Το χωριό μας

cf86cf89cf84cebf-cf83cf84ceb7cebd-cf83ceb5cebbceb9ceb4ceb1-cf84cebfcf85-cf87cf89cf81ceb9cebfcf85

Ιστορικά – λαογραφικά

Του Διευθυντή Δημήτρη Γκουτζιομήτρου

Επί τουρκοκρατίας το χωριό ονομάζονταν Τοπτσιλάρ. Η συνολική έκταση της πρώην κοινότητας και νυν Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Κοζάνης ανέρχονταν σε 37.547 στρέμματα.

Στην απογραφή του 1920 οι κάτοικοι ήταν 852. Στην  απογραφή του 1923 οι κάτοικοι ήταν 852 σε σύνολο 190 οικογενειών.

Στην απογραφή του 1928 οι κάτοικοι ήταν  850. Η διανομή κλήρου έγινε το 1926 με σύνολο 10.265 στρεμμάτων. Οικόπεδα  διανεμήθηκαν το 1959 με σύνολο στρεμμάτων 644. Οι κάτοικοί του σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ήταν 1.092.

Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011, οι κατοικίες είναι 381 από αυτές κατοικούμενες είναι οι 279 και κενές οι 102, οι μόνιμοι κάτοικοι είναι 850, 422  άνδρες  και 428  γυναίκες.

Τοπτσιλάρ στα τούρκικα επεξηγείτε ως χωριό πυροβολητών. Ο Τούρκος περιηγητής και ιστορικός Εβλιγιά ονομάζει τους Τούρκους του Σαρί-Γκιόλ και του Εγρί – Μπουτζάκ Γιουρούκιους. Οι Γιουρούκοι αποτελούσαν ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα. Υπηρετούσαν  ως μεταφορείς πυροβόλων και πυρομαχικών. Υπήρχε χωρίον παρά την λίμνη σαρηγκιόλ, τα Σταρείδωλα, εξ ου και η ονομασία Σταρηγκιόλ. Όταν ήρθαν οι κατακτητές εξ Ικονίου, ως άποικοι, ο χριστιανικός πληθυσμός αναγκάστηκε να φύγει προς την Κοζάνη και αλλού. Γι’ αυτό και οι τούρκοι ονομάστηκαν Ικονιάροι,(Κονιάροι). Λαός άγριος, πολεμοχαρής και βίαιος. Για το τοπτσιλάρ (Γράφει ο Γουναρόπουλος). Ίσως να είναι διαφθορά του αρχαίου ονόματος Σταρειδώλων. «Κατ’ εμέ αύτη εστιν η των αρχαίων βερμική λίμνη δια το εγγύς Βέρμιον όρος». Μπουτσάκ, πρωτεύουσα επαρχίας με 100 οικογένειες Τούρκων. Εγγύς κατά τους πρόποδας του όρους τόπος μετ’ ερειπίων καλούμενος Μπαχτσές, πιθανόν οι κήποι του Μίδου (καθ’ Ηροδότου λέγοντα Β.8 Σελ 138 ότι οι Τημενίδαι «οίκησαν πελας των κήπων των λεγομένων είναι Μίδεω του Γορδίεω, υπέρ δε των κήπων κέεται το Βέρμιον, ούνομα , άβατου υπό χειμώνος».

Στην Περιοχή του Αγίου Δημητρίου βρέθηκαν νομίσματα Αλεξανδρινής εποχής, πιθάρια αρχαίων χρόνων, μαρμάρινη αναθηματική στήλη με ανάγλυφη παράσταση Κυβέλης καθισμένης σε θρόνο με τύμπανο στο υψωμένο αριστερό της χέρι. Ανήκει στο 2ο –3ο π.Χ αιώνα και η σχετική επιγραφή έχει: Κλε-/ονεί-/κη Μ-/ητρ/ί θε-/ών.

Σαν τουρκοχώρι ανήκε στην τοπαρχία του Εγρή Μπουτζάκ. Εικάζεται ότι προ της αλώσεως της περιοχής από τους Τούρκους, υπήρχε οικισμός ή οικισμοί, άγνωστο με πια ονομασία, ο πληθυσμός των οποίων εκδιώχτηκε βίαια από τους Τούρκους. Από την ύπαρξη της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, κτίσμα των ετών της τουρκοκρατίας, συμπεραίνεται ότι παρέμειναν ίσως κάποιες οικογένειες χριστιανών που σίγουρα όμως δεν υπήρχαν στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Κατά την διάνοιξη του δρόμου, προς τις παρυφές του Βέρμιου βρέθηκαν πολλά πήλινα πιθάρια. Το 1923 εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και την Νικομήδεια. Οι Θράκες αναφέρθηκε και σε άλλα δημοτικά διαμερίσματα, ότι κατάγονταν από το χωριό Πάνιδο της Ραιδεστού. Η Ραιδεστός ήταν η Βυζαντινή Βισάνθη. Σήμερα ονομάζεται Τεκίρ Νταγκ. Όλοι οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης που εγκαταστάθηκαν στα όρια του σημερινού δήμου κατάγονταν από το Πάνιδο , πλην των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στο Δρέπανο. Οι πρόσφυγες από τον Πόντο ήρθαν από τις περιοχές της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης. Οι πρόσφυγες της περιοχής Αργυρούπολης είναι γνωστοί με την επωνυμία ανεφορίτες. Οι πρόσφυγες της Νικομήδειας ήρθαν από τα χωριά του Αδά –Παζάρ. Κυρίως από τα χωριά Κεστενέ-Μπουνάρ, Τσοπάν –Γιατάκ και Κουρού-Μεσά. Ήταν το τελευταίο μεγάλο κύμα προσφύγων.

Οι πρόσφυγες αντίκρισαν ένα τουρκοχώρι, ριζωμένο στους πρόποδες του Βέρμιου. Μικρά και φτωχικά τα σπίτια, ακαλαίσθητα κι απεριποίητα. Τρία τέσσερα ξεχώριζαν σ’ όλο το χωριό. Ήταν τα σπίτια των Μπέηδων.

Οι πρόσφυγες της περιοχής του Ατά – Παζάρ, αφού έφτασαν στην Νικομήδεια, (το Ιστορικό περιγράφεται σε άλλο δημοτικό Διαμέρισμα) επιβιβάστηκαν στα Θωρηκτά πλοία, Κιλκίς και Αβέρωφ και αποβιβάστηκαν στα λιμάνια του Βόλου, της Καλαμάτας και  της Λήμνου. Τέσσερα χρόνια διέμεναν σ’ αυτές, αλλά και σε άλλες περιοχές του Ελλαδικού χώρου και τον Αύγουστο του 1924 έφτασαν στον Άγιο Δημήτριο. Πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες έχουν να θυμούνται από εκείνα τα προσωρινά μέρη εγκατάστασης, ένα φτωχικό μνήμα και έναν ξύλινο σταυρό με το όνομα κάποιου αγαπημένου προσώπου που πέθανε από τις κακουχίες και τις αρρώστιες και θάφτηκε εκεί.

Όταν γνωστοποιήθηκε στους κατοίκους της Θράκης, η απόφαση ότι η Ανατολική Θράκη επανέρχεται στην Κυριαρχία των Τούρκων και ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να αποχωρεί, πανικός και αλλοφροσύνη κατέλαβε τους Πανιδιώτες. Δεν πρόλαβαν να αποκαταστήσουν τις καταστροφές του πρώτου διωγμού και να τώρα που η μοίρα ,τους παίζει πάλι το πιο άσχημο παιχνίδι της.  Μέσα στον Οκτώβριο του 1922 το Πάνιδο άδειασε. Άλλοι με τα Κάρα που είχαν κι άλλοι με τα πλοία που έστειλε η Ελληνική Κυβέρνηση, εγκατέλειπαν τον τόπο τους, γιομάτοι τρόμο, πίκρα και πόνο. …………………………

Ένα από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες ήταν κι αυτό των αποζημιώσεων. Οι εκτιμητικές επιτροπές, παρόλο που αποτελούνταν από εκπροσώπους προσφύγων, είχαν απόρρητες διαταγές με τις οποίες εντέλλονταν να περικόψουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα ποσά που ανέγραφαν οι δικαιούχοι, για να μειωθεί όσο το δυνατό η υποχρέωση του κράτους να αποζημιώσει τους πρόσφυγες. Ένα ηθικό ατόπημα των πολιτειακών παραγόντων και όσων το υιοθέτησαν και το εφάρμοσαν.

