Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Διδάχθηκε και αγάπησε τον Χριστό από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα του τα δίδαξε ο πατέρας του, ο οποίος ήταν δάσκαλος. Τις σπουδές του συνέχισε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και τελικά στην Αθήνα. Στην Αθήνα σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Στις σπουδές του αυτές αφιέρωσε τεσσεράμισι χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους ανέπτυξαν, οι δύο μαζί, ιεραποστολική δράση διοργανώνοντας χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα, και ίδρυσαν τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο. Μετά το τέλος των σπουδών του, ο Άγιος Βασίλειος επέστρεψε στην Καισάρεια και άρχισε να εξασκεί το επάγγελμα του διδασκάλου ρητορικής και του δικανικού ρήτορος, κάτι ανάλογο του σημερινού δικηγορικού επαγγέλματος.
Και τα δύο επαγγέλματα τα άσκησε με μεγάλη ευσυνειδησία και επιτυχία, πράγμα που τον έκανε γνωστό σε όλη την περιοχή. Μετά από παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, και αφού βαπτίσθηκε, εγκατέλειψε την επαγγελματική του καριέρα και αφιέρωσε τον χρόνο του στην Άσκηση και την μελέτη χριστιανικών βιβλίων. Για τον λόγο αυτό αποσύρθηκε σε ένα κτήμα που διατηρούσε η οικογένεια του στον Πόντο. Αξιοσημείωτο είναι ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Θέλοντας ο Άγιος να εντρυφήσει στην χριστιανική πίστη, αποφάσισε να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους. Για τον λόγο αυτό, ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, στον Ιορδάνη, στην Αίγυπτο και στην Μεσοποταμία. Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει το υπόλοιπο του βίου του ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανόνισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Η φήμη του Αγίου Βασιλείου σιγά σιγά εξαπλώθηκε σε όλη την Καππαδοκία. Ο Μητροπολίτης της Καισάρειας Ευσέβιος κάνοντας πράξη την Θεία Βούληση αλλά και την βούληση των χριστιανών της περιοχής χειροτόνησε τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370μ.Χ., και σε ηλικία 41 ετών, διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος τον Ευσέβιο μετά τον θάνατο του τελευταίου.
Ο Άγιος Βασίλειος υπήρξε υποδειγματικός Επίσκοπος. Ως άριστος ποιμένας, βοηθούσε κάθε πεινασμένο, άρρωστο και αδικημένο με όσες δυνάμεις διέθετε. Υπήρξε πάντα υπερασπιστής, οδηγός και βοηθός του ποιμνίου του. Υπάρχουν εκατοντάδες διηγήσεις περιστατικών που δείχνουν την δράση αυτή του Αγίου. Μεταξύ όσων έκανε για τους χριστιανούς της Καισάρειας, είναι η ίδρυση του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Βασιλειάδα». Στο ίδρυμα λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Είναι αξιοθαύμαστο πως εκείνη την εποχή, μιλάμε για τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος Βασίλειος εμπνεύστηκε, ίδρυσε και λειτούργησε ένα ίδρυμα που και στις μέρες μας θα αποτελούσε πρότυπο. Στην πολύπλευρη δράση του Αγίου συμπεριλαμβάνεται και ο «πόλεμος» που διεξήγαγε εναντίων της αιρέσεως του Αρειανισμού. Στον πόλεμο αυτό δεν δίστασε να αντιταχθεί πολλές φορές με την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Όπλα του ήταν η πίστη και η προσευχή. Με τους λόγους, τα κηρύγματα αλλά και την πένα του μετέδιδε την αγάπη του για τον Χριστό. Έγραψε πολλά ασκητικά και παιδαγωγικά συγγράμματα, επιστολές και ομιλίες.Μέχρι τις τελευταίες στιγμές τις ζωής του αγωνίστηκε για τον Χριστιανισμό και την ευημερία του ποιμνίου του. Παρέδωσε το πνεύμα του στον Δημιουργό, την 1η Ιανουαρίου του 379μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών.Την μνήμη του Αγίου Βασιλείου εορτάζουμε την 1η Ιανουαρίου.
Εδώ ο Μέγας Βασίλειος σπούδασε για μια τετραετία ρητορική, φιλοσοφία, γραμματική, διαλεκτική, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική. Σκοπός του Βασιλείου ήταν, μας λέει ο Γρηγόριος “να κατακτά τα σταθερά και μόνιμα αγαθά δια των ασταθών και ρεόντων του κόσμου τούτου πραγμάτων”. Την ελληνική του παιδεία χρησιμοποίησε ως μέσο για την εξυπηρέτηση της διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας. Γιατί το “τέλειον δεν έχει ανάγκην συμπληρώσεως και το εξ αυτού αυτάρκες δεν χρήζει βοηθείας”. “Η ρητορική του Μ. Βασιλείου είχε δύναμιν πυρός”. Προοιωνίζονταν γι’ αυτόν λαμπρό επαγγελματικό στάδιο. Όμως ο Βασίλειος έχει άλλες προθέσεις. Τον ηλεκτρίζει η ζωή των ασκητών, χειροτονείται διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Σε ηλικία σαράντα ετών, το 370 μ.χ. καλείται στο μητροπολιτικό θρόνο Καισάρειας.
Ο Βασίλειος παρόλα τα προβλήματα της υγείας του επιτέλεσε έργο θαυμαστό. Αγωνίστηκε κατά των αιρέσεων της εποχής, αναδείχτηκε, μεγας χριστιανός ανθρωπιστής, με κορυφαίο έργο την ανοικοδόμηση της Βασιλειάδας και εργάστηκε σκληρά για την ανύψωση της πνευματικής στάθμης κλήρου και λαού.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος και η μητέρα του Ανθούσα. Οι γονείς του βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, όταν γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης. Ο Άγιος έμεινε ορφανός από πατέρα λίγο καιρό μετά την γέννηση του. Η μητέρα του δεν ξαναπαντρεύτηκε, θέλοντας να αφιερώσει όλες τις φροντίδες της στην ανατροφή του γιου της.
Το γεγονός ότι η οικογένεια του Αγίου ήταν πολύ πλούσια, επέτρεψε στον Άγιο να διδαχθεί από τους καλύτερους δασκάλους της Αντιόχειας. Από μικρός έδειξε την αγάπη του τόσο για τα γράμματα όσο και για την Χριστιανική πίστη.
Το 363μ.Χ., βαπτίσθηκε Χριστιανός. Σε ηλικία 20 ετών, το 367μ.Χ., ξεκίνησε να εργάζεται ως δικανικός ρήτορας (δικηγόρος δηλαδή) στην Αντιόχεια, με μεγάλη επιτυχία. Δεν εξάσκησε πολύ καιρό το επάγγελμα αυτό αφού όνειρο του ήταν να μονάσει και να αφιερωθεί στον Χριστό. Στην αρχή, και για χάρη της μητέρας του, μόνασε στο ίδιο του το σπίτι, αφιερώνοντας τον χρόνο του στην προσευχή και στην μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, και αφού μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς της πόλης, εγκατέλειψε την Αντιόχεια και εισήλθε ως μοναχός σε ένα μικρό μοναστήρι. Στο μοναστήρι αυτό ασκεί το πνεύμα του μελετώντας και συγγράφοντας αλλά δεν παραλείπει να ασχολείται και με τις καθημερινές εργασίες της μονής. Με την χάρη του Ιησού Χριστού, ξεκινά να κάνει θαύματα θεραπεύοντας ανίατες ασθένειες. Από το μοναστήρι θα λείψει για ένα μακρύ χρονικό διάστημα όπου το πέρασε ασκητεύοντας σε μία σπηλιά. Η υγεία του είναι αυτή που θα επιβάλει την επιστροφή του στην μονή.
Εκεί θα συνεχίσει το θεάρεστο έργο του έως το 380μ.Χ., όπου μετά από Θεϊκή Παρέμβαση θα επιστρέψει στην γενέτειρα του, Αντιόχεια, και θα χειροτονηθεί διάκονος. Τα επόμενα έξη χρόνια εκτός από τα καθήκοντα του αξιώματος του, θα ασχοληθεί με την μελέτη και συγγραφή χριστιανικών κειμένων.Το 386 μ.Χ. μετά από παράκληση του Πατριάρχη Αντιοχείας Φλαβιανού, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χειροτονείται Πρεσβύτερος. Από αυτήν την στιγμή ξεκινά να ιερουργεί και ταυτόχρονα να αναπτύσσει μεγάλη κοινωνική και θρησκευτική δράση. Στέκεται στο πλευρό του ποιμνίου του όποτε υπάρχει ανάγκη και θερμαίνει τις καρδιές των πιστών με τους λόγους που εκφωνεί από τον Άμβωνα της εκκλησίας. Τότε του δόθηκε ο χαρακτηρισμός Χρυσόστομος, αφού τα λόγια του είναι χρυσάφι για τις καρδιές και τις ψυχές των χριστιανών. Την πολύπλευρη αυτή του δράση, συμπληρώνουν οι αγώνες που διεξήγαγε εναντίων τόσο των ειδωλολατρών όσο και των αιρετικών.
Για δεκατρία συνεχή έτη, ο Άγιος Ιωάννης ο Χυσόστομος, αγωνίζεται καθημερινά για την υλική και κυρίως για την πνευματική ευημερία του ποιμνίου του.Η δράση του Αγίου είναι η αιτία που η φήμη του έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη. Έτσι όταν χήρεψε ο Πατριαρχικός Θρόνος της Βασιλεύουσας, κλήθηκε ο Άγιος Ιωάννης να αναλάβει αυτή την θέση. Ο λαός της Αντιόχειας αντιδρά σε αυτό, μη θέλοντας να αποχωριστεί τον ποιμένα του. Τελικά ο Άγιος θα απαχθεί από στρατιώτες του Βυζαντίου, κρυφά από τον λαό της Αντιόχειας, και θα οδηγηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στις 15 Δεκεμβρίου του 398μ.Χ. ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα καθίσει στον Πατριαρχικό Θρόνο της Πόλης. Την δράση που είχε ως Ιερέας στην Αντιόχεια, θα συνεχίσει, σε μεγαλύτερη κλίμακα, ως Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτό είναι κάτι που θα στρέψει πολλούς εναντίων του, μεταξύ των οποίων η Βασίλισσα Ευδοξία και ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Θεόφιλος. Αυτοί οι δύο με δόλια μέσα, πετυχαίνουν να εκδοθεί διαταγή από τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο, σύμφωνα με την οποία ο Άγιος Ιωάννης εξορίζεται από την Πόλη και του αφαιρείται το Πατριαρχικό αξίωμα. Ο Άγιος μην θέλοντας να δημιουργηθούν φασαρίες, αποχωρεί ήσυχα από την Βασιλεύουσα και επιστρέφει στο ποίμνιο του στην Μικρά Ασία. Γρήγορα όμως βγήκαν στο φως οι ραδιουργίες κατά του Αγίου και ο Αυτοκράτορας τον καλεί να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Άγιος επιστρέφει, αλλά λίγο καιρό μετά ξανασυκοφαντείται από την Ευδοξία. Για δεύτερη φορά θα πάρει τον δρόμο της εξορίας που θα τον οδηγήσει στην Χαλκηδόνα. Εκεί θα συλληφθούν όσοι τον συνοδεύουν και έτσι μοναχός θα συνεχίσει τον δρόμο ως την πόλη Κουκουσό. Στην Κουκουσό, δίδαξε τον χριστιανισμό, βάπτισε πολλούς Χριστιανούς και οργάνωσε την Εκκλησία χειροτονώντας Επισκόπους και Ιερείς. Ταυτόχρονα στέλνει πολλές επιστολές στην Κωνσταντινούπολη με τις οποίες καλεί τους πιστούς να συνεχίσουν τους αγώνες τους κατά των αιρετικών και υπέρ της εξάπλωσης του Χριστιανισμού. Οι διωγμοί του Αγίου όμως δεν θα λάβουν τέλος. Μετά από εντολή του Αρκαδίου, ο Άγιος οδηγείτε, συνοδεία στρατιωτών, προς την πόλη Πιτυούντα στον Καύκασο. Επέλεξαν την απομακρυσμένη αυτή πόλη ώστε να εμποδίσουν την επικοινωνία του Αγίου με τους πιστούς της Κωνσταντινούπολης. Η υγεία του Αγίου δεν είναι σε καλή κατάσταση. Αυτήν την κατάσταση επιβαρύνει δραματικά η βάναυση συμπεριφορά των στρατιωτών που τον συνοδεύουν. Πριν καταφέρουν να φτάσουν στην Πιτυούντα, και σε ένα μοναστήρι του Αγίου Βασιλίσκου, που ήταν στον δρόμο τους, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε την τελευταία του πνοή στις 14 Σεπτεμβρίου του 407μ.Χ., σε ηλικία 60 ετών. Το λείψανο του τάφηκε στο μοναστήρι αυτό και παρέμεινε εκεί έως το 434μ.Χ. όπου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας κληρονόμησε πλήθος ομιλιών, επιστολών και πραγματειών. Τα διδακτικά του αυτά κείμενα αποτελούν πνευματικό χρυσάφι για όλους τους Χριστιανούς.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ:
Ο Άγιος Γρηγόριος εξελίσσεται μέρα με την μέρα σε ένα φιλομαθή και ενάρετο νέο. Την σκυτάλη της εκπαίδευσης του Αγίου, παίρνει μετά την μητέρα του, ο θείος του Αμφιλόχιος. Ο Αμφιλόχιος του διδάσκει Ελληνικά και ρητορική. Ο Άγιος με την φιλομάθεια που τον διακρίνει και την συνεχή μελέτη, εξάντλησε γρήγορα τα αποθέματα γνώσεων τόσο της μητέρας του όσο και του θείου του. Έτσι αναγκάστηκε να πάει στην Καισάρεια όπου συνέχισε την εκπαίδευση του στην εκεί Θεολογική Σχολή. Την Καισάρεια ακολουθεί η Αλεξάνδρεια και τελικά η Αθήνα.
