Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς, Μαρούλα Κλιάφα

30 Μαρτίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A107/391/2592,21882/index08_05.html

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ

Πρόκειται για επιστολικό  μυθιστόρημα.

ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Αποτελείται από έναν αριθμό πλασματικών συνήθως επιστολών, ο οποίος δεν είναι σταθερός αλλά  ποικίλει. Ο ρόλος του κάθε ήρωα-επιστολογράφου σηματοδοτείται από τον αριθμό των επιστολών του μέσα στο μυθιστόρημα.  Υπάρχουν μυθιστορήματα που περιέχουν τις επιστολές μόνο ενός προσώπου, του επώνυμου «ήρωα» ή της «ηρωίδας» του μυθιστορήματος. Τα περισσότερα όμως είναι «πολυφωνικά», δηλαδή οι επιστολογράφοι-ήρωες είναι περισσότεροι.

Το είδος αυτό του μυθιστορήματος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα, καθώς έδινε τη δυνατότητα στους συγγραφείς να παρουσιάσουν τις πληροφορίες ως αληθινές μαρτυρίες – ντοκουμέντα. Επιπλέον παρουσιάζει τα γεγονότα από την οπτική γωνία του κάθε αφηγητή. Τέλος, επειδή απουσιάζει η συνθετική ικανότητα του αφηγητή, ο αναγνώστης του είναι «υποχρεωμένος» ν’ αναπληρώνει τα πολύ περισσότερα απ’ ό,τι στο  κανονικό μυθιστόρημα «κενά σημεία». Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης αποκτά πιο ενεργό ρόλο προκειμένου να συμπληρώσει τα γεγονότα και τα νοήματα.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

1η επιστολή: Τα παράπονα της Βερόνικας για τη σκληρή στάση των ανθρώπων.

2η επιστολή: Η κατανόηση και η στήριξη της Ελένης.

ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ-ΘΕΜΑ

Η άρνηση των ανθρώπων να αποδεχτούν τη διαφορετικότητα και οι συνέπειες.

ΗΡΩΕΣ

Κύριοι: Η Βερόνικα και η Ελένη

Δευτερεύοντες:  Στην  1η επιστολή, η μητέρα, ο πατέρας και ο αδερφός της Βερόνικας, οι νέοι γείτονες κάποιος ένοικος και ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος. Στη 2η επιστολή, ο πατέρας και διάφοροι άγνωστοι άνθρωποι.

1η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΑΣ

Είναι η ρατσιστική συμπεριφορά των γειτόνων που όχι μόνο δεν κάνουν σχέσεις με την οικογένειά της αλλά θέλουν να τους διώξουν από την πολυκατοικία. Επειδή είναι Αλβανοί, θεωρούνται κακοί και ανεπιθύμητοι και αντιμετωπίζονται σκληρά, επιθετικά και απαξιωτικά. Το πρόβλημα είναι ψυχολογικό (θλίψη) και πρακτικό (θα τους διώξουν). Το πρόβλημα αισθητοποιείται από την αναφορά πολλών περιστατικών, όπως η προσβολή προς τη μητέρα και τον αδερφό της.

ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ

Η επιστολή με το Α΄ πρόσωπο και τον εξομολογητικό χαρακτήρα, παρουσιάζει άμεσα τα συναισθήματα. Είναι η θλίψη, η απογοήτευση, ο πόνος, το αίσθημα της αδικίας, του διωγμού, της περιθωριοποίησης και της περιφρόνησης. Δεν μπορεί να καταλάβει ποια διαφορά υπάρχει  μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής εθνικότητας ούτε το μίσος των ανθρώπων. Νιώθει ζήλια (όχι με την κακή έννοια) για την Ελένη που δεν αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΒΕΡΟΝΙΚΑΣ

Ευαίσθητη, απογοητευμένη, πικραμένη, σέβεται τις ανθρωπιστικές αξίες, οραματίζεται έναν κόσμο χωρίς διαχωριστικές γραμμές.

2η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΤΙ ΕΝΟΧΛΕΙ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ως πιο αρνητικό δε θεωρεί τη σκληρή στάση, αλλά την υποκρισία και τον οίκτο. Δηλαδή, θεωρεί απαράδεκτο οι άνθρωποι  να λυπούνται κάποιον που έχει πρόβλημα ή να αδιαφορούν για το πρόβλημα και να κάνουν ότι δεν το βλέπουν. Προφανώς όλα αυτά προέρχονται από την προσωπική της εμπειρία.

Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΜΠΑΣΚΕΤ

Η Ελένη είναι ανάπηρη και δεν μπορεί να συμμετέχει σε αγώνες. Προσπαθεί όμως να αντιμετωπίσει το πρόβλημά της  πλάθοντας στη φαντασία της μια άλλη εικόνα του εαυτού της (ένα υγιές κορίτσι που ασχολείται με αθλητισμό). Άρα δεν έχει συμβιβαστεί με την κατάστασή της και κρύβει το πρόβλημα από τη φίλη της παρουσιάζοντας μια εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού της.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΕΛΕΝΗΣ

Αισθάνεται λύπη, κατανόηση και ενδιαφέρον για τη φίλη της. Φαίνεται να έχει θάρρος και ελπίδα για τη ζωή και  ελπίζει ότι κάποτε θα κατακτήσει την ευτυχία αν  και ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΕΛΕΝΗΣ

Η Ελένη προσπαθεί να στηρίξει τη φίλη της δίνοντας κουράγιο και αισιοδοξία. Είναι μια ώριμη κοπέλα, που γνωρίζει τις δυσκολίες της ζωής, κατανοεί τη σκληρότητα του κόσμου. Δεν μας εκπλήσσει αυτό, γιατί το πρόβλημά της (κινητικά προβλήματα) την οδηγεί και αυτήν στο κοινωνικό περιθώριο και τον αποκλεισμό. Εμπνέεται από τις ανθρωπιστικές αξίες και κατακρίνει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Δεν έχει όμως συμβιβαστεί με το πρόβλημά της και βρίσκει διέξοδο σε μια φανταστική πραγματικότητα. (φαντάζεται πως είναι ένα υγιές,  κοινωνικό  και γεμάτο δραστηριότητες κορίτσι).

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΙΤΛΟΥ (Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς)

Ο Παράδεισος συμβολίζει την ευτυχία, τη γαλήνη. Η πορεία (ο δρόμος) προς την ευτυχία είναι δύσκολος, δύσβατος. Συναντά κανείς εμπόδια, την έχθρα ή την αδιαφορία των άλλων, τη δική του απογοήτευση, την αδυναμία να συνεχίσει την πορεία αυτή. Όταν αλλάξουν οι συνθήκες και γίνουν πιο φιλικές και όταν ο ίδιος ανακτήσει τις δυνάμεις του και συνεχίσει τον δρόμο ξεπερνώντας τις δυσκολίες αυτές, φτάνει στον δικό του Παράδεισο. Χρειάζεται όμως συνεχής αγώνας, κουράγιο, δύναμη και πείσμα. Αυτό τον αγώνα έχει να κάνει η Βερόνικα και η Ελένη για να τις δεχτεί η κοινωνία και να τις αντιμετωπίσει ως ισότιμα μέλη της.

ΓΛΩΣΣΑ

Απλή δημοτική, πράγμα λογικό αφού γράφουν δυο δεκαπεντάχρονα κορίτσια. Το  ύφος είναι  απλό, σαφές , κατανοητό, εξομολογητικό, προσωπικό και αποκαλυπτικό, αφού πρόκειται για επιστολές.

ΧΡΟΝΟΣ

Ο σαφής χρόνος των επιστολών (1η και 6η Δεκεμβρίου) και ο ακαθόριστος χρόνος των γεγονότων (προ ημερών, χθες, αύριο κλπ).

ΤΟΠΟΣ

Η πολυκατοικία.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΚΑΙ  ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Πρόκειται για πρωτοπρόσωπους αφηγητές, δηλαδή τα δύο κορίτσια που παρουσιάζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Φυσικά  το κείμενο στηρίζεται στην αφήγηση ως αφηγηματικό τρόπο, αφού πρόκειται για επιστολές. Θα μπορούσαμε να πούμε, επίσης,  ότι στις επιστολές αυτές ενσωματώνεται και ο εσωτερικός μονόλογος-σκέψεις αλλά και ο διάλογος αφού οι επιστολές έχουν αποδέκτη.

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

Μεταφορές (ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό μου)

Αποσιώπηση ( οικονομική άνεση, ομορφιά, έρωτα…)

Ρητορικές ερωτήσεις (Τι να της έλεγε;)

Ασύνδετο σχήμα (οικονομική άνεση, ομορφιά, έρωτα..)

Εικόνες οπτικοακουστικές (η μαμά δε μίλησε καθόλου)

Επανάληψη (πως με τον καιρό θα τους περάσει. Αυτούς μπορεί να τους περάσει.)

Αποσιώπηση: υπάρχει όταν ο λόγος σταματά, επειδή ο ομιλητής δεν θέλει να συνεχίσει (είτε από άγνοια είτε από συγκίνηση είτε για έμφαση) και τη θέση του παίρνουν αποσιωπητικά (….). Δες και την  κατηγορία τα σχήματα λόγου της λογοτεχνία.