Άλλωστε όπως ερμήνευσε τη σύμβαση ανταλλαγής ο Βενιζέλος στη βουλή 17-6-1930, διαφαίνεται ότι, οι ακίνητες περιουσίες των Ελλήνων στην Τουρκία, στα μέρη που διεξήχθησαν πολεμικές επιχειρήσεις θεωρούνταν απλά οικόπεδα και όχι κτίρια και συνεπώς θεωρούνταν χωρίς καμιά αξία. Επίσης τα κινητά των πολεμικών περιοχών, καταστήματα, επιχειρήσεις, βιοτεχνίες κ.τ.λ. εξαιρέθηκαν από την αποζημίωση. Οι κινητές και ακίνητες περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν αναγκαστικά ,ήταν πολύ μεγαλύτερες από τους αριθμούς του Αιγίδη, τις οποίες δεν παραδέχτηκαν οι τότε κυβερνήτες και των δύο κομμάτων. Και είχαν λόγους και συμφέρον να υποτιμήσουν την αξία των περιουσιών. Πρώτον για να αποφύγουν τις ανάλογες αποζημιώσεις στους πρόσφυγες όπως όριζε η Σύμβαση της Ανταλλαγής και δεύτερο η « Ελληνοτουρκική Συνθήκη Φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας» που υπογράφηκε από το Βενιζέλο και τον Κεμάλ στις 30-10-1930 δεν είχε τίποτα το ρομαντικό και το αφιλοκερδές. Ήταν καθαρά μια οικονομική συνθήκη που στηρίχτηκε στον συμψηφισμό των περιουσιών Ελλήνων και Τούρκων. Η Τουρκία δεν ήθελε να αντιμετωπίσει την διαφορά μεταξύ του ποσού των 100 δις και 12,5 δις. Ζητούσε επιπλέον 200 εκατομμύρια χρυσές λίρες Τουρκίας για πολεμικές αποζημιώσεις. « Διεξηγάγομεν – θα πει ο Βενιζέλος στη βουλή στις 25-6-1930 – έναν πόλεμον, ο οποίος δια τους Τούρκους ήτο αμυντικός. Επειδή εμείς κατελάβομεν την Μικράν Ασίαν και η Τουρκία εις τον πόλεμον ενίκησε πλήρως, εζήτησεν αποζημιώσεις από το ηττηθέν κράτος.» Και παρακάτω στην ίδια συνεδρίαση « Ο Ισμέτ Πασάς, κατά την υπογραφήν της συμβάσεως, είχεν ήδη διατυπουμένην την αξίωσιν όπως επιβληθή εις την Ελλάδα πολεμική αποζημίωσις 200 εκατομμυρίων χρυσών λιρών Τουρκίας»

Ο συμψηφισμός αυτός προκάλεσε τεράστια αγανάκτηση στον προσφυγικό κόσμο και αναταραχή στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Στη διατύπωση του ποσού των 100 δις ο Αιγίδης, σημειώνεται, ήταν συγκρατημένος. Τι πήραν οι πρόσφυγες σαν αποζημίωση; Οι αποζημιώσεις κατά τον Ισαάκ Λαυρεντίδη «μόλις αντιπροσωπεύουν τα 7/100 της εν Τουρκία εγκαταλειφθείσης περιουσίας, ποσοστόν όπερ μόνον τον τόκον ενός έτους του κεφαλαίου των εγκαταλειφθεισών εν Τουρκία περιουσιών καλύπτει. Ούτως έκλεισε και έληξε το θέμα των αποζημιώσεων».

Πηγή Γιώργου Ν. Λαμψίδη οι πρόσφυγες του 1922.

Το πρόβλημα  των ανταλλάξιμων περιουσιών απασχόλησε και την Ελληνική Βουλή τουλάχιστον μέχρι το 1976.

Το προσφυγικό «κοπάδι» που εγκαταστάθηκε στο Τοπτσιλάρ είχε πάψει πια να κλαιει. Τα δάκρυα είχαν πια στερέψει. Η κηδεία της πατρίδας τους είχε πια ολοκληρωθεί. Τώρα έπρεπε να ζήσουν για να την θυμούνται και να την μνημονεύουν. Ο πόνος, το αίμα, και ο βίαιος θάνατος,  είχαν πετρώσει το φόβο που δεν μπορούσε πια να συνταράξει την ψυχή και το νου. Οι άνθρωποι αυτοί έπαιξαν με τον θάνατο. Ή μάλλον ο θάνατος έπαιζε μαζί τους κάθε στιγμή, παρατείνοντας  την αγωνία τους. Οι μάνες γίνονταν ασπίδες μπροστά από τα μωρά τους θαρρείς κι έτσι θα τα προστάτευαν από το θανατικό μαχαίρι, που Φευ! Ανθρώπινα χέρια κρατούσαν! Η αυτοθυσία στην απογείωσή της. Ο πόνος στην έκστασή του, η αγωνία αδιάκοπη, ο πανικός εφιαλτικός, ο φόβος ατέρμων……..

Διασταυρωμένες πληροφορίες προσφύγων της περιοχής Ατά- Παζάρ, περιγράφουν τραγικές έως μακάβριες ιστορίες. Η Μαρία Χρυσοπουλίδου, 90 και πλέον ετών το έτος 2001 ήρθε από εκεί 12-13 ετών κοριτσάκι περιέγραψε μια εικόνα την οποία δεν μπόρεσε να ξεχάσει ποτέ. «Κόβανε από τα στήθη των γυναικών τις ρόγες και τις κάνανε κομπολόι!!!»

Τους τσέτες, αυτά τα θλιβερά τερατοειδή ανθρωπάκια, που οι κοινωνικές συνθήκες κυοφόρησαν και γέννησαν, εύκολα τους χρησιμοποίησε το Κεμαλικό καθεστώς και τους μετέτρεψε από κοινωνικά αποβράσματα σε στυγνούς δολοφόνους.

Ο Τσαβδαρίδης Ιωάννης, αποκόπηκε από το κοπάδι των προσφύγων, όταν του ζήτησαν να πνίξει το μικρό κοριτσάκι του, για να μην τους ανακαλύψουν οι Τούρκοι. Περιπλανήθηκε μόνος του στα βουνά και έφτασε στην Ελλάδα μαζί με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι του, την Κυριακή Τσαβδαρίδου-Τσαουσίδου ογδόντα και πλέον ετών σήμερα. (2001).

…………………………… Οι τσέτες, αυτοί οι σατανάδες της κόλασης, που απέβαλαν κάθε ανθρώπινο ίχνος από πάνω τους, με το πρόσχημα της αγγαρείας μάζεψαν περί τα 70 παλικάρια από την περιοχή του Αδά – Παζάρ και τα μετέφεραν λίγο πιο έξω από το Τούρκικο χωριό Γότζαλι. Ήταν Ιούνιος λένε οι μαρτυρίες, ημέρα των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Εκεί τους έδεσαν κυκλικά  και τους ξεγύμνωσαν από τη μέση και πάνω. Άρχισαν μετά να παίζουν νταούλια και ζουρνάδες για να μην ακουστούν οι ριπές που γάζωναν και εκτελούσαν εν ψυχρώ τα ανυπεράσπιστα παλικάρια. «Αυτούς δεν τους σκότωσαν στη μάχη», θα έγραφε ο ποιητής, « αυτούς τους σκότωσαν σαν το σκυλί στ’  αμπέλι» Ο Πασχαλίδης Παναγιώτης (τσουρούπ’ς) με ένα μαχαίρι που είχε κρυμμένο στη μάλλινη κάλτσα του, κατάφερε να λυθεί και να λύσει και τον Καζαντσίδη Θεόφιλο που ήταν δίπλα του και άρχισαν να τρέχουν για να γλιτώσουν. Οι τσέτες τους καταδίωξαν σαν λυσσασμένα σκυλιά, αλλά τους έχασαν αφού οι δύο νέοι, που από το φόβο τους είχαν βγάλει φτερά στα πόδια τους, είχαν φτάσει στο ποτάμι και έπεσαν μέσα. Μέσα σε εκείνη την ταραχή κατάφεραν να σωθούν και άλλοι δύο νέοι. Η πληροφορία αυτή, όπως και οι προηγούμενες είναι διασταυρωμένες από πάμπολλες μαρτυρίες προσφύγων. Η ώρα του ολέθρου είχε σημάνει. Μοναδική επιλογή η φυγή. Ο δρόμος για την Ελλάδα. Γέμισαν οι δρόμοι της Ανατολής από κοπάδια ανθρώπων που έφευγαν για να σωθούν. Ένας θλιβερός όχλος, μια σερνάμενη λαοθάλασσα, που άλλοτε σπάραζε από το θρήνο και άλλοτε έκλαιγε βουβά και ο πόνος διαρκώς περίσσευε. Και μέσα από αυτά ξεπήδησε η ανθρώπινη υπέρβαση. Πήδησε η ορθόδοξη πίστη που ξεπέρασε τα παρελκυόμενα του θανάτου και τον ίδιο το θάνατο! «Θάνατον Πατήσας». Ότι πιο πολύτιμο είχαν το έχασαν. Τώρα πια δεν φοβόταν τίποτα. Μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη ερημιά τους, βρήκαν τουλάχιστον ένα κεραμίδι , πάνω από τα κεφάλια τους. Κάτι ήταν κι αυτό. Έστησαν φωλιά. Κι η φωλιά έγινε σπίτι, έγινε οικογένεια, έγινε δημιουργία. Και δημιούργησαν το αναπάντεχο

Οι πρόσφυγες όμως δεν άφησαν σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Εκείνο που τους ένοιαζε ήταν να εξασφαλίσουν τροφή για την οικογένεια και να επιδιορθώσουν τα σπίτια για να μην μπάζει η βροχή. Κάθε φορά που έβρισκαν χρόνο από τις γεωργικές εργασίες καταπιάνονταν με  τα μερεμέτια και τα μαστορέματα.

 Ψήνονταν διαρκώς στον πυρετό της αγωνίας και του κάματου, κι ο ιδρώτας της κούρασης ήταν μαζί και πόνος ψυχής. Ψήνονταν στον πυρετό των χωμάτων που έκαιγαν και από τον πυρετό των σκέψεων για το αύριο. Το αύριο των παιδιών τους. ……………………………………………………………

Τα βράδια, σαν ο ήλιος χάνονταν, σήμανε και τη λήξη των γεωργικών ασχολιών. Μαζεύονταν στα φτωχικά τους οι πρόσφυγες και συνέχιζαν με τα ζωντανά κι άλλες χειρονακτικές εργασίες. Σαν το σκοτάδι απλώνονταν, άρχιζε η ώρα του αναπαμού. «Η ανάπαυλα του πολεμιστή», γιατί πολεμιστές υπήρξαν οι πρόσφυγες. Πολεμιστές της επιβίωσης και της ζωής. Ξεκουράζονταν και ετοιμάζονταν για τις καινούργιες  μάχες, τις δύσκολες, τις άνισες, χωρίς βόλια! Ξεκουράζονταν και σχεδιάζανε τα μέτωπα των μαχών. Θέρος, αλώνισμα, καπνά, παρχάρια, σπορά, καυσόξυλα για το χειμώνα και τροφή για να πορευτεί η φαμίλια. Κάπου όμως μέσα σ’  αυτούς τους σχεδιασμούς, έρχονταν στιγμές που ο πρόσφυγας χάνονταν , αποπροσανατολίζονταν. Έβγαιναν από μέσα του οι θύμησες της πατρίδας, απλώνονταν σε όλα τα μέτωπα και άλλαζε το τοπίο. «Εκεί στην Πατρίδα», «Εμείς στην Πατρίδα». Σκιές και άρωμα πατρίδας. Κι η θύμηση μαζί με την κούραση γίνονταν ύπνος. Ύπνος βαθύς, βαρύς, σκοτεινός. Κι άλλοτε οι εικόνες της σφαγής και του διωγμού έρχονταν σαν όνειρο και ξυπνούσαν ιδρωμένοι και τρομαγμένοι. Το πρωί, στο χάραγμα της ανατολής, οι πρόσφυγες στο πόδι, έτοιμοι πάλι για τον αγώνα της επιβίωσης. Στα χέρια κόσες, δρεπάνια, λαγήνια με νερό και ο μπόγος με το « κολατσιό ». Μα να! Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα. Άφηναν τα πράγματα όλα κάτω και έκαναν το σταυρό τους. Δεν είχε χωράφι σήμερα. Σήμερα θα συνοδέψουν το νεκρό πρόσφυγα στο αιώνιο ταξίδι του. Ήταν ένα χρέος που κληρονόμησαν από τη γενιά τους. Θα τον πάνε στα καινούργια μνήματα. Μακριά, πολύ μακριά από τα χώματα που τον γέννησαν. Μακριά από τα αγαπημένα του πρόσωπα που είναι θαμμένα στα βάθη της Ανατολής! « Άραγε να υπάρχει στον απάνω κόσμο ένας σβόλος γης σου, Μικρασία; Θα μπορούσε να χωρέσει ολόκληρη την προσφυγιά σου »γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου. Εκείνη η πατρίδα, στα χρόνια εκείνα της συμφοράς, της ταπείνωσης, της εξαθλίωσης, του μεγάλου πόνου, που της έκοψαν τα χέρια για να μην κρατήσει τα παιδιά της! Κι εκείνη πάλευε με νύχια και με δόντια και της κόψανε την καρδιά! Εκείνη η πατρίδα, η μάνα η νεκρή, που ερχόταν τα βράδια σιμά τους, τυλιγμένη από σκιές και αίματα και έφερνε μηνύματα και δύναμη. « Αυτά που οι άλλοι τα παίρνουν για τυχαία περιστατικά, εμείς ξέρουμε πως είναι μηνύματα από το άγνωστο! » Έγραφε ο Ελύτης στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Εκείνη η μάνα, εκείνη η πατρίδα έγινε ρίζα. Έγινε το σημείο αναφοράς. Δεν ήταν τουρκόσποροι, δεν ήταν τουρκούλια, δεν ήταν τουρκομερίτες. Δεν ήταν αυτοί χωρίς ταυτότητα. Ήτανε παιδιά εκείνης! Παιδιά μιας μάνας που δεν τούρκεψε ποτέ!

« Υιε’ μ αν ζεις και μεγαλύνς συ Ρωμανία δέβα … »

Γι’ αυτό έπρεπε να ριζώσουν για να την τιμήσουν , να την υμνήσουν και να την μνημονεύσουν στους αιώνες. Γι’ αυτό επέζησαν, γι’ αυτό ρίζωσαν και γι’ αυτό πάλευαν. Να γίνουν βαθιές οι ρίζες, γερές, στέρεες και αξερίζωτες! Και ρίζωσαν όχι μόνο στη γη, αλλά και όσοι ταξίδεψαν για το αιώνιο ταξίδι δημιούργησαν στο στερέωμα τον Αστερισμό των χαμένων Πατρίδων!

…………………………………Το παραδοσιακό φαγητό των ποντίων της περιοχής Ματσούκας, ήταν τα μαύρα λάχανα. Το επίσημο όμως φαγητό, αυτό που παρασκεύαζαν για τον γαμπρό ήταν το «φούστρο». Αυγά τηγανητά με βούτηρο.

Σαν φθινοπώριαζε ,οι «παρχαρέτες» μάζευαν πάλι το βιος τους και κατέβαιναν στο χωριό. Ήταν τώρα ο καιρός της σποράς. Οι δουλειές περιορίζονταν και διακόπτονταν εντελώς όταν έρχονταν ο χειμώνας. Άρχιζαν τότε οι ρακές στα καφενεία και τα γλέντια.  Τα γνωστά (μουχαπέτια). Στα σπίτια άρχιζαν τα νυχτέρια. (Παρακάθια). Μαζεύονταν 3-4 οικογένειες σ’ ένα σπίτι και άρχιζαν οι διηγήσεις και οι ιστορίες. «Εμείς στην Πατρίδα, εκεί στην Πατρίδα»

«Εκειτη Πατρίδα!

Κι ύστερα άρχιζε ο γέρο πρόσφυγας « Έρθεν όμως το μαύρον το χαπέρ. Εφέκε μας ο Θεόν…….εφέκαμε τ’ οσπίτια μουν κι  εσέβαμε σα παπόρια……..»

…………………………………….Με αυτά τα παρακάθια , με τις ιστορίες και τις αναπολήσεις οι πρόσφυγες έβγαζαν το χειμώνα, μέχρι να έρθει η άνοιξη, να φτιάξει ο καιρός και να αρχίσουν πάλι τις γεωργικές τους εργασίες. Ο χειμώνας όμως του 1940 δεν  προμηνύονταν σαν τους άλλους. Θα ήταν ένας χειμώνας πολέμου και πάλι. Στην Ευρώπη ήδη οι σειρήνες του πολέμου είχαν σημάνει. Το περιστέρι της ειρήνης δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Η Ιταλία από μήνες είχε δείξει τις προθέσεις της εναντίον της Ελλάδας. Αποκορύφωμα όλων υπήρξε ο τορπιλισμός της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου ανήμερα της εορτής της Θεοτόκου. Και στα μέσα του Φθινοπώρου ζήτησε την άνευ όρων παράδοσή της.  Τα παλικάρια πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, τους Ιταλούς επιδρομείς. Πολλά παλικάρια άφησαν την στερνή τους πνοή, εκεί στα ανεμοδαρμένα ύψη. Σαν τους αετούς που λαθροκυνηγοί τους εκτέλεσαν. Πρώτος πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Δημητρίου, ήταν ο Παναγιωτίδης Ιωάννης

Το καινούργιο σχολείο, που βρίσκεται στην σημερινή θέση, λειτούργησε την περίοδο 1953-1954. Η επέκτασή του έγινε το 1968. Ντελάλης του χωριού την ίδια περίοδο ήταν ο Χαλβατζής ο Δημητρός, γνωστός με το παρατσούκλι «Ο Γούρτης». Τον κατάργησε όμως κι αυτόν η τεχνολογία. Τοποθετήθηκε μεγαφωνική συσκευή στην κοινότητα του χωριού, με μεγάφωνα στο καμπαναριό της εκκλησίας και όλες οι ανακοινώσεις γίνονταν πλέον από εκεί. Έτσι σίγησε εκείνη η συμπαθητική φωνή του Δημητρό. « Ήρθε ο ψαράς στην πλατεία του χωριού. Όποιος θέλει ψάρια ….». Τότε άρχισαν να προμηθεύονται και κάποιες οικογένειες ραδιόφωνο. Ήταν γι’ αυτούς πράγματι το μοναδικό μέσο ενημέρωσης και ταυτόχρονα ψυχαγωγίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του 50 και στις αρχές του 60 το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που εκτελούσε το δρομολόγιο Κοζάνη – Άγιος Δημήτριος εξυπηρετώντας ταυτόχρονα το Ρυάκιο τον Τετράλοφο, το Καπνοχώρι και τη Κοιλάδα, διανυκτέρευε στον Άγιο Δημήτριο και ξεκινούσε το πρωί το δρομολόγιό του. Ήταν η εποχή που οι κάτοικοι πήγαιναν συνήθως να πουλήσουν τα αυγά τους και τα τυροκομικά τους και να προμηθευτούν τα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης. Τα λεωφορεία τότε είχαν στην οροφή τους ένα πατάρι, κατασκευασμένο από ράγιες οροφής. «σγάρα», την αποκαλούσαν οι πρόσφυγες. Εκεί φορτώνονταν όλες οι αποσκευές.

