άιντε, Στέργιο…

Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ αναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε —σκοινιά, λουριά το πνίξαν— απόμεινε στο ζυγό κι έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί —δυο βαθιές χαρακίλες— κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ’τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ’σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κι έκλαιγε με λυγμούς.

Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.

— Άιντε, Στέργιο.

Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.

— Έι χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του είταν χαρούμενη κι άγρια.

Είχανε βαφτιστεί και τα δυο.

[πηγή: Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι. Διηγήματα, Το Ροδακιό, Αθήνα 2000, σ. 151-157]

Άντον Τσέχωφ

Ο Βάνκας

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2228/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Gymnasiou_html-empl/index11_03.html


Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.

O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:

 

Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

 

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.

Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».

Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ‘δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες… Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του…

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο

*ροκάνα: είδος ξύλινου κρόταλου που παράγει έναν ξερό και δυνατό ήχο *γουλιανός: ψάρι των γλυκών νερών *τρικέρης: με τρία κέρατα (χαρακτηρισμός του διαβόλου) *καπίκι: ρωσικό νόμισμα *τρόικα: ρωσικό έλκηθρο που το σέρνουν τρία άλογα

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2700/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Lykeiou_html-empl/indexA1_1.html

Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.

Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.

 

 

5

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
10 Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
15 αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
20 αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
25 βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
30 το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
35 Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
40 «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
–   Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
– Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
45 Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

 

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!

50 –   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
–   Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
55 –   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
–   Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
–  Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
60 κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
65 «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
–   Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
–   Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
70  

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα

75 βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
80 «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
–   Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
–   Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

 

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

μπάλσαμο, καρυοφύλλι: μυριστικά φυτά του κήπου.

ΠΗΓΕΣ

Βιογραφικά: Ηλεκτρονικός άτλαντας ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας

Βιβλίο του εκπαιδευτικού

Ψηφιακό βιβλίο κειμένων Α΄ Γυμνασίου

 

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ .

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.


Πρόσφατα άρθρα

Πρόσφατα σχόλια

    Ιστορικό

    Kατηγορίες

    Μεταστοιχεία


    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση