Η Αιανή
Η γεωγραφική θέση της Αιανής ορίζεται δυτικά από το βουνό Βούρινος, νοτιοανατολικά από τα όρη των Καμβουνίων και βορειοανατολικά από την τεχνητή λίμνη του Πολυφύτου. Απέχει 23 χιλ. νότια της Κοζάνης και 5 χιλ. του ποταμού Αλιάκμονα. Στην αρχαιότητα ανήκε στο βασίλειο της Ελιμιώτιδος ή Ελίμειας, το οποίο μαζί με τα υπόλοιπα ”άνωθεν βασίλεια” (Τυμφαίας, Ορεστίδος, Εορδαίας, Λυγκηστίδος, Πελαγονίας και Δερριόπου) αποτελούσαν την Άνω Μακεδονία των αρχαίων. Η Αιανή ταυτίζεται με την πόλη που αναπτύσσεται στα επάλληλα πλατώματα του λόφου με το χαρακτηριστικό όνομα Μεγάλη Ράχη, σε απόσταση 1,5 χιλ. από τη σύγχρονη ομώνυμη κωμόπολη. Με την αποκάλυψη της Αιανής ανοίγουν πλέον νέοι δρόμοι στην έρευνα για την πρώιμη ιστορία και πολιτιστική φυσιογνωμία των Μακεδόνων και της Άνω Μακεδονίας. Σύμφωνα με το μύθο που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, η Αιανή, ”πόλις Μακεδονίας”, κτίστηκε από τον Αίανο, γιο του ήρωα Έλιμου, ο οποίος θεωρείται ιδρυτής της Ελίμειας. Σε δύο επιγραφές ρωμαϊκών χρόνων αναφέρεται το όνομα της πόλης που γνώρισε μεγάλη ακμή στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια (6ος και 5ος αι. π.Χ.).
Η ζωή στην περιοχή ξεκινά από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού ενώ στα μέσα περίπου της πρώτης χιλιετίας η Ελίμεια καθιστά την ύπαρξη της αισθητή στον ελλαδικό χώρο. Το κράτος της Ελίμειας διοικούνταν από βασιλείς που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και τον Ξενοφώντα: Αρριδαίος (σύγχρονος του Αλεξάνδρου Α’ των Αιγών και γυναικάδελφος), τρεις βασιλείς με το όνομα Δέρδας, ο βασιλόπαις Μαχάτας, Φίλα (πρώτη σύζυγος του Φιλίππου Β΄), ενώ, κατά μία άποψη, η μητέρα του Φιλίππου Ευρυδίκη καταγόταν από τον ελιμιωτικό βασιλικό οίκο.
Την εποχή του Φιλίππου Β΄ οι περιοχές της Άνω Μακεδονίας ενσωματώθηκαν στο ενιαίο μακεδόνικο βασίλειο. Στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου ένα τμήμα του μακεδόνικου στρατού καταγόταν από την περιοχή της Ελίμειας. Τα επόμενα χρόνια η περιοχή της Αιανής γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη που διαρκεί μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οπότε και ακολουθεί την ιστορική πορεία των υπόλοιπων περιοχών της Μακεδονίας. Η πόλη είχε άμεσες πολιτιστικές σχέσεις και ανταλλαγές με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Παράλληλα, λειτουργούσε αυτόνομα με δικά της εργαστήρια μεταλλοτεχνίας, κοροπλαστικής και κεραμικής. Οι πρωιμότερες οικοδομικές φάσεις στην πόλη της Αιανής ανέρχονται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και συνεχίζονται αδιάλειπτα ως τα υστεροελληνιστικά χρόνια, οπότε εγκαταλείπεται μάλλον ειρηνικά η πόλη και μετατοπίζεται σε άλλο χώρο, προφανώς με την επικράτηση των Ρωμαίων.
Στα βυζαντινά χρόνια η Αιανή δοκιμάζεται συχνά από βαρβαρικές επιδρομές (Γότθων, Σλάβων, Βουλγάρων) και από το 7ο αι. μ.Χ. αρχίζει να παρακμάζει. Τα χρόνια της τουρκοκρατίας είναι μια νέα περίοδος δοκιμασίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Αιανή υπάγεται διοικητικά στο πασαλίκι των Ιωαννίνων και γνωρίζει την αδίστακτη κυριαρχία του Αλή Πασά. Το 1878, η είδηση της σχεδιαζόμενης συνθήκης του Αγίου Στεφάνου αναστατώνει τους κατοίκους της περιοχής που συμμετέχουν μαζικά στην επανάσταση του Βούρινου. Στο Μακεδονικό Αγώνα (1904 – 1908), η προσδοκία της απελευθέρωσης και ο επαναστατικός αναβρασμός που επικρατεί στη Μακεδονία δεν αφήνει αδιάφορους τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στα αντάρτικα σώματα. Τελικά, στις 12 Οκτωβρίου 1912 τμήμα του ελληνικού στρατού θα μεταφέρει το μήνυμα της απελευθέρωσης και της ενσωμάτωσης της περιοχής στην Ελλάδα.
Ο πρώτος που σύνδεσε τη σημερινή κωμόπολη της Αιανής με την αρχαία πόλη ήταν ο Γάλλος ιστορικός και αρχαιολόγος L. Heuzey. Ο Μ. Δήμιτσας ήταν ο επόμενος που θεώρησε ότι στη Μεγάλη Ράχη βρισκόταν η ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Αυτός όμως που έδωσε την ώθηση για την αφετηρία της ανασκαφικής έρευνας στη Μεγάλη Ράχη ήταν ο δάσκαλος του χωριού Κ. Σιαμπανόπουλος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της πολυετούς θητείας του δημιούργησε αρχαιολογική συλλογή, περισυλλέγοντας διάφορα αρχαιολογικά αντικείμενα.
Η αρχαία πόλη της Αιανής βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του διεθνούς επιστημονικού, αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος εξαιτίας των πολυσήμαντων αρχαιολογικών ευρημάτων που βρέθηκαν σε αυτή: μνημεία, δημόσια κτήρια, πλούσιες ιδιωτικές κατοικίες, μοναδικά αγάλματα και βασιλικοί τάφοι που περιείχαν πλήθος κτερισμάτων όπως χάλκινα σκεύη, όπλα, σιδερένια ομοιώματα αμαξιών με πήλινα και χάλκινα αλογάκια, πήλινα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία, πήλινα ειδώλια, οστέινα περίτμητα πλακίδια που είναι αριστουργήματα της μικροτεχνίας, γυάλινα και αλαβάστρινα αγγεία.
Οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1983 από τη ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Για την προστασία των μνημείων έχουν κατασκευαστεί στέγαστρα στη δεξαμενή, στο ”Σπίτι με τις Σκάλες” και σε τμήμα της αγοράς, καθώς επίσης στο μεγαλύτερο μέρος της νεκρόπολης με τους κτιστούς κιβωτιόσχημους τάφους. Τα ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας εκτίθενται στο Μουσείο Αιανής.