Δυσαριθμησία: Όταν οι αριθμοί γίνονται εφιάλτης!
Η δυσαριθμησία είναι μια μαθησιακή δυσκολία που δυσκολεύει τα παιδιά ακόμα και στις πιο απλές μαθηματικές πράξεις και, σύμφωνα με νεότερες έρευνες, παρουσιάζεται όλο και πιο συχνά.
Πολλά είναι τα παιδιά που δυσκολεύονται όταν έρχεται εκείνη η δύσκολη ώρα της αριθμητικής. Οι πιο απλές πράξεις μπορούν να διαρκέσουν ώρες γι’ αυτά, ενώ το μέτρημα των δαχτύλων μπορεί να τα εκνευρίσει πολύ γρήγορα. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν ευθύνεται το παιδί, μιας που το ίδιο μπορεί να έχει απεριόριστη διάθεση για μάθηση, αλλά να δυσκολεύεται τόσο πολύ, ώστε στο τέλος να απογοητεύεται. Συχνά γονείς και εκπαιδευτικοί, προσπαθώντας να κατανοήσουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί με τις μαθηματικές πράξεις, επικαλούνται λόγους που το αδικούν. Αυτοί μπορεί να είναι από το «δεν διάβασε αρκετά» (τεμπελιά) έως το «δεν παίρνει από μαθηματικά» (χαμηλή νοημοσύνη κλπ.). Τίποτα από αυτά όμως δεν ισχύει, πόσο μάλλον όταν το παιδί στα άλλα μαθήματα τα πηγαίνει πολύ καλύτερα. Όταν οι προσπάθειες του παιδιού στην αριθμητική είναι δυσανάλογες με το αποτέλεσμα, πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως φταίει κάτι άλλο. Αυτό το «κάτι άλλο» και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ονομάζεται -εδώ και δεκαετίες- δυσαριθμησία (dyscalculia).
 
Τι σημαίνει δυσαριθμησία
Ο όρος, σχεδόν άγνωστος ακόμη στη χώρα μας, περιγράφει τη μαθησιακή δυσκολία που αφορά τις ικανότητες για τη μαθηματική σκέψη. Πρόκειται για μια αναπτυξιακή δυσκολία εξίσου σημαντική με τη δυσλεξία. Επειδή όμως στη δυσαριθμησία, σε αντίθεση με τη δυσλεξία (προβλήματα ανάγνωσης, γραφής και ορθογραφίας), τα προβλήματα είναι λιγότερο εμφανή, συχνά την παρεξηγούμε ή την υποτιμάμε. Η αλήθεια είναι πως η δυσαριθμησία δεν αναγνωρίζεται εύκολα. Αυτό, συν την άγνοια που υπάρχει γι’ αυτό τον όρο στη χώρα μας, την καθιστά πολύ απλά «ανύπαρκτη». Στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το γεγονός ότι υπάρχει έρευνα στον τομέα αυτής της μαθησιακής δυσκολίας, υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες και κέντρα που παρέχουν συμβουλευτική, διάγνωση και αποκατάσταση καθαρά και συγκεκριμένα μόνο για δυσαριθμησία, έχει ως αποτέλεσμα να έχει μπει στη συνείδηση των περισσότερων γονέων και εκπαιδευτικών. Έτσι, οι Ευρωπαίοι είναι απόλυτα ευαισθητοποιημένοι στη συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία, σε αντίθεση με τους Έλληνες, που την αγνοούν.
 
Ποια είναι τα «επικίνδυνα» σημάδια
-Δυσκολία στην τέλεση απλών μαθηματικών πράξεων: Το παιδί επιμένει να χρησιμοποιεί τα δάχτυλά του για να μετρήσει ή χρειάζεται πολύ χρόνο προκειμένου να ολοκληρώσει μια απλή πράξη.
-Τα εσφαλμένα αποτελέσματα διαφέρουν από τα σωστά, συχνά κατά μία μονάδα.
-Το παιδί δυσκολεύεται στην αφαίρεση και στη διαίρεση περισσότερο απ’ ό,τι στην πρόσθεση.
-Συχνά το παιδί δυσκολεύεται να προσανατολιστεί στο χώρο, ενώ μπερδεύει το δεξιά με το αριστερά.
-Δυσκολεύεται στην αντίληψη και κατανόηση ποσοτήτων και μεγεθών.
-Ξεχνάει πρόσφατες μαθηματικές έννοιες ή ακόμη και την προπαίδεια.
-Η εξάσκηση και η μελέτη δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
-Δεν ξέρει ποιες πράξεις να χρησιμοποιήσει για να λύσει προβλήματα.
-Το παιδί συχνά «πελαγώνει» με τους μεγάλους αριθμούς (1.000, 10.000 κλπ.).
Αυτές είναι, συνοπτικά, κάποιες από τις ενδείξεις που θα μας βοηθήσουν να διακρίνουμε αν το παιδί μας αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία.
Συνήθως οι γονείς ελπίζουν πώς με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα θα βελτιωθούν. Επίσης, το παιδί με τον καιρό, προσπαθώντας να δώσει λύση στο πρόβλημά του, επινοεί κάποιες ιδιαίτερες στρατηγικές επίλυσης των πράξεων. Αυτές όμως είναι εσφαλμένες ή και χρονοβόρες, με αποτέλεσμα να χάνεται κάθε διάθεση για το μισητό πλέον μάθημα της αριθμητικής.
Πού οφείλεται η δυσαριθμησία;
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν οφείλεται στη νοημοσύνη του παιδιού. Αυτή αντιθέτως μπορεί να κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Τόσο η λογική σκέψη όσο και η ικανότητα για συμπεράσματα μπορεί να είναι αναπτυγμένες στο παιδί, χωρίς όμως να αποκλείεται η περίπτωση της δυσαριθμησίας. Η συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία σχετίζεται με την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται ποσότητες, αριθμούς, μεγέθη, αποστάσεις και χώρο. Αυτή η ικανότητα αποτελεί μέρος της ανάπτυξης. Μερικά παιδιά, όμως, παρουσιάζουν ακριβώς σε αυτό το τμήμα δυσκολίες. Γι’ αυτή τη δυσκολία δεν ευθύνονται εξωγενείς παράγοντες (σύμφωνα με νεότερες έρευνες), όπως η διαπαιδαγώγηση. Πολλοί γονείς αναφέρουν ότι και οι ίδιοι ως παιδιά είχαν επίσης προβλήματα με τους αριθμούς ή συνεχίζουν να έχουν, υπονοώντας πως μπορεί να είναι κάτι κληρονομικό. Η κληρονομικότητα είναι ένα ενδεχόμενο το οποίο όμως έως τις μέρες μας δεν έχει ερευνηθεί πλήρως. Όποια πάντως κι αν είναι τα αίτια, η παρέμβαση και η αποκατάσταση του μαθητή είναι απαραίτητες.
Η παρέμβαση στη δυσαριθμησία
Ο εκπαιδευτικός, σε περίπτωση που διαπιστώσει συμπτώματα δυσαριθμησίας, οφείλει να υποβάλλει το παιδί σε εξειδικευμένα σταθμισμένα τεστ και δοκιμασίες (οπτικής αντίληψης, μαθηματικών δεξιοτήτων κ.ο.κ.) και κατόπιν να προχωρήσει στη δημιουργία προσωπικού «προφίλ σφαλμάτων», ώστε να δημιουργήσει ένα πλήρως εξειδικευμένο για την περίπτωση πλάνο παρέμβασης. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το παιδί που δυσκολεύεται με τα μαθηματικά δεν έχει πρόβλημα κινήτρων ή διάθεσης. Απλώς δεν μπορεί! Τα αντικίνητρα, η άρνηση και η παραίτηση, έπονται. Έτσι, στον κατάλογο των συμπτωμάτων της δυσαριθμησίας προστίθενται επιπλέον και ψυχοσυναισθηματικά συμπτώματα ως αποτέλεσμά της.
Αυτά μπορεί να είναι:
-Μειωμένη αυτοεκτίμηση.
-Ελλειμματική προσοχή.
-Απώλεια κινήτρων μελέτης και παθητικότητα.
-Επιθετικότητα, συγκρούσεις στο οικογενειακό περιβάλλον.
-Άρνηση ως και φοβία προς τα μαθηματικά.
-Τάσεις απομόνωσης.
-Επέκταση της κακής επίδοσης και σε άλλα μαθήματα.
-Γενικότερη άρνηση για το σχολείο.
-Ψυχοσωματικά (κοιλόπονος, πονοκέφαλος), ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες.
 
Πώς να το βοηθήσω;
Ο ειδικός (συνήθως ψυχολόγος) θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένος και ειδικευμένος στην αποκατάσταση της δυσαριθμησίας, και καλείται να συμπεριλάβει την ψυχοσυναισθηματική όψη του προβλήματος, στηρίζοντας την αυτοπεποίθηση του παιδιού. Σκοπός της παρέμβασης δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι οι καλοί βαθμοί και η άριστη επίδοση στα μαθηματικά. Το ζητούμενο είναι το παιδί να μάθει να βλέπει τα μαθηματικά με διαφορετικό μάτι. Η αναδιοργάνωση του τρόπου κατανόησης και προσέγγισης των αριθμών και των μαθηματικών πράξεων μέσα από εξειδικευμένα προγράμματα αποτελούν, επίσης, κύριο στόχο. Ο ρυθμός καθορίζεται από το ίδιο το παιδί, και τα υλικά που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι έτσι επιλεγμένα ώστε να χρησιμοποιούνται με όρεξη. Ο ειδικός έχει το ρόλο αυτού που θα κάνει το παιδί να αξιοποιήσει την έμφυτη περιέργεια και ικανότητά του για την εκ νέου κατανόηση του κόσμου των αριθμών.
 
Αν υπάρχει υποψία για δυσαριθμησία, είναι πολύ σημαντικό να δοθεί προσοχή στις συμπεριφορές του παιδιού
·Να διαλέγετε για την ώρα μελέτης των μαθηματικών μια ήρεμη στιγμή, όταν το παιδί είναι ξεκούραστο και ευδιάθετο.
·Να μειώνετε το χρόνο μελέτης, όταν βλέπετε ότι υπάρχει εκνευρισμός.
·Να επιλέγετε ασκήσεις και πράξεις στις οποίες ξέρετε ότι το παιδί σας τα καταφέρνει καλά και να δείχνετε ικανοποίηση τονώνοντάς του την αυτοπεποίθηση.
·Να αποφεύγετε χαρακτηρισμούς και σχόλια.
·Μην του βάζετε τις φωνές (δεν οφείλεται το πρόβλημα σε τεμπελιά).
·Προσπαθείτε να εξιχνιάζετε τον τρόπο σκέψης και επίλυσης που χρησιμοποιεί το παιδί σας.
·Μιλήστε με τον εκπαιδευτικό του παιδιού σας σχετικά με τη συμπεριφορά του στο μάθημα των μαθηματικών.
Εφόσον γίνει κατανοητό πού οφείλονται οι δυσκολίες του παιδιού και ότι «μαθηματικά» το παιδί μιλάει μια διαφορετική γλώσσα, τότε έχουμε κάνει και το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεν έχει νόημα να περιμένουμε από το παιδί με δυσκολίες στα μαθηματικά να γίνει μαθηματικός, υπάρχει όμως τρόπος αυτή η δυσκολία να απαλυνθεί και να μη σταθεί εμπόδιο στην καθημερινότητά του ή σε μελλοντικές επαγγελματικές επιλογές.
Με τη συνεργασία του Γεώργιου Τρουμπούκη (ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος, ειδικός στη θεραπεία της δυσαριθμησίας).

Αυτές είναι οι συχνότερες μαθησιακές δυσκολίες

Αν το παιδί κατά τη διάρκεια της Α΄ Δημοτικού παρουσιάσει προβλήματα, οι γονείς θα πρέπει να εξετάσουν και να αρχίσουν να αναρωτιούνται αν αυτά σχετίζονται με την ωρίμανση του παιδιού ή υπάρχουν ενδείξεις κάποιας μαθησιακής δυσκολίας.

Προς το τέλος της Α΄ με αρχή της Β΄ Δημοτικού, ένα παιδί μπορεί να εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα δυσλεξίας ή άλλης μαθησιακής δυσκολίας. Οι πρώτες ενδείξεις είναι συνήθως ότι παρουσιάζει δυσκολία με την εκμάθηση της Ανάγνωσης και της Γραφής, προσθέτει ή αφαιρεί γράμματα σε λέξεις ή παραλείπει ολόκληρες λέξεις διαβάζει ή γράφει, έχει προβλήματα στο να μάθει να λέει την ώρα, γράφει πολύ αργά και δεν προλαβαίνει ολοκληρώσει τις εργασίες του μαζί με τα άλλα παιδάκια στην τάξη. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το παιδί δεν είναι έξυπνο. Τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες διαθέτουν νοημοσύνη μέσου όρου και πάνω, αλλά απλώς έχουν μια ειδική δυσκολία σε κάποιο νοητικό τομέα. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το διαγνώσει ένας ειδικός σχολικός ψυχολόγος. Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν έχουν σχέση με τη νοημοσύνη ενός παιδιού. Οφείλονται σε μια διαφορετική λειτουργία του εγκεφάλου, η οποία επηρεάζει τη λήψη και την επεξεργασία μιας πληροφορίας. Τα παιδιά που παρουσιάζουν τέτοιες ιδιαιτερότητες απλά βλέπουν, ακούν και αντιλαμβάνονται τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Συνήθως οι γονείς, όταν ανακαλύψουν ότι κάτι δεν πάει καλά στην ανάπτυξη του παιδιού τους, νιώθουν άβολα και αμήχανα. Είναι άσκοπο να το πιέζετε, αφού δεν μπορεί να προσπαθήσει περισσότερο ή να συγκεντρωθεί από μόνο του, αν δεν του δείξετε τον κατάλληλο τρόπο για να το πετύχει. Να θυμάστε ότι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε εμείς, έχει περισσότερη επίδραση στην εξέλιξη του παιδιού από όσο φανταζόμαστε.
Οι πιο συνηθισμένες μαθησιακές δυσκολίες
Είναι η εξελικτική δυσκολία στην επεξεργασία του γραπτού λόγου και κατά συνέπεια δυσκολία στην ανάγνωση, δυσανάλογα επίμονη προς την ηλικία και το νοητικό δυναμικό του μαθητή, και επίσης επίμονη αδυναμία στην εκμάθηση της ορθογραφίας των λέξεων. Σε πολλές περιπτώσεις, η δυσλεξία φαίνεται να κληρονομείται. Δεν είναι ασθένεια, αλλά μια διαφορετικότητα στη δομή του εγκεφάλου, η οποία χρειάζεται ένα διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας. Τα άτομα με δυσλεξία είναι χαρισματικά και πολύ παραγωγικά.
Τα σημάδια

