ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ

5 Νοεμβρίου 2023 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

Ο Ίταλο Καλβίνο γεννήθηκε το 1923 στην Κούβα, σπούδασε στην Ιταλία Γεωπονία και Φιλολογία αλλά ασχολήθηκε με το συγγραφικό έργο. Πήρε μέρος στην αντίσταση κατά του φασισμού. Από αυτούς τους αγώνες ήταν εμπνευσμένα τα πρώτα έργα του. Αργότερα, ασχολήθηκε με τα προβλήματα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων που δημιουργήθηκαν με την αστικοποίηση( δηλαδή τον  συνωστισμό στις πόλεις)   και τη ραγδαία  εκβιομηχάνιση. Πέθανε το 1985 στην Ιταλία.

ΤΟ ΕΡΓΟ

Το απόσπασμα προέρχεται  από το μυθιστόρημα «Μαρκοβάλντο ή Οι Εποχές στην πόλη», στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει είκοσι σύντομες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Μαρκοβάλντο και την οικογένειά του. Σε αυτές προβάλλεται η αλλοίωση της ανθρώπινης ζωής που έχει προκληθεί από τον αστικοποιημένο τρόπο ζωής. Στο απόσπασμα βλέπουμε πόσο έχει χαθεί η επαφή του ανθρώπου με τη φύση.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

1η  ΕΝΟΤΗΤΑ

«Μια μέρα….τις αθλιότητες της ύπαρξής του»: Η αγάπη του Μαρκοβάλντο για τη φύση και η αδιαφορία του για την πόλη.

2η ΕΝΟΤΗΤΑ

«Έτσι ένα πρωί….και στα παιδιά του»: Η ανακάλυψη των μανιταριών.

3η ΕΝΟΤΗΤΑ

«Ακούστε τι θα σας πω…αν σας ξεφύγει κουβέντα»: Η αποκάλυψη του νέου στην οικογένεια.

4η ΕΝΟΤΗΤΑ

«Το άλλο πρωί….ήθελαν να μεγαλώσουν»: Η συνάντηση με τον Αμάντιτζι.

5η ΕΝΟΤΗΤΑ

«Τη νύχτα έβρεξε…ο ένας τον άλλο»: Η συγκομιδή των μανιταριών και η κατάληξη στο νοσοκομείο.

ΗΡΩΕΣ

Ο Μαρκοβάλντο, η γυναίκα του η Ντομιτίλα, τα παιδιά τους, ο Αμάντιτζι και οι άνθρωποι που περιμένουν στη στάση του τραμ.

ΤΙΤΛΟΣ

Ο τίτλος του αποσπάσματος «Μανιτάρια στην πόλη» είναι αντιφατικός,  γιατί δεν είναι αναμενόμενο σε μια πόλη να υπάρχουν φυσικά στοιχεία και μάλιστα μανιτάρια.

ΧΡΟΝΟΣ

Δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένη εποχή του χρόνου. Η ιστορία εξελίσσεται γραμμικά σε διάστημα τριών ημερών, από την Παρασκευή ως την Κυριακή.

ΤΟΠΟΣ

Δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια. Πρόκειται για μια οποιαδήποτε  μεγαλούπολη.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τριτοπρόσωπος,  παντογνώστης αφηγητής.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Αφήγηση, περιγραφή, διάλογος, εσωτερικός μονόλογος

ΓΛΩΣΣΑ

Απλή και κατανοητή. Χρησιμοποιούνται πολλά επίθετα για να αποδώσουν τη ζωή στην πόλη και τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή.

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

Μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποίηση (τα πόδια των δέντρων), ασύνδετα (πινακίδες, σηματοδότες…..αφίσες), κοσμητικά επίθετα, αντίθεση  ( ένιωσε λες κι ο γκρίζος και άχαρος….γεμίσει κρυμμένους θησαυρούς), επανάληψη (μανιτάρια, πραγματικά μανιτάρια), ειρωνεία (ζηλότυπο και δύσπιστο φόβο), κλιμάκωση (η πορώδης σάρκα τους ωρίμαζε, απομυζούσαν … τον φλοιό της γης), εικόνες (οπτικές και οσφρητική).

ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ

Πρόκειται για ένα αχθοφόρο με μικρές οικονομικές απολαβές που ζει σε μια μεγαλούπολη στην οποία έχει εισβάλει η τεχνολογική πρόοδος (τραμ) και κυριαρχούν οι φωτεινές πινακίδες, οι βιτρίνες κ.λπ. Όμως ο Μαρκοβάλντο αδιαφορεί γι’ αυτά και νοσταλγεί τη ζωή στη φύση  ψάχνοντας κάτι που του τη θυμίζει.  Δείχνει ως ένα βαθμό να έχει κυριευτεί από το πνεύμα του ατομικισμού και της αδιαφορίας για τους άλλους πράγμα που επικρατεί στα αστικά κέντρα. Τελικά όμως νικά το στοιχείο του αλτρουισμού ( δηλαδή του ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο) και καταπνίγεται ο εγωισμός  όταν καλεί τους περαστικούς να μαζέψουν μανιτάρια..

 Ο ΑΜΑΝΤΙΤΖΙ

Αν και παρουσιάζεται ελάχιστα στο κείμενο, φαίνεται εξοικειωμένος με τη ζωή στην πόλη. Είναι  οδοκαθαριστής και φοράει γυαλιά για να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερα τη δουλειά του και να μην ξεφύγει ούτε ένα χορταράκι. Αυτό ενοχλεί τον Μαρκοβάλντο.

 

Η ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ

Στην πόλη έχει εισβάλει η τεχνολογική πρόοδος (τραμ) και κυριαρχούν οι φωτεινές πινακίδες, οι βιτρίνες κλ.π. Όμως ο Μαρκοβάλντο δεν γοητεύεται από αυτά αλλά νοσταλγεί τη ζωή στη φύση και συνειδητοποιεί την αθλιότητα της ζωής στην πόλη. Η φύση έχει εξοριστεί από την πόλη. Στο απόσπασμα  φαίνεται σαν να φωτογραφίζονται οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όπου οι πινακίδες, το γκρίζο, το καυσαέριο, το τσιμέντο, η ακαλαισθησία των κτηρίων και η ηχορύπανση κυριαρχούν. Γι’ αυτό τα λίγα μανιτάρια και το ελάχιστο πράσινο αποτελούν σπάνιο θέαμα, ένα μικρό θαύμα. Οι άνθρωποι εργάζονται σε δύσκολες συνθήκες και ζουν με το άγχος της απόκτησης κάποιων χρημάτων για να επιβιώσουν φτωχικά. Είναι αποξενωμένοι, ατομιστές, ανταγωνιστικοί  και  κλεισμένοι στον εαυτό τους

Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Οι άνθρωποι  ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους, δεν θέλουν να μοιράζονται τις χαρές ούτε τα  αγαθά. Γι’ αυτό ο Μακροβάλντο ανησυχεί μήπως ανακαλύψουν κι άλλοι τα μανιτάρια. Η παρουσία του οδοκαθαριστή Αμάντιτζι τον γεμίζει φόβο και ανησυχεί μήπως αυτός έχει δει  «τα δικά του»μανιτάρια. Για άλλη μια φορά προβάλλεται η μανία του ανθρώπου να κατέχει τα αγαθά για τον εαυτό του, η μανία της ιδιοκτησίας και η εγωιστική διάθεση. Η σχέση του με τη φύση είναι ιδιοκτησιακή-κτητική.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ

Η ψυχή του φωτίζεται, το γκρίζο χρώμα της πόλης χάνεται και μετατρέπεται σε εσωτερικό φως. Ο Μαρκοβάλντο αδιαφορεί για τα καθημερινά προβλήματά του, τη δουλειά, τα επιδόματα διατροφής. Όλα φαίνονται ασήμαντα μπροστά στην ευτυχία του για την εμφάνιση των μανιταριών. Η χαρά τον κάνει να είναι αφηρημένος ακόμα και στη δουλειά του καθώς σκέπτεται τα μανιτάρια.

Η ΦΥΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Τα συναισθήματα του Μαρκοβάλντο μετά την ανακάλυψη των μανιταριών δείχνουν πόσο ευεργετική είναι η ζωή στη φύση για την ψυχολογία και τη διάθεση του ανθρώπου. Ακόμη και ένα μικρό ίχνος φύσης (τα μανιτάρια), γαληνεύει την ανθρώπινη ψυχή και φέρνει τη χαρά.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Α) Η χαρά του Μαρκοβάλντο στην ανακάλυψη των μανιταριών.

Β) Τα παιδιά του δεν έχουν δει ποτέ μανιτάρια και γι’ αυτό αναγκάζεται να τα περιγράψει ( η ζωή στην πόλη α αποκόπτει τους δεσμούς του ανθρώπου με τη φύση).

ΟΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ

Αρχικά κυριεύεται από χαρά (με την ανακάλυψη). Έπειτα νιώθει τόση ανυπομονησία για την ωρίμανση των μανιταριών, που αδιαφορεί για τη δουλειά του. Έπειτα τον κυριεύει το άγχος και η ανησυχία μήπως τα εντοπίσουν και άλλοι και τα μαζέψουν. Οργίζεται με τον οδοκαθαριστή σκεπτόμενος ότι ίσως του κλέψει τον θησαυρό του. Την ώρα που πάει με την οικογένειά του να μαζέψει τα μανιτάρια  και βλέπει ότι ο Αμάντιτζι ήδη τα μαζεύει, νιώθει οργή, ζήλεια και απογοήτευση ίσως και μίσος. Αμέσως μετά όμως αλλάζει διάθεση και προσκαλεί γενναιόδωρα όλο τον κόσμο για να μαζέψει κι αυτός. Εδώ κυριαρχεί ο αλτρουισμός. Το απόσπασμα κλείνει με την οργή προς τον Αμάντιτζι στο νοσοκομείο.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΞΑΦΝΙΚΗΣ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ

Αφού δεν μπορούσε  να  κρατήσει όλα τα μανιτάρια για τον εαυτό του και ο οδοκαθαριστής προσκαλούσε κι άλλους να τα μαζέψουν, έκρινε ότι θα ήταν καλύτερο να τους προσκαλέσει αυτός. Ίσως ένιωθε τύψεις για την προηγούμενη εγωιστική στάση του. Μπορεί επίσης η φύση που ζωντάνεψε στην πόλη με τα μανιτάρια, να τον έκανε ξανά ευαίσθητο και γενναιόδωρο. Του επανέφερε  δηλαδή την ανάγκη να μοιραστεί με άλλους τα αγαθά.

ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΑ ΦΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

Η φράση δηλώνει την επιθυμία των ανθρώπων που ζουν συγκεντρωμένοι αλλά αποξενωμένοι στις πόλεις να ξαναγυρίσουν σε ένα πιο παραδοσιακό τρόπο ζωής να ξαναέρθουν σε επαφή μεταξύ τους και να δημιουργήσουν ξανά ανθρώπινες σχέσεις. Όμως αυτό δεν πραγματοποιείται. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι στην πόλη έχουν μπει οριστικά σε μοναχικό δρόμο. Όπως έλεγε ο Αντώνης Σαμαράκης: «Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν τόσο κοντά η μια στην άλλη, κι όμως ποτέ άλλοτε οι ψυχές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μια από την άλλη»

ΚΩΜΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ

Το διήγημα κλείνει με τρόπο κωμικό, καθώς όλοι όσοι μάζεψαν μανιτάρια κατέληξαν στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου ( ήταν δηλητηριασμένα). Το τέλος συμβολίζει την διάψευση της ελπίδας  ότι μπορεί να αλλάξει ζωή ο άνθρωπος της μεγαλούπολης και να ζωντανέψει τη φύση στη ζωή του.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΜΑΡΙΑ IΟΡΔΑΝΙΔΟΥ  

Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας

         Η αστική καθημερινότητα της σύγχρονης εποχής μέσα στην οποία κυριαρχούν το τσιμέντο και οι πολυκατοικίες είναι το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η Μαρία Ιορδανίδου στο τελευταίο της πεζογράφημα Η αυλή μας (1981). Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την αρχή του βιβλίου και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Η ηλικιωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα συγγραφέας ζει πια σε πολυκατοικία, όπου βιώνει όλα τα προβλήματα της κοινής ζωής, τις ενοχλήσεις από τα άλλα διαμερίσματα και την ψυχική αποξένωση των ενοίκων.

Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.
Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία. Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.
Στις περισσότερες απ’ αυτές τις πολυκατοικίες, που χτίζονται η μια ύστερα απ’ την άλλη, σπάνια θα δεις παράθυρο. Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σ’ ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού. Έτσι λοιπόν, μπαλκονόπορτα και κάμαρα, και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος. Πώς επιπλώνεται, πώς κατοικείται αυτός ο χώρος, δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ. Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας. Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις, σου έβαλε τις απλίκες* εκεί που θα μπει το «καθιστικό», δηλαδή ο καναπές, το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.
Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την «κόχη» της. Εκεί που θα κουρνιάσει* να πιει το καφεδάκι της, να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της, και να αφουγκραστεί* την ανάσα του σπιτιού της. Ίσως γι’ αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της. Ξένο πράμα. Όλα τυποποιημένα, όλα προμελετημένα.* Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου. Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα, έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.

Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.* Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος. Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.
Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί. Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της. Όλα αυτά ακούονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.
Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού. Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει, εκείνο, αγουροξυπνημένο, αμύνεται, και φαίνεται πως το δέρνει.
– Κυρία μου, φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου, αφήστε το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σε ηλικία που πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του.
– Τι λες, κυρά μου; φωνάζει έξαλλη από μέσα η μητέρα. Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου. Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει, δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
Πραγματικά, από το δρόμο ακούγεται το μπικ-μπικ του αυτοκινήτου. Δε μίλησα. Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
Λίγες ώρες ησυχία, και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού. Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε, όμως η μητέρα άργησε, και ο σωφέρ δεν μπορεί ν’ αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο. Το παίρνει μαζί του και ξεκινά. Το παιδί από μέσα ωρύεται.*
Για κανένα μήνα ησύχασα όταν το αντρόγυνο πήρε την άδειά του την καλοκαιρινή. Ξεκίνησαν οι δυο με τ’ αυτοκίνητό τους για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι. Μια μέρα, από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας, κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε. Γύρισαν πίσω. Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου.
– Φά’ το! φά’ το είπα! Δεν το τρως;
Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
– Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
Και πάλι η φωνή.
Δε βάσταξα. Πετιέμαι έξω, μ’ αρπάζει η Νέλλη,* με τραβοκοπά.
– Πού πας;
– Πάω να πιάσω την πόρτα τους με τις κλοτσιές. Άσε με.
– Τρελάθηκες;
Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν’ αποταθώ.* Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
– Το παιδάκι από τον καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα. Έγινε πετσί και κόκαλο. Το κακόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
Οι Γάλλοι λένε: Les enfants, quand ils sont petits, ils nous aiment. Quand ils grandissent, ils nous jugent, et parfois ils nous pardonnent, Τα παιδιά, όταν είναι μικρά μας αγαπάνε, όταν μεγαλώνουν μας κρίνουνε, και καμιά φορά μάς συγχωρούνε.
Αυτή η μικρούλα, φαίνεται, μεγάλωσε πριν από την ώρα της, έκρινε τη μητέρα της και δεν τη συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη. Την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί. Έχουν την αξιοπρέπειά τους και τα παιδιά.
Η ζωή μου μέσα σ’ αυτή την πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη. Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε. Το διαμέρισμα ξανανοικιάστηκε πολύ γρήγορα. Το έπιασε ένας εργένης και ησυχάσαμε

 

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ .

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.


Πρόσφατα άρθρα

Πρόσφατα σχόλια

    Ιστορικό

    Kατηγορίες

    Μεταστοιχεία


    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση