Καλώς ορίσατε!

 

Το σχολείο μας βρίσκεται στον οικισμό του Δεκάρχου κοντά στη κεντρική πλατεία του χωριού

 Λίγα λόγια για το Δέκαρχο και το Δήμο Τοπείρου ……..

            Το Δέκαρχο  ανήκει στον Δήμο Τοπείρου της Περιφερειακής Ενότητας Ξάνθης που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”. Η επίσημη ονομασία είναι “το Δέκαρχον” και βρίσκεται 19,8 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την πόλη της Ξάνθης. ’Εδρα του Δήμου το Εύλαλο.

            Ο πληθυσμός  του αυξήθηκε ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο χάρη στην εγκατάσταση πολλών Σαρακατσάνων .

              Απογραφές κατοίκων Δεκάρχου:  1928 :284, 1940: 370, 1951: 555 ,  1961: 551 , 1971: 671, 1981: 692, 1991: 742,  2001: 698, 2011:736

          Η παλαιότερη ονομασία του οικισμού ήταν Μπεήονμπεη

          Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, το Δέκαρχο ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Ευλάλου, του πρώην Δήμου Τοπείρου του Νομού Ξάνθης. Έχει υψόμετρο 18 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 40,9884634591 και γεωγραφικό μήκος 24,8283386805.

            Ο σημερινός Δήμος Τοπείρου δημιουργήθηκε από την συνένωση των πρώην κοινοτήτων  Αβάτου, Γαλάνης, Εξοχής, Ερασμίου, Ευλάλου, Μαγγάνων, Ολβίου και Τοξοτών. Η έκτασή του είναι  312.5 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αποτελείται από 36 οικισμούς με συνολικό πληθυσμό 11.500 ατόμων περίπου  και υπάγεται από το 1923 στην επαρχία Ξάνθης και από το 1944 στον ομώνυμο νομό.

        Το βόρειο τμήμα του Δήμου είναι ορεινό και αποτελεί μέρος της οροσειράς της Ροδόπης. Πλούσιο σε βλάστηση, με σπάνια χλωρίδα και πανίδα, παρουσιάζει έντονη χαράδρωση, με πλήθος μικρορεμάτων, τα οποία εκβάλλουν στον ποταμό Νέστο. Ο Νέστος πηγάζει από τη Βουλγαρία και στην φυσική ροή του έχει δημιουργήσει μια οφιοειδή κοίτη (μαιανδρισμούς), με απόκρημνες περιοχές πλούσιες σε βλάστηση, διαμορφώνοντας ένα χαρακτηριστικό τοπίο, γνωστό ως Στενά του Νέστου. Το νότιο τμήμα του Δήμου που είναι και το μεγαλύτερο, είναι πεδινό και καλύπτεται κυρίως με καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Σημαντικό στοιχείο του πεδινού τμήματος είναι ο ποταμός Νέστος που αποτελεί και το δυτικό σύνορο του Δήμου, ο οποίος σε όλο το μήκος του και ιδιαίτερα στην κατάληξή του στη θάλασσα, όπου σχηματίζει το Δέλτα, παρουσιάζει ιδιαίτερη οικολογική και αισθητική σημασία εξαιτίας του παραποτάμιου   δάσους του Κοτζά Ορμάν σε όλο το μήκος του.  Ο Δήμος διασχίζεται από την Εγνατία οδό και την σιδηροδρομική γραμμή ΘεσσαλονίκηςΑλεξανδρούπολης.  Διαθέτει τρία (3) γυμνάσια, είκοσι οκτώ (28) δημοτικά και έντεκα (11) νηπιαγωγεία. Έχει βρεφονηπιακούς σταθμούς, κέντρα φροντίδας οικογένειας, αγροτικά ιατρεία, ιδιωτικά ιατρεία, οδοντιατρεία και πολλά φαρμακεία. Έχει επίσης πολλούς πολιτιστικούς, αθλητικούς συλλόγους και γήπεδα.

     Ιστορία:    H Tόπειρος ήταν αρχαία θρακική πόλη  και σταθμός της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που στα αυτοκρατορικά χρόνια εξελίχτηκε σε αξιόλογο αστικό κέντρο και επέζησε ως τη βυζαντινή εποχή. Σχετικά με την ονομασία της από τις αρχαίες και βυζαντινές πηγές παραδίδονται διάφοροι τύποι (Τόπειρα, Τοπηρίς, Τόπαρον και Τόπηρον), από τους οποίους ορθότερος θεωρείται ο τύπος Τόπειρος που αναγράφεται σε νομίσματα της πόλης, καθώς και ο παραπλήσιος τύπος Τόπιρος ή Topiros (σε λατινικές πηγές) . Σήμερα είναι πια κοινά αποδεκτή απ’ όλους τους ερευνητές η ταύτιση της πόλης με τα υστερορωμαϊκά και βυζαντινά ερείπια που σώζονται λίγο νοτιότερα από το σημερινό χωριό Παράδεισος, όπου βρίσκεται μια πολύ σημαντική διάβαση του Νέστου ποταμού, από την οποία περνούσε η αρχαία «κάτω» οδός (και αργότερα η ρωμαϊκή Εγνατία) που συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση. Εξάλλου, και η ετυμολογία του δεύτερου συνθετικού του ονόματός της (Το-πειρος) έχει σχέση με τη λέξη “πόρος”= πέρασμα .

          Σύμφωνα   με τον  Στράβωνα (1ος π. Χ. αι.), φαίνεται    ότι ήταν μία από τις αρχαιότερες και σπουδαιότερες θρακικές πόλεις  της περιοχής, πιθανώς φυλετικό κέντρο των Σαπαίων, θρησκευτικό κέντρο των Θρακών (για τη λατρεία του “Θράκα ιππέα”) και έδρα του στρατηγού της Σαπαϊκής  στρατηγίας . Έτσι, από επιγραφή της πόλης πληροφορούμαστε ότι σε αυτήν είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι στρατηγοί της Θράκης και αποφάσισαν να στήσουν τιμητικό μνημείο για τον Ρωμαίο επαρχιακό διοικητή της Θράκης. Τελικά, στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, λόγω της στρατηγικής της θέσης, επανιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό σε πόλη ελληνικού τύπου («πόλη-κράτος»), στο πλαίσιο της  πολιτικής του που αποσκοπούσε, στην αστικοποίηση της Θράκης .

       Η  χώρα της Τοπείρου εκτεινόταν και στις δυο όχθες του Νέστου ποταμού. Συνεπώς, μέσα στα όριά της θα είχε συμπεριληφθεί η στρατηγία της Σαπαϊκής, δηλαδή το φυλετικό κέντρο των Σαπαίων. Δυτικά τα όριά της θα έφταναν ως τα περίφημα στενά των Σαπαίων, ανατολικά ως το βόρειο άκρο της Βιστωνίδας λίμνης και βόρεια ως τις υπώρειες της Λεκάνης και της Ροδόπης. Νότια πάλι, όπως μαρτυρεί λατινική  επιγραφή, μοιραζόταν τον κάμπο της σημερινής Χρυσούπολης με τους Θασίους (τη Θασιακή «Ήπειρο») : «Fines inter Thracas et Thasios terminus secundus». Όσον αφορά την οικιστική οργάνωση της «χώρας» της, το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη τεσσάρων ρωμαϊκών σταθμών της Εγνατίας οδού, αφού αυτή διέσχιζε οριζόντια την επικράτειά της. Πρόκειται για τους σταθμούς Purdae (κοντά στο σημερινό χωριό Πετροπηγή), Rumbodona (ίσως κοντά στο σημερινό χωριό Χρύσα), Cossinto (στα σημερινά Κιμμέρια) και Stabulo Diomedis (κοντά στο σημερινό χωριό Αμαξάδες). Εκτός από τους ρωμαϊκούς σταθμούς, στη «χώρα» της Τοπείρου υπήρχε ένα πυκνό δίκτυο αγροτικών οικισμών και κάστρων, που ερείπιά τους ή ίχνη τους έχουν εντοπιστεί κοντά σε αρκετά σημερινά χωριά, όπως είναι  οι  : Τοξότες, Λευκόπετρα, Φίλια, Σέλερο, Σούνιο, Πελεκητή και Μακάριο.