Τι ρόλο παίζει το κοινωνικό περιβάλλον στη διαδικασία μάθησης
Η μάθηση, σύμφωνα με την αντίληψη που διέπει τον Οδηγό Νηπιαγωγού προσδιορίζεται ως κοινωνική δραστηριότητα, οικοδομείται δηλαδή από το κάθε άτομο στο πλαίσιο της σχέσης που αναπτύσσει με τους άλλους και σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Σύμφωνα, με τη θεωρία του Vygotsky, όπως επισημαίνεται στον Οδηγό της Νηπιαγωγού, η κοινωνική αλληλεπίδραση που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της σχολικής πραγματικότητας συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της νόησης. Το παιδί στη διαδικασία αυτή δεν είναι παθητικός δέκτης αλλά δρων υποκείμενο που διαμορφώνει με τις πράξεις του τη γνωστική πραγματικότητα. Σύμφωνα εξάλλου, με έρευνες τα παιδιά αναπτύσσουν θετικές στάσεις απέναντι στη μάθηση όταν έχουν συστηματικές ευκαιρίες να αλληλεπιδρούν με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον (Dodge&Cocker,1998, στο Οδηγός Νηπι/γού,σ.19). Με άλλα λόγια, η μάθηση πραγματοποιείται μέσα από την επίλυση προβλημάτων του κοινωνικού περιβάλλοντος, που επιτρέπει σε κάθε παιδί να αναζητά, να κατανοεί και να εφαρμόζει «χρήσιμη γνώση» καθώς εμπλέκεται σε κοινωνικά ζητήματα με το δικό του τρόπο και σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες. Για το λόγο αυτό, ευνοείται και ενθαρρύνεται η ανάπτυξη αλληλεπιδράσεων τόσο ανάμεσα στους ενηλίκους και τα παιδιά, όσο και των παιδιών μεταξύ τους, με τα υλικά και το χώρο (σ.10). Καθώς τα παιδιά αλληλεπιδρούν με το κοινωνικό περιβάλλον προκαλείται η φυσική τους περιέργεια, ενεργοποιείται η σκέψη τους, απελευθερώνεται η φαντασία τους και δίνεται η ευκαιρία για απόκτηση γνώσεων και εμπειριών με τρόπο βιωματικό. Όπως ο Malaguzzi (1987,σ.24, Οδηγός Νηπ/γού) τονίζει, κύρια μέριμνα του εκπαιδευτικού είναι να απομακρύνει όλα τα πιθανά εμπόδια και να προσφέρει υποστήριξη ώστε να βοηθήσει τα παιδιά να αλληλεπιδράσουν με το κοινωνικό περιβάλλον, αναπτύσσοντας όλο το δυναμικό τους, όλες τους τις δυνάμεις και όλους τους τρόπους έκφρασης.
Στο κεφάλαιο που αναφέρονται οι θεματικές προσεγγίσεις και σχέδια εργασίας δίνετε έμφαση στο κοινωνικό χαρακτήρα της μάθησης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι βασική προϋπόθεση για να επιτυγχάνουν τις βασικές επιδιώξεις τους οι επεξεργασίες θεμάτων, είτε προτείνει και σχεδιάζει τα θέματα η νηπιαγωγός, είτε προκύπτουν από τα ίδια τα παιδιά είναι η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, μέσω της πραγματοποίησης ατομικών, ομαδικών και συλλογικών δραστηριοτήτων. Η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης αντανακλά μία αντίληψη για τη μάθηση στο πλαίσιο της οποίας η εκπαιδευτικός λαμβάνει υπόψη και τις προηγούμενες μαθησιακές και κοινωνικές εμπειρίες, τις οποίες αξιοποιεί θετικά ως αφορμές για περαιτέρω επεξεργασία (σ.9), ιδιαίτερα δε των παιδιών που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά και κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα.
Στο σχεδιασμό της οργάνωσης του μαθησιακού περιβάλλοντος τονίζεται στο να προβλεφθεί και η κοινωνική διάστασή του καθώς λαμβάνεται για παράδειγμα υπόψη η εμπειρία που φέρει το παιδί από το κοινωνικό περιβάλλον για την οργάνωση των γωνιών. Ο εμπλουτισμός επίσης, του νηπιαγωγείου με έντυπα, εφημερίδες, περιοδικά, ανακοινώσεις, επιστολές αναδεικνύει την σύνδεση του σχολείο με τα μηνύματα, τα προβλήματα, τις εξελίξεις, τα συμβάντα, τις τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις της κοινωνίας.
Στη διάσταση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης που ενισχύει τη μάθηση με το πρώτο περιβάλλον από οποίο προέρχεται το παιδί και έχει κατακτήσει τις πρώτες εμπειρίες του μπορεί να τοποθετηθεί η συνεργασία με τους γονείς που προτείνει ο Οδηγός Νηπιαγωγού. Η σχέση σχολείου – σπιτιού και η επικοινωνία με την οικογένεια ενώνουν τους δύο κόσμους του παιδιού. Για παράδειγμα, η συνεργασία με του γονείς ή και με άλλους ειδικούς που προτείνεται κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης ενός σχεδίου εργασίας όταν το θέμα το απαιτεί, αποδεικνύει ότι η μάθηση συντελείται και με το άνοιγμα του σχολείου στο τοπικό κοινωνικό περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό το παιδί αισθάνεται και αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα για ενότητα, αλληλεπίδραση και συν-εξάρτηση του σχολείου με την κοινωνία.
Η κοινωνική σημασία της μάθησης στον Οδηγό Σπουδών είναι εμφανής και όταν προτείνεται στις νηπιαγωγούς να παρατηρούν και να καταγράφουν τι λένε και τι κάνουν τα παιδιά στο ελεύθερο παιχνίδι, να συνεργάζονται με τις οικογένειες όλων των παιδιών, να λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στα παιδιά της κυρίαρχης ομάδας και τα παιδιά ης όποιας μειοψηφίας.
Η εργασία και το παιχνίδι σε ομάδες αποδεικνύει επίσης, τον κοινωνικό χαρακτήρα της μάθησης. Η ομαδική εργασία είναι πολύτιμη για τη ψυχική ισορροπία των παιδιών, ενδυναμώνει την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση τους ενώ παράλληλα, τα παιδιά μαθαίνουν χρησιμοποιώντας νοητικές και κοινωνικές στρατηγικές για να πραγματοποιήσουν μια σειρά από ενέργειες, αλληλεπιδρώντας με τα άλλα παιδιά, με τους ενηλίκους και με το περιβάλλον τους. Όπως αναφέρεται από τη Katz (1990, στο Οδηγός Νηπιαγωγού, σ.75) σε όλα τα κοινωνικά περιβάλλοντα και σε όλους τους πολιτισμούς στα παιδιά αρέσει να συναναστρέφονται με άλλα παιδιά και στο πλαίσιο αυτής της συναναστροφής μιμούμενα, διερευνώντας, συμφωνώντας και διαφωνώντας μαθαίνουν το ένα από το άλλο. Η ομάδα αποτελεί για το νηπιαγωγείο -πέρα των άλλων λειτουργιών που επιτελεί- και φορέα αγωγής μορφών κοινωνικής συμπεριφοράς. Η ομαδική εργασία μέσα από τη μίμηση πρακτικών και στάσεων, την ανάπτυξη τρόπων συνεργασίας προσαρμοσμένων στις δυνατότητες της προσχολικής ηλικίας συμβάλλει αποφασιστικά στη διαδικασία ανάπτυξης του παιδιού και στη μάθηση. Με τον τρόπο αυτό, η μάθηση οικοδομείται από το κάθε άτομο στο πλαίσιο της σχέσης που αναπτύσσει με τους άλλους Ειδικότερα, όπως αναφέρεται από τον Γερμανό (2002) στον Οδηγό της Νηπιαγωγού «για τη μάθηση ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν οι διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών που δημιουργούνται κυρίως μέσα από τις ευκαιρίες για συζήτηση, διαφωνία, λήψη απόφασής, υλοποίηση κοινού στόχου, τις οποίες προσφέρει η συμμετοχή στην ομάδα. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν μέσα από αυτό το πλέγμα των διαδικασιών είναι σημαντικά από εκπαιδευτική άποψη, επειδή συμβάλλουν στην ωρίμανση των ατομικών ικανοτήτων για αυτενέργεια, πρωτοβουλία, δημιουργικότητα, επειδή μαθαίνουν το παιδί να μαθαίνει (σ.76).
Σχετικά με την προώθηση του εγγραμματισμού στο νηπιαγωγείο βοηθούν πολύ οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και στα παιδιά καθώς συνεργάζονται σε μικρές ομάδες και το κάθε παιδί χρησιμοποιεί νοητικές και κοινωνικές στρατηγικές για να ανακοινώσει, να προσκαλέσει, να πείσει, να σχεδιάσει μαζί με τους άλλους ((Cresas 1989, στο Οδηγός Νηπιαγωγού, σ.97) για να «διαβάσει» και να παράγει κείμενα που έχουν νόημα για τα ίδια.
H ανταλλαγή εμπειριών και σκέψεων ανάμεσα στα παιδιά είναι σημαντικές και για την κατάκτηση της μαθηματικής σκέψης όταν οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην τάξη δίνουν την ευκαιρία στα παιδιά να μπορέσουν να συνδέσουν τη γνώση που προσφέρεται στο σχολικό πλαίσιο με όσα ήδη γνωρίζουν.
Στο πλαίσιο της μελέτης του περιβάλλοντος, τα παιδιά ενθαρρύνονται να παρατηρούν, να περιγράφουν, να καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους, να πειραματίζονται, να κάνουν υποθέσεις, προβλέψεις, να θέτουν ερωτήματα, να αναζητούν απαντήσεις, να αναπτύσσουν κριτική και ερευνητική στάση, να αντλούν πληροφορίες από τον κόσμο που τα περιβάλλει και να μετατρέπουν τις πληροφορίες αυτές σε γνώση. Στο πλαίσιο αυτής της ενότητας προκειμένου να προωθηθούν οι διερευνήσεις και οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις οργανώνονται έξοδοι των παιδιών από την τάξη, καθώς και επισκέψεις ειδικών στο σχολείο με σκοπό να τα ενημερώσει για κάποιο θέμα για το οποίο έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, στα πλαίσια ενός σχεδίου εργασίας ή μιας θεματικής προσέγγισης. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, είτε έχουμε την επίσκεψη ειδικού στο σχολείο, είτε επίσκεψη των παιδιών σε διάφορους χώρους, δίνεται η ευκαιρία στα παιδιά να συνδέσουν τις γνώσεις τους με την πραγματική ζωή, να αξιοποιήσουν το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, προκειμένου να αντλήσουν εμπειρίες και να δομήσουν γνώση.
Τέλος στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, παρόλο που αποτελεί ατομική δραστηριότητα προτείνεται στον Οδηγό Νηπιαγωγού τα παιδιά να δουλεύουν ανά δύο ή τρία σε έναν υπολογιστή με αποτέλεσμα να διευρύνονται οι ευκαιρίες των παιδιών για συνολική γνωστική και κοινωνική τους ανάπτυξη.
Από όλα τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι το νηπιαγωγείο δε θα μπορούσε να αγνοεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της μάθησης. Ρόλος του είναι να διαμορφώσει ένα ελκυστικό μαθησιακό περιβάλλον που θα ευνοεί διερευνήσεις και θα προωθεί τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις αξιοποιώντας τις εμπειρίες που έχουν βιώσει τα παιδιά στο περιβάλλον τους και τις δεξιότητες που έχουν ήδη αποκτήσει, υποστηρίζοντάς τα να τις διευρύνουν προχωρούν παραπέρα σε γνώσεις και δεξιότητες Το σχολείο και ο εκπαιδευτικός είναι ανοικτός και αλληλεπιδρά με την κοινωνία. Το σημαντικότερο είναι, ότι με αυτό τον τρόπο τα παιδιά μαθαίνουν να συνδέουν την εργασία τους με τον πραγματικό κόσμο και ευαισθητοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο ως ενεργά και ευαισθητοποιημένα μέλη του κοινωνικού συνόλου (Nagel,1996,σ.20).