 – Δυσκολίες στην ανάγνωση (αργός ρυθμός ανάγνωσης, διστακτική και συλλαβική ανάγνωση, λάθη σε επίπεδο σύγχυσης βασικών αντιστοιχιών ήχων και γραπτών συμβόλων, λάθη με οπτικές ομοιότητες γραμμάτων, παράλειψη, αντικατάσταση, αντιμετάθεση γραμμάτων, συλλαβών ή και λέξεων, ελλιπής κατανόηση του κειμένου, χάσιμο της σειράς του βιβλίου).

 – Δυσκολίες στη γραφή (πολλά ορθογραφικά λάθη, παραλείψεις, προσθέσεις, αντιμεταθέσεις, αντικαταστάσεις γραμμάτων, συλλαβών & λέξεων, κακογραφία, ακαταστασία, μουντζούρες στο γραπτό, αδικαιολόγητα κενά, κατάργηση των διαστημάτων, απουσία σημείων στίξης, απουσία κεφαλαίων ή παρεμβολή τους ανάμεσα στα πεζά).

 – Δυσκολίες στα μαθηματικά (προβλήματα στην άμεση μνήμη, όταν ενασχολούνται με αριθμητικές πράξεις, απώλεια θέσης ή σειράς στην πρόσθεση στηλών με αριθμούς, δυσκολία εκμάθησης της προπαίδειας).
Ο δυσλεξικός μαθητής…

…Έχει μέση μέχρι πολύ υψηλή νοημοσύνη, που χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές της καθημερινής του ζωής.

…Σύμφωνα με τη συμπεριφορά του στο σχολείο και στο σπίτι, δείχνει πως είναι πολύ πιο έξυπνος και δημιουργικός από ο, τι φανερώνει η επίδοσή του στην ανάγνωση, τη γραφή και μερικές φορές την αριθμητική.

…Είναι συνήθως το παρεξηγημένο παιδί, που χαρακτηρίζεται συχνά ως τεμπέλικο, ανυπάκουο, αδιάφορο για σχολική μάθηση και ίσως ως «επαναστάτης» της τάξης.
Είναι η δυσκολία στην εκμάθηση των μαθηματικών εννοιών και δεξιοτήτων, παρά την απουσία εμφανούς διαταραχής, όπως κάποιο σύνδρομο ή νοητική υστέρηση. Η δυσαριθμησία μπορεί να είναι: α) αναπτυξιακή ή εξελικτική β) επίκτητη. Στην πρώτη περίπτωση, αναφερόμαστε σε άτομα σχολικής ηλικίας (μαθητές) που για πρώτη φορά έρχονται σε επαφή και αποκτούν μαθηματικές γνώσεις και δεξιότητες. Η δεύτερη αφορά άτομα που έχουν μάθει μαθηματικά, αλλά αργότερα, κατά την παιδική/εφηβική ή συχνότερα ενήλικη ζωή τους, χάνουν αυτή την ικανότητά τους, κάτι που οφείλεται σε μια επίκτητη διαταραχή που συνδέεται με κάποια βλάβη στον εγκέφαλο. Ο όρος «αναπτυξιακή» σημαίνει απλώς ότι το παιδί δεν αποκτά εύκολα μαθηματικές γνώσεις και δεξιότητες, και το πρόβλημα συνδέεται με την ποιότητα της αρχικής του μάθησης.
Τα σημάδια

 – Δυσκολίες στην τέλεση απλών μαθηματικών πράξεων (εμμονή στο μέτρημα με δάχτυλα, μεγάλο διάστημα περισυλλογής) και στην αντίληψη ποσοτήτων και μεγεθών.

 – Αδυναμία προσανατολισμού και συσχετισμών στα «αριθμητικά διαστήματα» : 1-100, 1-1000 κλπ.

 – Αδυναμία συγκράτησης πρόσφατων μαθηματικών θεμάτων και εννοιών, παρ’ όλη την επανάληψη.

 – Δυσκολίες στην αφαίρεση και στη διαίρεση, περισσότερο από ο, τι στην πρόσθεση.

 – Δυσκολίες προσανατολισμού στο χώρο, σύγχυση των εννοιών «δεξιά» και «αριστερά».

 – Μνήμη μικρής διάρκειας σε πρόσφατες μαθηματικές έννοιες, προπαίδεια κ. α.

 – Μη επιθυμητά αποτελέσματα με την εξάσκηση και τη μελέτη.

