Η Ταυτότητα της Ημέρας

181η ημέρα του έτους
Ανατολή Ήλιου: 06:04
Δύση Ήλιου: 20:53
Σελήνη 7 ημερών

Χριστιανικό Εορτολόγιο

†  Σύναξις των αγίων ενδόξων και πανευφήμων 12 Αποστόλων.

Ορθόδοξη Εκκλησία

†  Αποστόλου Φυνέλλου, επισκόπου Εφέσου.

†  Αγίας Μαρίας, μητρός του Ευαγγελιστού Μάρκου.

†  Αγίου Μαρτιαλίου, επισκόπου Λιμόζ της Γαλλίας.

†  Μαρτύρων Μελίτωνος, Πέτρου του εκ Σινώπης, Φωκά, Κόνωνος, Συμεών, Ισαάκ και ετέρων.

†  Αγίας Δηναρίας, βασιλίσσης της Γεωργίας,

†  Οσίου Γεωργίου του Αγιορείτου.

†  Αγίου Γελασίου, του εν τη μονή Ραμέτι της Ρουμανίας ασκήσαντος.

†  Αγίου Πέτρου, πρίγκιπος της Χρυσής Ορδής.

†  Αγίας Παρασκευής, εν Κέβρολσκ της Ρωσίας,

†  Νεομάρτυρος Μιχαήλ του Μπακνανά, του Αθηναίου.

Καθολική Εκκλησία

†  Αγίου Αδόλφου.

†  Αγίου Μαρτιάλη.

†  Αγίου Θεοβάλδου, προστάτη των εργένηδων και των καρβουνιάρηδων.

Γιορτάζουν:  Απόστολος, Αποστολία.

Επέτειοι και Λοιπές Εορτές

  • Ημέρα Αστεροειδών
  • Ημέρα της ανεξαρτησίας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για την απελευθέρωση της

Το διαφορετικό παιδάκι

Μια φορά κι έναν καιρό, πολύ-πολύ μακριά από δώ, που ζούμε όλοι μας, υπήρχε μια όμορφη χώρα. Η Να-ρινά. Στα καταπράσινα λιβάδια της, όπου φύτρωναν λογής-λογής λουλούδια, παχιές αγελάδες και κατάλευκα αρνάκια, έβοσκαν αμέριμνα.

Στα ψηλά της δέντρα, που ήταν όλα φορτωμένα με φρούτα ζουμερά, πουλάκια κελαηδούσαν ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το ποταμάκι της Να-ρινά κυλούσε κελαρύζοντας τα γάργαρα νερά του μέσα από το καταπράσινο δάσος, ξεπλένοντας τα βοτσαλάκια στις όχθες του και ποτίζοντας τις καλαμιές, που θρόϊζαν απαλά σε κάθε χάδι του ανέμου. Και μπροστά στα άσπρα σπιτάκια της Να-ρινά, παχιές γάτες γουργούριζαν ευχαριστημένες κάτω από τη ζεστασιά του λαμπερού ήλιου.


Μα και οι άνθρωποι, που ζούσαν σ΄ αυτή την όμορφη χώρα, ήταν όλοι τους καλόκαρδοι, ευγενικοί και γελαστοί. Όμως, τι παράξενο!. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, είχαν περίεργες μύτες. Κάτι μύτες παχιές, τεράστιες και χρωματιστές. Αλλοι είχαν μύτη φουσκωτή και μαβιά σαν μελιτζάνα. Αλλονών η μύτη ήταν μακριά και πράσινη σαν αγγούρι και υπήρχαν και μερικοί με μύτη στρογγυλή και κόκκινη σαν ντομάτα.
Εκεί, στη Να-ρινά, όσο πιο μεγάλη μύτη είχε κανείς, τόσο πιο όμορφος ήταν.

Μια μέρα,  μια κυρία,  σ΄ εκείνη τη παράξενη χώρα, γέννησε ένα παιδάκι. Ένα όμορφο, γερό, δυνατό αγοράκι, με σγουρά μαλλάκια και ζωηρά μαύρα ματάκια. «Τι συμφορά!» είπαν όμως όλοι όσοι το είδαν. Γιατί, αυτό το μωρό δεν είχε μύτη. Όχι δηλαδή ότι δεν είχε και καθόλου μύτη, αλλά, να, είχε μια τόση δα μικρή μυτούλα, άσπρη- άσπρη, όπως και το υπόλοιπο δέρμα του. «Πω-πω τι άσχημο, που είναι το καημενούλι!» σκέφτονταν όσοι το έβλεπαν.
Η μαμά του, πήγαινε να σκάσει από τη στενοχώρια της. Τα άλλα παιδάκια της είχαν μεγάλες, πολύ μεγάλες και πολύχρωμες μύτες και ήταν τα πιο όμορφα της χώρας. Και τώρα, αυτό, το πιο μικρό, να γεννηθεί έτσι!!!
Πήρε λοιπόν αγκαλιά το μωρό της και τράβηξε κατά το βουνό, για τη καλύβα, όπου ζούσε η γριά σοφή, που ήξερε πολλά-πολλά πράγματα.

«Καλημέρα μπάμπω μου»είπε η μαμά στη γριά σοφή, μόλις έφτασε. «Συμφορά μεγάλη με βρήκε»
«Τι επαθες κόρη μου;» ρώτησε η γριά.
«Κύττα και μόνη σου»είπε η μαμά και της έδειξε το μωρό.
Εσκυψε η μάμπω και κύτταξε το μικρό. «Τι συμβαίνει;»ρώτησε «βλέπω ένα παιδάκι μια χαρά. Τι συμφορά λοιπόν σε βρήκε;»
«Μα δε βλέπεις, μπάμπω μου; Η μύτη του δεν είναι σαν τις δικές μας» στέναξε η μαμά.
«Και λοιπόν;» ξαναρώτησε η σοφή γριά. «Μήπως γι΄ αυτό το αγαπάς λιγότερο από τα άλλα σου παιδιά;»
«Για όνομα του Θεού» φώναξε η μαμά  «Όχι βέβαια. Το αγαπάω πολύ-πολύ, όσο και τα άλλα μου παιδιά. Αλλά οι άλλοι άνθρωποι, θα γελούν μαζί του, θα το κοροϊδεύουν και το Παιδάκι μου θα γίνει δυστυχισμένο».
«Κόρη μου,» είπε η γιαγιά, που είχαν δει πολλά τα μάτια της και άλλα τόσα είχαν ακούσει τα αυτιά της «έναν άνθρωπο, δεν τον αγαπάμε γι’  αυτό, που φαίνεται, ούτε γι΄ αυτό, που έχει, αλλά γι’  αυτό, που πραγματικά είναι. Όπως εσύ αγαπάς αυτό το παιδί, έτσι και οι άλλοι άνθρωποι θα το αγαπήσουν. Γιατί το παιδί σου θα γίνει καλός άνθρωπος, πονετικός και γελαστός και θα κερδίσει την αγάπη των συνανθρώπων του. Φύγε κόρη μου και μην ανησυχείς. Το παιδί σου θα ζήσει ευτυχισμένο. Είναι γραφτό του».

Πέρασαν τα χρόνια. Το παιδάκι μεγάλωνε. Και όπως είχε προβλέψει η μπάμπω γινόταν μέρα με τη μέρα, όλο  και πιο έξυπνο, όλο και πιο καλόκαρδο κι ευγενικό. Οι κάτοικοι της Να-ρινά συνήθισαν να το βλέπουν να παίζει με τα άλλα παιδάκια, να τρέχει και να γελά ανάμεσά τους, πάντα πρόθυμο να βοηθήσει όποιον είχε την ανάγκη του και το αγαπούσαν αληθινά, χωρίς να προσέχουν πιά καθόλου τη μικρή του μύτη.
Όμως το Παιδάκι, κάθε πρωί, που χτενιζόταν, μαζί  με τ΄ αδελφάκια του, μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη, ένοιωθε ένα τσίμπημα στη καρδούλα του. «Γιατί να μην είμαι κι εγώ όμορφο σαν τα αδελφάκια μου;» σκεφτόταν «Γιατί να μην είμαι σαν όλο τον κόσμο;» και στεναχωριόταν.

Μια μέρα, ξαφνικά, ήλθε στο σπίτι τους για επίσκεψη, μια παλιά φίλη της μαμάς, που δεν είχε τύχει να ξαναδεί τα παιδιά. Ηταν μια αξιοσέβαστη ξερακιανή κυρία, με μια μύτη πορτοκαλιά και μακριά και σουβλερή, ίδια με καρόττο. Μόλις είδε το Παιδάκι έβαλε τα γέλια. «Μα τη πίστη μου» είπε «δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου πιο αστείο ανθρωπάκι. Πού ‘ναι η μύτη σου καλέ; Στην έφαγε η γάτα;»ρώτησε κοροϊδετικά.
Το Παιδάκι στενοχωρήθηκε, βούρκωσε, γύρισε και βγήκε από το σπίτι. Προχώρησε στο δρόμο. Περπατούσε, περπατούσε, ο ήλιος έπεσε και βγήκε το φεγγάρι στον ουρανό και το Παιδάκι ακόμα περπατούσε. Ετσι, έφτασε μέχρι το ποταμάκι της Να-ρινά κι εκεί, ξάπλωσε στα χαλίκια στην όχθη και άρχισε να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει χωρίς σταματημό, «Γιατί να είμαι τόσο άσχημος;» έλεγε μέσα στα δάκρυά του  «Γιατί;».
«Τι έπαθες αγοράκι;» άκουσε ξαφνικά μια ψιλή φωνούλα δίπλα του. Σταράφηκε ξαφνιασμένος και είδε να στέκεται μπροστά του, ένα τόσο δα μικρούλικο κοριτσάκι .Το Παιδάκι σάστισε τόσο, που ούτε που πρόσεξε καθόλου ότι η μύτη του κοριτσιού ήταν σαν τη δική του.

«Ποια είσαι σύ;»  τη ρώτησε. «Τι θέλεις;»
«Είμαι η Λα-σενά» απάντησε το κοριτσάκι. «Μένω εκεί ψηλά» και του έδειξε με μια κίνηση του χεριού της το φεγγάρι. «Τα πρωινά κοιμάμαι, αλλά , κάθε βράδυ, που το σπίτι μου κάνει βόλτες στον ουρανό, κοιτάω τι γίνεται κάτω στη γή και όταν ακούω ένα παιδάκι να κλαίει στενοχωριέμαι πολύ και προσπαθώ να το βοηθήσω, γιατι θέλω όλα τα παιδάκια να είναι χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Σ’  άκουσα, που έκλαιγες και κατέβηκα να δω. Τι έχεις; Τι έπαθες;»
«Ειμαι άσχημος, πολύ άσχημος» είπε το παιδάκι «είμαι διαφορετικός απ΄ όλο τον κόσμο γύρω μου.»
«Κι επειδή είσαι διαφορετικός οι άλλοι δεν σ΄ αγαπάνε; Τα παιδάκια δε παίζουν μαζί σου; Οι γονείς σου και τ΄αδέλφια σου σε κοροϊδεύουν;»
«Όχι, όχι» είπε το Παιδάκι. «Ολοι μου δείχνουν πως με αγαπούν και πως με θέλουν κοντά τους. Μόνο μια κυρία, που με έβλεπε για πρώτη φορά, γέλασε μαζί μου».
«Αυτή θα ήταν μια ανόητη»είπε η Λα-σενά  «Είναι κουτό να κοροϊδεύεις έναν άνθρωπο, χωρίς να τον έχεις γνωρίσει. Αλλά αφού όλοι οι άλλοι σε αγαπούν και σε θέλουν, εσύ γιατί κλαίς;»
«Δεν θέλω να είμαι διαφορετικός» είπε το Παιδάκι. «Θέλω να είμαι όπως όλος ο κόσμος. Είπες πως θα με βοηθήσεις. Μπορείς να κάνεις τη μύτη μου να μεγαλώσει, να γινει ίδια με όλων των άλλων;»
«Όχι» είπε η Λα-σενά «δεν μπορώ».
«Τότε φύγε και άσε με στην ησυχία μου» είπε στενοχωρημένο το παιδάκι.
«Μπορώ όμως να κάνω κάτι άλλο, άμα θες» συνέχισε η Λα-σενά. «Από κεί ψηλά, που είναι το σπίτι μου, έχω δει μια Πολιτεία, όπου όλοι οι κάτοικοι έχουν μύτη σα τη δική σου. Εκεί θα ήσουν ίδιος με όλους τους άλλους. Θέλεις να σε πάω εκεί;»
«Ακου λέει» απάντησε το Παιδάκι, πηδώντας από τη χαρά του.

Άπλωσε η Λα-σενά το χέρι της, έπιασε μια φεγγαροακτίδα, που έπεφτε πάνω στα βοτσαλάκια και ανέβηκε πάνω της. «Ελα» του είπε. «Μη φοβάσαι. Ανέβα και σύ».
Kαβάλλησε και το Παιδάκι τη φεγγαροακτίδα, κλώτσησε δυνατά η Λα-σενά τον αέρα και, ώπ, η φεγγαροακτίδα ανέβηκε ψηλά και άρχισε να ταξιδεύει στο νυχτερινό ουρανό, ανάμεσα από τα αστέρια, που έλαμπαν.
Πέρασαν πάνω από πολεις και θάλασσες, από βουνά και πεδιάδες και, παντού κάτω, έβλεπαν σκοτάδι, καθώς όλοι κοιμόντουσαν. Ταξίδεψαν έτσι, ώρα πολλή και στο τέλος μίλησε η Λα-σενά.
«Φτάνουμε. Εδώ είναι η Πολιτεία, όπου θα είσαι ίδιος με όλους τους άλλους. Θα σε αφήσω και θα φύγω γιατί σε λίγο ξημερώνει. Ελπίζω να είσαι ευτυχσμένος. Αν όμως τύχει και το μετανοιώσεις, το βράδυ, κοίταξε το φεγγάρι και φώναξέ με δυνατά. Θάρθω αμέσως».
Εκείνη τη στιγμή, η φεγγαροακτίδα σταμάτησε δίπλα σ΄ ένα δέντρο.
«Κατέβα, φτάσαμε» είπε η Λα-σενά. «Πάρε το δρόμο ίσια μπροτά σου και θα σε βγάλει στη Πολιτεία, που ζητάς. Μέχρι να ξημερώσει, θα έχεις φθάσει.»
«Γειά σου Λα-σενά» είπε το Παιδάκι. » Γειά σου και σ΄ ευχαριστώ για όλα.» Και άρχισε να περπατάει στο μονοπάτι, που του έδειξε η Λα-σενα.
Στο μεταξύ ο ήλιος, ανέτειλε και φώτιζε δείχνοντάς του το δρόμο, μέχρι, που είδε τα πρώτα σπίτια της Πολιτείας. Εμοιαζαν πολύ με τα σπίτια της Να-ρινά. Ετσι, σε λίγο βρέθηκε να περπατάει ανάμεσα στους ανθρώπους της Πολιτείας.

Και, τι χαρά!, όπως του είχε πεί η Λα-σενά, είχαν όλοι μύτες σαν τη δική του.

«Τι ευτυχία» σκέφθηκε το Παιδάκι «τώρα δεν ξεχωρίζω σε τίποτε από τους άλλους, τώρα είμαι ίδιος με όλους».
Και, χαρούμενο, άρχισε να περιδιαβάζει τα δρομάκια, να χαζεύει τα μαγαζιά, να παρακολουθεί τα παιδιά, που έπαιζαν στις πλατείες, να παρατηρεί τους ανθρώπους, που έκαναν τα ψώνια τους ή που πήγαιναν στις δουλειές τους βιαστικά-βιαστικά. Και κάθε άνθρωπο, που συναντούσε, τον κύτταγε καλά-καλά, για να βεβαιωθεί ότι η μύτη του έμοιαζε με τη δική του.
Πέρασαν έτσι ώρες πολλές. Το παιδάκι άρχισε να βαριέται.
«Και τώρα τι γίνεται;»σκέφθηκε. «Είμαι ίδιος με όλους, αλλά κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται γι΄ αυτό. Ολοι με προσπερνούν, χωρίς να μου δίνουν σημασία, σα να μην υπάρχω».
Ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει σιγά-σιγά από τον ουρανό, πηγαίνοντας να ξεκουραστεί από τη μεγάλη του βόλτα και το Παιδάκι ξαφνικά, με ένα σφίξιμο στη καρδιά, θυμήθηκε ότι, τέτοια ώρα, καθόταν με τα αδελφάκια του γύρω από το μεγάλο τραπέζι του σπιτιού τους και εκεί, με γέλια, με φωνές, με κουβέντες, με χαρές, έτρωγαν το φαϊ τους, που μοσχοβολούσε. Και, το ίδιο ξαφνικά, το Παιδάκι, αισθάνθηκε πολύ μόνο και πολύ δυστυχισμένο.

«Λα-σενά» φώναξε δυνατά στο φεγγάρι, που μόλις ξεκινούσε το περίπατό του.  «Λα-σενά, έλα γρήγορα, έλα γρήγορα και πήγαινέ με πίσω».
«Μα γιατί;» ρώτησε η νεραϊδούλα, που, αμέσως εμφανίστηκε μπροστά του, καβάλα στη φεγγαροακτίδα της. «Δεν είσαι ευτυχισμένος, εδώ, που είσαι ίδιος με όλους;»
«Όχι» είπε το Παιδάκι «Κανείς δε νοιάζεται για μένα κι ας είμαι όμοιός τους. Κανείς δε με αγαπά. Θέλω να γυρίσω πίσω. Στους γονείς μου, στα αδέλφια μου, στους φίλους μου, σ΄αυτούς, που με αγαπούν, όπως κι αν είμαι.»
Η Λα-σενά χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι της και βοήθησε το παιδάκι να ανέβει στη φεγγαροακτίδα της.
Ταξίδεψαν και πάλι ώρα πολλή, μέχρι, που έφθασαν στη Να-ρινά, πάνω από το σπιτάκι του.
«Κατέβα» είπε η Λα-σενά «και να θυμάσαι. Για να είσαι ευτυχισμένος, πρέπει να ζείς με ανθρώπους που σ΄ αγαπούν και τους αγαπάς. Οποιος σε αγαπά πραγματικά δε νοιάζεται ούτε για τη μύτη σου, ούτε για τίποτ άλλο. Νοιάζεται για σένα μόνο»
Υστερα, η Λα-σενα χάθηκε για πάντα μέσα στ΄ αστέρια.
To παιδάκι άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού του και μπήκε μέσα. Ολοι έτρεξαν χαρούμενοι, να το αγκαλιάσουν, να το φιλήσουν και να το ρωτήσουν πού ήταν όλη μέρα, και είχαν ανησυχήσει τόσο πολύ.

Και μέσα στην αγκαλιά και τα φιλιά των δικών του ανθρώπων, το Παιδάκι ένοιωσε τόσο, μα τόσο ευτυχισμένο, που, από κείνη τη μέρα, δεν ξανακοίταξε ποτέ τη μύτη του στο καθρέφτη κι ούτε που ξανανοιάστηκε ποτέ για το αν ήταν διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους.

Η Ταυτότητα της Ημέρας

180η ημέρα του έτους
Ανατολή Ήλιου: 06:04
Δύση Ήλιου: 20:53
Σελήνη 6 ημερών

Χριστιανικό Εορτολόγιο

Ορθόδοξη Εκκλησία

†  Των αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

†  Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου Νικάνδρου, εν Πσκωφ της Ρωσίας.

†  Σύναξις πάντων των εν τη νήσω Λέσβω διαλαμψάντων Αγίων.

†  Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Κασπερώφ, εν Οδησσώ.

†  Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γλυκοφιλούσης, εν Κριμαία της Ρωσίας.

Καθολική Εκκλησία

†  Των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

†  Αγίου Κάσιου.

Γιορτάζουν:  Παύλος, ΠαυλίναΠέτρος, Πετρούλα.

Επέτειοι και Λοιπές Εορτές

  • Παγκόσμια Ημέρα Σκληροδερμίας
  • Γιορτή του Κρασιού στην πόλη Χάρα της Β.Δ. Iσπανίας, προς τιμήν του πολιούχου Αγίου Πέτρου. Περιλαμβάνει διαγωνισμούς οινοποσίας και οι οινομαχίες μεταξύ των κορυβαντιόντων εορταστών.
  • Εθνική Εορτή των Σεϋχελών. Τιμάται η επέτειος της ανεξαρτησίας της χώρας από τη Μεγάλη Βρετανία το 1976.
  • Ημέρα των Βετεράνων στην Ολλανδία.

Ο Άγνωστος Θείος (Μυθιστόρημα)

Προς το μεσημέρι, απογοητευμένος από τα αποτελέσματα των προσπαθειών του, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από το φίλο του, το Χρήστο, που ήταν πιο εξοικειωμένος με τους υπολογιστές, απ΄ ό, τι ήταν ο ίδιος.
Τον πήρε λοιπόν τηλέφωνο:
«Ξύπνησες;» τον ρώτησε, μόλις άκουσε ένα νυσταγμένο «Ναιαιαι;» από την άλλη μεριά της συσκευής.
«Ναι» απάντησε ο Χρήστος, πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Εδώ και μισή ώρα περίπου»
«Πώς τα κατάφερες, βρε θηρίο;» ρώτησε πειραχτικά ο Αλέξης «Ούτε μία δεν είναι ακόμα καλά-καλά»
«Ωχ» νευρίασε ο Χρήστος «κήρυγμα θα μου κάνεις και συ, όπως ο πατέρας μου; Παράτα με, πρωινιάτικα»
«Πρωινιάτικα; Χμ, δε θα το ΄λεγα» απάντησε ο Αλέξης εξακολουθώντας να πειράζει το φιλαράκι του.
«Πες μου τα δικά σου» είπε ο Χρήστος. «Πώς πήγε η μετακόμιση;»
«Πώς ήθελες να πάει;» απάντησε ο Αλέξης με έναν αναστεναγμό. «Όλα τελείωσαν»
«Ωραίο το σπίτι;»
«Ωραίο. Μα… τι τα θές;»
«Έλα, Αλέξη, μη στεναχωριέσαι. Εμείς πάντως δε θα χαθούμε, να είσαι σίγουρος.» τον διαβεβαίωσε ο Χρήστος «Αν νομίζεις ότι θα με ξεφορτωθείς μόνο και μόνο επειδή μετακόμισες στην άλλη άκρη της πόλης είσαι πολύ γελασμένος.»
«Μακάρι» μουρμούρισε ο Αλέξης. «Πάντως, ουδέν καλόν αμιγές κακού».
«Ανάποδα το λες» τον έκοψε ο Χρήστος ‘Ουδέν κακόν αμιγές καλού’ είναι η σωστή έκφραση, αν θες να πεις ότι από όλο το κακό της μετακόμισης βγήκε και κάτι καλό.»
«Μάλιστα κύριε καθηγητά,» είπε ειρωνικά ο Αλέξης. «Αυτό ακριβώς θέλω να πω»
«Μπα, και τι καλό βγήκε;»
«Βρήκα ένα κομπιούτερ, και θα προσπαθήσω να πείσω το πατέρα μου να μου το χαρίσει, να το έχω για δικό μου»
«Ενδιαφέρον» απάντησε ο Χρήστος. «Τι προγράμματα έχει;»
«Ιδέα δεν έχω. Για να μπω χρειάζομαι κάποιο κωδικό» είπε ο Αλέξης και άρχισε να εξιστορεί στο φίλο του όλες τις προσπάθειές του για να μπει στον υπολογιστή του θείου. «Έχεις καμιά καλή ιδέα;» κατέληξε.
«Τι ιδέα να ‘χω; Δεν τον ήξερα καν τον άνθρωπο. Που να ξέρω τι κωδικό μπορεί να έχει βάλει;»
«Θα ρωτήσω τον πατέρα μου για γενέθλια και τίποτε άλλες ημερομηνίες, αλλά για σκέψου και εσύ. Tι άλλο θα ήταν χρήσιμο;»
«Ξέρω γω;» απάντησε ο Χρήστος έντονα προβληματισμένος. «Για δοκίμασε να μάθεις τι ομάδα ήταν»
Ο Αλέξης έπεσε από τα σύννεφα. «Μα είσαι με τα καλά σου;» τον ρώτησε « Το όνομα ποδοσφαιρικής ομάδας για κωδικό πρόσβασης; Είσαι σοβαρός;»
«Ναι, γιατί;» απάντησε πειραγμένος ο Χρήστος. «Εγώ, κάτι τέτοιο θα έβαζα για σύνθημα»
«Δε θα το σχολιάσω» είπε ο Αλέξης. «Παιδί μου, γέρος άνθρωπος ήταν, το καταλαβαίνεις;»
«Το ποδόσφαιρο δεν κάνει διακρίσεις ηλικίας ή θρησκείας» αποφάνθηκε σοβαρά σοβαρά ο Χρήστος.
«Τι να σου πώ τώρα!» είπε ο Αλέξης. «Κοίτα μήπως σκεφτείς τίποτε της προκοπής και τα ξαναλέμε. Γεια σου προς το παρόν»
«Γεια σου» είπε και ο Χρήστος.

.
.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ο Αλέξης έφυγε  σφαίρα για το γραφείο του θείου.
«Ποδοσφαιρική ομάδα ε; Που ξέρεις καμιά φορά;» και κάθησε και πληκτρολόγησε όλα τα ονόματα των ποδοσφαιρικών ομάδων, που μπορούσαν να του έρθουν στο μυαλό. Μέχρι και τη τοπική ομάδα του χωριού του μπαμπά του έδωσε μα…τζίφος.
«Τι να κάνουμε;» αναστέναξε στο τέλος ο Αλέξης.  «Φαίνεται πως ο θείος δεν ήταν και πολύ φίλαθλος»

.

.
Το απόγευμα γύρισε η μαμά του από τη δουλειά και λίγο αργότερα και ο μπαμπάς του.
«Λοιπόν, Αλέξη; Τί έκανες όλη μέρα;» τον ρώτησαν.
«Τίποτε συγκεκριμένο» απάντησε ο Αλέξης, που όσο και να τον έτρωγε η περιέργεια δεν ήθελε να καταλάβουν τίποτε οι γονείς του. «Χάζευα τα δωμάτια, είδα λίγη τηλεόραση, πήρα το Χρήστο τηλέφωνο. Να, αυτά.»
Η μητέρα του ετοίμασε φαγητό και κάθισαν στο τραπέζι.
«Λοιπόν» τον ρώτησε ο πατέρας του, «ηρέμησες τώρα; συνήθισες το καινούργιο σου σπίτι;»
«Εμένα μου λες;», σκέφτηκε ο Αλέξης, αλλά απάντησε στο πατέρα του:
«Αχ, μπαμπά, καταλαβαίνεις πόσο άσχημη είναι για μένα αυτή η αλλαγή. Κάπως δεν πρέπει να με αποζημιώσεις;»
«Δηλαδή, τι εννοείς;»  ρώτησε ο πατέρας του.
«Να, σήμερα σε ένα από τα δωμάτια βρήκα έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Είναι παλιός και μάλλον ξεπερασμένης τεχνολογίας. Αλλά φαντάζομαι πως για τις σχολικές μου εργασίες  θα κάνει. Μπορώ να τον κρατήσω για δικό μου;»
«Θα δούμε» απάντησε  μπαμπάς του.
«Έλα τώρα, μπαμπά. Αν έχω δικό μου υπολογιστή δεν θα ανοίγω το δικό σου, που όλη την ώρα φοβάσαι μη τον χαλάσω και μη χάσω τίποτε αρχεία, από τα σημαντικά που έχεις. Έλα, τώρα, με κουβαλήσατε εδώ. Χαρίστε μου τουλάχιστον αυτό το κομπιούτερ.»
«Ναι, μωρέ Γιώργο», είπε και η μαμά, «Τι σε πειράζει να το δώσουμε στο παιδί;»
«Δε με πειράζει,»  απάντησε ο μπαμπάς, «Απλώς να δούμε τι αρχεία μπορεί να έχει μέσα.»
«Καλά τώρα,» είπε ο Αλέξης «τι αρχεία και κουραφέξαλα; Γέρος δεν ήταν ο θείος;
Τι αρχεία θα μπορούσε να έχει ένας γέρος;»
Ο μπαμπάς γέλασε τρανταχτά.
« Γέρος, ναι, πράγματι. Άντε νίκησες. Μπορείς να κρατήσεις τον υπολογιστή»
«Ευχαριστώ μπαμπά. Αλήθεια ξέρεις τι σκεφτόμουν σήμερα; Δεν ξέρω σχεδόν τίποτε γι’  αυτό το μυστηριώδη θείο. Δεν πρέπει να μου πεις μερικά πράγματα;»
« Μπα, γιατί;» τον  ρώτησε ο πατέρας του. «Σε έπιασε ο πόνος;»
«Όχι, αλλά να, ζούμε στο σπίτι του. Μας έκανε αυτό το καλό και μας χάρισε ένα σπίτι, που μόνοι μας δεν θα μπορούσαμε ποτέ να αγοράσουμε. Ε! Να μην ξέρω κάτι και εγώ γι΄ αυτόν;»
«Δεν έχεις και άδικο» είπε ο πατέρας του. «Λοιπόν, τι θες να μάθεις;»
«Πρώτα πρώτα, πότε γεννήθηκε;»
«Α! Μακριά τη πας τη βαλίτσα. Που να ξέρω εγώ πότε γεννήθηκε; Γύρω στα 1930 απ΄ όσο μπορώ να υπολογίσω.»
«Α! Οχι!» επέμεινε ο Αλέξης « Θέλω να μου πεις ακριβώς την ημερομηνία, που είχε γενέθλια.»
«Αλέξη, δε ξέρω τόσες λεπτομέρειες, Μπα σε καλό σου, τι σε έπιασε;» ρώτησε απορημένος ο πατέρας του.
«Καλά, πες μου τότε όσα ξέρεις.», απάντησε απογοητευμένος ο Αλέξης.
«Να, ο Πάρις ήταν πρώτος ξάδελφος της μαμάς μου, της γιαγιάς σου δηλαδή. Ήταν καθηγητής μαθηματικών και…» άρχισε ο πατέρας του.
«Μαθηματικών; Έτσι λοιπόν εξηγείται το κομπιούτερ» αναφώνησε με ενθουσιασμό ο Αλέξης .  «Ήταν σχετικός.»
«Ναι, βέβαια. Και μάλιστα λένε ότι ήταν πολύ καλός μαθηματικός. Τον θεωρούσαν ιδιοφυία».
«Παντρεύτηκε ποτέ ; έκανε παιδιά;»
«Μπά. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην επιστήμη του. Καθόταν, λέγανε, με τις ώρες και έλυνε προβλήματα μαθηματικών. Προσπαθούσε να λύσει τα άλυτα προβλήματα των αρχαίων, να τετραγωνίσει τον κύκλο, να τριχοτομήσει μια γωνία και κάτι τέτοια.»
«Τέρμα πωρωμένος δηλαδή», δήλωσε ο Αλέξης, που είχε αρχίσει κιόλας να φτιάχνει με τη φαντασία του την εικόνα του άγνωστου θείου.
«Πωρωμένος;» Ο πατέρας του τον κοίταξε αυστηρά. «Δεν είναι ωραία έκφραση αυτή, Αλέξη. Αγαπούσε απλώς υπερβολικά την επιστήμη του. Αγαπούσε τα μαθηματικά τόσο, που δεν του έμενε ούτε μυαλό ούτε χρόνος να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Γι΄ αυτό και δεν κατόρθωσε ποτέ του να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Μάλιστα λένε, ότι αφότου πήρε τη σύνταξή του και σταμάτησε να δουλεύει σαν καθηγητής  έμενε σχεδόν όλη μέρα κλεισμένος εδώ μέσα και κάτι μελετούσε. Ήταν κάτι που το θεωρούσε πολύ σοβαρό και δεν μίλαγε ποτέ γι΄ αυτό σε κανέναν.»
« Και τόσο μεγάλο σπίτι τι το ήθελε;» συνέχισε ακάθεκτος τις ερωτήσεις ο Αλέξης.
« Α! Αυτό το είχε κληρονομήσει από τους γονείς του. Το σπίτι αυτό είναι παμπάλαιο και πηγαίνει από γενιά σε γενιά. Αν είχε κάνει γιό θα το κληρονομούσε ο γιός του.»
«Εσύ μπαμπά, ερχόσουν κάποιες φορές και τον έβλεπες. Πώς και δεν με είχες πάρει ποτέ μαζί σου να τον γνωρίσω;»
«Εγώ ερχόμουν, γιατί με είχε παρακαλέσει η γιαγιά σου, που τον υπεραγαπούσε. Βλέπεις, αυτός ήταν το καμάρι, το μυαλό της οικογένειας. Και καθώς δεν είχε κανέναν στο κόσμο να τον φροντίζει τον είχαν  αναλάβει οι ξαδέλφες του, η γιαγιά σου και η αδελφή της. Έτσι, ερχόμουνα μια φορά περίπου το μήνα να δω αν είναι καλά, αν χρειάζεται τίποτε. Όμως, όπως σου είπα, ήταν μάλλον μυστήριος άνθρωπος. Ήταν πάντα βιαστικός και έδειχνε ότι καιγόταν να πάει να συνεχίσει αυτό που έκανε, πριν έρθω και τον διακόψω. Ήταν βέβαια πολύ ευγενικός αλλά, όση ώρα του μιλούσα,  μου έδινε την εντύπωση ότι καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα και ότι δεν έβλεπε την ώρα να φύγω. Γι αυτό και δε σε είχα πάρει ποτέ μαζί μου. Θα βαριόσουν και μάλλον θα τον ενοχλούσαμε περισσότερο.»
«Μα, καλά τι ήταν αυτό που έκανε; Τι μελετούσε;» ρώτησε ο Αλέξης με φουντωμένη τη περιέργεια.
« Κανείς δεν ξέρει. Δεν είχε πει τίποτε σε κανέναν. Μόνο μια φορά είπε σε εμένα:  «Γιώργο, είμαι στα πρόθυρα μιας συγκλονιστικής ανακάλυψης. Μιας ανακάλυψης, που θα φέρει τον κόσμο τα πάνω κάτω». Μα όταν τον ρώτησα τι ακριβώς ανακάλυψη ήταν αυτή, δεν θέλησε να μου πει. «Άσε να το σιγουρέψω πρώτα» ήταν η μόνη απάντηση που μου έδωσε. Εκτοτε δεν μου ξανάκανε κουβέντα και, από διακριτικότητα,  δεν τον ρώτησα ποτέ ξανά κι εγώ» συνέχισε ο πατέρας του.
«Αλέξη, η ώρα πέρασε», επενέβη στη κουβέντα η μητέρα του, που όλη εκείνη την ώρα παρακολουθούσε σιωπηλή τη συζήτηση. «Καιρός για το κρεββάτι σου».
Ο Αλέξης φίλησε τους γονείς του και πήγε στη κρεββατοκάμαρά του να ξαπλώσει. Όσα είχε μάθει για το θείο ήταν βέβαια πολύ ενδιαφέροντα, είχαν εξάψει τη φαντασία του αλλά δεν τον βοηθούσαν καθόλου για να βρει το κωδικό να μπει στον υπολογιστή. Στον υπολογιστή, που τώρα πια ήταν βέβαιος ότι έκρυβε το μεγάλο μυστικό του θείου.

 

 

Η Ταυτότητα της Ημέρας

179η ημέρα του έτους
Ανατολή Ήλιου: 06:03
Δύση Ήλιου: 20:53
Σελήνη 5 ημερών

Χριστιανικό Εορτολόγιο

Ορθόδοξη Εκκλησία

†  Εύρεσις Τιμίων Λειψάνων Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου.

†  Μαρτύρων Δονάγου επισκόπου Λιβύης, Μακεδονίου, Παππίου και Μωυσέως του αναχωρητού.

†  Οσίων Παύλου του ιατρού, Σεργίου δικαίου του «Μαγίστρου», ηγουμένου της μονής Νικητιάτου.

†  Των Αγίων δύο Παιδιών.

†  Των εν Σκυθοπόλει 70 Μαρτύρων.

†  Των 3 Μαρτύρων από την Γαλατία.

†  Οσίων Ουλκιανού, Σεργίου, Γερμανού, των Ρώσων.

†  Οσίων Μάγνου και Συμεώνος.

Καθολική Εκκλησία

†  Αγίου Ειρηναίου της Λυών.

†  Πάπα Παύλου Α’.

 

Σαν Σήμερα, 27 Ιουνίου

178η ημέρα του έτους
Ανατολή Ήλιου: 06:03
Δύση Ήλιου: 20:53
Σελήνη 4 ημερών

Χριστιανικό Εορτολόγιο

Ορθόδοξη Εκκλησία

†  Οσίου Σαμψών, του ξενοδόχου.

†  Οσίας Ιωάννας, της Μυροφόρου.

†  Αγίου μάρτυρος Ανέκτου, του εν Καισαρεία της Παλαιστίνης αθλήσαντος.

†  Αγίων μαρτύρων Θεράποντος, Μακαρίου, Μαρκίου και Μαρκίας.

†  Αγίου ιερομάρτυρος Πιερίου, πρεσβυτέρου Αντιοχείας.

†  Οσίου Λουκά, του ερημίτου.

†  Αγίου νεομάρτυρος Ιακώβου, εξ Εμέσης της Συρίας.

†  Οσίου Σεραπίωνος, του εκ Ρωσίας.

†  Αγίων νέων ιερομαρτύρων Γρηγορίου (†1918), Αλεξάνδρου και Βλαδιμήρου (†1918), και Πέτρου († 1939), των εν Ρωσία,

†  Αγίου ιερομάρτυρος Κυριώνος Β, πατριάρχου πάσης Γεωργίας.

Καθολική Εκκλησία

†  Αγίου Κυρίλλου της Αλεξανδρείας.

†  Αγίου Λαδίσλαου (Λάζλο) της Ουγγαρίας.

†  Αγίου Κρεσκέντιου.

†  Εύρεσης της εικόνας της Παναγίας της Αιώνιας Βοήθειας.

Επέτειοι και Λοιπές Εορτές

  • Διεθνής Ημέρα Ομοφυλοφιλικής Υπερηφάνειας
  • Εθνική Ημέρα για το τεστ HIV στις ΗΠΑ.
  • Ημέρα της Έλεν Κέλερ στις ΗΠΑ.
    Η Έλεν Κέλερ (1880-1968) υπήρξε η πρώτη τυφλή και κωφή αμερικανίδα που έλαβε πανεπιστημιακό δίπλωμα.
  • Εθνική Ημέρα των Βετεράνων Πολεμιστών στην Μεγάλη Βρετανία.
  • Εθνική Ημέρα των Μιγάδων στην Βραζιλία.
  • Η «Ημέρα των Επτά Κοιμωμένων» στη Γερμανία (Siebenschläfertag).
  • Ημέρα των Τουρκμένων εργατών του Πολιτισμού και της Τέχνης (Τουρκμενιστάν)
  • Ημέρα της Εθνικής Ενότητας στο Τατζικιστάν.

Μυθιστόρημα

1. Η Μετακόμιση

Ο Αλέξης στεκόταν στο καινούργιο του δωμάτιο, με μαύρη καρδιά. Δεν το ήθελε αυτό το δωμάτιο, δεν το ήθελε αυτό το σπίτι, δεν την ήθελε αυτή τη γειτονιά.
Ο μπαμπάς του είχε κληρονομήσει αυτό το τεράστιο σπίτι από κάποιον άγνωστο θείο, που ο Αλέξης δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του. Και τώρα, οι γονείς του μετακόμισαν και ο Αλέξης αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει στη καινούργια τους κατοικία, εγκαταλείποντας το σπίτι, που είχε ζήσει μέχρι σήμερα, τη γειτονιά του, που τόσο καλά τη γνώριζε, το σχολείο του, τους φίλους του, τα πάντα.

.

 

Τη μέρα, που ο πατέρας του του ανακοίνωσε ότι θα μετακόμιζαν, ο Αλέξης είχε σηκώσει κανονική επανάσταση, δηλώνοντας πως αυτός, δεν σκόπευε να κουνηθεί από το δωμάτιό του, από το σπίτι του, από τη γειτονιά του.
«Παιδί μου» του είχε πει τότε ο πατέρας του, «είναι ένα ωραίο μεγάλο σπίτι, με κήπο, σε μια όμορφη γειτονιά, όχι σαν και αυτή που ζούμε μέχρι τώρα.  Πάντα δεν ήθελες ένα μεγάλο δωμάτιο; Πάντα δεν ήθελες ένα σπίτι με κήπο για να μπορείς να παίζεις μπάλα με τους φίλους σου; Πάντα αυτά δεν μου ζήταγες; Γιατί γκρινιάζεις τώρα;»
«Γιατί ήθελα να παίζω με τους ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ», ούρλιαξε ο Αλέξης. «Εκεί, που πάμε ούτε φίλους θα έχω ούτε τίποτα. Κανέναν δεν ξέρω. Ακόμα και σχολείο μου αλλάζετε».
«Σταμάτα να ωρύεσαι» του είπε αυστηρά ο πατέρας του. «Φίλους θα κάνεις καινούργιους. Στο κάτω κάτω της γραφής κανείς δε σε εμποδίζει να συναντιέσαι και τα σαββατοκύριακα με τους παλιούς σου φίλους. Θα τους καλούμε στο σπίτι όποτε θέλεις.»
«Ναι, καλά», μουρμούρισε ο Αλέξης. «Σιγά μην έρχονται.»
«Αν δεν έρχονται θα πει πως δεν ήταν πραγματικοί σου φίλοι και πως δεν αξίζει να ασχολείσαι μαζί τους έτσι κι αλλιώς» είπε ο πατέρας του κλείνοντας τη συζήτηση.

.

Ο Αλέξης όμως ήξερε ότι δεν ήταν έτσι. ΄Ηταν σίγουρος ότι, σιγά σιγά,  θα χανόταν με τους παλιούς του φίλους. Κάτι οι δουλειές των γονιών του, κάτι τα διαβάσματα του σχολείου, κάτι οι σαχλές κοινωνικές υποχρεώσεις, βαφτίσια, γάμοι και άλλες τέτοιες αηδίες, που τον έσερναν μαζί τους οι γονείς του, γιατί «βαφτίζεται το ξαδερφάκι σου, δε γίνεται να μη πάμε», «παντρεύεται η θεία Φλώρα, επιτρέπεται να λείπουμε;» ήξερε ότι θα πέρναγαν πολλά σαββατοκύριακα χωρίς να καταφέρει να συναντηθεί με τους φίλους του.
Ναι ! – τώρα που μετακόμισαν το έβλεπε- το σπίτι ήταν πράγματι μεγάλο και ναι, είχε και μεγάλο κήπο. Τι τα θες όμως;

Αυτός, το μεγάλο δωμάτιο και τον κήπο, που ονειρευόταν τόσα χρόνια και ζάλιζε τους γονείς του, τα ήθελε για να μπορεί να συναντιέται και να παίζει με τους φίλους του. Τώρα, μόνος του, τι να τα κάνει; Ένοιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν και αμέσως ρούφηξε τη μύτη του νευριασμένα. ‘Ήταν σχεδόν άντρας, το περασμένο μήνα είχε κλείσει τα δεκατρία, δεν επιτρεπόταν να μυξοκλαίει σαν κανένα νιάνιαρο. Όταν θα μεγάλωνε, θα τους έδειχνε αυτός.
Και με σκέψεις βαθιά εκδικητικές, αποκαμωμένος ξάπλωσε στο καινούργιο του κρεβάτι και βυθίστηκε σε  έναν ύπνο βαρύ, γεμάτο περίεργα  όνειρα, όπου από τη μια κάποιος άνθρωπος-τέρας (να ήταν τάχα ο πεθαμένος θείος;) κυνηγούσε ουρλιάζοντας τους φίλους του για να τους διώξει μακριά και από την άλλη, αυτός, ο Αλέξης είχε δεμένο σε ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι τον πατέρα του και τον κρατούσε εκεί ακινητοποιημένο, ρωτώντας τον θυμωμένα : «Λοιπόν, επιμένεις ακόμα να φύγουμε; Λέγε, επιμένεις ακόμα;».

.

Το επόμενο πρωινό, ξυπνώντας ο Αλέξης, κοίταξε με απορία το άγνωστο περιβάλλον γύρω του. Του πήρε μερικά λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Η χθεσινή μετακόμιση του ήρθε στο μυαλό και ένοιωσε να πνίγεται μέσα σε κύματα μαύρης απελπισίας. Στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες από το παλιό του δωμάτιο και ξαφνικά, νοιώθοντας αφάνταστα δυστυχισμένος, πήρε την απόφασή του: δεν θα ξανάβγαινε ποτέ από αυτό το δωμάτιο, δεν θα  ξαναμιλούσε ούτε στη μαμά του, ούτε στο μπαμπά του ούτε σε κανέναν πια. Θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του σε εκείνο το μισητό δωμάτιο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του,  χωρίς να τρώει, χωρίς να πίνει, χωρίς να μιλάει.
Έμεινε για κάνα μισάωρο ξαπλωμένος, με ύφος μάρτυρα, να απολαμβάνει τις εικόνες μιας γλυκιάς εκδίκησης, που έπλαθε η αχαλίνωτη φαντασία του : τους γονείς του να μπαίνουν στο δωμάτιο  και να τον βρίσκουν ακίνητο στο κρεβάτι του,  να κλαίνε, παρακαλώντας τον να φάει κάτι ή να τους πει μια κουβέντα και αυτός…ω ! αυτός, να στρέφει το κεφάλι του προς τον τοίχο, απαξιώντας να τους ρίξει έστω και μια ματιά.

.

Μα, σιγά-σιγά η κοιλιά του  άρχισε να γουργουρίζει. Εκείνο το κέικ, που είχε φτιάξει η μαμά του,  τριβέλιζε το μυαλό του. Προσπάθησε να στρέψει τη σκέψη του αλλού, αλλά στάθηκε αδύνατον. Εικόνες από ένα ευωδιαστό πρωινό, με φρέσκο γάλα, φρυγανιές με βούτυρο και μαρμελάδα  και ένα μεγάλο κομμάτι κέικ σοκολάτας έρχονταν επίμονα στο μυαλό του. Σε λίγο εγκατέλειψε τη προσπάθεια.   «Ας πάω να φάω κάτι και επιστρέφω μετά» σκέφτηκε.
Βγήκε από το δωμάτιο και μπήκε στη κουζίνα. Η μαμά του ετοιμαζόταν βιαστική, όπως κάθε πρωί, πριν πάει στη δουλειά.

«Οχι, δεν θα της μιλήσω» σκέφτηκε ο Αλέξης. «Φταίει και αυτή που με κουβάλησαν εδώ πέρα. Τώρα θα δει.»
Προχώρησε με το κεφάλι ψηλά και με ένα ύφος απερίγραπτης περιφρόνησης, έκανε να προσπεράσει τη μαμά του και να φτιάξει το πρωινό του. Μα δεν πρόλαβε.
«Ξύπνησες μωρό μου; Σου έχω ζεστάνει γάλα, στο τραπέζι είναι το κέικ, άμα θες μαρμελάδα είναι στο ντουλάπι. Φάε κάτι και μετά ντύσου. Εγώ πρέπει να φύγω τώρα γιατί  έχω αργήσει για τη δουλειά.  Θεέ μου θα τρελλαθώ, κάθε πρωί να τρέχω έτσι σα τη παλαβή. Να είσαι φρόνιμος, μέχρι το απόγευμα, που θα γυρίσουμε με το μπαμπά. Διάβασε τίποτα, παίξε, δες το καινούργιο σπίτι. Εντάξει μωρό μου;  Αμα χρειαστείς τίποτε τηλεφώνησέ μου. Μματσσσ  !!!» είπε με μια ανάσα η μαμά του καταλήγοντας σε ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλό του. Και πριν προλάβει ο Αλέξης να αντιδράσει, είχε βουτήξει τη τσάντα της και έτρεχε στο κήπο να προλάβει στη στάση το λεωφορείο, που ήδη έστριβε από τη γωνιά του δρόμου.
«Να πάρει» σκέφτηκε ο Αλέξης. «Δεν πρόλαβε να διακρίνει τη δίκαιη οργή μου. Το βράδυ όμως θα τους δείξω εγώ».
Κάθησε στο τραπέζι να πάρει πρωινό ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πώς να περάσει τη μέρα του. Ήταν μέσα Αυγούστου και τα σχολεία θα άρχιζαν σε τρεις βδομάδες περίπου. Οι φίλοι του ήταν μακριά, στην άλλη άκρη της πόλης. Να έπαιρνε το κολλητό του κανένα τηλέφωνο; «Μπά, είναι νωρίς ακόμα» σκέφτηκε. «Ο Χρήστος είναι και υπναράς. Δεν θα έχει ξυπνήσει ακόμα. Θα τον πάρω προς το μεσημέρι. Εν τω μεταξύ μόνος μου είμαι, μπορώ να κάνω ό τι θέλω. Ας ξεκινήσω να ρίξω μια ματιά στο σπίτι..»

.

Στο σπίτι αυτό είχαν μετακομίσει μόλις χθες το πρωί. Όλα είχαν γίνει πολύ ξαφνικά. Πριν από δυο μήνες περίπου ο πατέρας του έμαθε ξαφνικά από έναν συμβολαιογράφο ότι ο θείος Πάρις  πέθανε. Μοναδική κληρονομιά, που άφησε πίσω του ήταν το σπίτι, στο οποίο κατοικούσε και μοναδικός ζωντανός συγγενής του -άρα και κληρονόμος του- ήταν ο πατέρας του Αλέξη.
Οι γονείς του Αλέξη επισκέφθηκαν το σπίτι, το τριγύρισαν, τους άρεσε και αποφάσισαν να μετακομίσουν εκεί. Άλλωστε η γειτονιά ήταν πολύ καλύτερη από αυτή, που ζούσαν μέχρι τότε ενώ και το σπίτι ήταν πολύ μεγαλύτερο από το διαμερισματάκι, στο οποίο ήταν στριμωγμένοι με το γιό τους.
Έτσι, μόλις τελείωσαν όλες οι διατυπώσεις με δικηγόρους, συμβολαιογράφους και ένας Θεός ξέρει ποιούς άλλους – ο Αλέξης, πολύ λίγα πράγματα είχε καταλάβει από την όλη διαδικασία-  ετοιμάστηκαν να μετακομίσουν στο καινούργιο τους σπίτι. Καθώς ήταν καλοκαίρι, πήγαν πρώτα διακοπές και, μόλις γύρισαν, κανόνισαν τη μετακόμιση.

Και να τους πια στο καινούργιο σπίτι.

Η Ταυτότητα της Ημέρας

177η ημέρα του έτους
Ανατολή Ήλιου: 06:02
Δύση Ήλιου: 20:53
Σελήνη 3 ημερών

Χριστιανικό Εορτολόγιο

Ορθόδοξη Εκκλησία

†  Αγίων μαρτύρων Ιωάννου και Παύλου.

†  Οσίου Δαβίδ, του εν Θεσσαλονίκη.

†  Οσίου Ανθίωνος.

†  Οσίου Ιωάννου, επισκόπου Γοτθίας.

†  Αγίου Διονυσίου, αρχιεπισκόπου Σουζδαλίας.

†  Οσιομάρτυρος Δαβίδ, του εκ Κυδωνιών.

Καθολική Εκκλησία

†  Αγίου Ανθέλμου.

†  Αγίου Ερμογίου.

†  Αγίου Ιωάννου και Παύλου.

†  Αγίου Βιγιλίου.

†  Αγίου Ιωσήφ-Μαρία Εσκριβά, ιδρυτή της διαβόητης θρησκευτικής οργάνωσης και όχι μόνο Opus Dei.

Επέτειοι και Λοιπές Εορτές

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Οι άπληστοι ποντικοί

 

Μια φορά κι έναν καιρό, σ΄ ένα σπιτάκι στην εξοχή, είχαν φτιάξει τη φωλιά τους, δυο γερο-ποντικοί.

 

Ηταν δυο ποντικοί, ο ένας μαύρος και ο άλλος γκρίζος, που, είχαν περάσει πολλά στη ζωή τους, και τώρα πιά, στα γεράματά τους, το μόνο, που τους ενδιέφερε ήταν να τριγυρίζουν εδώ και κεί, ψάχνοντας να βρούν κανένα εκλεκτό μεζέ να ροκανίσουν.

Μόνη τους έννοια πάλι ήταν να μη πέσουν στα κοφτερά νύχια του μαύρου γάτου, που έμενε στο ίδιο σπίτι, και τόχε βάλει σκοπό της ζωής του να βουτήξει τους δυο γερο-ποντικούς.

 


Μα, όπως τόπαμε κιόλας, οι δυο ποντικοί, ήξεραν πολλά-πολλά πράγματα και έτσι, όλο και κατόρθωναν και ξεγλυστρούσαν από το γάτο και χώνονταν στις φωλιές τους, που ήταν η μια απέναντι από την άλλη, στη βάση των τοίχων του σπιτιού.

Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που οι ποντικοί μας, ο καθένας στη τρύπα του, ξεκουράζονταν, απλώθηκε ξαφνικά στον αέρα, μια υπέροχη μυρωδιά τυριού.

Οι ποντικοί, τινάχτηκαν, έβγαλαν το κεφάλι από τη φωλιά τους και… τι να δούν!!!  Στη μέση ακριβώς του δωματίου είχε πέσει ένα κομμάτι τυρί, το μεγαλύτερο κομμάτι τυρί, που είχαν δει ποτέ στη ζωή τους.

Τρέχοντας, βρέθηκαν και οι δυό την ίδια στιγμή δίπλα στο τυρί και άπλωσαν το χέρι για να το πιάσουν.

«Φύγε από δώ» τσίριξε ο γκρίζος ποντικός.
«Τι μας λές! Εσύ να φύγεις» απάντησε ο μαύρος.
«Εγώ το είδα πρώτος» φώναξε ο γκρίζος.
«Εγώ, όμως το μύρισα πρώτος» ούρλιαξε ο άλλος.

 

Και στήσαν έναν άγριο καυγά γύρω από το τυρί, χωρίς ούτε για μια στιγμή να σκεφτούν οι ανόητοι πως το τυρί έφτανε για να χορτάσουν όχι ένας, όχι δύο αλλά δέκα ποντικοί.

Και συνέχισαν να μαλώνουν τσιρίζοντας και φωνάζοντας και ήταν τόσο άγριος ο καυγάς τους που, ούτε που πήραν καθόλου χαμπάρι, το μεγάλο μαύρο γάτο, που, πλησίασε σιγά-σιγά, άπλωσε τα μακριά του νύχια και…χραπ! μάγκωσε επιτέλους τους δυο γερο-ποντικούς.

 

Ετσι, τιμωρήθηκαν οι δυο ποντικοί, για την απληστία τους.

Γιατί, αν είχαν μοιραστεί το τυρί, τώρα θα ζούσαν κι οι δυό, χορτάτοι κι ευτυχισμένοι.