Ρητορική ερώτηση: είναι η ερώτηση που διατυπώνεται απλώς ως σχήμα λόγου και όχι για να απαντηθεί, καθώς η απάντησή της είτε είναι αυτονόητη είτε εντελώς περιττή. Η ρητορική ερώτηση έχει σκοπό να προβληματίσει τον αναγνώστη και να τον οδηγήσει στο υπονοούμενο συμπέρασμα του πομπού.

Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ  ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ

Ο όρος ρατσισμός κυριολεκτικά  σημαίνει το μίσος ή τον φόβο για άτομα που ανήκουν σε φυλές διαφορετικές από τη δική μας, καθώς και την εχθρική ή και υποτιμητική στάση απέναντί τους. Τα παραπάνω συνδέονται με την πεποίθηση ότι οι φυλές από τις οποίες προέρχονται είναι κατώτερες από τη δική μας. Ο όρος ρατσισμός χρησιμοποιείται κατ’ επέκταση και προς άτομα διαφορετικά από εμάς, όσον αφορά άλλα διακριτικά γνωρίσματα πέρα από τη φυλή, π.χ. το φύλο, την εθνική/τοπική καταγωγή, την κοινωνική θέση, την κατάσταση της υγείας.

Κοινωνικός ρατσισμός: εκδηλώνεται απέναντι σε άτομα που έχουν αναπηρίες, ανήκουν σε χαμηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, είναι ναρκομανείς, φυλακισμένοι, ασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα, δεν έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο, δεν ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα…

Θρησκευτικός ρατσισμός: εκδηλώνεται όταν μια θρησκεία (ή δόγμα) θεωρείται ως η μόνη αληθινή και αντιμετωπίζονται υποτιμητικά και εχθρικά οι άλλες θρησκείες (ή δόγματα).

Φυλετικός ρατσισμός:  τα άτομα που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη φυλή (πχ λευκή) θεωρούν ότι είναι ανώτεροι από αυτούς που ανήκουν σε άλλη φυλή (πχ μαύρη φυλή)

Εθνικός ρατσισμός:  άτομα ενός έθνους θεωρούνται ανώτερα από τα άλλα έθνη.

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς.

Μια αγγελία για αλληλογραφία σε ένα περιοδικό γίνεται η αφορμή για τη δημιουργία μιας ζεστής φιλίας ανάμεσα σε δύο δεκαπεντάχρονα κορίτσια που ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους: τη Βερόνικα, που έρχεται από την Αλβανία κουβαλώντας τις τραυματικές εμπειρίες του ξεριζωμού, και την Ελένη, κόρη αστικής αθηναϊκής οικογένειας, που κανένα πρόβλημα δε φαίνεται να σκιάζει τη ζωής της.
Επί οχτώ ολόκληρους μήνες οι δυο φίλες αλληλογραφούν και εκμυστηρεύονται η μία στην άλλη τις ενδόμυχες σκέψεις και τα όνειρά τους. Περιγράφουν με χιούμορ τη ζωή τους στο σχολείο, σχολιάζουν τα όσα παράλογα συμβαίνουν γύρω τους, ερωτεύονται, απογοητεύονται, αλλά και ελπίζουν.
Και ξαφνικά… Ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Η γέφυρα επικοινωνίας που έχουν στήσει ανάμεσά τους κλονίζεται. Ένα μυστικό σκιάζει τη σχέση τους. Θα σταθεί άραγε αυτό αφορμή για να χαλάσει η φιλία τους;

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΒΙΒΛΙΟ

Αντώνη Σουρούνη, «Ξενοφοβία»

Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε:

«Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».

Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμη λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τί θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ’ ένα μήνα το ξανάφησε.

«Ας με διώξουν», είπε. «Δεν θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».

Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας, κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να ’ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες των τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τί τρεφόμασταν εκεί απ’ όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζομε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε, αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ’ αυτήν.

Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν’ ακούσουν τ’ αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ’ όλους, γιατί είχε καταντήσει να ’ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να ’ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαποί, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπάιτερ σ’ ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τί σε περιμένει. Τα ’λεγε όλα αυτά στους γείτονες, όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τί να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ’ αυτά τα σκατά. Το σπίτι του βρομοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν’ ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν’ αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.

Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο, επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το ’τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω.

«Το καλοκαίρι θα ’ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά».

Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί νά ’ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.

[πηγή: Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 32002, σ. 43-45]

ΞΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΟΛΗ (ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ)

ΠΗΓΕΣ

Ψηφιακό βιβλίο Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄Γυμνασίου

Βιβλίο του Εκπαιδευτικού

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ .

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.


Πρόσφατα άρθρα

Πρόσφατα σχόλια

    Ιστορικό

    Kατηγορίες

    Μεταστοιχεία


    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση