Από τους δημοφιλέστερους Αγίους σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Ονομάζεται, επίσης, Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος. Ειδικά στη χώρα μας, δεν υπάρχει περιοχή που να μην έχει εξωκλήσι ή εκκλησία αφιερωμένη στη μνήμη του, ενώ το όνομα Γεώργιος είναι από τα πλέον συνηθισμένα.
Κατά τους συναξαριστές και την Ιερή Παράδοση, ο Γεώργιος γεννήθηκε μεταξύ 275 και 281 στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Ο πατέρας του Γερόντιος καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Καππαδοκίας και ήταν στρατιωτικός και Συγκλητικός. Η μητέρα του Πολυχρονία καταγόταν από τη Λύδδα της Παλαιστίνης. Και οι δύο γονείς του Γεωργίου είχαν βαπτιστεί χριστιανοί.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια του Αγίου μετακόμισε στη Λύδδα, την πατρίδα της μητέρας του. Σε νεαρή ηλικία, ο Γεώργιος ακολούθησε στρατιωτική καριέρα και εντάχθηκε στο Ρωμαϊκό Στρατό. Γρήγορα ξεχώρισε για τις ικανότητες και την ανδρεία του κι έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός τον προήγαγε σε Δούκα (διοικητή) και Κόμη (συνταγματάρχη) στο σώμα της αυτοκρατορικής φρουράς.
Το 303 μ.Χ. ο Διοκλητιανός άρχισε λυσσαλέους διωγμούς κατά των Χριστιανών. Ο Γεώργιος αρνήθηκε να εκτελέσει τις διαταγές του και ομολόγησε την πίστη του. Ο αυτοκράτορας, που δεν περίμενε αυτή τη συμπεριφορά από ένα δικό του άνθρωπο, διέταξε να υποβάλουν τον Γεώργιο σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να απαρνηθεί την πίστη του.
Ο Γεώργιος υπέμεινε καρτερικά το μαρτύριο και στις 23 Απριλίου 303 αποκεφαλίστηκε στα τείχη της Νικομήδειας. Την ημερομηνία αυτή τιμάται η μνήμη του σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, με εξαίρεση τις ορθόδοξες εκκλησίες, όταν η 23η Απριλίου πέφτει πριν από το Πάσχα ή συμπίπτει με το Πάσχα, επειδή η ακολουθία του περιλαμβάνει αναστάσιμους ύμνους. Στην περίπτωση αυτή, ο εορτασμός της μνήμης του Αγίου Γεωργίου μετατίθεται για τη Δευτέρα της Διακαινησίμου.
Το λείψανο του Γεωργίου, μαζί με αυτό της μητέρας του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα, μεταφέρθηκε και τάφηκε στη Λύδδα. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση. Επί του τάφου του Γεωργίου ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε ναό.
Τα αποδοθέντα εις τον Άγιο θαύματα είναι πάμπολλα, μερικά από τα οποία παράδοξα και παράλογα. Από τον 9ο αιώνα κιόλας, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος Α’ αναγκάστηκε να τα αποδοκιμάσει δημοσίως ως «τερατώδεις λήρους» και «φλυαρίας ανάμεστα». Το πλέον υμνηθέν θαύμά του είναι η Δρακοκτονία, που όμως ως μύθος προϋπήρχε. Σύμφωνα με την παράδοση, στα περίχωρα της Κυρήνης, περιοχή της σημερινής Λιβύης, υπήρχε ένα δράκος που παραφύλαγε σε μια πηγή και εμπόδιζε την ύδρευση του χωριού, ενώ κατέτρωγε τους περαστικούς.
Για να εξευμενίσουν τον δράκο, οι χωρικοί του έστελναν κάθε μέρα ως τροφή από ένα παιδί, το οποίο επέλεγαν δια κλήρου. Ο Θεός τους λυπήθηκε κι έστειλε τον Άγιο Γεώργιο για να εξολοθρεύσει τον δράκο, σε μία ημέρα που ήταν έτοιμος να καταβροχθίσει την όμορφη μοναχοκόρη του τοπικού άρχοντα. Ο Άγιος, μετά από φοβερή μονομαχία με τον δράκο, τον σκότωσε κι έσωσε την ωραία κόρη. Τότε, ο πατέρας της, αλλά και όλο το χωριό που ήταν ειδωλολάτρες, βαπτίστηκαν Χριστιανοί.
Στην Κρήτη υπάρχει δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην Δρακοκτονία.
“-Αη μου Γιώργη αφέντη μου ομορφοκαβαλάρη,
που ’σαι ζωσμένος το σπαθί και το χρουσό κοντάρι,
Τη χάρη και τη δόξα σου θέλω ν’ αναθιβάλω
Για το θεριό που σκότωσες, τση χώρας το μεγάλο.
Ενα θεριό απού τονε ‘ς τση χώρας το πηγάδι,
Αθρώπους το ταΐζανε πάσα ταχύ και βράδυ.