Στην Αθήνα σπουδάζει φιλοσοφία, ρητορική και ιατρική. Το ίδιο διάστημα, γνωρίζεται με τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος επίσης σπουδάζει, και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ζουν ενάρετα, αφιερώνοντας τον χρόνο τους στις σπουδές και στην μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Οι σπουδές τους τελειώνουν το 356μ.Χ. και οι δύο Άγιοι χωρίζονται. Ο Μέγας Βασίλειος επιστρέφει στην γενέτειρα του, ενώ ο Άγιος Γρηγόριος αναλαμβάνει καθήκοντα διδασκάλου ρητορικής στην Αθήνα. Σε αυτήν την θέση θα μείνει μόνο ένα χρόνο, αφού το 357μ.Χ. θα αφήσει την Αθήνα και θα επιστρέψει στην οικογένεια του στην Ναζιανζό.
Επιστρέφοντας στην γενέτειρα του, βαπτίσθηκε και στην συνέχεια βοηθούσε τον πατέρα του σε υποθέσεις της Επισκοπής. Παράλληλα δίδασκε τους νέους της πόλης και εργαζόταν στα κτήματα της οικογένειας του. Μετά από λίγο καιρό, όμως, άφησε την Ναζιανζό και πήγε να συναντήσει τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος είχε αποσυρθεί σε ένα κτήμα του στον Πόντο. Σε αυτό το κτήμα ασκήτεψαν για αρκετό καιρό οι δύο Άγιοι. Τον χρόνο τους τον μοίραζαν στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή αλλά και στις καθημερινές εργασίες του κτήματος. Τις ενασχολήσεις τους αυτές, ήρθε να διακόψει μια επιστολή, από τον πατέρα του Αγίου Γρηγορίου, που τον καλούσε να επιστρέψει στην Ναζιανζό και να τον βοηθήσει στα Επισκοπικά του καθήκοντα.
Ο Άγιος Γρηγόριος για δεύτερη φορά αποχωρίζεται τον αδερφικό του φίλο, Μέγα Βασίλειο, και επιστρέφει στην γενέτειρα του. Εκεί, μετά από παρακλήσεις τόσο του πατέρα του όσο και των χριστιανών της περιοχής. χειροτονείται Διάκονος και Πρεσβύτερος.Από το νέο αυτό μετερίζι, ο Άγιος Γρηγόριος, υπηρετεί τον Χριστό και την πίστη του. Η δραστηριότητα του δεν εξαντλείτε μόνο στα Ιερατικά του καθήκοντα. Συνεχίζει να διδάσκει, αλλά και να ασκεί μεγάλο κοινωνικό έργο, καθώς βρίσκεται στο πλευρό του ποιμνίου του σε κάθε περίσταση και ανάγκη. Παράλληλα γίνεται, όπως και ο Μέγας Βασίλειος, ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς τόσο των ειδωλολατρών, όπως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, όσο και των αιρετικών.
Το 374μ.Χ. πέθανε ο πατέρας του Αγίου και μετά από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα του. Μετά τον θάνατο της, ο Άγιος Γρηγόριος αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στην Σελεύκεια. Από το μοναστήρι αυτό θα φύγει το 379μ.Χ. για να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Τον κάλεσαν εκεί για να βοηθήσει στον αγώνα εναντίων των αιρέσεων που είχαν κατακλύσει την Πόλη. Στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου, πολέμησε τους αιρετικούς. Με την βοήθεια του Θεού, νίκησε στον πόλεμο αυτό και αντί για παράσημο, αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε, του δόθηκε ο Αρχιεπισκοπικός Θρόνος της Βασιλεύουσας. Στον θρόνο αυτό έκατσε ελάχιστα. Αρνούμενος να λάβει μέρος σε διαμάχες, καταγγελίες και συγκρούσεις, αφήνει το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου και μαζί με αυτό και την Κωνσταντινούπολη. Αποσύρεται στην Αριανζό, σε ένα κτήμα της οικογένειας του, και αφιερώνεται στην προσευχή. Μετά την Αριανζό θα επιστρέψει στην Ναζιανζό όπου και θα συνεχίσει το Ιερατικό του έργο. Προς το τέλος της ζωής του, θα αποσυρθεί στο κτήμα της Αριανζού. Εκεί θα αφιερώσει όλο του τον χρόνο στην προσευχή, στην μελέτη και στην συγγραφή έως τις 25 Ιανουαρίου του 391μ.Χ. όπου θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 62 ετών.