Λιοντάρι
Το λιοντάρι (Panthera leo – Πάνθηρ ο λέων) ανήκει στο γένος Panthera της οικογένειας των Αιλουροειδών. Καθώς κάποια αρσενικά υπερβαίνουν τα 250 κιλά σε βάρος είναι το μεγαλύτερο αιλουροειδές μαζί με την τίγρη που υπάρχει σήμερα (το λιοντάρι διαθέτει το υψηλότερο, ενώ αντίστοιχα η τίγρης το μακρύτερο μήκος σώματος). Λιοντάρια σε άγρια κατάσταση υπάρχουν πλέον στην Υποσαχάρια Αφρική και στην Ασία όπου έχει μείνει ένας πληθυσμός στη βορειοδυτική Ινδία ο οποίος κινδυνεύει άμεσα από αφανισμό ενώ έχει εξαφανιστεί από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Δυτική Ασία, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο στα ιστορικά χρόνια. Μέχρι το ύστερο Πλειστόκαινο, περίπου πριν από 10.000 χρόνια, το λιοντάρι ήταν το πλέον διασκορπισμένο μεγάλο επίγειο θηλαστικό μετά τον άνθρωπο. Βρισκόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, μεγάλο μέρος της Ευρασίας από τη δυτική Ευρώπη έως την Ινδία, και στην Αμερική από το Γιούκον έως το Περού.
Τα λιοντάρια στη φύση ζουν περίπου 10-14 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν πάνω από 20 χρόνια. Σε άγρια κατάσταση τα αρσενικά σπανίως ζουν πάνω από 10 χρόνια, καθώς οι τραυματισμοί από τις συνεχόμενες μάχες με αντίπαλα αρσενικά μειώνουν δραστικά τη μακροζωία τους. Ο συνηθισμένος τόπος διαμονής των λιονταριών είναι η σαβάνα και οι γρασιδότοποι, αν και μπορεί να βρεθούν και σε θαμνώδεις περιοχές και δάση. Είναι ασυνήθιστα κοινωνικά ζώα σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Μια αγέλη λιονταριών συνήθως αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και ένα μικρό αριθμό ενήλικων αρσενικών. Τα θηλυκά συνήθως κυνηγούν μαζί σε ομάδες, κυρίως μεγάλα οπληφόρα. Τα λιοντάρια είναι κυρίαρχα αρπακτικά, παρόλο που τρώνε και θνησιμαία αν δοθεί η ευκαιρία. Ενώ συνήθως δεν επιλέγουν να κυνηγούν ανθρώπους, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις λιονταριών που αναζητούσαν ανθρώπινα θηράματα.
Το λιοντάρι είναι εκτεθειμένο είδος, έχοντας υποστεί πιθανώς μη αναστρέψιμη μείωση του πληθυσμού του στην Αφρική κατά 30 με 50 τοις εκατό τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Οι πληθυσμοί λιονταριών έξω από τα καθορισμένα καταφύγια και τα εθνικά πάρκα δεν μπορούν να διατηρηθούν. Παρόλο που η αιτία της παρακμής του πληθυσμού δεν είναι πλήρως κατανοητή, η απώλεια της φυσικής κατοικίας και οι επιπλοκές με τον άνθρωπο θεωρούνται σήμερα οι κυριότεροι παράγοντες ανησυχίας. Λιοντάρια αιχμαλωτίζονταν και κρατιόνταν σε θηριοτροφεία από τη ρωμαϊκή εποχή, ενώ είναι ένα από τα κύρια είδη που εκτίθενται σε ζωολογικούς κήπους από τα τέλη του 18ου αιώνα. Διάφοροι ζωολογικοί κήποι ανά τον κόσμο συνεργάζονται σε προγράμματα εκτροφής του απειλούμενου ασιατικού υποείδους.
Οπτικά το αρσενικό λιοντάρι είναι πολύ χαρακτηριστικό και αναγνωρίζεται εύκολα από τη χαίτη του. Το λιοντάρι, και συγκεκριμένα το πρόσωπο του αρσενικού, είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα ζωικά σύμβολα στην ανθρώπινη κουλτούρα. Απεικονίσεις του υπήρχαν από την Άνω Παλαιολιθική περίοδο, από το Λασκό (Lascaux) και το Σοβέ (Chauvet) μέχρι πρακτικά όλους τους αρχαίους και μεσαιωνικούς πολιτισμούς όπου ιστορικά εμφανίστηκαν. Έχει απεικονιστεί ευρύτατα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική, τη ζωγραφική τις εθνικές σημαίες και στον κινηματογράφο.
Ταξινομία και εξέλιξη
Το παλαιότερο γνωστό απολίθωμα λιονταριού έχει βρεθεί στο Laetoli στην Τανζανία με πιθανή ηλικία 3,5 εκατομμύρια χρόνια, ενώ μερικοί επιστήμονες το αναγνωρίζουν ως Panthera leo. Αυτό το αρχείο εντούτοις δεν είναι καλά τεκμηριωμένο και το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι αφορά κάποιο αιλουροειδές που μοιάζει στο γένος Panthera. Το παλαιότερο επιβεβαιωμένο απολίθωμα Panthera leo στην Αφρική είναι περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια νεότερο.
Οι κοντινότεροι συγγενείς του λιονταριού είναι τα άλλα είδη του γένους Panthera, η τίγρη, ο ιαγουάρος και η λεοπάρδαλη. Μορφολογικές και γενετικές μελέτες αποκαλύπτουν ότι η τίγρης ήταν το πρώτο από αυτά τα είδη που παρέκκλινε. Περίπου 1,9 εκατομμύρια χρόνια πριν διαφοροποιήθηκε ο ιαγουάρος από τον πληθυσμό που περιείχε τους πρόγονους της λεοπάρδαλης και του λιονταριού. Το λιοντάρι και η λεοπάρδαλη διαχωρίστηκαν πριν από 1 με 1,25 εκατομμύρια χρόνια.
Το Panthera leo εξελίχθηκε στην Αφρική μεταξύ 1 εκατομμυρίου και 800.000 ετών πριν, προτού εξαπλωθεί στην Ολαρκτική περιοχή. Εμφανίστηκε στην Ευρώπη για πρώτη φορά πριν 700.000 χρόνια με το υποείδος Panthera leo fossilis στην Ισλερνία της Ιταλίας. Από αυτό το λιοντάρι προήλθε το μεταγενέστερο λιοντάρι των σπηλαίων (Panthera leo spelaea), το οποίο εμφανίστηκε πριν από περίπου 300.000 χρόνια. Κατά το άνω Πλειστόκαινο το λιοντάρι εξαπλώθηκε στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική όπου εξελίχθηκε στο Panthera leo atrox, το αμερικανικό λιοντάρι. Τα λιοντάρια των σπηλαίων εξαφανίστηκαν από τη βόρεια Ευρασία και την Αμερική στο τέλος της τελευταίας περιόδου των παγετώνων, πριν από περίπου 10.000 χρόνια.
Υβρίδια
Τα λιοντάρια είναι γνωστό ότι αναπαράγονται με τίγρεις (πιο συχνά με τα υποείδη της Σιβηρίας και της Βεγγάλης) και δημιουργούν υβρίδια που αποκαλούνται liger και tigon.. Έχουν διασταυρωθεί και με λεοπαρδάλεις παράγοντας leopon, καθώς και με τζάγκουαρ των οποίων οι απόγονοι καλούνται jaglion. Το μαζρόζι εκτιμάται ότι είναι είτε υποείδος πιτσιλωτού λιονταριού είτε φυσικό υβρίδιο leopon, ενώ το Στικτό λιοντάρι του Κονγκό είναι υβρίδιο λιονταριού, τζάγκουαρ και λεοπάρδαλης που αποκαλείται lijagulep. Τέτοια υβρίδια παράγονταν συχνά παλιότερα σε ζωολογικούς κήπους, αλλά τώρα η πρακτική αυτή αποθαρρύνεται λόγω της έμφασης που δίνεται στη διατήρηση των ειδών και των υποειδών. Υβρίδια εκτρέφονται ακόμα σε ιδιωτικά θηριοτροφεία και σε ζωολογικούς κήπους της Κίνας.
Το liger είναι διασταύρωση αρσενικού λιονταριού με θηλυκή τίγρη. Επειδή η θηλυκή τίγρη δεν έχει γονίδιο που να εμποδίζει την ανάπτυξη, και κληροδοτείται γονίδιο προώθησης της ανάπτυξης από το αρσενικό λιοντάρι, οι απόγονοι γίνονται πολύ μεγαλύτεροι και από τους δύο γονείς. Μοιράζονται τις φυσικές και συμπεριφορικές ιδιότητες και των δύο γονικών ειδών. Τα αρσενικά liger είναι στείρα, τα θηλυκά όμως είναι συχνά γόνιμα. Τα αρσενικά έχουν 50% πιθανότητα να έχουν χαίτη, αλλά αν έχουν αυτή είναι μέτρια, περίπου 50% της χαίτης ενός καθαρού λιονταριού. Τα liger έχουν συνήθως μήκος 3,0 με 3,7 μέτρα και βάρος από 360 έως 450 κιλά ή και παραπάνω. Το λιγότερο συχνό tigon είναι διασταύρωση λέαινας με αρσενική τίγρη.
Φυσικά χαρακτηριστικά
Το λιοντάρι είναι το ψηλότερο (μέτρηση μέχρι τον ώμο) από τις αιλουρίδες και το δεύτερο βαρύτερο μετά την τίγρη. Έχει δυνατά πόδια, ισχυρό σαγόνι και κυνόδοντες 8 εκατοστών, ενώ μπορεί να σκοτώσει μεγάλα θηράματα. Το κρανίο του λιονταριού είναι παρόμοιο με της τίγρης, όμως η μπροστινή περιοχή είναι συνήθως πιο πιεσμένη και επίπεδη, με ελαφρώς κοντύτερη οπισθοκογχική περιοχή και ευρύτερα ρινικά ανοίγματα. Εντούτοις λόγω της ποικιλομορφίας του κρανίου και στα δύο είδη, μόνο η δομή της κάτω γνάθου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστη ένδειξη για το είδος. Το χρώμα του λιονταριού ποικίλει από ελαφριά ωχροκίτρινη απόχρωση έως κιτρινωπό, κοκκινωπό ή βαθύ ωχρώδες καφέ. Το κάτω μέρος του είναι εν γένει πιο ανοιχτόχρωμο και η φούντα της ουράς μαύρη. Οι σκύμνοι γεννιούνται με καφέ βούλες στο σώμα τους, που μοιάζουν με της λεοπάρδαλης. Παρόλο που εξαφανίζονται όταν το λιοντάρι ενηλικιώνεται, αχνές βούλες διακρίνονται συχνά στα πόδια και στο κάτω μέρος, ιδίως στις λέαινες.
Τα λιοντάρια είναι τα μόνα μέλη της οικογένειας των αιλουριδών που παρουσιάζουν εμφανή σεξουαλικό διμορφισμό, δηλαδή τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι εμφανώς διαφορετικά. Κάθε φύλο επίσης έχει εξειδικευμένο ρόλο στην αγέλη. Για παράδειγμα η λέαινα, ως κυνηγός, δεν έχει την παχιά ογκώδη χαίτη που έχει το αρσενικό, η οποία φαίνεται ότι παρεμποδίζει την ικανότητα του αρσενικού στο καμουφλάζ όταν παραμονεύει ενώ προκαλεί υπερθέρμανση στο κυνήγι. Το χρώμα της χαίτης ποικίλει από ξανθό έως μαύρο, σκουραίνοντας εν γένει καθώς το λιοντάρι μεγαλώνει σε ηλικία.

Το βάρος των ενήλικων λιονταριών κυμαίνεται από 150 ως 250 κιλά για τα αρσενικά και 120-180 κιλά για τα θηλυκά. Κατά μέσο όρο τα αρσενικά ζυγίζουν 190 κιλά και τα θηλυκά 125 κιλά. Ο Νόργουελ και ο Τζάκσον αναφέρουν μέσα βάρη 181 κιλά για αρσενικά και 126 για θηλυκά, ενώ ένα λιοντάρι που σκοτώθηκε κοντά στο Όρος Κένυα ζύγιζε 272 κιλά. Το μέγεθος των λιονταριών τείνει να ποικίλει ανάλογα με το περιβάλλον και την περιοχή τους, με αποτέλεσμα μεγάλο εύρος στα καταγεγραμμένα βάρη. Για παράδειγμα, τα λιοντάρια στη Νότια Αφρική τείνουν εν γένει να είναι 5 τοις εκατό βαρύτερα από αυτά της Ανατολικής Αφρικής.
Το μήκος του σώματος μαζί με το κεφάλι είναι 170-250 εκατοστά στα αρσενικά και 140-175 εκατοστά στα θηλυκά, το ύψος μέχρι τον ώμο είναι περίπου 123 εκατοστά στα αρσενικά και περίπου 107 στα θηλυκά. Το μήκος της ουράς κυμαίνεται από 90–105 εκατοστά στα αρσενικά και 70–100 εκατοστά στα θηλυκά. Το μακρύτερο γνωστό λιοντάρι ήταν ένα αρσενικό με μαύρη χαίτη που σκοτώθηκε κοντά στο Μούκσο, στη νότια Ανγκόλα τον Οκτώβριο του 1973, ενώ το βαρύτερο ήταν ένα ανθρωποφάγο λιοντάρι που σκοτώθηκε το 1936 έξω από το Hectorspruit στο ανατολικό Τράνσβααλ, στη Νότια Αφρική και ζύγιζε 313 κιλά. Τα λιοντάρια στην αιχμαλωσία τείνουν να είναι μεγαλύτερα από αυτά σε άγρια κατάσταση, το βαρύτερο λιοντάρι που έχει καταγραφεί ήταν ένα αρσενικό στον ζωολογικό κήπο του Κόλτσεστερ στην Αγγλία το 1970, ονόματι Σίμπα, που ζύγιζε 375 κιλά.
Το πλέον ευδιάκριτο χαρακτηριστικό, κοινό και στα δύο φύλα είναι η φουντωτή απόληξη της ουράς. Σε κάποια λιοντάρια η φούντα περικλείει ένα σκληρό αγκάθι ή κεντρί μήκους περίπου 5 χιλιοστών, που σχηματίζεται από το τελικό τμήμα των οστών της ουράς που έχουν συνενωθεί. Το λιοντάρι είναι το μόνο αιλουροειδές με αυτό το χαρακτηριστικό, ενώ η λειτουργία του παραμένει άγνωστη. Η φούντα δεν υπάρχει κατά τη γέννηση και αρχίζει να σχηματίζεται 5½ μήνες μετά, ενώ είναι αναγνωρίσιμη στους 7 μήνες.
Χαίτη
Η χαίτη του ενήλικου αρσενικού λιονταριού, μοναδική ανάμεσα στα αιλουροειδή, είναι το πιο διακριτό χαρακτηριστικό του είδους. Κάνει το αρσενικό να φαίνεται μεγαλύτερο, παρέχοντας του εξαιρετικά εκφοβιστική εμφάνιση. Αυτό το βοηθά στις αναμετρήσεις του με άλλα λιοντάρια αλλά και με τους κύριους ανταγωνιστές του στην Αφρική, την στικτή ύαινα.Η παρουσία, η απουσία, το χρώμα και το μέγεθος της χαίτης σχετίζεται με τις γενετικές προϋποθέσεις, τη σεξουαλική ωριμότητα και την παραγωγή τεστοστερόνης. Όσο πιο μεγάλη και σκούρα είναι η χαίτη τόσο πιο υγιές είναι εν γένει το λιοντάρι. Η σεξουαλική επιλογή συντρόφων από τη λέαινα ευνοεί τα αρσενικά με την πυκνότερη και σκουρότερη χαίτη. Έρευνες στην Τανζανία υποδεικνύουν ότι το μήκος της χαίτης αποτελεί ένδειξη επιτυχίας σε ενδεχόμενη μάχη στις σχέσεις ανάμεσα στα αρσενικά. Τα άτομα με σκούρες χαίτες ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια αναπαραγωγικής ζωής και υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης στους απογόνους τους, παρόλο που υποφέρουν τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου. Σε αγέλες που έχουν δύο ή τρία αρσενικά, είναι πιθανό οι λέαινες να επιδιώξουν να ζευγαρώσουν με το αρσενικό που έχει τη μεγαλύτερη χαίτη.

Οι επιστήμονες κάποτε πίστευαν ότι η υπόσταση κάποιων υποειδών μπορούσε να καθοριστεί από τη μορφολογία, συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους της χαίτης. Η μορφολογία χρησιμοποιήθηκε για την αναγνώριση υποειδών όπως το βερβερικό λιοντάρι και το λιοντάρι του Ακρωτηρίου. Εντούτοις η έρευνα έχει δείξει ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν το χρώμα και το μέγεθος της χαίτης, όπως η θερμοκρασία. Η χαμηλότερη θερμοκρασία περιβάλλοντος για παράδειγμα στους ευρωπαϊκούς και νοτιοαμερικανικούς ζωολογικούς κήπους ενδέχεται να προκαλέσουν μεγαλύτερη χαίτη. Έτσι η χαίτη δεν αποτελεί αναγνωριστικό κριτήριο για τα υποείδη. Τα αρσενικά του ασιατικού υποείδους εντούτοις, χαρακτηρίζονται από αραιότερες χαίτες από αυτές του μέσου αφρικανικού λιονταριού.
Λιοντάρια χωρίς χαίτη έχουν αναφερθεί στη Σενεγάλη και το Ανατολικό Εθνικό Πάρκο του Τσάβο στην Κένυα, και επίσης το αρχικό λευκό αρσενικό λιοντάρι από το Τιμμπαβάτι ήταν χωρίς χαίτη. Τα ευνουχισμένα λιοντάρια έχουν ελάχιστη χαίτη. Έλλειψη χαίτης παρατηρείται μερικές φορές και σε ενδογαμικούς πληθυσμούς λιονταριών, η ενδογαμικότητα έχει αποτέλεσμα εκτός από αυτό και χαμηλή γονιμότητα.
Πολλές λέαινες έχουν τραχηλικό πτίλωμα το οποίο μπορεί να είναι ευδιάκριτο σε συγκεκριμένες στάσεις. Μερικές φορές εμφανίζεται σε γλυπτά και ζωγραφικές απεικονίσεις, ειδικά σε αρχαία έργα τέχνης, και παρερμηνεύεται ως χαίτη αρσενικού. Διαφέρει από τη χαίτη στο ότι βρίσκεται στη γραμμή του σαγονιού κάτω από τα αυτιά, με λιγότερο τρίχωμα, και συχνά μη εμφανές, ενώ η χαίτη εκτείνεται από τα αυτιά των αρσενικών επικαλύπτοντας συχνά όλο το περίγραμμα.
Σπηλαιογραφίες που απεικονίζουν το εξαφανισμένο λιοντάρι των σπηλαίων δείχνουν ζώα σαφώς χωρίς χαίτη, ή με ελάχιστη, υποδεικνύοντας ότι δεν είχαν.
Λευκό λιοντάρι
Το λευκό λιοντάρι το οποίο απαντάται περιστασιακά στα εθνικά πάρκα, είναι ένας ιδιαίτερος τύπος του Panthera leo krugeri (Πάνθηρ ο λέων του Κρούγκερ). Το χρώμα που έχει οφείλεται σε υποτελή γονίδια, από τα οποία προκύπτει μία σπάνια γονιδιακή μετάλλαξη. Σήμερα τα λευκά λιοντάρια σπανίζουν στους ζωολογικούς κήπους, αλλά είναι ακόμα πιο σπάνια στην άγρια φύση. Τα λευκά λιοντάρια είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά υποείδη του κόσμου, γι’ αυτό και κυνηγιούνται πολύ. Τα σημερινά εξημερωμένα λευκά λιοντάρια είναι απόγονοι δύο νεαρών ατόμων που εντοπίστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν στο καταφύγιο Τιμμπαβάτι στη Νότια Αφρική το 1975. Όμως το 1938 εθεάθησαν για πρώτη φορά, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν φαντασίες οι μύθοι των ιθαγενών που μίλαγαν για λευκά λιοντάρια.
Γενετική
Τα λευκά λιοντάρια δεν είναι αλφιστικά άτομα, αλλά λευκιστικά. Έχουνε κανονική ίριδα, της οποίας το χρώμα μπορεί να είναι καφέ, γκριζομπλέ ή και γκριζοπράσινο. Επίσης έχουνε κανονικά μαξιλαράκια στις πατούσες τους και φυσιολογικά χείλη. Λευκά λιοντάρια με γαλάζια μάτια υπάρχουνε σε ζωολογικούς κήπους, πάρκα ή καταφύγια. Γεννιούνται μερικές φορές από φυσιολογικούς γονείς, οι οποίοι έχουνε κληρονομήσει γονίδια στα οποία οφείλεται το λευκό τους χρώμα από τους γονείς τους, και τα μετέφεραν στους απογόνους τους. Ο λευκισμός, όπως ονομάζεται αυτό το φαινόμενο, δυσχεραίνει την επιβίωση των λευκών λιονταριών στη φύση, με συνέπεια την έλλειψή τους στο φυσικό περιβάλλον. Ένα μεγάλο πρόβλημα για τη διατήρηση των λευκών λιονταριών είναι οι ενδογαμίες, οι οποίες γίνονται με σκοπό τη διατήρηση των λευκών λιονταριών στην αιχμαλωσία, αλλά υπάρχει φόβος να προκύψουν προβλήματα όπως και συμβαίνει και στις λευκές τίγρεις (στραβισμός, προβλήματα στον εγκέφαλο, στον ουρανίσκο και στη σπονδυλική στήλη).
Βιολογία και συμπεριφορά
Τα λιοντάρια περνάνε τον περισσότερο χρόνο αναπαυόμενα όντας μη δραστήρια για περίπου 20 ώρες την ημέρα. Παρόλο που μπορούν να είναι δραστήρια οποιαδήποτε στιγμή, η δραστηριότητά τους κορυφώνεται μετά το σούρουπο με μία περίοδο συναναστροφής, περιποίησης και αφόδευσης. Ακολουθούν περιστασιακά ξεσπάσματα δραστηριότητας τις βραδυνές ώρες μέχρι το ξημέρωμα, ώρες κατά τις οποίες λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο το κυνήγι. Ξοδεύουν κατά μέσο όρο δύο ώρες τη μέρα βαδίζοντας και 50 λεπτά τρώγοντας.
Η οργάνωση της ομάδας



Η δεύτερη συμπεριφορά οργάνωσης είναι οι νομάδες, οι οποίοι περιφέρονται σε μεγάλες εκτάσεις σποραδικά, είτε μοναχικά είτε σε ζευγάρια. Τα ζευγάρια πιο συχνά αποτελούνται από συγγενικά αρσενικά που έχουν αποκλειστεί από τη μητρική τους αγέλη. Ένα λιοντάρι μπορεί να αλλάξει τρόπο ζωής, οι νομάδες μπορούν να εγκατασταθούν και το αντίθετο. Τα αρσενικά περνάν από αυτό το στάδιο και κάποια δεν καταφέρνουν να προσχωρήσουν σε άλλη αγέλη. Μία θηλυκή που γίνεται νομάδας έχει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία να ενταχθεί σε νέα αγέλη, καθώς τα θηλυκά της αγέλης είναι συγγενικά και απορρίπτουν τις περισσότερες απόπειρες από μη συγγενικά θηλυκά να ενταχθούν στην ομάδα τους.
Τα αρσενικά που σχετίζονται με μια αγέλη τείνουν να παραμένουν στις παρυφές της περιοχής της, περιπολώντας την επικράτειά τους. Το γιατί η κοινωνικότητα έχει αναπτυχθεί στις λέαινες – η εντονότερη μεταξύ των αιλουροειδών – είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης. Η αυξημένη επιτυχία στο κυνήγι είναι ένας προφανής λόγος, αλλά γίνεται λιγότερο βέβαιο αν εξεταστεί: το συντονισμένο κυνήγι φέρνει καλύτερα αποτελέσματα, αλλά επιπλέον εξασφαλίζει ότι τα μέλη που δεν κυνηγάνε παίρνουν μειωμένες κατά κεφαλή θερμίδες, εντούτοις, μερικά παίζουν τον ρόλο της ανατροφής των μικρών, τα οποία μπορούν να μείνουν μόνα τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.Τα μέλη της αγέλης συνήθως τείνουν να παίζουν τον ίδιο ρόλο στα κυνήγια. Η υγεία των κυνηγών είναι πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωση της αγέλης και είναι οι πρώτοι που καταναλώνουν τη λεία επί τόπου. Άλλα πλεονεκτήματα περιλαμβάνουν την πιθανή επιλογή συγγενών (είναι καλύτερο να μοιράζεται το φαγητό με ένα συγγενικό λιοντάρι παρά με ένα ξένο), προστασία των νεογνών, διατήρηση της περιοχής, και ατομική ασφάλεια απέναντι σε τραυματισμό και πείνα.

Αμφότερα τα αρσενικά και τα θηλυκά αμύνονται εναντίον των εισβολέων. Μερικά άτομα συστηματικά ηγούνται στην άμυνα, ενώ άλλα ακολουθούν από πίσω. Τα λιοντάρια τείνουν να αναλαμβάνουν συγκεκριμένους ρόλους στην αγέλη. Αυτά που ακολουθούν στην άμυνα παρέχουν άλλες πολύτιμες υπηρεσίες στην ομάδα. Μια εναλλακτική υπόθεση είναι σχετίζεται κάποια ανταμοιβή με την ηγετική θέση στην αντιμετώπιση των εισβολέων και την ιεραρχική βαθμίδα που αντανακλάται σε αυτήν την ευθύνη. Το αρσενικό ή τα αρσενικά της αγέλης πρέπει να αμυνθούν για τη σχέση τους με ξένα αρσενικά που την επιβουλεύονται. Τα θηλυκά σχηματίζουν μία σταθερή κοινωνική μονάδα στη αγέλη, η οποία δεν ανέχεται εξωτερικά θηλυκά. Η κατάσταση αλλάζει μόνο με τις γεννήσεις και τους θανάτους λεαινών, παρόλο που τα θηλυκά μερικές φορές εγκαταλείπουν και γίνονται νομαδικά. Τα ανήλικα αρσενικά από την άλλη, πρέπει να εγκαταλείψουν την αγέλη όταν ωριμάσουν, σε ηλικία 2-3 ετών.
Κυνήγι και διατροφή
Τα λιοντάρια είναι δυνατά ζώα που συνήθως κυνηγούν σε συντονισμένες ομάδες και παραμονεύουν το επιλεγμένο θήραμα τους. Εντούτοις δεν έχουν ιδιαίτερη αντοχή, για παράδειγμα η καρδιά μιας λέαινας αποτελεί το 0,57 τοις εκατό του βάρος του σώματός της (για ένα αρσενικό το ποσοστό είναι 0,45 τοις εκατό), ενώ η καρδιά της ύαινας φτάνει σχεδόν το 1 τοις εκατό του βάρους του σώματός της. Έτσι παρόλο που οι λέαινες φτάνουν ταχύτητες της τάξης των 81 χιλιομέτρων την ώρα, μπορούν να την διατηρήσουν για σύντομα ξεσπάσματα μόνο και έτσι πρέπει να είναι κοντά στο θήραμα πριν ξεκινήσουν την επίθεση. Επωφελούνται από διάφορους παράγοντες που μειώνουν την ορατότητα, πολλά κυνήγια λαμβάνουν χώρα κοντά σε κάποιο είδος καλύμματος ή τη νύχτα. Κινούνται αθόρυβα προς το θύμα μέχρι να φτάσουν σε απόσταση περίπου 30 μέτρων ή λιγότερη. Συνήθως συνεργάζονται αρκετές λέαινες και περικυκλώνουν το κοπάδι από διαφορετικά σημεία. Μόλις πλησιάσουν επιτίθενται στο πλησιέστερο θήραμα. Η επίθεση είναι σύντομη και δυνατή, επιχειρούν να πιάσουν το θύμα με μία γρήγορη εφόρμηση και ένα τελικό άλμα. Το θύμα συνήθως φονεύεται με στραγγαλισμό, το οποίο μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλική ισχαιμία ή ασφυξία (το οποίο καταλήγει σε υποξαιμική ή γενική υποξία). Το θύμα φονεύεται επίσης καθώς το λιοντάρι του κλείνει το στόμα και τα ρουθούνια με τα σαγόνια του (το οποίο επίσης προκαλεί ασφυξία). Τα μικρότερα θηράματα εντούτοις φονεύονται απλώς με ένα ισχυρό πλήγμα του ποδιού.



Τα θηράματα αποτελούνται κυρίως από μεγάλα θηλαστικά, γκνου, ιμπάλα, ζέβρες, βούβαλους,ιπποπόταμους και φακόχοιρους στην Αφρική και νιγκλάι, αγριόχοιρους, και διάφορα είδη ελαφιών στην Ινδία. Θηράματα αποτελούν και πολλά άλλα είδη αναλόγως με τη διαθεσιμότητα. Κυρίως περιλαμβάνονται οπληφόρα που ζυγίζουν 50 έως 300 κιλά όπως κούντου, αλκέλαφους, όρυγες και ταυρότραγους (ελάντ). Περιστασιακά σκοτώνουν σχετικά μικρά είδη όπως γαζέλες Τόμσον ή σπρίνγκμποκ. Τα λιοντάρια που ζουν κοντά στην ακτή της Ναμίμπ τρέφονται εκτεταμένα με πτερυγιόποδα. Τα λιοντάρια που κυνηγούν σε ομάδες είναι ικανά να σκοτώσουν τα περισσότερα ζώα, ακόμα και υγιείς ενήλικες, αλλά στα περισσότερα μέρη όπου ευδοκιμούν σπανίως επιτίθενται σε πολύ μεγάλα θηράματα, όπως πλήρως ανεπτυγμένες αρσενικές καμηλοπαρδάλεις λόγω του κινδύνου να τραυματιστούν.
Εκτεταμένα στατιστικά στοιχεία που έχουν συλλεχθεί από διάφορες μελέτες δείχνουν ότι τα λιοντάρια τρέφονται με θηλαστικά βάρους 190-550 κιλών. Το γκνου είναι το πλέον προτιμώμενο θήραμα στο Σερενγκέτι και ακολουθεί η ζέβρα. Οι περισσότεροι ενήλικες καμηλοπαρδάλεις,ρινόκεροι, ελέφαντες, και μικρότερες γαζέλες, ιμπάλα και άλλες ευέλικτες αντιλόπες εν γένει δεν αποτελούν θηράματα. Εντούτοις οι ιπποπόταμοι και οι βούβαλοι είναι συχνά, σε συγκεκριμένες περιοχές. Για παράδειγμα στο Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ, τα λιοντάρια κυνηγούν τακτικά ιπποπόταμους. Στο Πάρκο Μανιάρα, οι βούβαλοι του ακρωτηρίου αποτελούν το 62% της διατροφής του λιονταριού, λόγω της μεγάλης πυκνότητας του πληθυσμού των βουβάλων. Περιστασιακά θηρεύονται και καμηλοπαρδάλεις, αλλά οι ενήλικοι ρινόκεροι εν γένει αποφεύγονται με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις. Εντούτοις κυνηγούν και ζώα μικρότερα από 190 κιλά, όπως φακόχοιρους, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα. Σε κάποιες περιοχές ειδικεύονται στο κυνήγι μη συνηθισμένων θηραμάτων, όπως στον ποταμό Σαβούτι, όπου κυνηγούν ελέφαντες. Οι οδηγοί του Πάρκου στην περιοχή έχουν αναφέρει ότι τα λιοντάρια, οδηγούμενα από υπερβολική πείνα, άρχισαν να επιτίθενται σε νεογνά ελεφάντων, μετά σε νεαρούς ελέφαντες και περιστασιακά σε πλήρως ανεπτυγμένους ενήλικες κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν η όραση του ελέφαντα είναι ανεπαρκής. Τα λιοντάρια επιτίθενται και σε οικιακά ζώα. Στην Ινδία οι αγελάδες αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής τους. Είναι ικανά να σκοτώσουν και άλλα αρπακτικά όπως λεοπαρδάλεις, γατόπαρδους, ύαινες και λυκάονες, εντούτοις (εν αντιθέσει με τους περισσότερους αιλουρίδες) σπανίως τρώνε το θύμα αφού το σκοτώσουν.Μοναδικός σοβαρός αντίπαλος είναι ο Κροκόδειλος του Νείλου ο οποίος μπορεί να εκδιώξει ακόμα και μια αγέλη λιονταριών από ένα κουφάρι μόνος του. Ακόμα τα λιοντάρια τρώνε θνησιμαία, είναι νεκρά από φυσικά αίτια, είτε σκοτωμένα από άλλα αρπακτικά, και έτσι συνεχώς αναζητούν όρνεα που να πετούν κυκλικά, αντιλαμβανόμενα ότι αυτό αποτελεί ένδειξη για νεκρό ή εξαντλημένο ζώο. Ένα λιοντάρι μπορεί να φάει έως και 30 κιλά σε ένα γεύμα, και αν δεν μπορεί να καταναλώσει όλη τη λεία, θα ξεκουραστεί για λίγες ώρες μέχρι να μπορεί να καταναλώσει παραπάνω. Σε μια ζεστή μέρα η αγέλη μπορεί να αποτραβηχτεί σε κάποια σκιά, αφήνοντας ένα ή δύο αρσενικά να φρουρούν τη λεία. Μία ενήλικη λέαινα χρειάζεται περίπου 5 κιλά κρέας την ημέρα ενώ ένα αρσενικό περίπου 7.

Επειδή οι λέαινες κυνηγούν σε ανοιχτούς χώρους όπου γίνονται εύκολα αντιληπτές από τα θηράματά τους, το συνεργατικό κυνήγι αυξάνει τις πιθανότητες της επιτυχίας, ειδικά για τα μεγαλύτερα θηράματα. Η ομαδική δουλειά επιτρέπει και την υπεράσπιση του κυνηγιού πιο εύκολα, απέναντι σε άλλα μεγάλα αρπακτικά όπως οι ύαινες, οι οποίες έλκονται από τα όρνεα από χιλιόμετρα μακρυά στις ανοιχτές σαβάνες. Οι λέαινες αναλαμβάνουν το περισσότερο κυνήγι, τα αρσενικά της αγέλης συνήθως δεν συμμετέχουν εκτός από τις περιπτώσεις μεγαλύτερων θηραμάτων όπως καμηλοπαρδάλεις και βούβαλοι. Σε ένα χαρακτηριστικό κυνήγι κάθε λέαινα έχει την προτιμώμενή της θέση στην ομάδα, είτε παρακολουθεί το θήραμα από τα πλευρά και μετά επιτίθεται, είτε κινείται στο κέντρο της ομάδας πιάνοντας θηράματα που διέφυγαν από άλλες λέαινες.
Τα μικρά λιοντάρια εμφανίζουν τη συμπεριφορά παρακολούθησης του θηράματος σε ηλικία τριών μηνών, παρόλο που δεν συμμετέχουν στο κυνήγι μέχρι να γίνουν σχεδόν ενός έτους. Αποτελεσματικά κυνηγάν όταν πλησιάζουν τα δύο χρόνια.
Αναπαραγωγή και κύκλος της ζωής
Οι περισσότερες λέαινες ζευγαρώνουν πριν γίνουν τεσσάρων ετών. Τα λιοντάρια δεν ζευγαρώνουν κάποια συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου, και τα θηλυκά είναι πολύοιστρα. Όπως και τα υπόλοιπα αιλουροειδή, το πέος του λιονταριού έχει ακίδες που έχουν φορά προς τα πίσω. Όταν εξέρχεται το πέος, οι ακίδες ξύνουν έντονα τον κόλπο του θηλυκού, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ωορρηξία. Η λέαινα μπορεί να ζευγαρώσει με πάνω από ένα αρσενικό όταν είναι στις μέρες της. Κατά τη διάρκεια ενός κύκλου ζευγαρώματος που μπορεί να διαρκέσει αρκετές μέρες, το ζευγάρι συνουσιάζεται είκοσι με σαράντα φορές την ημέρα και είναι πιθανό να απέχουν και από το φαγητό.
Η μέση περίοδος κύησης διαρκεί περίπου 110 μέρες, ενώ το θηλυκό γεννάει ένα με τέσσερα μικρά σε μία απόμερη φωλιά, συνήθως μακρυά από την υπόλοιπη αγέλη. Συχνά κυνηγάει μόνο του όσο τα νεογνά είναι ακόμα αδύναμα, παραμένοντας σχετικά κοντά στη φωλιά. Τα μικρά γεννιούνται τυφλά και τα μάτια τους δεν ανοίγουν παρά μόνο μετά από περίπου μία εβδομάδα από τη γέννα. Ζυγίζουν 1,2 με 2,1 κιλά όταν γεννιούνται και είναι σχεδόν ανήμπορα, ξεκινώντας να μπουσουλάν μία με δύο μέρες μετά και να περπατάν όταν γίνονται περίπου τριών εβδομάδων. Η λέαινα μετακινεί τα μικρά της σε νέα φωλιά αρκετές φορές τον μήνα, μεταφέροντας τα ένα ένα από τον αυχένα, ώστε να εμποδίσει τη συσσώρευση οσμών σε ένα μόνο μέρος και έτσι να μην προσελκύσει την προσοχή αρπακτικών που μπορούν να βλάψουν τα νεογνά.
Συνήθως η μητέρα μαζί με τα μικρά της δεν επανεντάσσεται στην αγέλη μέχρι να γίνουν έξι με οκτώ εβδομάδων. Εντούτοις μερικές φορές η επανένταξη γίνεται νωρίτερα, ιδιαίτερα αν έχουν γεννήσει και άλλες λέαινες την ίδια περίοδο. Για παράδειγμα οι λέαινες της αγέλης συχνά συγχρονίζουν τους αναπαραγωγικούς τους κύκλους ώστε να συνεργάζονται στην ανατροφή και το θήλασμα των μικρών (μόλις τα μικρά περάσουν το αρχικό στάδιο της απομόνωσης με τη μητέρα τους), τα οποία θηλάζουν αδιακρίτως από οποιαδήποτε από τις ικανές για θηλασμό θηλυκές της αγέλης. Εκτός από τη μεγαλύτερη προστασία, ο συγχρονισμός των γεννήσεων έχει το πλεονέκτημα ότι τα μικρά καταλήγουν να έχουν όλα σχεδόν το ίδιο μέγεθος, έχοντας έτσι ίσες πιθανότητες επιβίωσης. Αν για παράδειγμα μία λέαινα γεννήσει λίγους μήνες μετά από μία άλλη, τότε τα νεότερα λιονταράκια, όντας πολύ μικρότερα από τα άλλα, επισκιάζονται από αυτά στο φαγητό, με αποτέλεσμα ο θάνατος από πείνα να είναι πιο κοινός στα νεότερα μικρά.

Εκτός από την ασιτία, τα μικρά αντιμετωπίζουν πολλούς άλλους κινδύνους, όπως το να δεχτούν επίθεση από τσακάλια, ύαινες, λεοπαρδάλεις, αετούς και φίδια. Κινδυνεύουν ακόμα και από βουβάλια, αν αυτά εντοπίσουν τη φωλιά από την οσμή, οπότε συχνά ορμούν προς τα εκεί ποδοπατώντας τα ενώ προσπαθούν να αποκρούσουν τη λέαινα. Επιπλέον όταν ένα ή περισσότερα νέα αρσενικά εκτοπίσουν τα προηγούμενα αρσενικά της αγέλης, συχνά σκοτώνουν τα μικρά, ενδεχομένως επειδή τα θηλυκά δεν γίνονται ξανά γόνιμα και δεκτικά μέχρι τα μικρά τους να ωριμάσουν ή να πεθάνουν. Εν γένει το 80 τοις εκατό των μικρών πεθαίνουν πριν γίνουν δύο ετών.
Όταν εισαχθούν στην αγέλη τα μικρά λιοντάρια, αρχικά δεν έχουν αυτοπεποίθηση όταν αντιμετωπίζουν άλλα ενήλικα λιοντάρια εκτός από τη μητέρα τους. Εντούτοις σύντομα αρχίζουν να εμπλέκονται στη ζωή της αγέλης, παίζοντας μεταξύ τους ή προσπαθώντας να αρχίσουν παιχνίδι με τα ενήλικα. Οι λέαινες με δικά τους μικρά είναι συνήθως πιο ανεκτικές με τα μικρά των άλλων από αυτές που δεν έχουν. Η ανοχή των αρσενικών στα μικρά ποικίλει, άλλες φορές ανέχονται υπομονετικά και αφήνουν τα μικρά να παίζουν με την ουρά ή τη χαίτη τους, ενώ άλλες τα διώχνουν βίαια.
Τα μικρά απογαλακτίζονται έξι με επτά μήνες μετά τη γέννησή τους. Τα αρσενικά λιοντάρια ενηλικιώνονται όταν γίνουν 3 ετών, ενώ σε ηλικία 4-5 ετών είναι ικανά να προκαλέσουν και να εκτοπίσουν άλλα αρσενικά λιοντάρια μιας αγέλης. Αρχίζουν να γερνούν και να εξασθενούν όταν είναι 10 με 15, το αργότερο, ετών, αν δεν έχουν τραυματιστεί σοβαρά ενώ υπερασπίζονται την αγέλη τους (αν εκδιωχθούν από μια αγέλη από άλλα αρσενικά, σπανίως καταφέρνουν να αποκτήσουν άλλη). Αυτό τους αφήνει ένα σύντομο περιθώριο ώστε να γεννηθούν και να ωριμάσουν οι απόγονοί τους. Αν είναι ικανά να τεκνοποιήσουν μόλις αναλάβουν μια αγέλη, εν δυνάμει, μπορεί να αποκτήσουν περισσότερους απόγονους που θα έχουν φτάσει σε ώριμη ηλικία πριν εκτοπιστούν. Μια λέαινα μπορεί να επιχειρήσει να υπερασπιστεί τα μικρά της λυσσαλέα από ένα αρσενικό που μόλις ανήλθε στην αγέλη, σπανίως όμως τέτοιες ενέργειες είναι επιτυχείς. Συνήθως σκοτώνει όλα τα μικρά που είναι μικρότερα των δύο ετών. Η λέαινα είναι πιο αδύνατη και ελαφρύτερη από το αρσενικό λιοντάρι, η επιτυχία είναι πιθανότερη αν μια ομάδα τριών ή τεσσάρων μανάδων ενωθεί εναντίον ενός αρσενικού.
Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, δεν αποπέμπονται μόνο τα αρσενικά από την αγέλη τους γινόμενα νομάδες, παρ’όλο που σίγουρα η πλειονότητα των θηλυκών παραμένει στην αγέλη που γεννήθηκε. Εντούτοις όταν η αγέλη μεγαλώσει πολύ, η νέα γενιά θηλυκών μπορεί να υποχρεωθεί να την εγκαταλείψει και να αναζητήσει δική της περιοχή. Επιπλέον αν αναλάβει την αγέλη νέο αρσενικό, τα ανήλικα μικρά ανεξαρτήτως φύλο μπορεί να εκδιωχθούν από αυτή. Η νομαδική ζωή είναι σκληρή για τα θηλυκά. Σπανίως μία λέαινα καταφέρνει να αναθρέψει τα μικρά της ωσότου ενηλικιωθούν, χωρίς την προστασία της αγέλης.
Μία επιστημονική μελέτη αναφέρει ότι αμφότερα τα αρσενικά και τα θηλυκά ενδέχεται να εμφανίσουν ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Μια μελέτη έδειξε ότι το 8 τοις εκατό των συνουσιών που έχουν παρατηρηθεί ήταν μεταξύ αρσενικών. Μεταξύ θηλυκών είναι αρκετά συνηθισμένο στην αιχμαλωσία αλλά δεν έχει παρατηρηθεί σε άγρια κατάσταση.
Επικοινωνία
Όταν αναπαύονται τα λιοντάρια, η κοινωνικοποίησή τους εκδηλώνεται με διάφορες συμπεριφορές, ενώ οι εκφραστικές κινήσεις τους είναι πολύ αναπτυγμένες. Η πιο συνήθης ειρηνική χειρονομία αφής είναι το τρίψιμο του κεφαλιού και η το γλείψιμο, το οποίο έχει το ξεψείρισμα στα πρωτεύοντα. Το τρίψιμο του μετώπου, του προσώπου ή του λαιμού σε ένα άλλο λιοντάρι φαίνεται πως είναι ένα είδος χαιρετισμού, καθώς παρατηρείται συχνά όταν ένα ζώο έχει μείνει χώρια από τα άλλα για καιρό, ή μετά από μάχη ή αντιπαράθεση. Τα αρσενικά τείνουν να τρίβουν άλλα αρσενικά, ενώ τα θηλυκά και τα μικρά τρίβουν θηλυκά. Το γλείψιμο συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με το τρίψιμο, εν γένει είναι αμοιβαίο και ο αποδέκτης δείχνει να εκφράζει ευχαρίστηση. Το κεφάλι και ο λαιμός είναι τα πιο συνήθη μέρη του σώματος που γλείφονται, πράγμα που ενδέχεται να έχει προκύψει από λόγους ανάγκης καθώς το λιοντάρι δεν μπορεί να γλείψει αυτές τις περιοχές μόνο του.