Και αν δεν ήθελεν του πάν’ αθρώπους να δειπνήση,
Στάλια νερό δεν άφηνε να κατεβή στη βρύση
Κ’ επαίζανε τα μπολεθιά κι ότινος είχεν πέσει
Να πχαίνη το παιδάκιν του στου λιονταριού πεσκέσι,
Μα ‘πεσε και το μπολετί εις τση βασιλιοπούλας,
Απού ‘τον ωραιότατη μοναχορηγοπούλα.
Κι ο κύρης τση ως τ’ άκουσε πολλά του βαροφάνη,
Παίρνει δαρμένα γόνατα ‘ς τση λυγερής του φτάνει.
Κ’ εκεί σπαθιά σερθήκανε μαχαίρι ακονισμένα.
– Δε μπέμπεις το παιδάκι σου μπέμπομε σκιάς εσένα,
– Πάρετε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
Κι αμέτε το του λιονταριού πεσκέσι να δειπνήση.
Εμπήκαν κι εστολίζαν την απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
Ολόχρουσα τση βάνανε, ολο μαργαριτάρι.
Τον ήλιο βάνει πρόσωπο, τη θάλασσα γιορντάμι,
Την άμμο την αμέτρητη βάνει μαργαριτάρι.
Κι όντεν την κατεβάζανε εις τη μεγάλη σκάλα
Εβγήκεν η μανούλαν τση κ’ εφώνιαξε μεγάλα.
– Ας τάξω δε σ’ εβύζαξα ‘που τα βυζιά μου γάλα
Και δε σ’ εκοιλιοπόνεσα κι εφώνιαζα μεγάλα.
Κ’ εβγήκε και ο κύρης τση με τη χρουσή κορώνα
Κ’ εκούμπισε την κεφαλή ‘ς τση πόρτας την κολώνα
– Ας τάξ’ ο κακορρίζικος δε σ’ είδα ‘γω ποτέ μου.Κ’ έναν κεράκι αφτούμενο εκράτουν κ’ εσβυσέ μου.
Και το λαός τσ ‘ακλούθηξε κ’ επήγαν εις τη βρύση,
Δεν τ’ ορπιζ’ η μωρόνυφη πως θα ξαναγυρίση.
Κι έτρεμε το κορμάκιν τση και το λιγνόν τση μπόϊ
Πώς θα τη φάη το θεριό, τέθοια πανώρηα κόρη.
Και ο άης Γιώργης ‘πέρασεν από την ίδια στράτα
– Είντα γυρεύεις κόρη επά και κάθεσαι στα δάσα;
– Πήγαινε, νιέ μου, πήγαινε, φεύγε από κοντά μου,
Να μη σε φάη το θεριό σαν και την αφεδιά μου.
– Μην το φοβάσαι το θεριό κ εγώ θ’ τ’ αποθάνω,
Μ’ άφης με ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σ’ απάνω.
Στα γόνατάν τσ’ εκούμπισε για να τόνε ψειρίση
Κι’ ετρέχανε τ’ αμμάθιαν τση σα θολαμένη βρύση (δις)
Την ταραχήν τ’ ως άκουσε, που ‘τρεχε να την πνίξη,
Η κόρη απού τον φόβον τση φωνιάζ’ Αγιέ μου Γιώργη,
Κι ο άγιος ως την άκουσε τρέχει να την εσώση (δις)
‘πο ‘κείνο τ’ άγριο θεριό για να τηνε λυτρώση
– Κόρη, που ‘μαθες τ’ όνομα; τον άγιο πως κατέχεις;
– Την ώρα που σ’ εψείριζα, ήρθ’ ένα περιστέρι
Κ’ εβάστα ‘να χρουσό σταυρό εις το δεξίν του χέρι
Κι επάνω στο χρουσό σταυρό έγραφεν Αης Γιώργης,
Απ’ αγαπά τη χάρη του ποτέ του δεν τελειώνει.
Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει το σταυρόν του,
Μιαν κονταριά του χτύπησε κ’ έκοψε το λαιμόν του
Και ξαναπαίζει τ’ άλλη μια ανάμεσα στο στόμα,
Κ’ ετότες έπεσε στη γη κ’ ετάρασσε στο χώμα.
Χρουσή καδένα έβγαλε ‘που το λαιμό το δένει.
Ιδέ χαρά τη γίνηκε ‘ς ούλην την οικουμένη.
– Από τη σήμερο κι ομπρός άφοβος πάντα να ‘σαι
Πό κείνα τ’ άγρια θεριά κιανένα μη φοβάσαι.
Απού την χέρα την αρπά, στ’ άλογο την καθίζει,
Στου βασιλέα έφταξε και του ροζοναρίζει
– Να, βασιληά, το τέκνο σου, όρισε το παιδί σου,
Κι απού τα φύλλα τση καρδιά του δόσε την ευκή σου.
– Να ζήσης καβαλάρη μου για πε μου τ’ όνομά σου,
Και χάρισμα βασιλικό να κάμω τσ’ αφεδιάς σου.
– Γιώργη Στραθιώτη λένε με απού τη Σκαρπαθία,
Κι’ α θες να κάμης χάρισμα χτίσε μιαν εκκλησία
Κ’ εις την ζερβή κ’ εις τη δεξιά γράψ’ έναν καβαλάρη,
Να προσκυνούν οι Χρισιανοί και εσύ κι όποιος κι αν πάη”.
Πρόσφατα σχόλια