Το 1970 υπήρξε σταθμός για τον Άγιο Δημήτριο. Ανιστορείται η ιερά μονή του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος στις παρυφές του όρους Βέρμιου.

Την εικόνα από το μοναστήρι του Πόντου την έφερε στον Άγιο Δημήτριο σε ηλικία 84 ετών ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Αμαραντίδης, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Τούμπας της Επαρχίας Φυλλίδος του Νομού Σερρών. «Το έτος 1922 και εις ηλικία 35 ετών έφτασα εις την ελευθέραν πατρίδα μεταξύ πολλών εκατοντάδων προσφύγων, ρακένδυτος, ανήμπορος και βαρέως ασθενών με τα ελάχιστα υπάρχοντά μου, μεταξύ των οποίων εφύλαττον ως κόρη οφθαλμού την εικόνα του Αγίου Ιωάννου της Μονής Βαζελώνος. Η πίστη της επανόδου μας εις την γενέτειρά μας ήτο και πεποίθησις όλων των εκριζοθέντων Ελλήνων» Δ. Αμαραντίδης.

Η Μονή στον Πόντο έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως και σεβασμού εις όλη την περιοχή του Πόντου και είχαν θεσπιστεί ειδικά προνόμια για τη Μονή από τους Αυτοκράτορες της Τραπεζούντας, από το οικουμενικό Πατριαρχείο, ακόμα και από τους Σουλτάνους και τους τοπικούς άρχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατά τα έτη της ειρήνης η Μονή μεταβάλλονταν σε πνευματική κοιτίδα του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού και σε πνευματικό φυτώριο της διανόησης του Πόντου, διότι με την ενίσχυση και την οικονομική στήριξη της μονής πάρα πολλά τέκνα και κυρίως οι άριστοι σπούδαζαν στην Ευρώπη. Κατά τα έτη των αναταραχών και των πολέμων, αποτελούσε καταφύγιο και πηγή σωτηρίας κάθε καταδιωκόμενου οιουδήποτε θρησκεύματος και οποιασδήποτε δοξασίας. Εκατοντάδες Αρμένιοι διεσώθησαν υπό των μοναχών της μονής το έτος 1915 , έτος σφαγής των Αρμενίων. Αποτελούσε συνεχώς δια μέσου των αιώνων εις τα βάθη της, την συνισταμένη της αφυπνίσεως του Ελληνοχριστιανικού πνεύματος. Σήμερα στην Τουρκία σώζονται μόνο τα ερείπια της Μονής.

Η ιερά μονή βρίσκονταν  σε απόσταση 40 χιλιομέτρωναπό την Τραπεζούντα σε υψόμετρο 1200 μέτρων. Κατά την παράδοση η μονή ιδρύθηκε το 270 μ.Χ. Η Μονή καταστράφηκε ολοσχερώς στις αρχές του 6ου αιώνα από τους Πέρσες, οι οποίοι κατάσφαξαν  τους 400 και πλέον μοναχούς. Η νέα μονή επανιδρύθηκε μετά την απελευθέρωση των ανατολικών περιοχών από τους Πέρσες, με τη μέριμνα του βυζαντινού στρατηγού Βελισαρίου. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους το 1461 και την υποταγή όλου του Πόντου στην Οθωμανική αυτοκρατορία η Μονή Βαζελώνος καθώς και όλες οι Μονές του Πόντου, εξάσκησε την ευεργετική επίδρασής της στους Χριστιανούς των γύρω περιοχών. Όταν καταδιώκονταν οι Χριστιανοί από τους Τούρκους, εύρισκαν καταφύγιο στη Μονή. Εκεί διάσωζαν τη ζωή και την πίστη τους. Σχετικά αναφέρεται σε κώδικα της μονής του ΙΖ αιώνα   « Εις τα έτη ταύτα των άθεων Αγαρηνών μεγάλη όχλησις ενέσκηψεν εις την Αγίαν και Ιεράν ημών Μονήν του Τιμίου Προδρόμου Ζαβουλών. Εβδομήκοντα πατέρες, όσιοι εξ όσων απεστάλησαν εις κατήχησιν των αθλίων χριστιανών εβασανίσθησαν και εκομήσαντο τους μαρτυρικούς στεφάνους. Δειλία κατέλαβε τους γέροντας δι’ όσους ούτω επανήλθον και αθυμία πρυτανεύει εν τω μοναστηρίω, όπερ από τριάκοντα ενενήκοντα, ους είχεν μόνον εκατόν τριάκοντα αριθμεί αδελφούς. Εάν επανέλθωσιν και οι ες τα ξένα ταλαιπωρούμενοι υπέρ τεσσαράκοντα. Ει που ελεήσαι ημάς ο Πανοικτήρμων Θεός και δώη άνεσιν τω λαώ αυτού. Αμήν 1698 ».

Η Μονή εορτάζει στις 24 Ιουνίου με λαμπρές εκδηλώσεις. Πιστοί απ’ όλη την Ελλάδα, αλλά κυρίως από τη Μακεδονία, συρρέουν για να τιμήσουν την μνήμη του Αγίου, να λάβουν τη χάρη του  και να παρακολουθήσουν τις θρησκευτικές και καλλιτεχνικές τελετές και εκδηλώσεις. Σύλλογοι και σωματεία απ’ όλη τη Ελλάδα συμμετέχουν στις πολύωρες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Σήμερα η Μονή εορτάζει την πρώτη Κυριακή μετά την 24η Ιουνίου ή άλλως την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου. Δίπλα στην Μονή έχει ανεγερθεί πολυώροφος ξενώνας και όλος ο χώρος έχει περιφραχτεί με τσιμεντότοιχο.

Ο Άγιος Παντελεήμων βρίσκεται στην τοποθεσία που ονομάζονταν τεκές. Επί τουρκοκρατίας λέγονταν Βακούφ, κάτι δηλαδή σαν ιερός χώρος, ανάλογος με τα ελληνικά μοναστήρια. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά, περιγράφοντας τον Τεκέ του «Μεμή Μπαμπά» που βρίσκονταν στο Σοφουλάρ (Καπνοχώρι) αναφέρει και την ύπαρξη Τεκέ στον Τζουμά  (Χαραυγή) και στο Τοπτσιλάρ  (Άγιο Δημήτριο).

Το 1997 εγκαθίσταται στην Ιερά μονή του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνα ο μοναχός γέροντας από το Άγιο όρος, πατέρας Μάξιμος, πρόσφυγας μοναχός από την μονή του Βαζελών του πόντου. Σημαντικό γεγονός η άφιξή του και η εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή.

Τιμή στον Άγιο   Δημήτριο και στους κατοίκους του, που  μόναζε σιμά τους ένα τέτοιο σεβάσμιο, ασκητικό πρόσωπο. Η εγκατάστασή του στη Μονή ήταν η αφορμή να καταφθάνουν πιστοί από όλη την Ελλάδα για να πάρουν την ευχή του. Κοιμήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο ανδριάντας του υπάρχει στο προαύλιο της μονής του Βαζελώνα στον Άγιο Δημήτριο. Η ασφαλτόστρωση του δρόμου, που οδηγεί στη Μονή, έκανε πολύ πιο εύκολη την μετάβαση προς αυτήν. Η έλευση του κόσμου καταδεικνύει τη βαθιά πίστη του Έλληνα στην ορθοδοξία.

Ο νόμος περί συνενώσεων των κοινοτήτων σε δήμους, γνωστός ως «Καποδιστριακός νόμος» δημιούργησε πολλές αναταραχές, τριβές και ενστάσεις. Τελικά επεκράτησαν οι πολιτικές επιλογές και ως έδρα του νεοσύστατου δήμου Ελλησπόντου επιλέχτηκε η Κοιλάδα.

Στη βόρεια πλευρά του χωριού, στις παρυφές του Βέρμιου, επιβλητικά δεσπόζει η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνα. Οι προϊστορικοί συνοικισμοί της Μεγάλης και Μικρής Τούμπας της περιοχής Αγίου Δημητρίου είναι Κηρυγμένοι Αρχαιολογικοί χώροι

Στην τοποθεσία «Παρχάρ» διοργανώνεται κάθε χρόνο η ετήσια εκδήλωση του Συλλόγου «Ματσούκα» ημέρα Κυριακή παραμονή της εορτής του Αγίου Πνεύματος.

Τα περισσότερα στοιχεία είναι από το βιβλίο του συγχωριανού μας Τσολάκη Πασχάλη    » ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *