Η προσφυγιά στις γειτονιές του κόσμου

.jpg

Ποιήματα του W.H. Auden για τους πρόσφυγες και τον ρατσισμό

Προσφυγικό μπλουζ και Κοίτα ξένε

Το Προσφυγικό Μπλουζ είναι ένα υπέροχο ερωτικό ποίημα του Αγγλοαμερικανού ποιητή W.H. Auden (Γουίστον Χιου Άντεν), που μιλά για την “άτυχη” αγάπη δύο φυγάδων-προσφύγων που προσπαθούν να γλιτώσουν από το ναζιστικό καθεστώς.

Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές
άλλοι ζούνε σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.

Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα την εβρείς κειδά
τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.

Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ’ την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν, αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.

Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός
“Αν δεν έχεις το διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός”
όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.

Πήγα σε μια επιτροπή, έκαστα να ξαποστάσω
με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω
όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;

Ήρθα σε μια συγκέντρωση’ σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
“Αν τους αφήσουμε να μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί”
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα.

Σαν ν’ άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν
ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε “Πρέπει να εξοντωθούν”
Α, μας είχε στο νου του, αγάπη μου, μας είχε στο νου του.

Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.

Τράβηξα στο λιμάνι, στο μόλο στάθηκα μπροστά,
είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, δε ζούνε στη σκλαβιά:
μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου.

Περπάτησα σ’ ένα δάσος, είδα στα δένδρα τα πουλιά’
δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας.

Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιώροφα κτίρια
με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια
ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.

Στάθηκα μες στο χιόνι που ‘πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
Ψάχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.

                                                                               (Μτφρ.: Κλείτος Κύρου)

Κοίτα ξένε

Κοίτα ξένε, τούτο το νησί τώρα
που το φως, καθώς αναπηδάει, αποκαλύπτει για δική σου χαρά,
στάσου ακίνητος
και σιωπηλός,
έτσι που να μπορεί στις διώρυγες τ΄ αυτιού σου
ν΄ αργοκυλάει ωσάν ποτάμι
το λικνιστό τραγούδι της θάλασσας.
Στάσου εδώ στου χωραφιού την άκρη
εκεί που τ’ άσπρα βράχια βουτάνε στον αφρό και οι ψηλές προεξοχές τους
αντιστέκονται στην αντριά
και στο χτύπο της παλίρροιας,
και τα χαλίκια κυνηγάνε τη ρούφνα
κι ο γλαρός κάθεται για μια στιγμή στις απόκρημνες πλαγιές τους .
Πέρα πολύ, σαν σπόροι που πλένε, τα καράβια
ξεκινούν το καθένα με τη δική του ρότα για βιαστικές ιδιόθελες αποστολές
κι ό,τι μπορεί το μάτι να συλλάβει
μπορεί στ’ αλήθεια να εισχωρήσει
και να κινηθεί μέσα στη μνήμη καθώς τούτα τα γνέφια τώρα,
που διαβαίνουν στον καθρέφτη του λιμανιού
κι όλο το καλοκαίρι αργοπλανιώνται στο νερό.
(Μτφρ.: Μαρή Ασπιώτη)

Αλλά και ο Έλληνας ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου μιλά για την προσφυγιά…

Πρόσφυγες στην άμμο 

Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο

Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο

Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε

Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Από τη συλλογή Ο θάνατος του Μύρωνα (1960)

Κατηγορίες: Κοινωνία, Ποίηση. Ετικέτες: , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.