Αντί βιογραφικού σημειώματος με σπουδές κι επαγγελματικές εμπειρίες σκέφτηκα να σας συστηθώ μέσα από ένα σύντομο διήγημα που έγραψα κάποια στιγμή για μία παιδική ανάμνηση.
.
Το κάδρο
.
.
Εκείνοι που μελετούν τη μνήμη λένε πως μέσα σ΄ αυτή ο κόσμος μοιάζει με πίνακα ακουαρέλας, σαν εκείνους που ζωγραφίζουν τα μικρά παιδιά και σαν εκείνους που ζωγράφιζα κι εγώ όταν άρχισα να αποκτώ τη συναίσθησή της, στα πολύ μικράτα μου. Ασύνδετες, θολές ζωγραφιές όπου ίσως απεικονίζεται το ένα ή το άλλο. Όλα είναι ένα σύννεφο. Ωστόσο, υπάρχουν μνήμες με μορφές ξεκάθαρες σαν παλιές ελαιογραφίες τις οποίες, αν το επιθυμεί κανείς, δεν τις αποχωρίζεται ποτέ.
Μέσα σ’ ένα σύννεφο άρχισα να ιχνηλατώ, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, τα όρια του μικρού, τότε, διαμερίσματός μας είτε μουτζουρώνοντας τους τοίχους, είτε δημιουργώντας σ’ εκείνους, το βράδυ με το λιγοστό φως, κινούμενες σκιές με τα δάχτυλα και ιστορίες με παράξενα πλάσματα. Υπήρχε, όμως, στον ίδιο όροφο ένας χώρος ο οποίος με γοήτευε ακόμη περισσότερο. Ήταν το διπλανό διαμέρισμα, ένα μεγάλο διαμπερές πεντάρι, στο οποίο κατοικούσαν και οι τρεις γενιές -γονείς-παππούδες-παιδιά- μιας οικογένειας με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Ένα σύμπαν θαλασσινό και διαφορετικό από τα βουνά της Ηπείρου που κουβαλούσαν στις αποσκευές τους οι γονείς μου ως εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα. Στα παιδικά μου μάτια το σπίτι αυτό είχε τοίχους θολούς και διαπερατούς και ήταν πελώριο όσο ο κόσμος όλος. Στην ουσία το σπίτι ήταν μια βαριά κόκκινη βελούδινη κουρτίνα σαν αυλαία που έκρυβε έναν λαδί καναπέ με αμέτρητα μαξιλαράκια κεντημένα με σταυροβελονιά, ήταν ένα τετράγωνο τραπέζι πλάι σε ένα παράθυρο πάνω στο οποίο βρισκόταν μία χειροποίητη μακέτα του Παρθενώνα από λαξευμένη πέτρα με κάθε λεπτομέρεια, ήταν ένα στενόμακρο τραπέζι με υφάσματα, πατρόν και είδη ραπτικής, οι δαντελωτές κουλούρες από ζυμάρι, η κουζίνα με τους αχνιστούς θαλασσινούς μεζέδες, όπως τα χτένια που νόμιζα πως αν τα φάω θα χτενίσουν το στομάχι μου και θα βγουν πάλι από τον λαιμό μου. Ήταν τα άπειρα ενθύμια από ναυτικά ταξίδια, τα πυκνά φυτά στη βεράντα και το συντριβανάκι με τα χελωνάκια που σκαρφάλωναν στα γόνατά μου, αλλά κυρίως ήταν οι άνθρωποι.
Οι παππούδες, ειδικά, ο Γιάννης και η Μαρία ήταν το μονίμως ενθουσιώδες κοινό σε κάθε μου κατόρθωμα. Κάθε απόγευμα στις έξι είχαμε γυμναστικές επιδείξεις, όπου χάρη στην έμφυτη ευκαμψία μου τους έδειχνα πώς μπορεί μία πατούσα να βγει από τον ώμο και πώς ένα αυτί από τον αστράγαλο κι εκείνοι έσερναν με αργούς βηματισμούς τις δερμάτινες παντόφλες τους, έστηναν τα καρεκλάκια τους δίπλα-δίπλα, κάθονταν και με χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Κάποια απογεύματα ενίσχυε τη χαρά με την παρουσία της και η φίλη τους η Ροζαλία, παρόμοιας ηλικίας με πολύ ζαρωμένο πρόσωπο αλλά κοκέτα, με πέρλες στ’ αυτιά και κυματιστά μαλλιά μέχρι τη βάση του αυχένα επιμελώς καλοχτενισμένα, για την οποία ήμουν το «μωρέλι». Άλλες φορές είχαμε επιδείξεις ζωγραφικής στις οποίες παρουσίαζα το μπλοκ μου στις μύτες των ποδιών μου, καθώς η χαρά που έβλεπα να λάμπει σ’ αυτά τα γεροντίσια μάτια με έκανε να ψηλώνω σαν αχτίδα μέχρι τον ουρανό.
Όμως, ένα απόγευμα με περίμενε μία έκπληξη. Τα δύο γεροντάκια είχαν κρεμάσει στο σημείο των επιδείξεων και ακριβώς στο ύψος μου, ώστε να μπορώ να το παρατηρώ, ένα κάδρο. Ήταν η εικόνα ενός κοριτσιού πλαισιωμένη από μία καφέ ξύλινη κορνίζα. «Είναι ένα κορίτσι που σου μοιάζει πολύ και για εμάς είναι η Έλενα» μου είπαν χαμογελώντας. Πρέπει να το παρατηρούσα για ώρα ξαφνιασμένη καθώς εκείνοι συμπλήρωναν: «Είναι η φωτογραφία ενός πίνακα. Τη βρήκαμε σε ένα ημερολόγιο και την κρεμάσαμε στον τοίχο για να έχουμε κι εμείς μία εικόνα σου. Κοίτα πόσο σου μοιάζει!»
Νομίζω πως ακόμη δεν είχα καν αίσθηση του ειδώλου μου, πόσω μάλλον του προφίλ μου για να διακρίνω την ομοιότητα, όμως κάτι με μαγνήτιζε στο βλέμμα εκείνου του κοριτσιού το οποίο, ναι, είχε κάτι που με άγγιζε με έναν πολύ γνώριμο τρόπο. Είχαμε παρόμοια μαλλιά, μακριά, ίσια και καστανόξανθα με αφέλειες μου έπεφταν λίγο πάνω από τα μάτια. Φαινόταν από το πλάι καθισμένο σε μία σκούρα καφέ καρέκλα και φορούσε ένα ροδαλό φόρεμα με έναν κόκκινο φιόγκο. Το ένα της χέρι ήταν ακουμπισμένο χαλαρά πάνω στο στέρνο της ενώ στο άλλο κρατούσε ένα βιβλίο με σκούρο καφέ εξώφυλλο. Το βλέμμα του προφίλ της κοιτούσε απέναντι προς τα πάνω κι έμοιαζε με εκείνες τις εικόνες προσευχής που είχα δει να μοιράζουν στην εκκλησία της πλατείας που έπαιζα, τις Κυριακές.
Κάποια χρόνια αργότερα, ένα παρόμοιο ημερολόγιο έπεσε και στα δικά μου χέρια χάρη στον θείο μου, ο οποίος, ως διευθυντής τράπεζας, μας έκανε δώρο κάθε πρωτοχρονιά όλα τα επετειακά ημερολόγια τοίχου με εικόνες από έργα νεοελληνικής τέχνης. Ξεφυλλίζοντάς το ένιωσα μία ασυγκράτητη χαρά να με διαπερνά όταν συνάντησα ξανά το κορίτσι του κάδρου και (μα τι σύμπτωση!) αντιστοιχούσε στον Ιούλιο, τον μήνα των γενεθλίων μου. Έκοψα αμέσως τη φωτογραφία και ζήτησα από τους γονείς μου μία καφέ ξύλινη κορνίζα στις διαστάσεις της. Μόλις ολοκληρώθηκε η παραγγελία είχα το ίδιο κάδρο στον δικό μου τοίχο, ολόδικό μου. Πήγαινα στην τελευταία τάξη του δημοτικού και είχα ήδη δώσει υπόσχεση στον εαυτό μου πως όταν μεγαλώσω θα γίνω ζωγράφος. Μία υπόσχεση που γνώριζα καλά μέσα μου, πως είχε βρει την αφορμή της στον θαυμασμό για εκείνον που ζωγράφισε τούτο το κορίτσι κι ας το είχα γνωρίσει μέσα από μια φωτογραφία. Μόνο που αυτή τη φορά ανακάλυψα κι άλλα στοιχεία γι αυτό. Η λεζάντα της εικόνας έγραφε: Νικόλαος Γύζης, η Αποστήθιση, 1883, Ελαιογραφία σε ξύλο. Παρατηρώντας το καλύτερα είδα πως το ροδαλό φόρεμα που φορούσε άνοιγε σε πολλές πιέτες κάτω από τη μέση, είχε κοντό μανίκι που κατέληγε σε διακριτικό φραμπαλά, λευκή δαντέλα στο τελείωμα του γιακά ενώ ο κόκκινος φιόγκος κάλυπτε το ύψος του ώμου. Διαπίστωσα πως τα δάχτυλα του χεριού που ήταν ακουμπισμένο στο στέρνο της άγγιζαν απαλά μία άκρη των μαλλιών της και πως το βιβλίο που κρατούσε στο άλλο χέρι είχε κυρτωμένες άκρες στις σελίδες του χαμηλά στη γωνία του φυλλομετρήματος. Έψαξα τη λέξη «αποστήθιση» στο λεξικό και στάθηκα και πάλι στο βλέμμα της προσπαθώντας να φανταστώ τι θα μπορούσε να αποστήθιζε από εκείνο το βιβλίο. Ίσως κάποια ιστορία, ίσως ένα ποίημα για τη σχολική γιορτή, ίσως τελικά κάποια προσευχή, ποιος ξέρει.
Με τα χρόνια μεσολάβησαν μετακομίσεις, τα γούστα μου άλλαξαν στην εφηβεία κι έτσι το κάδρο αποκαθηλώθηκε και ίσως να παραμένει ξεχασμένο σε κάποιο χαρτόκουτο στην αποθήκη. Μεγαλώνοντας, κατάφερα να εκπληρώσω την παιδική μου υπόσχεση κι έγινα ζωγράφος. Γνώρισα όλες τις περιπέτειες της σύγχρονης τέχνης τις οποίες χώριζε μεγάλη απόσταση από την εικόνα με το κορίτσι. Ταξίδεψα σε χώρες, στα μουσεία τους και στις γκαλερί τους, είδα διάσημους πίνακες και μεταμοντέρνες εγκαταστάσεις, παρακολούθησα video-art, εννοιακές μορφές τέχνης, πειραματίστηκα, ώσπου ανακάλυψα πως το καταφύγιο της ψυχής μου θα παραμένει πάντα η ζωγραφική, γιατί είναι μία παιδική επιθυμία και η ευτυχία, όπως λέει και ο Πεσσόα, βρίσκεται στην εκπλήρωση των παιδικών επιθυμιών.
Ακριβώς στην καμπή αυτής της απόφασης, ξαναθυμήθηκα αυτό το κάδρο που είχε καθορίσει σε έναν σημαντικό βαθμό τα παιδικά μου όνειρα και συνειδητοποίησα πως δεν είχα συναντήσει πουθενά από κοντά το αυθεντικό έργο του Γύζη. Μα πώς είναι δυνατόν να το έχω προσπεράσει στην Εθνική Πινακοθήκη; Πήγα ξανά και το αναζήτησα σε όλες τις πτέρυγες, όμως δεν το βρήκα πουθενά. Μία υπάλληλος με ενημέρωσε: «Δυστυχώς δεν ανήκει στις συλλογές της Πινακοθήκης, μπορείτε να βρείτε όμως στο πωλητήριό μας μία πλήρη έκδοση με όλα τα έργα του Γύζη σε πολύ καλή ποιότητα εκτύπωσης.» Έφυγα κουβαλώντας τη θλίψη μου κι ένα ακόμη πιο βαρύ λεύκωμα υπό μάλης.
Ξεφυλλίζω πλέον το βιβλίο. Σελίδα 157 ξανά το κορίτσι σε ολοσέλιδη φωτογραφία. Μπορώ πλέον να διακρίνω όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της Σχολής του Μονάχου. Ηθογραφικό στιγμιότυπο με ρεαλιστική καταγραφή, με έκδηλη όμως την ιδεαλιστική πνοή του Ρομαντισμού ειδικά στο βλέμμα το οποίο υγραίνεται από τη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής. «Πρόκειται για την απόδοση μιας συγκεκριμένης λειτουργίας με πρωταγωνιστή ένα μόνο πρόσωπο, που παρουσιάζεται στο πρώτο πλάνο και μέσα σε ουδέτερο φόντο» διαβάζω στο κείμενο. Όμως στον χώρο βλέπω μία σκιά η οποία πέρα από τον συνθετικό ρόλο της τονικής ισορροπίας κρύβει και την υπογραφή του δημιουργού, ενδεχομένως και την παρουσία του ως μάρτυρα του συμβάντος. Κοιτάζω στη φωτογραφία τις μπλε αποχρώσεις που αναμειγνύονται με τις ροδαλές αναδεικνύοντας τις πτυχώσεις του ρούχου, τις φωτεινές διαφάνειες στις σκιές του δέρματος, τις ντελικάτες πινελιές και προσπαθώ να φανταστώ το λεπταίσθητο ανάγλυφο που μεγεθύνει την απόσταση από τη σύγχρονη ζωγραφική.
Το αυθεντικό κορίτσι ανήκει σε ιδιωτική συλλογή και το πιθανότερο είναι πως δεν θα το συναντήσω ποτέ. Ήρθε σαν κάδρο στη ζωή μου για να μαγνητίσει την παιδική φαντασία μου και να μου μάθει πως μπορώ η ίδια να δημιουργώ εικόνες εκεί που η ζωή δεν επαρκεί. Τα τελευταία χρόνια δεν ζωγραφίζω τόσο τακτικά και σκέφτομαι ότι ο Ντοστογιέφσκι έλεγε πως μερικές καλές αναμνήσεις είναι ό,τι χρειάζεται κανείς για να βρει την πίστη του στον κόσμο. Ίσως μία νέα εκδοχή του κοριτσιού που πλέον μεγάλωσε, για την προσωπική μου ιδιωτική συλλογή, να είναι ό,τι χρειάζομαι για να ξαναβρώ την πίστη μου σ’ εκείνο που πάντα αγαπούσα. Στη ζωγραφική.
Έλενα Χασαλεύρη
Ιούνιος 2020
Νικόλαος Γύζης, Αποστήθιση (1883)