 – Δυσκολία στην επιλογή των απαραίτητων πράξεων για τη σωστή επίλυση προβλημάτων.
ΔΥΣΓΡΑΦΙΑ είναι μια νευρολογική διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στη γραφή, με παραμορφώσεις ή λάθη. Τα παιδιά με αυτή τη διαταραχή σχηματίζουν γράμματα με λάθος μέγεθος ή και κατεύθυνση ή γράφουν λανθασμένες και με ορθογραφικά σφάλματα λέξεις, παρά τις οδηγίες για το αντίθετο. Επίσης, είναι πιθανό να έχουν και άλλες δυσκολίες μαθησιακές, αλλά συνήθως δεν έχουν κοινωνικές δυσκολίες.
Τα σημάδια
– Ασκείται πολύ μεγάλη ή πολύ μικρή πίεση στο εργαλείο γραψίματος (μολύβι, πινέλο).
– Τα γράμματα δεν τοποθετούνται πάνω στη γραμμή.
– Τα γράμματα είναι δυσανάγνωστα.
– Το γράψιμο είναι πολύ αργό.
– Το γράψιμο δεν κινείται οριζόντια, αλλά κλίνει προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
– Οι σειρές συγκλίνουν.
– Τα διαστήματα μεταξύ των λέξεων είναι ανομοιογενή.
– Το μέγεθος των γραμμάτων δεν είναι σταθερό.
– Κάποια γράμματα δεν σχηματίζονται ολοκληρωμένα.
– Το γράψιμο φαίνεται κοπιαστικό.
ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΙΑ
Η αιτιολογία της δυσαναγνωσίας δεν είναι σαφής, όπως συμβαίνει και με την πλειοψηφία των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών. Τα αίτιά της μπορεί να ποικίλλουν. Οι περισσότερες σύγχρονες έρευνες συμπεραίνουν ότι πρόκειται για πρόβλημα στην καταγραφή και επεξεργασία αυτού που βλέπουμε την ώρα της ανάγνωσης και μπορεί να επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το περιβάλλον ή το φως. Πρόκειται για ανικανότητα του εγκεφάλου να αποκωδικοποιήσει οπτικά ερεθίσματα του κειμένου. Άλλη παράμετρος που ενδεχομένως μπορεί να εμπλέκεται είναι η φωνολογική αποκωδικοποίηση των ήχων. Όπως και να έχει, είναι γεγονός ότι μπορούμε να υποψιαστούμε από πολύ μικρή ηλικία ότι το παιδί μας παρουσιάζει ανάλογη δυσκολία. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος, καθοριστικό ρόλο παίζει η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση από το λογοθεραπευτή, που λύνει το πρόβλημα από τη ρίζα του. Έτσι, ανάλογα με το παιδί και το είδος της διαταραχής, η λύση μπορεί να είναι άμεση ή μακροχρόνια, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση επιλεγεί και καθοριστεί το ιδανικό θεραπευτικό πρόγραμμα, προσαρμοσμένο στις ανάγκες του εκάστοτε μαθητή.
Τα σημάδια
 – Δυσκολίες στην αποκωδικοποίηση (κομπιαστή ανάγνωση).
 – Λάθη (αντικαταστάσεις, παραλήψεις, αντιμεταθέσεις).
 – Αντικαταστάσεις λέξεων.
ΔΥΣΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
Είναι μία από τις τρεις διαταραχές που απαρτίζουν την ομάδα των Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών. Αφορά τη δυσκολία της γραφής, τόσο στο επίπεδο της λέξης όσο και στο επίπεδο της πρότασης και της σύνταξης γραπτής παραγράφου. Τα λάθη των παιδιών με δυσορθογραφία μπορούν να ταξινομηθούν σε επτά μεγάλες κατηγορίες:
1α. Λάθη στην τοποθέτηση των γραφημάτων στο χώρο
 – Αντικατάσταση γραμμάτων από άλλα γειτονικών μορφών.
 – Διαφορετικά προσανατολισμένα (ε – 3, ρ – 9, δ – 2).
 – Γειτονικής μορφής (χ – γ).
1β. Αντιστροφές
 – Αντιστροφή αρχικού φωνήεντος (αρ – Ρα).
 – Αντιστροφές μέσα στη συλλαβή ή σε διαδοχικά σύμφωνα (τρία – τίρα).
 – Παράλειψη γραμμάτων ή συλλαβών.
 – Πρόσθεση γραμμάτων ή συλλαβών.
 – Σύνδεση των λέξεων (της μαμάς του – της μαμάστου).
2. Φωνολογικά λάθη
 – Αντικατάσταση άηχου ηχηρού φωνήματος.
 – Απλοποίηση συμπλέγματος (βάφτισα – βάφισα).
 – Αφομοίωση (παγώνω – παγώγω).
 – Επένθεση (κλαίω – καλαίω).
 – Παραποίηση φωνηέντων (πέντε – πέντα).
3. Λάθη χρήσης (ιστορική ορθογραφία) (ωραίος – ορέος, κοιμάμαι – κιμάμαι).
4. Λάθη στη χρήση διαφορετικών γραμμάτων ενός ίδιου ήχου (ευχαριστώ – εφχαριστώ, ευαίσθητος – εβαίσθητος).
5. Λάθη συμφωνίας γραμματικής κλίσης. Τα παιδιά με δυσορθογραφία μπορεί να γνωρίζουν τους γραμματικούς κανόνες, αλλά δεν μπορούν να τους εφαρμόσουν.
6. Αντικατάσταση λέξεων (γάτα – σκύλος).
7. Ομόηχες λέξεις (λίπη – λύπη – λείπει).
ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ
Ο όρος αναφέρεται σε ειδική διαταραχή της περιοχής της ανάπτυξης των κινητικών δεξιοτήτων. Τα άτομα με δυσπραξία έχουν τη δυσκολία να σχεδιάσουν και να ολοκληρώσουν μια πράξη. Υπολογίζεται ότι περίπου το 6% των παιδιών εμφανίζει σημάδια δυσπραξίας, και το 70% αυτών είναι αγόρια. Η δυσπραξία μπορεί να επηρεάσει διαφορετικές περιοχές της λειτουργικότητας, που ποικίλλει ανάμεσα σε ένα απλό κινητικό έργο, όπως είναι η χειρονομία του χαιρετισμού, και σε περισσότερο περίπλοκα έργα, όπως είναι το πλύσιμο των δοντιών. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως, αν ένα παιδί παρουσιάζει τέτοιου είδους δυσκολίες, όπως αυτές που περιγράφονται παρακάτω, δεν είναι απαραίτητο να έχει δυσπραξία. Αν, όμως, ένα άτομο εμφανίζει δυσκολίες αυτού του τύπου, για αρκετό χρονικό διάστημα, επιβάλλεται η εξέτασή του από ειδικό, για να διερευνηθεί η πιθανότητα εμφάνισής της.
Τα σημάδια
 – Η δυσπραξία προκαλεί δυσκολία στην ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών, τα οποία μπορεί να έχουν προβλήματα στις σχέσεις με τους συνομηλίκους τους. Μολονότι είναι έξυπνα, ωστόσο φαίνονται ανώριμα, και μερικά μπορεί να αναπτύξουν φοβίες και ψυχαναγκαστική συμπεριφορά.
 – Οι δυσκολίες συντονισμού των κινήσεων δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής και σε άλλες αθλητικές δραστηριότητες.
 – Οι δυσκολίες στη γραφή, όπως τα κακοσχηματισμένα γράμματα, το κράτημα του μολυβιού και το αργό γράψιμο, μπορεί να καταστήσουν τη σχολική εργασία απογοητευτική.
ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ & ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πολλά παιδιά, ιδιαίτερα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, χαρακτηρίζονται από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς ζωηρά, υπερκινητικά, απρόσεκτα, δραστήρια ή ανυπάκουα. Αυτή η συμπεριφορά, αν και δυσκολεύει τη ζωή των γονέων και των δασκάλων, θεωρείται έως μια ηλικία φυσιολογική. Παρ’ όλα αυτά, όμως, επιβαρύνουν την καθημερινή ζωή του παιδιού, καθώς και τη σχολική επίδοσή του. Τι γίνεται, όμως, όταν ένα παιδί δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σχεδόν καθόλου στα μαθήματά του; Τι γίνεται, όταν δεν μπορεί να κάνει τις εργασίες του; Όταν δεν έχει την υπομονή να καθίσει σε ένα σημείο σχεδόν ποτέ; Τότε, πιθανόν το παιδί να πάσχει από Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ – Υ). Η διαταραχή αυτή είναι πολύ συχνή κυρίως στα αγόρια και τα χαρακτηριστικά της είναι τρία: η υπερκινητικότητα, η ελλειμματική προσοχή και η παρορμητικότητα.
Τα σημάδια
– Το παιδί είναι υπερβολικά δραστήριο σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας του, και είναι σχεδόν αδύνατο να παραμείνει ήρεμο.
– Είναι αφηρημένο και χάνει τα πράγματά του.
– Δεν έχει υπομονή να ακούσει οδηγίες.
Τρόποι αντιμετώπισης μαθησιακών δυσκολιών
Η έγκυρη αναγνώριση και συνειδητοποίηση από τους γονείς των ψυχολογικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών παραγόντων που εμπλέκονται στο πρόβλημα του παιδιού τους είναι το πιο σημαντικό εφόδιο στην προσπάθεια σχεδιασμού μιας αποτελεσματικής παρέμβασης, που κυρίως στοχεύει να ενισχύσει την αίσθηση ικανότητας, αυτάρκειας και προσωπικού ελέγχου που έχει το παιδί για ο, τι αφορά τη ζωή του. Οι προσπάθειες, τόσο των γονιών όσο και των εκπαιδευτικών, θα πρέπει να έχουν ως γνώμονα και τελικό στόχο:
 – Τη διαμόρφωση στο σπίτι και στο σχολείο ενός περιβάλλοντος όπου το παιδί όχι μόνο θα πετύχει, αλλά και θα βιώσει αυτή του την επιτυχία ως αποτέλεσμα κυρίως των δικών του προσπαθειών και ικανοτήτων. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να ενδυναμώσουμε το παιδί και να ενισχύσουμε την αίσθηση ότι έχει το ίδιο προσωπικά τον έλεγχο και την ευθύνη για τη ζωή του. Οι γονείς δεν πρέπει να κάνουν εκείνοι τη «δουλειά» του παιδιού, αλλά να το βοηθήσουν να οργανώσει τις προσπάθειες και τις δυνάμεις του με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτύχει μόνο του το επιθυμητό αποτέλεσμα. Με αυτό τον τρόπο, επικοινωνούν στο παιδί την αποδοχή και την εκτίμησή τους, ενισχύουν την αυτοπεποίθησή του, βοηθούν στην εσωτερική του ηρεμία, το κινητοποιούν να πετύχει περισσότερα, ενώ ενθαρρύνουν την αυτονομία του.
 – Τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ενισχύει την πεποίθηση στο παιδί ότι τα λάθη και οι αποτυχίες δεν είναι μόνο αποδεκτά, αλλά και αναμενόμενα, και πρέπει να τα βλέπουμε ως ευκαιρίες για μάθηση. Με άλλα λόγια, να επιδιώκουμε να πείσουμε τα παιδιά που είναι ευάλωτα σε αποτυχίες – πολλά εκ των οποίων νιώθουν ηττημένα και κουρασμένα μετά από χρόνια απογοητεύσεων και αποτυχιών – ότι οι αποτυχίες τους μπορεί να τα οδηγήσουν στην επιτυχία.
 – Την επίτευξη ενός δημιουργικού διαλόγου με το παιδί, ο οποίος θα ενισχύσει το κριτικό του πνεύμα και την πληροφόρησή του σχετικά με τη χρήση αποτελεσματικών«τεχνικών μάθησης» και επικοινωνίας. Συναισθηματικές αντιδράσεις των γονιών, όπως ο θυμός, η γελοιοποίηση ή ο χλευασμός του παιδιού, πρέπει να αποφεύγονται. Ο γονιός δεν πρέπει να ξεχνά ότι το παιδί έχει πρόβλημα με τον έλεγχο της συμπεριφοράς του. Αντί να του πει: «Εάν προσπαθούσες περισσότερο, θα τα πήγαινες καλύτερα…» ή «Εάν έδειχνες πιο συχνά την απαραίτητη προσοχή και δεν τεμπέλιαζες, θα είχες καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο», θα ήταν πιο αποτελεσματικό να του πει: «Νομίζω ότι προσπαθείς, πιστεύω όμως ότι το πρόβλημα μπορεί να οφείλεται στο ότι οι τρόποι / τεχνικές που χρησιμοποιείς για να μάθεις δεν είναι οι καλύτερες δυνατές». Τέτοιου είδους σχόλια βοηθούν το παιδί να σκεφτεί, χωρίς να προκαλούν την επιθετικότητά του ή να ενισχύουν την άρνησή του.
Τα ειδικά τεστ
Υπάρχουν διάφορα τεστ, τα οποία εξετάζουν όλο το νοητικό προφίλ του παιδιού. Πώς σκέφτεται λεκτικά, πώς σκέφτεται πρακτικά, και ανάλογα με τις αντιδράσεις του ο ειδικός καταλαβαίνει αν έχει προβλήματα τα οποία χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση και συμβουλεύει τους γονείς ακριβώς τι να κάνουν για να περιορίσουν τις συγκεκριμένες δυσκολίες. Οπωσδήποτε, το να έχει ένα παιδί μια ειδική μαθησιακή δυσκολία δεν δείχνει κάποια μειονεξία, το αντίθετο μάλιστα, σημαίνει ότι έχει το χάρισμα να σκέφτεται με πολυδιάστατο τρόπο. Όπως, για παράδειγμα, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι και ο Γουόλτ Ντίσνεϊ που ήταν δυσλεκτικοί. Όμως, συχνά οι γονείς, επειδή δεν γνωρίζουν πολλά, φοβούνται να το ερευνήσουν έγκαιρα και περιμένουν να το αντιμετωπίσουν όταν το παιδί τελειώνει το Δημοτικό και πάει στο Γυμνάσιο, όπου τότε είναι λίγο αργά.
Με τη συνεργασία της Μαρίας Σκαπέρα (Μ. Ed. ψυχοπαιδαγωγός, εκπαιδευτική σύμβουλος).

ce94cea5cea3ce9bce95ce9ece99ce91

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν τη δυσλεξία ένα πρόβλημα ανάγνωσης, κατά το οποίο τα παιδιά μπερδεύουν τα γράμματα και αναγραμματίζουν τις λέξεις.

Η δυσλεξία είναι μια ειδική μαθησιακή διαταραχή, νευρολογικής φύσης, η οποία επηρεάζει αρνητικά την εκμάθηση και την επεξεργασία της γλώσσας.

Εκδηλώνεται με δυσκολίες στην ανάγνωση, την γραφή, την ορθογραφία και άλλοτε στην αριθμητική, αλλά όχι στον προφορικό λόγο.

Η δυσλεξία εντοπίζεται σε όλον τον κόσμο ανεξαρτήτως πολιτισμού ή γλώσσας και επηρεάζει περίπου το 8% του πληθυσμού, το οποίο βιώνει ένα σύνδρομο που σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία της σχολικής μάθησης με το 2-4% του πληθυσμού να επηρεάζεται σοβαρά.

Τα συμπτώματα της δυσλεξίας, μπορεί να είναι δύσκολο να αναγνωριστούν σε ένα παιδί πριν αυτό πάει στο σχολείο, αλλά ορισμένες πρώιμες ενδείξεις μπορεί να προειδοπoιήσουν.

Ο δάσκαλος μπορεί να είναι ο πρώτος που θα παρατηρήσει το πρόβλημα στο παιδί. Οι πρώιμες ενδείξεις για δυσλεξία περιλαμβάνουν την αργοπορημένη ομιλία και την αργή εκμάθηση νέων λέξεων. Όταν το παιδί πάει σχολείο, τα συμπτώματα της δυσλεξίας γίνονται πιο εμφανή και περιλαμβάνουν ανάγνωση σε χαμηλότερο επίπεδο από το αναμενόμενο για την ηλικία του, προβλήματα στην κατανόηση όσων ακούει, δυσκολία στην κατανόηση γρήγορων οδηγιών και δυσκολία στο να ακολουθεί πάνω από μία εντολή κάθε φορά.

Μπορεί επίσης να έχει προβλήματα στο να θυμάται την ακολουθία των πραγμάτων, ανικανότητα να προφέρει μια μη οικεία λέξη, δυσκολία στο να δει τις ομοιότητες και τις διαφορές σε γράμματα και λέξεις, το να βλέπει γράμματα ή λέξεις ανάποδα, δυσκολία στο να συλλαβίσει τις λέξεις και προβλήματα στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας.

Το στρες, η απογοήτευση, η ντροπή, η μελαγχολία, η απώλεια της αυτοπεποίθησης, η κοινωνική απομόνωση, οι εκρήξεις θυμού, είναι συχνές στα παιδιά με δυσλεξία. Είναι πολύ σημαντική για το παιδί η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της δυσλεξίας. Με την έγκαιρη διάγνωση, η δυσλεξία μπορεί να αποκατασταθεί και το παιδί να προσαρμοστεί στο σχολικό του περιβάλλον. Εδώ, η γνώση και η υποστηρικτική στάση τόσο από τους γονείς όσο και από τους δασκάλους είναι το μεγάλο όπλο στην αντιμετώπισή της.

πηγή

http://www.google.gr/imgres?imgurl=http%3A%2F%2Fwww.medtips.gr%2Fwp-content%2Fuploads%2F2014%2F11%2Fkids-school.jpg&imgrefurl=http%3A%2F%2Fwww.medtips.gr%2Fcategory%2F%25CE%25BC%25CE%25B1%25CE%25B8%25CE%25B7%25CF%2583%25CE%25B9%25CE%25B1%25CE%25BA%25CE%25AD%25CF%2582-%25CE%25B4%25CF%2585%25CF%2583%25CE%25BA%25CE%25BF%25CE%25BB%25CE%25AF%25CE%25B5%25CF%2582%2F&h=351&w=525&tbnid=SGdh2oF1rPMFOM%3A&zoom=1&docid=ieWIemK-KBJKMM&ei=Tq6hVJ-YM8GvadnBgqAD&tbm=isch&ved=0CEIQMygWMBY&iact=rc&uact=3&dur=631&page=2&start=16&ndsp=24

Οι οικογένειες και οι δάσκαλοι των παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες ανησυχούν συχνά για το πως θα μπορέσουν τα παιδιά αυτά να λειτουργήσουν σωστά μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και για το πως θα προσαρμοστούν με τη «δυσκολία» τους, καθώς, πολλές είναι οι φορές που η συνεχής αποτυχίες στο σχολείο οδηγούν σε απογοήτευση που με την σειρά της οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Οι Μαθησιακές Δυσκολίες μπορεί να επηρεάσουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού σε πολλούς τομείς της ζωής του όπως, η οικογένεια, το σχολείο ή ακόμα στην σχέση του με τα άλλα παιδιά.

 
Ψυχολογικό και ακαδημαϊκό προφίλ ενός παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες
Όταν λοιπόν έχουμε ένα παιδί με Μαθησιακές Δυσκολίεςπαρουσιάζει:
  • Δυσκολία στη γραφή
  • Δυσκολία στην ανάγνωση
  • Δυσκολία στη συγκέντρωση
  • Δυσκολία στην κατανόηση
  • Δυσκολία στο να μαθαίνει
  • Δυσκολία στην ακολουθία οδηγιών
Εξωτερικά χαρακτηριστικά:
  • Χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα.
Που οδηγούν σε:
  • Διαφορετικότητα
Τα παιδιά με ΜΔ δυσκολίες συγκρίνουν τον εαυτό τους με την πλειονότητα των παιδιών της τάξης που δεν έχουν δυσκολίες. Ως αποτέλεσμα νιώθουν διαφορετικά. Μια έρευνα έδειξε ότι τα παιδιά με ΜΔ θεωρούν ότι οι συμμαθητές τους που δεν έχουν κάποια μαθησιακή δυσκολία τα πάνε καλύτερα στο σχολείο, είναι πιο αποδεκτοί κοινωνικά καθώς και πιο ευνοημένοι από τους δασκάλους. Τα παιδιά και κυρίως αυτά με ΜΔ δεν αγνοούν τις αποτυχίες. Τις καταλαβαίνουν και ως αποτέλεσμα υποτιμούν τις ικανότητές τους και νιώθουν μειονεκτικά όταν πρέπει να συγκριθούν με παιδιά που δεν έχουν μαθησιακές δυσκολίες.
Μια ενήλικη κοπέλα με μαθησιακές δυσκολίες είπε: «Ονειρευόμουν ότι μια μέρα θα ξυπνήσω και θα είμαι φυσιολογική. Ότι μια μέρα θα έπιανα ένα βιβλίο και θα το διάβαζα όπως όλοι οι άλλοι».
Ένας έφηβος είπε «εμένα μου την σπάει περισσότερο από όλα που μου φέρονται λες και είμαι καθυστερημένος και με απομονώνουν από τα άλλα παιδιά. Στις πανελλήνιες βάζουν όλους τους δυσλεκτικούς σε ένα δωμάτιο, εμένα μου φαίνεται πολύ ρατσιστικό. Να σε έχουν διαφορετικά από τους άλλους, είναι πρακτικό βέβαια αλλά εμένα δεν μου αρέσει. Αισθάνομαι διαφορετικός. Αλλά εντάξει, δεν είναι και τίποτα σοβαρό, απλά δεν μπορώ να διαβάσω καλά και δεν μπορώ να γράψω καλά».
  • Απόσυρση
Μέσα στο σχολικό πλαίσιο, τα παιδιά με ΜΔ νιώθουν άσχημα για τις επιδόσεις τους καθώς και για τις κοινωνικές τους συναναστροφές. Ως αποτέλεσμα μπορεί να αποσυρθούν από δραστηριότητες μέσα και έξω από την τάξη καθώς μπορεί να νιώθουν ότι δεν θα τα καταφέρουν ή ότι δεν θα τους αποδεχτούν τα άλλα παιδιά. Δεν είναι λίγες οι φορές που παιδιά με ΜΔ έχουν νιώσει ότι τα υπόλοιπα παιδιά δεν τα θέλουν στην ομάδα τους επειδή δεν γράφουν ή δεν διαβάζουν καλά.
http://www.google.gr/imgres?imgurl=http%3A%2F%2Fwww.letsfamily.gr%2Fsystem%2Fassets%2F000%2F000%2F502%2Foriginal_boy_school_reading.jpg%253F1340135004&imgrefurl=http%3A%2F%2Fwww.letsfamily.gr%2Fel%2Fsections%2F196%2Farticles&h=334&w=500&tbnid=2msIl1eO-9h_qM%3A&zoom=1&docid=3bPZV3n4Csp21M&ei=Tq6hVJ-YM8GvadnBgqAD&tbm=isch&ved=0CFwQMygwMDA&iact=rc&uact=3&dur=1132&page=3&start=40&ndsp=24
  • Μοναξιά – Απομόνωση
Παρόλο που οι κοντινές φιλίες είναι πολύ σημαντικές για τα παιδιά με ΜΔ, το να είναι αποδεκτά από τα υπόλοιπα παιδιά παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο για το πως βλέπουν τον εαυτό τους. Οι φίλοι και οι παρέες παίζουν πολύ διαφορετικό ρόλο στην ζωή των παιδιών με ΜΔ. Οι αποδοχή από παρέες φαίνεται να παίζει πιο σημαντικό ρόλο.
  • Ανάγκη να ξεφύγει στον δικό του κόσμο
Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια τα παιδιά να διστάζουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, τον θυμό τους, το άγχος τους και τον φόβο τους. Ως αποτέλεσμα κλείνονται στον εαυτό τους, αποτραβιούνται και καταλήγουν να είναι απαισιόδοξοι για τον εαυτό τους και τις ικανότητές τους.
Πολλές φορές η πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολη για τα παιδιά με ΜΔ δυσκολίες. Υπάρχουν φορές που μπορεί να έρθουν αντιμέτωποι με την αποτυχία και με την κριτική από τους άλλους.
  • Παραβατική συμπεριφορά
Πολλά από τα παιδιά καταφεύγουν σε παραβατική συμπεριφορά γιατί νιώθουν ότι ίσως με αυτόν τον τρόπο θα τραβήξουν την προσοχή των συμμαθητών τους. Καθώς μπορεί οι συμμαθητές τους να μην τους αποδέχονται λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν, τα παιδιά με ΜΔ παρασύρονται εύκολα από τα «άτακτα» παιδιά της τάξης. Αυτό βέβαια δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την θέση τους στα μάτια των δασκάλων. Μια μητέρα ανέφερε για τη συμπεριφορά του παιδιού την μέσα στην τάξη «πείραζε τα άλλα παιδιά, δεν ήταν επιθετικός, ποτέ δεν είχε χτυπήσει παιδιά, αλλά τους πείραζε, και αυτό ενοχλούσε. Δηλαδή μπορεί να τους έπαιρνε τη γόμα, να τους την πέταγε, μπορεί να κορόιδευε ένα παιδάκι».
  • Ανησυχία/Άγχος
Όλες αυτές οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσουν τα παιδιά τους δημιουργούν άγχος και ανησυχία, ειδικά όταν πρέπει να έρθουν αντιμέτωπα με τις δυσκολίες του μέσα στην τάξη. Μια μητέρα είπε για το παιδί της «λίγο πριν πάει στη Α΄ δημοτικού άρχισε να τραυλίζει και όταν πήγε στην Α΄ δημοτικού που προφανώς αγχώθηκε κιόλας και πιέστηκε άρχισε να τραυλίζει πολύ. Στην αρχή ήταν σαν να του κόβετε η ανάσα. Εκείνη την εποχή ξεκίνησε να έχει και κάποια τικ, σφιγγόταν το πρόσωπό του, τα χαρακτηριστικά του».
Μια άλλη μητέρα είπε «υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσε να κάνει ανάγνωση διότι φοβόταν μήπως τα υπόλοιπα παιδιά τον κοροϊδέψουν. Γύρναγε πρώτα να κοιτάξει τα πρόσωπα των παιδιών ή διάβαζε και παράλληλα κοίταζε τα πρόσωπα των παιδιών για να δει πως αντιδρούνε και αν τον κοροϊδεύουν».
  • Ψυχοσωματικά προβλήματα – νυχτερινή ενούρηση, πονόκοιλοι, πονοκέφαλοι, εμετοί κ.λ.π.
Φαντάζομαι δεν είναι λίγες οι φορές που όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με παιδιά που παρουσιάζουν πονόκοιλους, πονοκεφάλους όταν πρέπει να πάνε σχολείο ή όταν είναι να γράψουν ένα διαγώνισμα. Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ σε ένα περιστατικού ενός αγοριού που άρχισε να αντιμετωπίζει έντονες δυσκολίες όταν ξεκίνησε τη Δευτέρα δημοτικού. Η δίδυμη αδερφή του ήταν άριστη μαθήτρια ενώ εκείνος δυσκολευόταν να γράψει και να διαβάσει. Από το άγχος του το παιδί παρουσίασε νυχτερινή ενούρηση γεγονός που κράτησε πάνω από ένα χρόνο και τελικά ελαττώθηκε όταν έγινε η διάγνωση και δέχτηκε βοήθεια.
http://www.google.gr/imgres?imgurl=http%3A%2F%2Fagalia.edu.gr%2Fwp-content%2Fuploads%2F2013%2F04%2F%2525CE%2525BC%2525CE%2525B1%2525CE%2525B8%2525CE%2525B7%2525CF%252583%2525CE%2525B9%2525CE%2525B1%2525CE%2525BA%2525CE%2525AD%2525CF%252582-%2525CE%2525B4%2525CF%252585%2525CF%252583%2525CE%2525BA%2525CE%2525BF%2525CE%2525BB%2525CE%2525AF%2525CE%2525B5%2525CF%252582.jpg&imgrefurl=http%3A%2F%2Fagalia.edu.gr%2F%25CE%25BC%25CE%25B1%25CE%25B8%25CE%25B7%25CF%2583%25CE%25B9%25CE%25B1%25CE%25BA%25CE%25AD%25CF%2582-%25CE%25B4%25CF%2585%25CF%2583%25CE%25BA%25CE%25BF%25CE%25BB%25CE%25AF%25CE%25B5%25CF%2582%2F&h=768&w=1024&tbnid=KyWq4Lpd92bN_M%3A&zoom=1&docid=_BbwwGUz0WS5gM&ei=Tq6hVJ-YM8GvadnBgqAD&tbm=isch&ved=0CF8QMygzMDM&iact=rc&uact=3&dur=619&page=3&start=40&ndsp=24
  • Επιθετικότητα
Λόγω της πίεσης που περνάνε τα παιδιά με ΜΔ τόσο στο σχολικό όσο και στο οικογενειακό περιβάλλον, πολλά από αυτά μπορεί να γίνουν επιθετικά είτε με τα υπόλοιπα παιδιά είτε με μέλη της οικογένειάς τους.
  • Αρνητισμό
Λόγω του ότι νιώθουν ότι δεν τα καταφέρνουν καλά σε κάποιες δεξιότητες και λόγω του ότι φοβούνται την αποτυχία, τα παιδιά με ΜΔ μπορεί να παρουσιάσουν αρνητισμό είτε στο να διαβάσουν, είτε στο να γράψουν. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αρνητισμός αυτός μπορεί να επεκταθεί και σε άλλους τομείς με αποτέλεσμα το παιδί να αποκτήσει άρνηση για το σχολείο.
  • Θυμό
Τα παιδιά με ΜΔ μπορεί να θυμώσουν, είτε με τον εαυτό τους που δεν τα καταφέρνει παρ’ όλες τις προσπάθειες, είτε με τους συμμαθητές τους που χωρίς να προσπαθούν ιδιαίτερα τα καταφέρνουν πολύ καλά ή που τους κοροϊδεύουν, είτε με τους γονείς τους που μπορεί να μην είναι δίπλα τους όπως εκείνα θα ήθελαν ή όπως έχουν ανάγκη, είτε πάλι με κάποιον δάσκαλο που πιστεύουν ότι δεν δείχνει κατανόηση.
Εσωτερικά χαρακτηριστικά:
  • Χαμηλή αυτοεκτίμηση
Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά με ΜΔ συνήθως δεν καταφέρνουν να έχουν μια θετική εικόνα του εαυτού τους μέσα στο σχολικό πλαίσιο. Οι μαθητές με ΜΔ έχουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Τα παιδιά αυτά είναι αναγκασμένα να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τα υπόλοιπα παιδιά που δεν έχουν μαθησιακές δυσκολίες και που είναι άλλωστε και η πλειονότητα. Ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά αξιολογούν τις ακαδημαϊκές τους ικανότητες είναι καθοριστικός για το πως θα αισθανθούν με τον εαυτό τους.
  • Απόρριψη του εαυτού του
Πολλές φορές τα παιδιά απορρίπτουν τον εαυτό τους σε όλους τους τομείς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να απογοητεύονται με το παραμικρό και πολλές φορές χωρίς λόγο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός κοριτσιού που επειδή αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες στο μαθησιακό κομμάτι, κάθε σχόλιο από την δασκάλα των καλλιτεχνικό το έπαιρνε ως απόρριψη και όταν πήγαινε στο σπίτι της έβαζε τα κλάματα και αρνιόταν να έρθει σχολείο.
  • Στιγματισμός της διαφορετικότητάς του
Πολλές φορές τα παιδιά με ΜΔ νιώθουν στιγματισμένα από το γεγονός ότι έχουν ΜΔ και άρα είναι διαφορετικά από τα άλλα παιδιά. Ένα κορίτσι στη Β Λυκείου το οποίο αρνιόταν πεισματικά να εξετάζεται προφορικά για το μόνο λόγο ότι ντρεπόταν και φοβόταν να διαφέρει από τα υπόλοιπα παιδιά. Ενώ αναγνώριζε ότι όταν την εξέταζαν προφορικά η επίδοσή της είναι πολύ καλύτερη, φοβόταν ότι τα άλλα παιδιά θα την κοροϊδέψουν για την διαφορετικότητά της. Ένιωθε τόσο άσχημα για την δυσκολία της που παρουσίαζε μια εντελώς διαφορετική εικόνα έξω και μέσα στο σχολείο. Μέσα στο σχολικό πλαίσιο και ειδικά μέσα στην τάξη ήταν σαν φοβισμένη, ντρεπόταν να μιλήσει και δεν είχε πολλές φίλες. Αντιθέτως έξω από το σχολείο ένιωθε πιο καλά για τον εαυτό της με αποτέλεσμα να είναι πιο κοινωνική, πιο ανοιχτή και πιο εκφραστική.
  • Βαθύς εσωτερικός πόνος
Όταν μια ενήλικη κοπέλα με ΜΔ ρωτήθηκε για το πως ένιωθε όταν πήγαινε σχολείο ανέφερε «δεν ήξερα πως να εξηγήσω στους άλλους πως αισθανόμουν. Ήξερα ότι ήμουν φυσιολογική, αλλά υπήρχαν πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω, όπως η ορθογραφία, και έτσι πήγαινα στο σπίτι και έκλαιγα γιατί ήταν πολύ επώδυνο».
Ένας έφηβος είπε «Στο δημοτικό που δεν είχαν καταλάβει ότι έχω κάποια δυσκολία μου φώναζαν και στο σχολείο και στο σπίτι». Είναι πολύ μεγάλος ο πόνος των παιδιών ειδικά όταν νιώθουν ότι οι ίδιοι οι γονείς  τους δεν τους καταλαβαίνουν και τους απορρίπτουν λόγο της δυσκολίας τους.
  • Αίσθηση ότι δεν είναι ικανό
Όταν ένα παιδί καταβάλει όλη του την προσπάθεια και τις δυνάμεις για να μπορέσει να αντεπεξέλθει και τελικά αποτυγχάνει αρχίζει να πιστεύει ότι δεν είναι ικανό. Είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί με ΜΔ να βρει ένα τομέα στον οποίο να μπορεί να επιτύχει όπως π.χ. αθλητισμό, καλλιτεχνικά. Οι μαθητές με ΜΔ αρχίζουν να νιώθουν καλύτερα όταν δεν θεωρούν οι ακαδημαϊκές δραστηριότητες είναι ότι πιο σημαντικό υπάρχει και όταν δίνουν έμφαση σε τομείς της ζωής τους που τα καταφέρνουν καλά.
  • Απογοήτευση
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες συχνά απογοητεύονται γιατί νιώθουν ότι προσπαθούν πάρα πολύ αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ανάλογο. Ένα κορίτσι μου είπε: «Έβλεπα τον αδερφό μου να διαβάζει μια ώρα μόνο, ενώ εγώ έπρεπε να διαβάζω τουλάχιστον τρεις με τέσσερις ώρες και παρόλα αυτά εκείνος έπαιρνε 18 και εγώ με το ζόρι 11».
Δεν σημαίνει βέβαια ότι όλα τα παιδιά με ΜΔ αντιμετωπίζουν όλες από αυτές τις συναισθηματικές δυσκολίες. Κάθε περίπτωση παιδιού με ΜΔ διαφέρει, ανάλογα με τις δυσκολίες που έχει και την στήριξη που δέχεται τόσο από την οικογένειά του όσο και από το σχολείο καθώς βέβαια και από την προσωπικότητά του. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό, οι γονείς και οι δάσκαλοι των παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες να κατανοήσουν τις δυσκολίες τους και το πως μπορεί να νοιώθουν, να ερμηνεύσουν κάποιες συμπεριφορές τους και να τα βοηθήσουν αισθανθούν καλά για τον εαυτό τους έτσι ώστε να μπορέσουν να ανθίσουν και να βγάλουν όλο το δυναμικό τους στην επιφάνεια. Τα παιδιά με Μαθησιακές Δυσκολίες έχουν απίστευτες ικανότητες και ταλέντα και μπορούν να φτάσουν πολύ ψηλά, αρκεί να έχουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. 
Μάγια Αλιβιζάτου, Ph.D,
Παιδοψυχολόγος,