Τα λιοντάρια έχουν πληθώρα εκφράσεων προσώπου και στάσεων του σώματος που χρησιμεύουν ως χειρονομίες. Επίσης μεγάλο είναι το εύρος των ήχων που είναι ικανά να βγάλουν, η ποικιλία στην ένταση και τον τόνο φαίνεται ότι παίζουν κεντρικό ρόλο στην επικοινωνία. Τα λιοντάρια βρυχώνται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, ξεκινώντας με λίγους βαθείς και μακρούς βρυχηθμούς που τους ακολουθεί μια σειρά από πιο σύντομους. Πιο συχνά βρυχώνται τη νύχτα, ενώ ο βρυχηθμός μπορεί να ακουστεί σε απόσταση 8 χιλιομέτρων, και χρησιμοποιείται για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ο βρυχηθμός του λιονταριού έχει τη μεγαλύτερη ένταση ανάμεσα στα υπόλοιπα αιλουροειδή.
Σχέσεις με άλλα αρπακτικά
Σε περιοχές που συνυπάρχουν λιοντάρια και στικτές ύαινες, τα δύο είδη καταλαμβάνουν τον ίδιο οικολογικό θώκο, ανταγωνιζόμενα έτσι άμεσα μεταξύ τους. Σε μερικές περιπτώσεις η έκταση της επικάλυψης του διαιτολόγιού τους φτάνει το 68,8%. Τα λιοντάρια εν γένει αγνοούν τις ύαινες εκτός και αν βρίσκονται στη λεία τους ή παρενοχλούνται από αυτές. Οι ύαινες τείνουν να αντιδρούν εμφανώς στην παρουσία λιονταριών, ανεξαρτήτως αν έχουν τροφή ή όχι. Τα λιοντάρια με μεγάλη ευκολία οικειοποιούνται τα θηράματα των στικτών υαινών: στο κρατήρα Νγκορονγκόρο, είναι σύνηθες τα λιοντάρια να βασίζονται κατά μεγάλο μέρος στην κλοπή της λείας από τις ύαινες, με αποτέλεσμα οι ύαινες να αυξάνουν τους ρυθμούς του κυνηγιού τους. Τα λιοντάρια ακολουθούν γρήγορα τις κραυγές-καλέσματα που βγάζουν οι ύαινες όταν υπάρχει λεία, γεγονός που αποδείχτηκε από τον Δρα. Χανς Κρούουκ, ο οποίος διαπίστωσε ότι τα λιοντάρια τον πλησίαζαν όταν έπαιζε μαγνητοφωνημένα καλέσματα για φαγητό υαινών. Όταν έρχονται αντιμέτωπες με τα λιοντάρια για ένα θήραμα, οι στικτές ύαινες είτε φεύγουν είτε περιμένουν υπομονετικά σε απόσταση 30-100 μέτρων μέχρι να τελειώσουν τα λιοντάρια. Σε μερικές περιπτώσεις οι ύαινες είναι αρκετά τολμηρές ώστε να φάνε δίπλα στα λιοντάρια, και περιστασιακά μπορεί να τα αναγκάσουν να φύγουν από το θήραμα. Τα δύο είδη συνήθων αντιδρούν επιθετικά μεταξύ τους ακόμα και αν δεν υπάρχει λεία στη μέση. Τα λιοντάρια μπορεί να επιτεθούν σε ύαινες και να τις κατασπαράξουν χωρίς κάποιον εμφανή λόγο: ένα αρσενικό λιοντάρι έχει κινηματογραφηθεί να σκοτώνει δύο κυρίαρχες θηλυκές ύαινες σε διαφορετικές περιστάσεις χωρίς όμως να τις φάει, ενώ το 71% των θανάτων υαινών στην Ετόσα (Etosha) οφείλεται στα λιοντάρια. Οι ύαινες έχουν προσαρμοστεί σε αυτή την πίεση επιτιθέμενες πολλές μαζί σε λιοντάρια που εισέρχονται στην περιοχή τους. Πειράματα σε αιχμάλωτες στικτές ύαινες έδειξαν ότι ζώα χωρίς προηγούμενη εμπειρία με λιοντάρια αντέδρασαν αδιάφορα στη θέα τους, αλλά με φόβο στη μυρωδιά του.
Τα λιοντάρια τείνουν να κυριαρχούν σε άλλα αιλουροειδή όπως τα τσιτάχ και οι λεοπαρδάλεις στις περιοχές που συνυπάρχουν. Τους κλέβουν τα θηράματα και σκοτώνουν τα μικρά τους ή ακόμα και ενήλικα άτομα αν δοθεί ευκαιρία. Το τσιτάχ έχει 50 τοις εκατό πιθανότητα να του κλέψουν το θήραμα λιοντάρια ή άλλα αρπακτικά. Το 90% των μικρών των τσιτάχ σκοτώνονται τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους από άλλα αρπακτικά, και κυρίως λιοντάρια. Τα τσιτάχ για να αποφύγουν τον ανταγωνισμό κυνηγούν διαφορετικές ώρες της ημέρας και κρύβουν τα μικρά τους σε πυκνούς θάμνους. Την ίδια τακτική χρησιμοποιούν και οι λεοπαρδάλεις, οι οποίες όμως έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να επιβιώνουν καλύτερα με μικρότερα θηράματα από ότι τα λιοντάρια και τα τσιτάχ. Επιπλέον έχουν την δυνατότητα να σκαρφαλώνουν σε δέντρα όπου φυλάνε τα μικρά τους και τα θηράματά τους μακρυά από τα λιοντάρια. Εντούτοις οι λέαινες περιστασιακά μπορούν να καταφέρουν να σκαρφαλώσουν σε δέντρα και να κλέψουν θηράματα της λεοπάρδαλης. Παρομοίως τα λιοντάρια κυριαρχούν και στους λυκάονες, όχι μόνο κλέβοντας τα θηράματά τους αλλά κυνηγώντας και τα ίδια, κυρίως νεαρά άτομα και σπανίως ενήλικα.
Ο κροκόδειλος του Νείλου είναι το μόνο αρπακτικό που μπορεί να απειλήσει το λιοντάρι μόνο του. Αναλόγως με το μέγεθος του κροκοδείλου και του λιονταριού, καθένα από τα δύο μπορεί να κλέψει το θήραμα από το άλλο. Τα λιοντάρια έχει παρατηρηθεί ότι σκοτώνουν κροκόδειλους όταν βρίσκονται στη στεριά, ενώ συμβαίνει το αντίθετο όταν λιοντάρια επιχειρούν να διασχίσουν όγκους νερού όπου υπάρχουν κροκόδειλοι, όπως αποδεικνύεται από νύχια λιονταριών που έχουν βρεθεί σε στομάχια κροκοδείλων.